Λόγοι
Παρηγορίας Ἁγίου Γέροντος Ἱερωνύμου
τῆς Αἰγίνης
ΓΡΑΦΕΙ εὐλαβὴς πνευματικὴ
θυγατέρα του:
Καὶ νέα ἐπίσκεψις μοῦ
τὸν μήνα Μάρτιο (τοῦ 1965). Βροχὴ οἱ ἐρωτήσεις
(τοῦ Γέροντος):
- Καλῶς ἦλθες. Τὶ κάνεις;
Ἢ ζωή σου εἶναι πρὸς
σωτηρία ἢ ἀπώλεια; Τὰ ἔργα σου νὰ φροντίζεις
νὰ εἶναι πρὸς σωτηρία. Πρόσεχε. Ὅ διάβολος εἶναι ἀκούραστος καὶ μεγάλος τεχνίτης, καὶ ἐμεῖς ἀδύνατοι καὶ ἄπειροι. Θὰ σὲ βρεῖ πόλεμος.
Θὰ Ἔχεις πειρασμούς.
Πρὶν δὲν εἶχες γνῶσιν
περὶ τῶν πνευματικῶν, ἄφηνες ἐλεύθερον τὸν
λογισμὸ σοῦ καὶ γύριζε ὅπου ἤθελε. Τώρα τοῦ βάζεις θύρα
καὶ προσπαθεῖς νὰ τὸν κλεινῆς καὶ σκέπτεσαι καὶ διαφορετικά. Γι' αὐτὸ νὰ ξεύρης,
θὰ σὲ βρεῖ πόλεμος, θὰ σὲ πολεμήσει μὲ πολλοὺς τρόπους ὅ διάβολος.
Σοῦ λέει: «Τὶ πᾶς νὰ μοῦ κάνης, ἐσύ;». Πάντως, οὔτε καὶ νὰ τὸν φοβᾶσαι,
ἀλλὰ οὔτε καὶ νὰ εἶσαι
ἀμέριμνη καὶ ἥσυχη. Προσοχὴ μεγάλη στὴν
προσευχή. Μὴ κόβεις τὴν προσευχή.
Καθημερινὴ σοῦ τροφὴ
τὰ δάκρυα νὰ εἶναι. Ὅσο μπορεῖς νὰ
κλείνεσαι. Νὰ κόψης τὰ πέρα δῶθε.
Ἀγάπησε τὴν σιωπή. Σὲ ὅλο οὐδέτερη νὰ εἶσαι, λίγο νὰ ὁμιλεῖς.
Κάποιος μὲ ρώτησε: «Κάθε πότε νὰ κοινωνῶ;». Τοῦ ἀπήντησα:
Γιατὶ δὲν μὲ ρωτᾶς
καὶ «κάθε πότε νὰ τρώγω;».
Ὅποτε πεινᾶς τρῶς. Ἔτσι καὶ μὲ τὴν θεία Κοινωνία. Ὅποτε ζητᾶ ἢ ψυχὴ σοῦ
καὶ θέλεις, νὰ κοινωνεῖς, ἀρκεῖ νὰ ἔχεις ἄδεια ἀπὸ τὸν πνευματικὸν σοῦ. Τὸ μυστήριο (τῆς Θείας
Εὐχαριστίας), ἂν ἐσὺ προσεχὴς καὶ
ἀγωνίζεσαι, θὰ σὲ εἰδοποιεῖ καὶ θὰ τὸ ζητᾶς. Πάντως, τακτικὴ θεῖα Κοινωνία.
Νύχτα μέρα
παρακαλῶ, πιστὴ νὰ μείνεις μέχρι θανάτου. Ἢ Παναγία μᾶς νὰ σὲ σκεπάζει. Μὲ ἐπιμονὴ ζητῶ ἀπὸ τὸν θεὸ νὰ στέκει δίπλα σοῦ.
Τοῦ Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου
τοὺς Λόγους, μετὰ τὶς δέκα φορὲς ποὺ θὰ τοὺς διάβασης, θὰ τοὺς καταλάβεις,
δηλ. θὰ καταλάβεις τὴν ἀξία τοῦ καὶ θὰ τοὺς ἀγαπήσεις
περισσότερο. Μὴ τὰ διαβάζεις γιὰ νὰ τελείωσης
σύντομα, ἀλλὰ ἀργὰ καὶ μὲ προσοχή, καὶ νὰ βλέπεις,
ἀπ' ὅλα αὐτὰ ἐκεῖ
μέσα, τὶ κάνεις ἐσὺ καὶ τὶ δὲν κάνεις. Ἐκεῖ θὰ βρίσκεις ὠφέλεια, ἐκεῖ νὰ τρέχεις.
Καὶ κοιμήσου ὅσο
θέλεις, καὶ τρῶγε ὅσο θέλεις,
ἀλλὰ πάντα νὰ τὸ
θυμᾶσαι, τὴν προσευχὴ μὴ ἀφήσεις.
Πάντα ὅ νοῦς σοῦ ἐκεῖ
νὰ εἶναι. Τίποτα δὲν θὰ σὲ βλάψει,
ἂν ἔχεις τὸν νοῦν σοῦ
εἰς τὴν προσευχή, εἰς τὸν Θεό. Προσευχή.
Μερικοί, ὅταν περάσει λίγη ὥρα καὶ δὲν προσευχηθοῦν, δὲν ἀντέχουν καὶ ὑποφέρουν. Ὼς μαρτύριο θεωροῦν
τὶς στιγμὲς ποὺ θέλουν
νὰ προσευχηθοῦν καὶ δὲν μποροῦν.
Τώρα ἴσως δὲν τὰ καταλαβαίνεις
αὐτὰ ποὺ σοῦ λέγω,
ἀργότερα Ἴσως. Ἂν στὸ μαγκάλι δὲν προσθέσουμε κάρβουνα, ἢ φωτιὰ θὰ σβήσει.
Προσοχὴ νὰ μὴ σβήσει
ἢ φωτιά. Καὶ δὲν θὰ σβήσει,
ἂν δὲν κόψης τὴν
προσευχή.
Ν' ἀγαπήσεις τὸν Χριστὸ
μᾶς, ὅπως Τὸν ἀγάπησαν οἱ Ἅγιοι, οἱ μάρτυρες καὶ ἀκόμη πιὸ πολύ, ὅπως ἢ Μαρία ἢ Μαγδαληνή. «Ποῦ ἔβαλαν τὸν Κύριο μοῦ;».
Εἶπε μὲ πόνο. Κλαίω ὅταν τὸ διαβάζω αὐτό, γιατὶ καταλαβαίνω πῶς θὰ τὸ εἶπε. Ἀλλὰ ἄκουσε μετὰ τὴν γλυκεῖα φωνή: «Μαρία!»...
(Σωτηρίας Νούση, Ὅ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς
Αἰγίνης (1883-1966), 'ζ ἔκδοσης,
2010, σελ. 256-257.