Ή Σαλώμη, ή πάντα μαυροφορεμένη
Πάμπτωχη ή Σαλώμη, μέ τά ταπεινά της φορέματα Πορεύθηκε μέσα στην Εκκλησία σ’ ολη της την ζωή. Πάντα στην άκρια καθότανε καί οί πλούσιοι στο μυαλό την θεωρούσαν χαζή. Τά ταπεινά της φορέματα την έκαναν ακόμη πιο ταπεινή. Ή σκούπα καί τό φαράσι ήταν τό μόνιμο εργόχειρό της στο σπίτι, στην εκκλησία, στο μοναστήρι.
Τό στόμα της ήταν πάντοτε κλειστό γιά τούς άλλους.’Άν την ρωτούσες κάτι, τό «δέν ξέρω, δέν άκουσα, δέν κατάλαβα» ήταν ή μόνιμη απάντησή της. Τό λίγο μυαλό της, που Έβλεπαν οί άλλοι, δεν τής επέτρεψε ποτέ να γίνη ή άνακατώστρα τής γειτονιάς.
Τό ακάθαρτο πετρέλαιο ήταν τό μόνο άρωμα καί τό μόνο φάρμακο για τήν Σαλώμη, να επάλειψη τα πονεμένα της μέλη. Είχε μονίμως πονοκέφαλο καί τήν ρωτούσα:
- Μήπως θέλεις κάποιο φάρμακο;
-’Όχι, Γέροντα- στήν Παναγιά θά κάνω προσευχή νά μου πάρη καί τήν βοή καί τον πόνο.
Ποτέ δεν Έλειπε από τήν ακολουθία καί κατ’ ιδίαν Έκανε πολλές προσευχές. Πάντα Έλεγε τήν ευχή με τό κομποσχοίνι. Μιά βραδιά κρυφάκουσα τήν ταπεινή της προσευχή, που συνοδευόταν από πολλές μετάνοιες: «Κύριε, ειρήνευσε τον κόσμο. Κύριε, συγχώρεσε τις αμαρτίες όλου του κόσμου. Χάρισέ τους μετάνοια καί αγάπη γιά Σένα καί μεταξύ τους. Και σ’ εμένα τήν αμαρτωλή δός μου τήν συγχώρηση. ’Έχε καλά τον πνευματικό μου πατερούλη, τά πνευματικά μου αδέλφια...».
Μνημόνευε κάποια ονόματα κι Έπειτα Έλεγε τήν ευχή.
Τής Έλεγα να τήν κάνω μοναχή καί μου απαντούσε:
- ’Όχι, Γέροντά μου* είμαι ανάξια γιά μιά τέτοια τιμή.
Πολλές φορές Έλεγε καί πράγματα πού Έβλεπε τήν ώρα τής Λειτουργίας, αλλά με μισόλογα:
- Σήμερα ό Χριστός Ελαμπε μέσα στό άγιο Ποτήριο. Σήμερα στήν Λειτουργία δεν ήσουνα μόνος· είχες πολλούς παπάδες μέσα στό 'Ιερό, άλλ’ εγώ ή ανάξια δεν πρέπει να λέγω τέτοια πράγματα.
’Άλλοτε Έλεγε πώς Έβλεπε τον παπά τής ενορίας της να λειτουργή μέσα στό φως καί άλλοτε μέσα στό σκοτάδι:
- Δεν ήταν σήμερα καθαρός 6 παπάς. Ένα μαύρο σύννεφο συνεχώς τον περικύκλωνε.
Κάποιο καλοκαίρι Έλεγα στον Προυσό:
-Αν φυτεύαμε κυπαρίσσια πίσω από τό τοιχίο άντιστηρίξεως τής όδού Αγιοι Πάντες-Μοναστήρι, θά κρατούσαν καλύτερα τον τόπο, πού συνεχώς φεύγει.
Τό κράτησε ή γριά Σαλώμη στον νου της και τον ερχόμενο χειμώνα το έβαλε σε ενέργεια. Ένα σούρουπο μέσα στο χιόνι και τήν καταχνιά βλέπω την γριά Σαλώμη με δυο σάκους κυπαρίσσια να πλησιάζει τήν θύρα τού μοναστηριού.
- Σαλώμη, τί έκανες; Πώς πέρασες τήν κορυφογραμμή μέσα σε τόσα χιόνια; Πώς τά σήκωνες όλα αυτά τά δένδρα από τό Θέρμο ως εδώ; Πόσες μέρες έκανες να φτάσεις στο μοναστήρι;
- Δυο μέρες έκανα να έρθω, αλλά άλλος τά σήκωνε, δεν τά σήκωνα εγώ.
- Ποιος τά σήκωνε, Σαλώμη;
- Μόλις έφυγε.
Τήν πήγα στήν Παναγία και κάναμε ευχαριστία.
- Μή φοβάσαι. Είμαι πολύ καλά. Εγώ τήν Παναγία διακονώ δεν θά με άφήση να χαθώ.
'Αγνός άνθρωπος, καθαρός, πάντα ησύχαζε, ταπεινωνότανε, προσευχότανε.
Ή νηστεία ήτανε μόνιμη συντροφιά της. Αληθινή μυροφόρα τής Παναγιάς του Θερμού, του πατρο- Κοσμά του Αιτωλού, τής μονής Μυρτιάς καί τής μονής Προυσού. Πτωχή καί πένης, άλλα πλούσια σε αγάπη καί έργα διακονίας. Προσκυνούσε μέχρι τό έδαφος, του Θεού τούς λειτουργούς, ψελλίζοντας «Συγχωρέστε με τήν ανάξια».
«Την ευχή σου δώσε μας, Σαλώμη, από ’κει πού αναπαύεσαι».
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ.
ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ