Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

«ΕΜΦΥΛΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ» ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ

«ΕΜΦΥΛΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ» ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΣΕΙΣ  ΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ
Αλέξανδρος Ι. Γκουργιώτης Δικηγόρος
Υποψ. Διδάκτωρ Νομικής ΔΠΘ.
Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Κορινθίων

Η   εντολή-διαταγή του Υπουργείου  Παιδείας προς τους καθηγητές   των Γυμνασίων της Χώρας μας μέσω της υπ’ αριθμ. Φ20.1/220482/Δ2/23-12-2016 εγκυκλίου του, να αναπτυχθεί,  στα πλαίσια της πραγματοποίησης   θεματικής εβδομάδας υπό τον γενικό τίτλο «ΣΩΜΑ και ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ» ειδικότερη  θεματική   ενότητα  υπό τον    τίτλο «Έμφυλες Ταυτότητες»  και με υποενότητες όπως «βιολογικό και κοινωνικό φύλλο», «αποδομώντας τα έμφυλα στερεότυπα» «ομοφοβία και τρανσφοβία στην κοινωνία και στο σχολείο» κτλ,   πέραν της  ηθικής απαξίας της και της προφανούς αντίθεσής της  προς τις ΕλληνοΧριστιανικές Αξίες και Αρχές,   είναι συνάμα και νομικά αστήριχτη και έκθετη και για να ακριβολογούμε έκδηλα αντίθετη προς τις επιταγές της ΕΣΔΑ, του Συντάγματος και της ειδικής εκπαιδευτικής νομοθεσίας.

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η  εγκύκλιος δεν είναι ούτε νόμος , ούτε κανονιστική πράξη[1] , δεν έχει εκτελεστό χαρακτήρα και ως εκ τούτου  δεν προσβάλλεται στα Διοικητικά Δικαστήρια, συνιστά  απλά εσωτερικό έγγραφο της Διοίκησης προς τους  δημοσίους υπαλλήλους και εν προκειμένω τους καθηγητές, με το οποίο δίδονται κάποιες κατευθυντήριες γραμμές, διευκρινίσεις, υποδείξεις κ.ο.κ. κατά την ενάσκηση  των καθηκόντων τους τα οποία προβλέπει και καθορίζει ο νόμος. Δεσμευτικό χαρακτήρα ωστόσο έχει υπό τον τύπο εντολής  από ιεραρχικά ανώτερο όργανο   σε υφιστάμενο,  εν τούτοις όμως,  όπως κάθε εντολή και διαταγή θα πρέπει κατά την άποψή μου να ελέγχεται για την νομιμότητά της και συνταγματικότητά της από τους  αποδέκτες   αυτής, ως κατωτέρω θα περιγραφεί.

[1] εν τούτοις  υπάρχουν  περιπτώσεις που υποκρύπτεται κανονιστικό περιεχόμενο στην εγκύκλιο και τότε έχει  εκτελεστό χαρακτήρα ορ. 2633/2014 ΣΤΕ με την εκεί  παράθεση της άποψης  της μειοψηφίας
Οι  θέσεις    που υποστηρίζονται  κατωτέρω και για τις οποίες ασφαλώς και είναι επιθυμητός  ο αντίλογος  επί τη βάσει βέβαια επιχειρημάτων, εκκινούν από ένα  δεδομένο,    ότι το Υπουργείο Παιδείας είναι Υπουργείο του Ελληνικού Κράτους και όχι Υπουργείο σκανδιναβικής χώρας ή Υπουργείο του κόσμου, απευθύνεται  σε Έλληνες καθηγητές και μαθητές  και θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις ιδιαίτερες Αρχές και Αξίες των Ελλήνων, την ταυτότητά μας ,  τις διαχρονικά παγιωμένες αντιλήψεις μας περί της ηθικής, του φυσικού,   του λογικού, του φυσιολογικού  κλπ,   όπως ακριβώς τις   έλαβε υπ’ όψιν του και ο Έλλην νομοθέτης όταν θέσπιζε τους συγκεκριμένους κανόνες Δικαίου που θα αναφερθούν κατωτέρω.   Όσοι αδιαφορούν και παραβλέπουν αυτά  τα δεδομένα, ήτοι  την Ελληνική Ταυτότητα και την     Ελληνική πραγματικότητα γρήγορα θα απογοητευτούν   από την       αποτυχία    του εγχειρήματός τους. 
Ειδικότερα:

Α.- Η  ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ & ΤΗΝ ΕΣΔΑ:

Ι.- ΑΡΘΡΟ 16 ΚΑΙ 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

Κατά το Σύνταγμά μας η Εκπαίδευση  ως θεσμοθετημένη και οργανωμένη μορφή της Παιδείας, παρεχόμενη από το Κράτος  προς   τους πολίτες,   είναι υποχρεωτική για το Κράτος,  έχει δε συγκεκριμένη αποστολή και προορισμό αποσκοπώντας στην ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων και  στην ανάπτυξη   της Εθνικής και Θρησκευτικής των συνείδησης. Το κράτος λοιπόν κατά το άρθρο 16§2 του Συντάγματος,  έχει υποχρέωση να παρέχει τέτοια παιδεία που όχι απλώς συντηρεί και διατηρεί,  αλλά αναπτύσσει την Εθνική και Θρησκευτική Συνείδηση των Ελλήνων, υποστηρίζοντας και ενδυναμώνοντάς την.

[2].  ΣτΕ 3356/1995, 3533/1986, ΔΕΦ ΧΑΝ 115/2012 Τράπεζα νομικών Πληροφοριών NOMOS, Μαρίνου Αναστασίου, Η αλήθεια και η παραπληροφόρηση ως προς μάθημα των θρησκευτικών , ΕλΔνη 36(1995) σελ. 985, επ. , Α. Μαρίνος Το Σύνταγμα, η Δημοκρατία και το μάθημα των Θρησκευτικών, 1981,σελ19-20 Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 2002,,σελ. 253
Ειδικότερα τώρα και όσον  αφορά την θρησκευτική συνείδηση των Ελλήνων αυτή διαμορφώνεται   κατά  τις Αρχές και Αξίες της Επικρατούσης εν Ελλάδι Θρησκείας ήτοι της Ορθόδοξης Ανατολικής του Χριστού Εκκλησίας,  όπως ειδικότερα προβλέπεται  στο άρθρο 3 του Συντάγματος, από τους εν αυτώ κατοχυρουμένους Ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνες, την Ιερά Παράδοση και την Αγία Γραφή για την οποία μάλιστα λαμβάνεται στην παρ. 3 του ιδίου άρθρου ειδική μέριμνα ώστε να διαφυλαχθεί το Ιερό της Κείμενο αναλλοίωτο και ανέπαφο από ξένες προς την Ορθοδοξία επιδράσεις. Εδώ έχει ιδιαίτερη αξία να επισημάνουμε ότι ο επιλεγείς από τον Συνταγματικό νομοθέτη όρος επικρατούσα εν Ελλάδι Θρησκεία     στοχεύει στο να αποδώσει την συνειδητή επιλογή του Ελληνικού Κράτους στην Ορθοδοξία έναντι οιασδήποτε άλλης θρησκείας (κάτι το οποίο ευθέως πράττει ο Συντακτικός Νομοθέτης με την επίκληση της Αγίας Τριάδος στην εισαγωγή του Συνταγματικού κειμένου), ενέχει ούτω την έννοια της Προτίμησης του Κράτους προς αυτήν  και δεν αποτυπώνει  αριθμητικά , ποσοτικά ή στατιστικά στοιχεία που την αναγάγουν απλώς ως θρησκεία επιλεχθείσα από την συντριπτική πλειοψηφία των κοινωνών εντός της Ελληνικής Κοινωνίας[3]. Τούτο σχηματικά σημαίνει ότι το Ελληνικό Κράτος ως νομικό πρόσωπο  (καίτοι ένα νομικό πρόσωπο δεν θρησκεύει) έχει θρησκεία, έχει Πίστη. Η Παιδεία λοιπόν μέσα σε ένα τέτοιο κράτος ως το Ελληνικό, που έχει θρησκεία,  δεν μπορεί  να αφίσταται των Αρχών αυτής και να εναντιώνεται προς αυτές.  Δεν δύναται λοιπόν ο κοινός νομοθέτης να παρέχει μία τέτοια παιδεία στα Ελληνόπουλα  που όχι απλώς δεν συμβάλλει στην ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής τους συνείδησης,  αλλά αντιθέτως την αποδομεί πλήρως και διαστρέφει,  ενάντια προς τις ως άνω Αρχές.  Μία τέτοια εκπαίδευση   είναι παντελώς αντίθετη προς τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, και η υποχρέωση του μαθητή να την αποδεχτεί και του εκπαιδευτικού να την παράσχει σκοντάφτει στους προαναφερθέντας συνταγματικούς κανόνες.  

ΙΙ.- ΑΡΘΡΟ 13 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ 9 ΤΗΣ ΕΣΔΑ 

Προσέτι η  παρεχόμενη από το Ελληνικό Κράτος εκπαίδευση προς τους μαθητάς και η διδασκαλία μαθημάτων, σεμιναρίων, προγραμμάτων κ.ο.κ. που βάλλουν και αποδομούν  τις Αρχές και Αξίες της Ορθοδοξίας, προσκρούει   στο άρθρο 13 του Συντάγματος αλλά και στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ και στο άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Στο πραναφερθέν άρθρο 13 του Συντάγματος μας,   κατοχυρώνεται η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως,  ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η ελευθερία επιλογής θρησκείας, διατήρησής της και ενίσχυσης της πίστης σε αυτήν. Προσέτι κατά το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ αναγνωρίζεται η θρησκευτική ελευθερία  εκτός  των άλλων και  ως ελευθερία εκδηλώσεως και εξωτερικεύσεως της θρησκείας δημοσίως , διά της λατρείας , διά της παιδείας κλπ, προστατευομένης ούτω της ελευθερίας αυτής σε κάθε τομέα δράσης και δραστηριότητος του ατόμου όχι απλώς ως κρυφό ενδιάθετο φρόνημα αλλά ως φρόνημα που εκδηλούται και αναφέρεται προς τα έξω καθορίζοντας την  εν γένει  συμπεριφορά του ατόμου επιβάλλοντάς του ορισμένες δράσεις και αποτρέποντάς το από άλλες[4].
Η θρησκευτική ελευθερία λοιπόν με όλες τις εκδηλώσεις της, ως δικαίωμα με αναφορά όχι μόνον προς τα έσω αλλά και προς τα έξω,   θα πρέπει να  ασκείται και πραγματώνεται ακωλύτως,   και εντός   του σχολείου,  με την αποφυγή εκτός των άλλων  εκ μέρους του Κράτους της λήψεως μέτρων  οιασδήποτε μορφής,  που εξαναγκάζουν  τον φορέα του ως άνω δικαιώματος μαθητή ή και καθηγητή να προβεί σε πράξεις ή παραλείψεις αντίθετες  προς   τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Ούτω λοιπόν και για να το συνδέσουμε με την υπό κρίση υπόθεση η   εντός της εκπαιδεύσεως κρατική επιβολή διδασκαλιών, προγραμμάτων και σεμιναρίων που πλήττουν το Ορθόδοξο Χριστιανικό  συνειδός   των Ορθοδόξων μαθητών , η υποχρέωση των μαθητών αυτών  να τα παρακολουθήσουν  καίτοι αυτά πλήττουν και απαξιώνουν την Πίστη τους,      προσβάλλει  ευθέως την ελευθερία της θρησκευτικής των συνειδήσεως.

Τούτο    απαγορεύεται  προσέτι   και από το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ  που ορίζει ότι «παν κράτος εν τη ασκήσει  των αναλαμβανομένων υπ’ αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και εκπαιδεύσεως θα πρέπει να σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσιν την μόρφωσιν και την εκπαίδευσιν   των τέκνων τους συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς πεποιθήσεις[5]. Δεν  είναι λοιπόν επιτρεπτό να υποχρεωθεί ένας μαθητής να παρακολουθήσει μάθημα, πρόγραμμα κ.ο.κ. το οποίο πλήττει τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις,  όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από τους γονείς τους   στα πλαίσια  ασκήσεως του δικαιώματος των γονικής  μέριμνας επ’ αυτού,  δικαίωμα συνταγματικώς κατοχυρωμένο στο άρθρο 21 του Συντάγματος, οι δε γονείς δύνανται  επί τη βάσει των ανωτέρω διατάξεων, να εκφράσουν την αντίθεσή των προς μια  τέτοια διδασκαλία και να αξιώσουν την εξαίρεση του τέκνου τους από μία τέτοια διδασκαλία που αποδομεί την πίστη και τις αρχές των. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι ενώ τα άρθρα 16 και 3 του Συντάγματος ως ανεφέρθησαν προηγουμένως έχουν αναφορά στους Έλληνες Ορθοδόξους Χριστιανούς μαθητές και μόνον, το άρθρο 13 Σ  και οι διατάξεις της ΕΣΔΑ παρέχουν γενικότερη προστασία και δύνανται  να αποτελέσουν νομική βάση νομίμου εναντίωσης προς την εγκύκλιο και για γονείς, καθηγητές και μαθητές που πρεσβεύουν άλλες θρησκείες .

ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ:

III.- ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΠΡΟΣ ΆΛΛΕΣ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ. ΠΡΟΣΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΟΠΩΣ ΚΑΤΟΧΥΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 5 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΡΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΟΣ.

Το άρθρο 5 του συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου. Ειδικότερη ελευθερία που απορρέει μέσα από το  δικαίωμα της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας είναι και η σεξουαλική ελευθερία τόσο στην θετική μορφή και εκδήλωση της όσο και στην αρνητική της που συνδέεται άμεσα με το δικαίωμα στην σεξουαλική αποχή. Η προσπάθεια μέσα από μία θεματική εβδομάδα «εναλλακτικής» ουσιαστικά σεξουαλικής «διαπαιδαγώγησης»,  να υπερπροβληθεί και  να υπερτονισθεί το σεξουαλικό στοιχείο σε παιδιά ηλικίας 12-15 ετών, ο άμεσος ή έμμεσος επηρεασμός τους   προς την  σεξουαλική ενεργοποίηση,   σε μία τέτοια ηλικία που αυτά ενδεχομένως αρνούνται να εγκαταλείψουν   την περίοδο της παιδικότητας  και είναι απρόθυμα να υιοθετήσουν συμπεριφορές ενηλίκων, ο εξαναγκασμός στην σεξουαλική φαντασίωση και στον πανσεξουαλικό πειραματισμό,   προσβάλλει ευθέως την  σεξουαλική  των ελευθερία,   το δικαίωμα στην αβίαστη επιλογή και στην αποχή από σεξουαλικές σκέψεις και πράξεις.  

Β.- ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ  1 του Ν. 1566/1985.

Στην ως άνω διάταξη  ορίζεται ότι 1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά.  Ειδικότερα υποβοηθεί τους μαθητές:

α) Να γίνονται ελεύθεροι, υπεύθυνοι, δημοκρατικοί πολίτες, να υπερασπίζονται την εθνική ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα της χώρας και τη δημοκρατία, να εμπνέονται από αγάπη προς τον άνθρωπο, τη ζωή και τη φύση και να διακατέχονται από πίστη προς την πατρίδα και τα γνήσια στοιχεία της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης. Η ελευθερία της θρησκευτικής τους συνείδησης είναι απαραβίαστη.

Πώς λοιπόν επιτελείται ο ως άνω σκοπός του νόμου και πώς υπηρετείται η Χριστιανική Παράδοση και πώς προστατεύεται η θρησκευτική συνείδηση του μαθητή,  όταν ο μαθητής υποχρεούται να ανεχτεί την διδασκαλία μαθημάτων και κηρυγμάτων που ακυρώνουν την Πίστη του, τις Αρχές του , την Διδασκαλία της Πίστεώς του , τον Αγιογραφικό Λόγο, το ίδιο το Θέλημα του Θεού;

Είναι προφανές λοιπόν εκ της ως άνω συντόμου αναφοράς και ερμηνείας συνταγματικών και λοιπών διατάξεων, ότι τα επιβαλλόμενα διά  της εγκυκλίου,  η οποία   δεν είναι,  ως προανεφέρθη, νόμος ούτε κανονιστική  πράξη αλλά εσωτερική πράξη της Διοίκησης, είναι αντίθετα προς τις ως άνω διατάξεις και τις παραβιάζουν ευθέως , αποστερώντας το οιοδήποτε νόμιμο έρεισμα αυτής.  

Οι ως άνω παραβιάσεις  δίδουν κατά την άποψή μου το δικαίωμα  στον κάθε γονέα ασκούντα  την γονική μέριμνα επί του τέκνου του, να αρνηθεί με κάθε νόμιμο τρόπο την συμμετοχή του τέκνου του στο πρόγραμμα αυτό, δοθέντος ότι ως Έλλην  Πολίτης  δεν απολαμβάνει  απλώς τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα που του  εγγυάται το Σύνταγμα,  αλλά προσέτι οφείλει  και να μεριμνά   για την τήρησή των ως ορίζει  και το άρθρο 120§2 του Συντάγματος[6], που καθιερώνει ένα ιδιότυπο δικαίωμα αντίστασης σε κάθε αντισυνταγματική κρατική απόφαση ή ενέργεια.   Προσέτι δε και στον καθηγητή που διαφωνεί, υπάρχει αυτή η προστασία και εκ του ως  άνω άρθρου   του Συντάγματος αλλά και εκ του άρθρου 25§2 Ν. 3528/2007 που αναφερόμενο στις  διαταγές που δίδονται υπό προϊσταμένου κλπ προς οιονδήποτε δημόσιο υπάλληλο υφιστάμενό του,  πρόδηλα παράνομες ή αντισυνταγματικές,   ορίζει επί λέξει ότι «Αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή». Δύναται  ούτω,  να εγείρει νομίμως  αντιρρήσεις με κάθε νόμιμο  ενδεδειγμένο τρόπο  στην εντολή-διαταγή διδασκαλίας  τέτοιων   θεωριών,  που τον υποχρεώνουν  να αρνηθεί τις Θρησκευτικές του Αρχές , που τον υποχρεώνουν  να καταστεί ο ίδιος αποδομητής της ίδιας του της Πίστεως,  εξαναγκαζόμενος σε πράξεις  που    προσβάλλουν την προσωπικότητά του.  

Εξ όλων λοιπόν των ανωτέρω θεωρώ  ότι η ως άνω χαρακτηρισμένη μάλιστα ως «εξαιρετικώς επείγουσα» (γιατί άραγε;;;) εγκύκλιος πάσχει νομιμότητος και θα πάσχει και αυτή και κάθε αντίστοιχη απόφαση, εντολή κτλ όσο κάποιοι επιχειρούν να θυσιάζουν τα δικαιώματα των πολλών για τις επιθυμίες   των ολίγων, όσο     κάποιοι  θα  αξιώνουν την υποταγή  της  πλειοψηφίας  στα θέλω  και τις «ορέξεις»   των ολίγων.  Η επιβολή όμως των ολίγων στους πολλούς   δεν είναι Δημοκρατία. Αυτό είναι κίνδυνος για την Δημοκρατία και όταν η Δημοκρατία κινδυνεύει,  τότε είναι νομικό και ηθικό  χρέος του καθενός μας να την υπερασπιστεί. 
Μετά τιμής, 

Αλέξανδρος Ι. Γκουργιώτης
Δικηγόρος, Υποψ. Διδάκτωρ Νομικής ΔΠΘ.
Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Κορινθίων