Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2016

«Ἐγώ εἶμαι αὐτός πού ἐσεῖς ὀνομάζετε σατανά καί διάβολο»

«Ἐγώ εἶμαι αὐτός πού ἐσεῖς ὀνομάζετε σατανά καί διάβολο»

Ὑπόθεσις Θ΄(9)
«ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΕΣ
ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ»

Ἀπό τό Γεροντικόν

Κάποτε πού ὁ ἀββᾶς Μακάριος πήγαινε κάπου πολύ βαθιά στήν ἔρημο συναντήθηκε μέ κάποιον πολύ γέρο πού κουβαλοῦσε φορτίο· τό σῶμα του ἦταν παντοῦ καλυμμένο μέ πολλά δοχεῖα πού τό καθένα εἶχε ἕνα φτερό, καί αὐτά ἦταν τό ροῦχο του. Ὅταν τόν εἶδε ὁ ἀββᾶς Μακάριος στάθηκε, καί ἐκεῖνος τόν ρώτησε:
«Γιατί περιπλανιέσαι σέ τούτη τήν ἔρημο;» «Ἐπειδή θέλω νά βρῶ τόν Θεό», τοῦ ἀποκρίθηκε ὁ ἀββᾶς, «φεύγω μακριά ἀπό τήν πλάνη. Ἐσύ ὅμως, γέρο, πές μου, ποιός εἶσαι; Γιατί σέ βλέπω νά ἔχεις παράξενη καί ἀσυνήθιστη ἐμφάνιση. Τί εἶναι αὐτά πού σέ σκεπάζουν;»

Ἐκεῖνος, πιεζόμενος μέ ἀόρατο τρόπο ἀπό θεϊκή δύναμη, καί χωρίς νά θέλει τοῦ ὁμολόγησε: «Ἐγώ εἶμαι αὐτός πού ἐσεῖς ὀνομάζετε σατανά καί διάβολο. Αὐτά πού ἔχω ἐπάνω μου εἶναι τά μέσα μέ τά ὁποῖα ἐξαπατῶ τούς ἀνθρώπους καί τούς τραβῶ κοντά μου. Σέ κάθε μέλος καί μέρος καθενός βάζω τό κατάλληλο δόλωμα, καί μέ τά φτερά τῶν ἐπιθυμιῶν ἀναστατώνω τίς καρδιές τους. Ἔτσι ρίχνω κάτω ὅσους μέ ὑπακοῦν καί χαίρομαι μέ τήν πτώση ὅσων νικιοῦνται ἀπό ἐμένα».
Ὅταν τόν ἄκουσε ὁ ἅγιος Μακάριος, τοῦ εἶπε μέ θάρρος: «Ὁ Χριστός σέ παρέδωσε γιά παιχνίδι στούς δούλους του· πῶς λοιπόν ἐξακολουθεῖς νά καυχιέσαι ἔτσι; Ὅμως πές μου ἀναλυτικά γιά τή δύναμη καθενός ἀπό τά φάρμακα πού ἔχεις. Ἄλλωστε γι᾿ αὐτό φανερώθηκες, γιά νά μάθουμε τά διάφορα τεχνάσματά σου καί νά μή συμμορφωνόμαστε μέ τό θέλημά σου».
«Καί χωρίς νά θέλω», ἀπάντησε ἐκεῖνος, «θά σοῦ μιλήσω γιά τήν τέχνη μου. Γιατί Αὐτός πού σέ ἔκανε νά τά δεῖς αὐτά, ὁ ἴδιος ἀναγκάζει καί ἐμένα νά σοῦ μιλῶ γι᾿ αὐτά. Μάθε λοιπόν τόν σκοπό κάθε δοχείου.«
»Ἄν βρῶ κάποιον νά μελετᾶ ἀδιάκοπα τόν νόμο τοῦ Κυρίου, προσπαθῶ νά τόν ἐμποδίσω ἀλείφοντάς τον μέ τό περιεχόμενο τοῦ δοχείου πού ἔχω στό κεφάλι μου καί φέρνοντάς του πονοκέφαλο. Ἐκεῖνον πού ἑτοιμάζεται νά ἀγρυπνήσει μέ ὕμνους καί προσευχές, παίρνω μέ τό φτερό ἀπό τό δοχεῖο πού βρίσκεται στά φρύδια μου καί τόν ἀλείφω, τοῦ φέρνω νύστα καί τόν ἀναγκάζω νά κοιμηθεῖ. Τά δοχεία πού ἔχω στά αὐτιά μου εἶναι εἰδικά γιά τήν παρακοή, καί μέ αὐτά πείθω αὐτούς πού θέλουν νά σωθοῦν νά μήν ἀκοῦν τόν λόγο τῆς ἀλήθειας. Μέ αὐτά πού ἔχω στή μύτη μου παρακινῶ τούς νέους στήν πορνεία μέ τή χρήση εὐωδιαστῶν ἀρωμάτων. Μέ τά εἰδικά φάρμακα πού ἔχω στό στόμα μου δελεάζω τούς ἀσκητές, μέσω τῆς εὐχαρίστησης τῶν φαγητῶν καί τῆς γαστριμαργίας, νά κάνουν αὐτά πού θέλω. Στή συνέχεα τούς βάζω καί τά φάρμακα τῆς καταλαλιᾶς καί τῆς αἰσχρολογίας, καί αὐτοί παίρνουν αὐτούς τούς σπόρους, τούς καλλιεργοῦν καί μοῦ φέρνουν πλούσια σοδειά καρπῶν πού ἀγαπῶ.«
»Ἀπό τά δοχεῖα πού ἔχω στόν τράχηλο, ἀλείφω μέ ὑπερηφάνεια αὐτούς πού ζοῦν ἐνάρετα, τούς ἀνεβάζω στήν ὑψηλοφροσύνη καί ἔτσι τούς γκρεμίζω στήν ἀπώλεια. Ἄλλους πάλι τούς κάνω σάν τρελούς γιά τήν ἀνρθωπαρέσκεια καί τήν ἀνθρώπινη δόξα, καί ἀφοῦ τούς δέσω μέ αὐτές, τούς ὁδηγῶ μακριά ἀπό τόν Θεό.«
»Αὐτά πού βλέπεις στό στῆθος μου εἶναι δοχεῖα τῶν σκέψεών μου· μέ αὐτά ποτίζω τίς καρδιές, ὥστε νά μεθύσουν μέ τή δική μου ἀσέβεια, θολώνω τίς εὐσεβεῖς σκέψεις ἐκείνων πού θέλουν νά θυμοῦνται τή μέλλουσα ζωή καί μέ τή λησμοσύνη ἐξαλείφω τή μνήμη τους.«
»Τά δοχεῖα στήν κοιλιά μου εἶναι γεμάτα μέ ἀναισθησία, καί μέ αὐτά κάνω τούς ἀνθρώπους νά ζοῦν σάν ζῶα καί κτήνη. Τά ἄλλα πού εἶναι κάτω ἀπό τήν κοιλιά μου τούς ἐρεθίζουν σέ πορνεῖες καί ἀσέλγειες καί ἀκολασίες. Αὐτά πού ἔχω στά χέρια μου τά χρησιμοποιῶ στούς φθονερούς καί τούς φονιάδες. Αὐτά πού κρέμονται στήν πλάτη καί τούς ὤμους εἶναι οἱ κατασκότεινοι πειρασμοί, μέ τούς ὁποίους βάζω σέ μεγάλο κίνδυνο ἐκείνους πού δοκιμάζουν νά μέ πολεμήσουν, καί στήνοντας ἐνέδρες ἀπό τά πίσω, ρίχνω κάτω ὅσους ἔχουν ἐμπιστοσύνη στή μεγάλη δύναμή τους.«
»Αὐτά, τέλος, πού κρέμονται στούς μηρούς καί τά σκέλη μου ὥς κάτω στά πόδια εἶναι παγίδες καί βρόχια πολλά καί ποικίλα καί πολύπλοκα. Ραντίζοντας μέ αὐτά, ἀναστατώνω τήν πορεία αὐτῶν πού προχωροῦν σωστά καί τούς ἐμποδίζω νά τρέχουν στόν δρόμο τῆς εὐσέβειας, παρασύροντάς τους νά τρέχουν στόν δικό μου δρόμο –γιατί κάθομαι ἀνάμεσα στόν δρόμο τῆς ζωῆς καί τόν δρόμο τοῦ θανάτου. Τούς ἐνδυναμώνω λοιπόν νά ἀκολουθοῦν τή δική μου πορεία, στήν ὁποία ὅσοι στραφοῦν, ἀρνοῦνται πέρα γιά πέρα τόν δρόμο τῆς ἀλήθειας.«
» Ἐσύ ὅμως δέν θέλησες καθόλου νά μέ ἀκούσεις, ἔστω καί μία φορά, ὥστε νά ἔχω λίγη παρηγοριά, ἀλλά πάντοτε μέ καῖς, ὅταν σέ πλησιάζω, γιατί ἔχεις ὅπλο μεγάλο. Γι᾿ αὐτό σπεύδω νά φύγω πρός τούς δικούς μου δούλους·  γιατί ἐσύ καί οἱ σύνδουλοί σου ἔχετε καλόν Κύριο πού σᾶς μιλᾶ μέ πραότητα καί σᾶς φυλάγει σάν παιδιά του».
Ὅταν τά ἄκουσε αὐτά ὁ Ἅγιος γέροντας, ἔκανε τόν σταυρό του καί εἶπε: «Ἄς εἶναι δοξασμένος ὁ Θεός πού σέ παρέδωσε στή χλεύη ὅσων ἔχουν τήν ἐλπίδα τους σέ αὐτόν. Αὐτός εἴθε καί ἐμένα νά φυλάξει ὥς τό τέλος ἀπό τίς ἀπάτες σου, ὅπως καί ὅλους ὅσοι τόν ἐπικαλοῦνται, καί ἐσένα νά σέ ἐξουδετερώσει καί νά σέ διώξει μακριά ἀπό ἐμᾶς».
Καθώς τά ἔλεγε αὐτά, ὁ ἄλλος ἔγινε ἄφαντος ἀφήνοντας πύρινο καπνό. Καί ὁ ἀββάς Μακάριος εὐχαρίστησε τόν Θεό καί συνέχισε χαρούμενος τόν δρόμο του1.
Ἔλεγαν γιά κάποιον γέροντα ὅτι παρακάλεσε τόν Θεό νά δεῖ τούς δαίμονες, καί ὁ Θεός τοῦ φανέρωσε ὅτι δέν ἔχει ἀνάγκη νά τούς δεῖ. Ὁ γέροντας ὅμως παρακαλοῦσε λέγοντας: «Κύριε, ἔχεις τή δύναμη νά μέ σκεπάσεις μέ τό χέρι σου». Τότε ὁ Θεός ἄνοιξε τά μάτια του καί τούς εἶδε ὅτι περικυκλώνουν τόν ἄνθρωπο σάν μέλισσες καί τοῦ τρίζουν τά δόντια τους, ἐνῶ ἄγγελος Κυρίου τούς ἐπιτιμοῦσε.

Τέλος καί τῇ Τρισηλίῳ Θεότητι
κράτος, αἶνος καί δόξα εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.

Εὐεργετινός τόμος γ΄

Ἐκδόσεις: « ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ »
 Εὐχαριστοῦμε θερμά τίς ἐκδόσεις « ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ », γιά τήν ἄδεια δημοσίευσης ἀποσπασμάτων ἀπό τά βιβλία πού ἐκδίδουν.