Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Η Εκκλησιαστική περιουσία και ο βιοπορισμός των Ιερέων στο στόχαστρο της Παγκοσμιοποίησης

Η Εκκλησιαστική περιουσία και ο βιοπορισμός των Ιερέων στο στόχαστρο της Παγκοσμιοποίησης


Η Εκκλησιαστική περιουσία και ο βιοπορισμός των Ιερέων στο στόχαστρο της Παγκοσμιοποίησης
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΒΙΟΠΟΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ
ΣΤΟ ΣΤΟΧΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Εδώ και τουλάχιστον ένα αιώνα είναι στο στόχαστο της Παγκοσμιοποιήσεως η αφαίρεση της εκκλησιαστικής περιουσίας και η παύση της εκκλησιαστικής μισθοδοσίας των Κληρικών. Σκοπός είναι το να εγκαταλείψει η Εκκλησία την εμμονή στα ιερά δόγματα και τα ήθη Της, εξαρτώμενη από τις κοινωνικές εξελίξεις.
Ἡ μελέτη τῆς διαμορφούμενης Νέας Τάξεως Πραγμάτων δέν μπορεῖ νά παρακάμψει τίς ἀπόψεις τοῦ γνωστοῦ σοσιαλιστή φιλοσόφου, μαθηματικοῦ, διανοουμένου καί συγγραφέως Μπέρτραντ Ράσσελ (Bertrand Russell, 1872 – 1970). Ὁ Ράσσελ, νομπελίστας Φιλολογίας τό 1950 καί κάτοχος τοῦ ἀγγλικοῦ βασιλικοῦ τίτλου τοῦ Order of Merit (OM) ἀπό τό 1949, ὑπῆρξε καί ἕνας ἀπό τούς πλέον προβεβλημένους ἀθέους ἀριστερούς διανοουμένους, πού ὑπηρέτησαν μεταξύ άλλων και τήν ἐκλαΐκευση τῆς ἀντι-θρησκευτικῆς καί ἰδιαιτέρως τῆς ἀντι-χριστιανικῆς «ἐπιστημονικῆς» καί φιλοσοφικῆς προπαγάνδας στόν 20ό αἰῶνα [1].
Η μελέτη των διεθνιστικών απόψεων του Ράσσελ τον κατατάσσει ανεπιφυλάκτως μεταξύ των νεο-ταξιτών. Εἶναι όμως ἄκρως ἐνδιαφέρουσα ἡ νεο-ταξική στοχοθεσία πού διατυπώνει ὁ Ράσσελ γιά τήν ἀφαίρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς περιουσίας: σκοπός δέν εἶναι ἁπλῶς ἡ διαμοίρασή της στό λαό (κατά τίς μπολσεβικικές επαγγελίες), ἀλλά (1) ἡ ἀποδυνάμωση τῆς «θεολογικῆς-δογματικῆς ἀκαμψίας» τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας. Παρομοίως, (2) ὁ βιοπορισμός τῶν Ἱερέων ὄχι ἀπό τά ἐκκλησιαστικά ταμεῖα, ἀλλά ἀπό ἄλλο ἐπάγγελμα, δεύτερη ενασχόληση, θά συντείνει, κατά τόν Ράσσελ, στήν εὐχερέστερη ἐνσωμάτωσή τους στήν κοινωνική πραγματικότητα, μακριά ἀπό «παγιωμένες» καί «ξεπερασμένες» ἐκκλησιαστικές ἰδέες (βλ. τα κατωτέρω παραθέματα).
Ὁ Ράσσελ ὑπῆρξε μέλος τῆς Φαβιανῆς Ἑταιρείας (“Fabian Society”), τῆς προδρόμου τοῦ ἀριστερού Ἐργατικοῦ Κόμματος τῆς Μ. Βρεττανίας, μέλη τῆς ὁποίας ἵδρυσαν καί τό London School of Economics· ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι τό ἔμβλημα τῆς Φαβιανῆς Ἑταιρείας εἶναι ὁ προβατόσχημος λύκος, ὅπως ἀποτυπώθηκε στό βιτρό “Fabian Window” πού σχεδίασε ὁ Μπέρναρ Σῶ τό  1910, μέ φανερά λοιπόν, ἀντιχριστιανική σημασιοδότηση (πρβλ. Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 7, 15). Μέλη τῆς Ἑταιρείας αὐτῆς ὑπῆρξαν πολύ οὐσιαστικοί, ἄν καί παρασκηνιακοί, παράγοντες, «avant-garde», τοῦ μοντερνισμοῦ τοῦ 20οῦ αἰῶνος: ἡ σοσιαλίστρια καί συνδικαλίστρια Ἄννυ Μπεζάντ (1847-1933), ἀρχηγός τοῦ μεικτοῦ Μασονικοῦ Τάγματος Le Droit Humain, δεύτερη ἡγέτιδα τῆς θεοσοφικῆς κινήσεως -μετά τήν Ἕλενα Μπλαβάτσκυ- καί θερμή ὑπέρμαχος τοῦ φεμινισμοῦ· ἐπίσης, ὁ γνωστός ἀριστερός συγγραφεύς George Bernard Shaw (1856-1950), πού ὑποστήριζε τήν εὐγονική, τή βελτίωση τῆς ἀνθρωπίνης φυλῆς μέσῳ γενετικῆς ἐπεμβάσεως ἤ γενετικῆς ἐπιλογῆς· ἡ Emmeline Pankhurst (1858-1928), γνωστή φεμινίστρια καί σουφραζέτα, καί πολλοί ἄλλοι. Ἡ Φαβιανή Ἑταιρεία ἔλαβε τό ὄνομά της ἀπό τόν Ρωμαῖο Στρατηγό Φάβιο Μάξιμο (280-203 π.Χ.) καί τήν τακτική του, τόν ὑπομονετικό, ἀργό, πόλεμο φθορᾶς. Γι΄ αὐτό τό δεύτερο ἔμβλημα τῆς “Fabian Society” ἦταν ἡ ἐπιτιθέμενη χελῶνα μέ τό σύνθημα «Ὅταν χτυπῶ, χτυπῶ γερά» (“When I strike, I strike hard”). Ὁ Βρεττανός πρώην Πρωθυπουργός Tony Blair εἶναι μέλος τῆς Φαβιανῆς Ἑταιρείας, ἡ ὁποία δραστηριοποιεῖται ἀκόμη ὡς think tank μέ σκοπό τή σταδιακή καί ἔμμεση παγκοσμιοποίηση τῆς οἰκονομίας [2].
Στά παραθέματα τοῦ Ράσσελ πού θέτουμε ἀμέσως πιό κάτω, ἀπό τό ἔργο του «Ἁρχές τῆς κοινωνικῆς ἀναδόμησης» τοῦ ἔτους 1916 εἶναι ὠμή ἡ σχετική διατύπωση. Ἐνδεχομένως δέ, ἐξηγεῖ καί πολλά ἀπό ὅσα ρυθμίζονται εἰς βάρος καί τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας στό παρόν, ἀλλά καί τό ἄμεσο μέλλον, ὅσον ἀφορᾷ στήν οἰκονομική της αὐτοδυναμία καί ἐπιβίωση, μέ απώτερο στόχο τη δογματική της «ευελιξία».
«Η περιουσία που είναι διαθέσιμη μόνο για εκείνους που θα υποστηρίξουν ένα καθιερωμένο θεσμό, έχει την τάση να αλλοιώνει τις κρίσεις των ανθρώπων όσον αφορά στο εξαίρετον του θεσμού. Η τάση χειροτερεύει, όταν η περιουσία συνδέεται με την κοινωνική εκτίμηση και ευκαιρίες για ποταπή εξουσία. Είναι το χείριστον, όταν ο θεσμός είναι δεμένος δια νόμου με ένα αρχαίο σύμβολο πίστεως, το οποίο είναι σχεδόν αδύνατο να αλλάξει, και το οποίο όμως είναι εκτός επαφής με την ελεύθερη από χειροπέδες σκέψη της σήμερον. Όλες αυτές οι αιτίες συνδυάζονται για να βλάψουν την ηθική δύναμη της Εκκλησίας» [3].
«Για να μη είναι η θρησκεία βλαπτική σε ένα κόσμο ταχύτατων αλλαγών, πρέπει, όπως η Κοινωνία των Φίλων, να διευθύνεται από ανθρώπους που έχουν άλλες απασχολήσεις κατά τη διάρκεια της εβδομάδος, που κάνουν τη θρησκευτική τους εργασία από ενθουσιασμό, χωρίς να λαμβάνουν καμμία αμοιβή [...] Εκτός από την περίπτωση μιας αρκετά στατικής κοινωνίας, καμμιά θρησκευτική ζωή δεν μπορεί να είναι ζώσα ή αληθινή υποστήριξη στο πνεύμα, εκτός εάν είναι απελευθερωμένη από τον ονειρικό δαίμονα της επαγγελματικής ιερωσύνης» [4].
Για να μή νομίσουμε ότι ο Ράσσελ είχε πράγματι ως μέριμνα την απαλλαγή των Ιερωσύνης από τον στυγνό επαγελματισμό και την διασφάλισή της ως λειτουργήματος, όπως και είναι, δήθεν προς σωτηρία της «ηθικής δύναμης της Εκκλησίας», ο ιστορικός της φιλοσοφίας Jack Pitt μας ερμηνεύει τη σχετική σκέψη του Ράσσελ: ● «Είναι η άποψη του Ράσσελ, ότι με τη διάλυση της επαγγελματικής ιερωσύνης θα ανέρχονταν θρησκευτικοί ηγέτες που θα ήταν πολύ πιο κοντά στην κοινή ζωή και λιγότερο ασχολούμενοι με κοινωνικές ασχετοσύνες. Θα ήταν πιο ελεύθεροι από θεσμικές και ιστορικές προκαταλήψεις όσον αφορά στα ηθικά και θρησκευτικά θέματα, και θα υπήρχε μικρότερη τάση σ’ αυτούς να απομονώνονται από τους οπαδούς τους» [5].
Η απαρέσκεια του Ράσσελ για τα εκκλησιαστικά δόγματα, μια απαρέσκεια που συναντούμε και σε όλες τις μυστικές και αντίχριστες Εταιρείες και τη σύγχρονη «πολυ-πολιτισμικότητα», είναι σαφώς όπισθεν των μέτρων που προτείνει ο Ράσσελ για να «απαγκιστρωθεί» η Εκκλησία από τα «μη εξελισσόμενα» δόγματα, ώστε να μη αποτελούν τα δόγματα τον γνώμονα για τη διατήρηση εισοδήματος, θέσεως και εξουσίας στην κοινωνία· φαινομενικώς, όμως, ο Ράσσελ ενδιαφέρεται για το κύρος της Εκκλησίας:
«Δεν είναι τόσο ότι το σύμβολον πίστεως της Εκκλησίας είναι εσφαλμένο. Αυτό που δεν πάει καλά είναι η ίδια η ύπαρξη συμβόλου πίστεως. Από τη στιγμή που το εισόδημα, η θέση και η εξουσία εξαρτώνται από την αποδοχή οποιουδήποτε δόγματος, η διανοητική ειλικρίνεια είναι σε κίνδυνο. Οι άνθρωποι θα λένε στον εαυτό τους ότι η επίσημη κατάφαση είναι δικαιολογημένη, χάρις στο καλό που θα τούς επιτρέψει να κάνουν [...] Αλλά το κακό είναι μεγαλύτερο όσον αφορά στην Εκκλησία, διότι η θρησκεία είναι μεγαλύτερης σημασίας από την πολιτική, και επειδή είναι περισσότερο αναγκαίο οι υπερασπιστές της θρησκείας να είναι εντελώς άνευ μώμου» [6].

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΤΕΛΟΥΣ
[1]. Βλ. τήν παλαιότερη μελέτη τῆς ἱστοσελίδος μας «Bertrand Russell - Αθεϊστική παιδεία, η απάνθρωπος, και το νέο Παγκόσμιο Κράτος» http://www.impantokratoros.gr/bertrand-russell.el.aspx
[2]. «Bertrand Russell», http://en.wikipedia.org/wiki/Bertrand_Russel#Views_on_religion
«Fabian Society», http://en.wikipedia.org/wiki/The_Fabian_Society
«Fabian Window», http://en.wikipedia.org/wiki/Fabian_Window
«Annie Besant», http://en.wikipedia.org/wiki/Annie_Besant

[3]. BERTRAND RUSSELL, Principles of Social Reconstruction, Allen and Unwin, London 1916, σελ. 139· «Property which is only available for those who will support an established institution has a tendency to warp men's judgments as to the excellence of the institution. The tendency is aggravated when the property is associated with social consideration and opportunities for petty power. It is at its worst when the institution is tied by law to an ancient creed, almost impossible to change, and yet quite out of touch with the unfettered thought of the present day. All these causes combine to damage the moral force of the Church».
[4]. Αὐτόθι, σελ. 140· “If religion is not to be harmful in a world of rapid change, it must, like the Society of Friends, be carried on by men who have other occupations during the week, who do their religious work from enthusiasm, without receiving any payment [...] Except in a quite stationary society, no religious life can be living or a real support to the spirit unless it is freed from the incubus of a professional priesthood.”
[5]. JACK PITT, “Russell on Religion”, International Journal for Philosophy of Religion, vol. 6, n. 1 (1975) 44· “It is Russell's view that with the dissolution of the professional priesthood there would arise religious leaders who would be much closer to common life and less concerned with social irrelevancies. They would be freer of institutional or historical preconceptions concerning moral and religious questions, and there would be less tendency for them to be isolated from their followers. Whether these consequences would in fact follow, there is probably insufficient evidence to know, but his proposal is more harmonious with the moral teachings of religion than an organizational chain of command whose closest analog is to be found in the world's military forces.”
[6]. BERTRAND RUSSELL, ένθ’ ανωτ., σελ. 139· «It is not so much that the creed of the Church is the wrong one. What is amiss is the mere existence of a creed. As soon as income, position, and power are dependent upon acceptance of no matter what creed, intellectual honesty is imperilled. Men will tell themselves that a formal assent is justified by the good which it will enable them to do. They fail to realize that, in those whose mental life has any vigour, loss of complete intellectual integrity puts an end to the power of doing good, by producing gradually in all directions an inability to see truth simply. The strictness of party discipline has introduced the same evil in politics; there, because the evil is comparatively new, it is visible to many who think it unimportant as regards the Church. But the evil is greater as regards the Church, because religion is of more importance than politics, and because it is more necessary that the exponents of religion should be wholly free from taint».