Όσιος Αχίλλιος Επίσκοπος Λαρίσης

Ο Όσιος Αχίλλιος καταγόταν από την Καππαδοκία και έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306 - 337 μ.Χ.). Ο νεανικός του πόθος, τον έφερε στους άγιους Τόπους και κατόπιν στη Ρώμη. Εκεί επιδόθηκε στο Ιερό έργο του Ιεροκήρυκα, διδάσκοντας ακατάπαυστα το θείο λόγο σε πόλεις και χωριά, αψηφώντας ανάγκες, βρισιές, διωγμούς και ταλαιπωρίες. Οι μεγάλες και σπουδαίες υπηρεσίες του, τον ανέδειξαν επίσκοπο Λαρίσης.
Από τη νέα του θέση ο Αχίλλιος, υπήρξε ο πνευματικός αρχηγός και διδάσκαλος, αυτός που έλεγε και έπραττε. Κήρυττε κάθε μέρα, βοηθούσε τις χήρες, προστάτευε τα ορφανά, ανακούφιζε τους φτωχούς, υπεράσπιζε τους αδικημένους, ήταν ο άγρυπνος φύλακας και φρουρός της παρακαταθήκης της πίστεως και του ποιμνίου πού του εμπιστεύτηκαν.
 
Ο Αχίλλιος διακρίθηκε και στην Α' Οικουμενική σύνοδο που έγινε το 325 στη Νίκαια, εναντίον του Αρείου. Και τότε ο Μέγας Κωνσταντίνος, εκτιμώντας τις αρετές του, του έδωσε μεγάλη χρηματική δωρεά την οποία, όταν ο Αχίλλιος επέστρεψε στη Λάρισα, διέθεσε για να κτίσει ναούς και για τη μέριμνα των ασθενών και των φτωχών.
Όταν προαισθάνθηκε το θάνατο του, κάλεσε κοντά του όλους τους Ιερείς της επισκοπής του και τους έδωσε πατρικές συμβουλές για τα καθήκοντα τους.
Το λείψανο του, μέχρι τον 10ο αιώνα κοσμούσε τη Λάρισα. Το άρπαξαν όμως οι Βούλγαροι όταν εισέβαλαν στη Θεσσαλία.

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος γ´  Θείας πίστεως
Χαίρει ἔχουσα, ἡ Θεσσαλία, σὲ ἀκοίμητον, φρουρῶν προστάτην, καὶ τῆς Λαρίσης ἡ πόλις ἀδάμαντα, ἡ Ἐκκλησία τὴν εὔηχον σάλπιγγα, τὸ τοῦ Υἱοῦ ὁμοούσιον κηρύξασαν, Πάτερ Ἅγιε Ἱεράρχα Ἀχίλλιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι εἰρήνην ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.

Μεγαλυνάρια
Χαίροις τῆς Ἑῴας ἀστὴρ λαμπρός, καὶ τῶν Λαρισαίων, λαμπαδοῦχος καὶ ὁδηγός, χαίροις εὐσεβείας, λειμὼν ὁ ἀνθηφόρος, Ἀχίλλιε παμμάκαρ, Τριάδος πρόμαχε.

Χαίροις τῆς Λαρίσης ὁ θησαυρός, καύχημα Πατέρων, τῆς Νικαίας ὁ τηλαυγής, φάρος ἑξαστράπτων, τρανώσας θείαν φύσιν, Χριστοῦ ἐν τῇ Συνόδῳ, σοφὲ Ἀχίλλιε.