Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Ομολογια πιστεως

Ομολογια πιστεως


Αγ. Παντων
 
ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου, ἄπιστοι καὶ ἄ­θεοι, ποὺ ἀ­νοίγουν τὰ στόματά τους καὶ χλευάζουν τὰ ὅσια καὶ ἱερά, καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν ἀπ’ τὶς καρδιὲς τῶν ἀν­θρώ­­πων τὴν πίστι στὸ Θεό. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς λένε μὲ τρόπο δόλιο· Καλὰ εἶν’ αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττει ἡ ᾿Εκκλησία, ἀλλὰ ποιός τὰ κάνει;… Ὁ λόγος αὐτὸς σπέρνει ἀ­πιστία. «Ποιός τὰ κάνει;…»· θέ­λουν δηλαδὴ νὰ ποῦν, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε πλέ­ον. Ἀλλὰ ὁ ἥλιος μπορεῖ νὰ παλιώσῃ, τὸ Εὐ­αγ­γέ­λιο δὲν παλιώνει.

 
Αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, γι᾿ αὐ­τὸ θέ­λουν ἕνα καινούργιο «εὐ­αγγέλιο», ἀντιευαγγέ­λιο, «εὐαγγέλιο» τοῦ ἀντιχρίστου. Τί ἔ­χουμε ν’ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτούς; Ὅτι, καὶ ἕνας ἀκόμη μέσ᾿ στὰ δισεκα­τομ­μύρια ἂν παρουσι­αστῇ νὰ ἐ­φαρμόζῃ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀρκεῖ αὐ­τὸς ν’ ἀ­ποδείξῃ, ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγε­λίου εἶ­νε δυνατή. Ἐφ’ ὅσον ἕνας τὸ ἐφήρμοσε, μποροῦν νὰ τὸ ἐφαρμόσουν καὶ οἱ ἄλλοι· διό­τι ὅ­λοι οἱ ἄνθρωποι εἶνε τοῦ αὐτοῦ φυράματος.᾿Αλλ’ ἐρωτῶ· ἕνας μόνο ἐφήρμοσε τὸ Εὐ­αγγέλιο; Ὄχι ἕνας ἀλλὰ πολλοί. Πόσοι; Τὸ φω­νάζει ἡ σημερινὴ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Πάντων. Σήμερα δὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος, δὲν ἑορτά­ζουν δύο ἅγιοι ἢ δέκα ἢ ἑκατὸ ἢ τριακόσοι ἢ πεντακόσοι ἢ χίλιοι ἅγιοι. Ἐὰν μπορῆτε νὰ με­τρήσετε τὰ ἄ­στρα τοῦ οὐρανοῦ, τότε θὰ μπορέσετε νὰ μετρήσετε καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ ἑ­ορτάζουμε σήμερα, γνωστοὺς καὶ ἀγνώστους. Οἱ ἅγιοι εἶνε ἀπ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Εἶνε ἄντρες ἀλλὰ καὶ γυναῖκες καὶ παιδιά. Εἶνε γέροι ἀλλὰ καὶ νήπια. Εἶνε ἀπ’ ὅλα τὰ ἐ­παγ­γέλματα· βοσκοί, γεωργοί, ἐργάται, διδά­σκαλοι, καθηγηταί, φιλόσοφοι, ποιηταί, ῥήτορες, βασιλεῖς, στρατηγοί. Εἶνε ἀπ’ ὅλα τὰ μέ­ρη τῆς γῆς· Ἕλ­ληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, ῾Ρου­μᾶνοι, ῾Ρῶσοι, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει ᾿Ορθοδοξία. Ἅγιοι ἑκατομμύρια. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ τί μᾶς φωνάζουν; Δι­αψεύδουν τοὺς ἀπίστους καὶ λένε· Ἐμεῖς δὲ ζήσαμε στὸ φεγγάρι οὔτε στὰ ἄστρα, ἐδῶ κάτω στὴ γῆ ζήσαμε· ἐφ’ ὅ­σον λοιπὸν ἐμεῖς ἐφαρμόσαμε τὸ Εὐαγγέλιο, μπορεῖτε κ᾽ ἐσεῖς νὰ τὸ ἐφαρμόσετε. Μᾶς φω­­νάζουν μὲ σάλπιγγες οὐ­ράνιες νὰ τοὺς μιμηθοῦ­με, νὰ
ζήσουμε κ’ ἐ­μεῖς ὅπως ἐ­κεῖ­νοι.


* * *Πῶς ἔζησαν οἱ ἅγιοι, τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Ἕνα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῶν ἁγίων εἶ­νε – ποιό; Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ὅποιος μὲ ὁ­μολογήσῃ, θὰ τὸν ὁμολογήσω κ’ ἐγὼ μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα (βλ. Ματθ. 10,32). Κα­θῆκον μας δηλαδὴ εἶνε ἡ ὁμολογία.Τί θὰ πῇ ὁμολογία; Αὐτὸ ποὺ πιστεύεις νὰ μὴν τὸ κρύβῃς, ἀλλὰ νὰ τὸ λὲς μὲ τὸ στόμα σου. Σωστὸ εἶν’ αὐτό. Ὅπως ἕνας νέος ποὺ ἀ­γαπάει μιὰ νέα δὲν κρύβει τὸν ἔρωτά του, ἀλλ’ ὅπου νὰ σταθῇ μὲ ὅλα τὰ μέσα (μὲ νεύ­ματα, μὲ λουλούδια, μὲ γράμματα, μὲ ποιήματα, μὲ τραγούδια, μὲ κάθε τρόπο) ἐκφράζει τὸν ἔρωτά του, φανερώνει τὴν ἀγάπη του, ἔ­τσι κ’ ἐσύ. Ἂν εἶσαι Χριστιανός, ἂν αἰσθάνεσαι ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστό, νὰ τὸν ὁμολογῇς παντοῦ, νὰ τὸν κηρύττῃς θερμά. Αὐτὸ ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πάντες· ὡμολόγησαν τὸ Χριστό.Ποῦ τὸν ὡμολόγησαν; Ὄχι μόνο στὰ χρόνια τὰ ἥσυχα, ἀλλὰ καὶ στὰ χρόνια τὰ δύσκολα, στὰ φοβερὰ χρόνια τῶν διωγμῶν. Τότε ἕνα ἔγ­κλημα ὑπῆρχε· τὸ νὰ λέῃ κανεὶς ὅτι εἶνε Χριστιανός. Τὸ νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι εἶνε Χριστια­νὸς ἀποτελοῦσε αἰτία συλλήψεώς του. Τὸν ἔ­πιαναν, τὸν ὡδηγοῦσαν στὸ δικαστήριο καὶ τοῦ ἔκαναν τὴν ἐρώτησι· Εἶσαι Χριστιανός; Τὸ νὰ πῇς σήμερα, Εἶμαι Χριστιανός, δὲν κοστί­ζει τίποτα· τότε τὸ νὰ πῇς, Ναὶ εἶμαι Χριστι­ανός, κόστιζε τὸ κεφάλι σου! Εἶσαι Χριστι­ανός; ρωτοῦσαν τότε, δυὸ λέξεις. Καὶ ἄλ­λοι μὲν ἀρνοῦντο, ἄλλοι δὲ ὡμολογοῦσαν καὶ ἔ­λεγαν «Εἶμαι Χριστιανός». Καὶ ἐφυλακίζοντο, ἐστεροῦντο τὰ δικαιώματά τους, ἀπελύοντο ἀπὸ τὶς θέσεις τους, ὑπεβάλλοντο σὲ φοβε­ρὰ μαρτύρια, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος σήμερα (βλ. ῾Εβρ. 11,33–12,2), καὶ τέλος τοὺς κατεδίκαζαν σὲ θάνατο καὶ τοὺς ἐκτελοῦσαν. Κ’ ἐ­κεῖνοι μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ ὡμολο­γοῦ­σαν τὸ Χριστό, δὲν τὸν ἀρνοῦντο.Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Θὰ μποροῦσα νὰ διηγηθῶ πολλά, ἀλλὰ δὲν ἔχετε ὄρεξι. Ἐνῷ τὸ βράδυ στὴν τηλεόρασι ἀκοῦτε ἐπὶ ὧ­ρες τὶς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, στὴν ἐκκλησία στενο­χω­ριέστε, δὲ βλέπετε τὴν ὥρα πότε νὰ πῇ ὁ ἱερεὺς τὸ «Δι᾿ εὐχῶν». Τέτοια εἶνε ἡ γενεά μας. Λοιπὸν μόνο ἕνα μαρτύριο θὰ σᾶς διηγηθῶ.Ἦταν μιὰ γυναίκα 25 ἐτῶν, πλούσια, μορφω­μένη καὶ ὡ­ραία. Ἦταν παντρεμένη· εἶχε ἄν­τρα σπουδαῖο, μὲ τὸν ὁποῖο εἶχε ἀποκτήσει ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι. Τὴν ἔπιασαν, τὴν ὡ­δήγησαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο. ―Εἶσαι Χρι­στιανή; ―Εἶμαι Χριστιανή. ―Ἐσύ, μιὰ τόσο σπουδαία γυναίκα, νὰ εἶσαι Χριστιανή; ―Εἶ­μαι, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Τὴν φυλάκισαν καὶ τὴν κατεδίκασαν εἰς θάνατον. Καὶ ἐνῷ ἦταν ἕτοιμοι τὴν ἄλλη μέρα νὰ τὴν ἐκτελέσουν, πῆγε τὸ βράδυ ὁ πατέρας της καὶ ὁ ἄντρας της. 

Ὁ πατέρας πέφτει στὰ πόδια τῆς κόρης· ―Παιδί μου, τί εἶν’ αὐτὸ ποὺ κάνεις; γιατί νὰ μᾶς στε­ρήσῃς τὴν παρουσία σου; Ἀρνήσου, πὲς ὅτι δὲν εἶσαι Χριστιανή. ―Ὄχι, πατέρα. ―Μὰ δὲ μᾶς ἀγαπᾶς; ―Σᾶς ἀγαπῶ, ἀλλὰ παραπά­νω ἀ­γαπῶ τὸ Χριστό. Ἔρχεται καὶ ὁ ἄντρας της, ποὺ τὴν ἀγαποῦσε, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μά­τια τῆς λέει·―Πῶς τὸ κάνεις αὐτό; δὲν ἀ­γαπᾷς τὸ παιδί σου; δὲν ἀγαπᾷς ἐμένα; Τί ἀ­παν­τάει ἐκείνη ἡ εὐλογημένη; Λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ καὶ καμμιά γυναίκα δὲν τὰ λέει σήμερα· ―Κ’ ἐ­σένα ἀγαπῶ, καὶ τὸ παι­δὶ ἀγαπῶ· ἀλλὰ χί­λιες φορὲς περισσότερο ἀγα­πῶ τὸ Χριστό!… Γυναῖκες, ἂν κάνετε εἴ­δωλα τοὺς ἄντρες καὶ τὰ παιδιά σας, θὰ κολαστῆτε.Ζοῦμε βέβαια τώρα σὲ ἐποχὴ φιλε­λευ­θέρου δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, κανείς δὲ μᾶς διώκει. Ἀλλὰ «ῥόδα εἶνε καὶ γυρίζει», ἀλλάζει ὁ κόσμος. Δὲν ἀποκλείεται νὰ βρεθοῦ­­με κ’ ἐ­μεῖς σὲ δοκιμασία. Φαντασθῆτε λ.χ. ν’ ἀ­παγορευθῇ ὁ ἐκκλησιασμός, ὅπως ἔγινε ἀλ­λοῦ. Σᾶς ἐρω­τῶ· ἐὰν βγῇ ἕνα τέτοιο διάτα­γμα καὶ λέῃ ὅτι «Ὅποιος πάῃ στὴν ἐκκλησία, θὰ ἐκτε­λῆται», ποιός θὰ τὸ ἀψηφήσῃ; Οὔτε ὁ πα­πᾶς δὲ θὰ πάῃ! Γιατὶ δὲν εἴμαστε θερμοὶ Χριστιανοί, δὲν ἔχουμε μέσα μας τὴ φωτιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύ­μα­τος ὥστε νὰ προτιμήσουμε τὴ θυσία. Εἴμεθα ὕλη καὶ μόνο ὕλη, κοιλιὰ καὶ ἔντερα καὶ ἔρωτες αἰσχροί, τίποτα περισσότερο.* * *Σᾶς ὁμιλῶ μὲ σκληρὰ λόγια. Ἀλλὰ πρέπει ἀπὸ τώρα νὰ προετοιμάσουμε τὸν ἑαυτό μας γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Κ’ ἐπειδὴ εἶ­νε δύσκολο νὰ φθάσουμε ἀπ’ εὐθείας στὴ μεγάλη ὁμολογία καὶ στὸ μαρτύριο, ἂς ἀρχίσου­με μὲ μικρὲς ὁμολογίες. Ποιές εἶνε οἱ μικρὲς ὁ­μολογίες; Λόγου χάριν· σηκώνεσαι τὸ πρωί; κάνε τὸ σταυρό σου· μιὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή, μικρὰ ὁμολογία. Πηγαίνεις στὸ χωράφι; κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή. ᾿Ε­πιστρέφεις, κάθεσαι στὸ τραπέζι, ἔχεις ὅλα τ’ ἀγαθὰ ἐκεῖ; κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁ­μολο­γία εἶνε αὐτή. ᾿Ακοῦς τὴν καμπάνα νὰ χτυπάῃ; κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε κι αὐ­τή. Περνᾷς ἀπὸ ἐκκλησία; κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή. Μπαί­νεις στὸ αὐτοκίνητο; κάνε τὸ σταυρό σου. Ποιός κάνει σήμερα τὸ σταυρό του ξεκινών­τας; Κανείς. Κ’ ὕστερα κλαῖμε ὅταν σκοτώνων­ται ἄνθρωποι. Στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε τροχαῖα δυστυχήματα ὅσα σὲ καμμιά ἄλλη χώρα· γιατὶ μπαίνουν στὰ αὐτοκίνητα ὄχι μόνο χωρὶς σταυρὸ ἀλλὰ καὶ μὲ βλαστήμιες. Πρὶν πιάσῃς τὸ τιμόνι κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία τῆς πίστεως εἶ­νε. Πᾷς στὸ καφενεῖο, ἀκοῦς τὸν ἄλλο νὰ ὑ­βρί­ζῃ τὸ Χριστό, τὸ Θεό, τὴν Παναγία; ἔχεις γλῶσσα; νὰ ὑπερασπισθῇς! Ἂν ὕβριζε τὸν πατέρα ἢ τὴ μά­να σου, τί θὰ ἔκανες; ἔτσι θὰ σι­ωποῦσες; Ἂν πιστεύῃς, δεῖξε τὴν πίστι σου.Ἂς ὁμολογοῦμε, ἀγαπητοί μου, τὸ Χριστὸ παντοῦ καὶ πάντοτε. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε ὁ Θε­ὸς τὴ γλῶσσα. Τὰ ζῷα δὲ μιλᾶνε· ὁ ἄνθρωπος μόνο ἔχει αὐτὸ τὸ προνόμιο. Καὶ λέμε τόσα λόγια. Ἂν μετρήσῃς, μέσα σὲ μιὰ μέρα ἄλλος λέει 100 λέξεις, ἄλλος λέει 500, ἄλλος 600, ἄλλος 1.000· γιὰ ἔρωτες, γιὰ γυναῖ­κες, γιὰ συνοικέσια, γιὰ διαζύγια, γιὰ φαγητά, γιὰ ροῦχα, γιὰ λεφτά, γιὰ σπίτια, γιὰ κόμματα, γιὰ ὅ,τι φανταστῇς. Ἀπ’ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βρά­δυ πριόνι τὸ στόμα· ἀλλ’ οὔτε μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό! Τίποτα. Ἂν τὸν ἀγαπᾷς τὸ Χριστό, ποῦ εἶνε ἡ ἀγάπη σου; Ὅ,τι ἀγαπάει κανείς, τὸ λέει, δὲ ντρέπεται, δὲ δειλιάζει.Δυστυχῶς ὅμως δὲν εἴμαστε μόνο δειλοί. Ἀντὶ ν’ ἀ­κούγεται ὁ­μο­λογία, ἀκούγεται βλασφη­μία. Θεέ μου, πῶς μᾶς ἀνέχεσαι! Ἕνα σκύλο ἔ­­χεις, τοῦ πετᾷς ἕ­να κόκκαλο, καὶ κουνάει τὴν οὐρά του, σὰ νὰ λέῃ· Εὐχαριστῶ, ἀφεν­τι­κό. Κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ δεχόμαστε τόσα δῶρα, ποιό εἶνε τὸ εὐχαριστῶ; Εἴμαστε ἀγνώμονες, ἀχάριστοι.Ν’ ἀγαπᾷς τὸ παιδί σου, ν’ ἀγαπᾷς τὸν ἄν­τρα σου, ν’ ἀγαπᾷς τὴν οἰκογένειά σου, ν’ ἀγα­πᾷς τοὺς ἀνθρώπους· ἀλλὰ παραπάνω ν’ ἀγα­πᾷς τὸ Χριστό· ὅν, παῖδες Ἑλλήνων, ὑμνεῖτε καὶ ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας· 

ἀμήν.
 
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος