Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

Ο ΑΚΤΗΜΩΝ ΓΕΡΩ-ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗΣ 2

Ο ΑΚΤΗΜΩΝ ΓΕΡΩ-ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗΣ 2 («Ἔρριξε τό λάδι στήν θάλασσα. Λίγες σταγόνες ἔπεσαν. Σέ λίγο σταμάτησε ὁ ἀέρας».)

Ὁ ἀκτήμων γέρων Φιλάρετος Καρουλιώτης [Β´]

Ἀπὸ τὸ βιβλίο:
«ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ»

Ἅγιον Ὄρος 2011, σελ. 54 – 63.
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»

Τοῦ εἶχε πεῖ ἀκόμη, ἄν δῆ φουρτούνα στήν θάλασσα καί κινδυνεύη κάποιο πλοῖο νά πάρη τό καντήλι τοῦ ἁγίου Νικολάου καί νά τό χύση στήν θάλασσα γιά νά γαληνέψη. Κάποια χρονιά τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα ὁ π. Χρυσόστομος πῆγε στήν θάλασσα νά δῆ ἄν τά δίχτυα εἶχαν πιάσει ψάρια. Ἡ Σταυρονικήτα ἦταν τό φτωχότερο Μοναστήρι καί γι’ αὐτό γιά τό Πάσχα δέν εἶχαν παραγγείλει αὐγά, τυριά καί ψάρια. Ὁ κάθε μοναχός φρόντιζε μόνος του. Εἶχε ὅμως θάλασσα καί ἕνα καράβι πάλευε μέ τά κύματα. Ὁ π. Χρυσόστομος θυμήθηκε τόν γερω-Φιλάρετο, τί τοῦ εἶχε πεῖ νά κάνη σέ παρόμοια περίπτωση. Πῆρε τότε τήν καντήλα τοῦ ἁγίου Νικολάου καί πῆγε στόν Ἀρσανᾶ, ἀλλά εἶχε δυνατό ἀέρα. Ἔρριξε τό λάδι στήν θάλασσα. Λίγες σταγόνες ἔπεσαν μέσα. Σέ λίγο σταμάτησε ὁ ἀέρας καί ἠρέμησε ἡ θάλασσα. Τό πλοῖο πῆγε ὥς τό Βατοπέδι, ξεφόρτωσε ψάρια, αὐγά, τυριά καί ἔπειτα ἐπέστρεψε στόν Ἀρσανᾶ τῆς Σταυρονικήτα. Κάλεσαν τούς πατέρες καί τούς ρώτησαν σέ ποιόν Ἅγιο τιμᾶται τό Μοναστήρι. Ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔχουν τόν ἅγιο Νικόλαο, ξεφόρτωσαν πολλές εὐλογίες γιά τό Πάσχα ἀπό εὐγνωμοσύνη γιά τόν ἅγιο Νικόλαο πού τούς ἔσωσε.

Ὁ γερω-Φιλάρετος ἦταν ἐπιμελής στό διακόνημά του, φιλακόλουθος καί ἔκανε στό κελλί του νηστεῖες, ἀγρυπνίες καί προσευχές, χωρίς νά τό ξέρουν οἱ ἄλλοι πατέρες. Ἐπειδή γνώριζε ὅτι ἡ βάση τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ταπείνωση, ἔκανε κατά καιρούς τόν διά Χριστόν σαλόν, ἀφ’ ἑνός μέν γιά νά τόν περιφρονοῦν καί νά τόν ταπεινώνουν, ἀφ’ ἑτέρου δέ γιά νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τά καθήκοντα τοῦ προϊσταμένου καί νά ἀναχωρήση ἀπό τό ἰδιόρρυθμο, γιά νά ζήση ἡσυχαστικά στήν ἔρημο.

Οἱ σαλότητες τοῦ γερω-Φιλαρέτου ἦταν ὅτι ἔφευγε χωρίς εὐλογία καί ἔκανε ἀντιμοναχικά καί ἀκατάστατα κινήματα θεατρίζοντας τήν Ἱερά Μονή καί τό Μοναχικό Σχῆμα. Ὅταν ρωτήθηκε, εἶπε στήν Σύναξη: «Ἀναχώρησα ἐκ τῆς Μονῆς κρυφίως καί σκοπίμως καί μετέβην εἰς Θάσον ἵνα διά τήν τοιαύτην μου πρᾶξιν κατηγορηθῶ ὡς παρήκοος καί παράλογος, καί ἀποχωρισθῶ τῆς Προϊσταμενίας, καί μένω εἰς τήν Μονήν ὡς ἁπλοῦς ἀδελφός. Δηλῶ δέ ἤδη ὅτι παραιτοῦμαι ἐκ τῆς Προϊσταμενίας οἰκειοθελῶς καί ἀπαραβιάστως ἕνεκα ἀδυναμίας μου καί ἀνικανότητος, καί δύναται ἡ Μονή νά μέ μεταχειρισθῆ ἀπό σήμερον ὡς ἁπλοῦν ἀδελφόν καί μέ διορίση εἰς οἱονδήποτε ἤθελεν ἐγκρίνη εὔλογον διακόνημα» (Συνεδρία 1ης Ὀκτωβρίου 1920). Ὑπέβαλε ἔγγραφη παραίτηση καί στίς 12 Ἰανουαρίου 1921 ἀνέλαβε τό διακόνημα τοῦ Δοχειάρη.

Ὁ γερω-Φιλάρετος ἔλεγε στόν π. Χρυσόστομο: «Ἐσένα περίμενα, γιά νά φύγω». Τόν ἄφησε ἀντικαταστάτη στό διακόνημά του καί αὐτός ἔφυγε γιά τήν ἔρημο στίς 12 Μαρτίου 1921. Ἔμεινε γιά λίγο στήν παραλία τῆς Ἁγίας Ἄννης καί ὕστερα πῆγε στά Καρούλια χαμηλά κοντά στήν θάλασσα. Εἶχε τό κελλάκι του καί ἕνα πολύ μικρό Ἐκκλησάκι δύο μέτρων, στό ὁποῖο κάποτε, ὅταν εὕρισκε ἱερέα, ἔκανε θεία Λειτουργία.

Εἶχε ἀκτημοσύνη παντελῆ. Δέν ἤθελε νά ἔχη προμήθειες γιά δύο μέρες, «γιατί μπορεῖ νά πεθάνω αὔριο», ἔλεγε. Πάντα περπατοῦσε ξυπόλυτος. Τοῦ ἔδιναν μερικοί παπούτσια, τά φοροῦσε μία μέρα καί ὕστερα τά ἔδινε σέ ἄλλους. Τά ράσα του ἦταν παλαιά μέ πολλά μπαλώματα καί τριμμένα ἀλλά καθαρά.

 Συνεχίζεται