Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

Ἡ Παναγία καὶ ὁ Λαός, κείμενο τοῦ Φώτη Κόντογλου Ρωμηοσύνη καὶ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα πρᾶγμα.


Ἡ Παναγία καὶ ὁ Λαός, κείμενο τοῦ Φώτη Κόντογλου
Ρωμηοσύνη καὶ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα πρᾶγμα.

Γιὰ νὰ μὴν πάρω τους πολὺ παλαιοὺς, παίρνω δύο τρεῖς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀγωνισθήκανε γιά την ἐλευθερία της Ἑλλάδας, ποὺ ὅποτε μιλᾶνε γιά τη λευτεριά, μιλᾶνε καὶ γιά τη θρησκεία.
 
Ὁ Ρήγας Φεραῖος λέγει: «Νὰ κάνουμε τον ὅρκο / ἀπάνω στὸ Σταυρὸ". Ἕνας ἄλλος ποιητὴς γράφει: «Γιά της πατρίδας την ἐλευθερία / γιά του Χρίστου την πίστη την ἁγία / γι' αὐτά τα δύο πολεμῶ, / μ' αὐτὰ νὰ ζήσω ἐπιθυμῶ / κι ἂν δέν τα ἀποχτήσω / τὶ μ' ὠφελεῖ νὰ ζήσω;». Του Σολωμοῦ ἡ ψυχὴ εἶναι θρεμμένη με τη θρησκεία, γι' αὐτὸ μοσκοβολοῦνε τα ποιήματα του ἀπὸ δαύτη. Κι αὐτή τη μοσκοβολιὰ τη νιώθει κανένας σὴν Ἡμέρα της Λαμπρῆς, στὴν Δέησιν τῆς Μαρίας, στή Φαρμακωμένη, εἰς μοναχήν, στόν Ὕμνον τῆς Ἐλευθερίας, στό Διάλογον καί σὲ πολλὰ ἄλλα. Οἱ ἀγράμματοι ποιητὲς των βουνῶν, μέσα στὰ τραγούδια ποὺ κάνανε, καὶ ποὺ δὲ θά τὰ φτάξει ποτὲ κανένας γραμματιζούμενος, μιλᾶνε κάθε τόσο γιά τη θρησκεία μας, γιά το Χριστό, γιά την Παναγιά, γιά τους δώδεκα Ἀποστόλους, γιά τους ἁγίους. Πολλὲς παροιμίες καὶ ρητὰ καὶ λόγια ποὺ λέγει ὁ λαός μας, εἶναι παρμένα ἀπό τα γράμματα της Ἐκκλησίας.

Ἡ Ρωμαιοσύνη εἶναι ζυμωμένη μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, γι' αὐτὸ Χριστιανὸς 'κ Ἕλληνας ἤταν το ἴδιο. Ἀπὸ τότε ποὺ γινήκανε χριστιανοὶ οἱ Ἕλληνες, πήρανε στὰ χέρια τους τη σημαία του Χριστοῦ καί την κάνανε σημαία δική τους: Πίστις καὶ Πατρίς! Ποτάμια ἑλληνικὸ αἷμα χυθήκανε γιά την πίστη του Χριστοῦ, ἀπό τα χρόνια του Νέρωνα καί του Διοκλητιανού, ἕως τὰ 1838, ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ ἐξ Ἰωαννίνων. Ποιὰ ἄλλη φυλὴ ὑπέφερε τόσα μαρτύρια διά τὂν Χριστόν;  Αὐτό τὸ ἀκατάλυτον ἔθνος ποὺ ἔπρεπε νὰ πληθύνει καὶ νὰ καπλαντίσει τὸν κόσμον, ἀπόμεινε ὀλιγάνθρωπον γιατὶ ἀποδεκατίσθηκε ἐπὶ χίλια ὀχτακόσια χρόνια ἀπὸ φυλὲς χριστιανομάχες.

Ἁγιασμένη Ἑλλάδα! Εἶσαι ἁγιασμένη, γιατὶ εἶσαι βασανισμένη. Κι ἡ κάθε γιορτὴ σου μνημονεύει καὶ ἕνα μαρτύριο σου. Τα πάθη του Χριστοῦ τα 'κανες δικὰ σου πάθη, τὰ μαρτύρια τῶν Ἁγίων εἶναι δικὰ σου μαρτύρια. Ὁ δικὸς σου ὁ κλῆρος στάθηκε ἡ πίκρα. Θλίβεσαι μὲ τὸν Χριστόν, θλίβεσαι μὲ τὴν Παναγία, μαρτυρᾶς μαζὶ μὲ τους μάρτυρες της πίστης κι ὁλοένα κλαῖς σὰν θρηνητικὸ τρυγόνι στὰ ἁγιασμένα μνημούρια ποὺ 'ναι φυτρωμένα ἀπάνω τους ἀγριοχόρταρα καὶ φλυσκούνια. Πλὴν ἡ θλίψη σου ἐσένα εἶναι κάποια θλίψη χαροποιά, γεμάτη ἐλπίδα κι ἀθανασία. «Καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν κολασθώσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης» κατὰ τον Σολομῶντα. Αὐτὸ εἶναι το «χαροποιὸν πένθος», ἡ «χαρμολύπη» ποὺ λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης της Κλίμακος. Εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ ποὺ ξαγοράζεται μονάχα με τον πόνο.

Σήμερα γιορτάζουμε την ἔνδοξη Κοίμηση της Παναγίας. Σ' ἀμέτρητες ἐκκλησίες καὶ μοναστήρια χτυποῦνε οἱ καμπάνες καὶ ψέλνουνε οἱ ψαλτάδες. Τα πιὸ πολλὰ εἶναι στῆς Παναγίας τ' ὄνομα, καὶ πανηγυρίζουνε σήμερα την Κοίμηση της Θεοτόκου. Μὰ αὐτὴ δὲν εἶναι γιορτὴ θανάτου, εἶναι γιορτὴ χαρὰς καὶ θρίαμβος, γιατὶ αὐτὴ ποὺ κοιμήθηκε εἶναι ἡ Μητέρα της Ζωῆς, ὅπως λέγει ἐκεῖνο το θεσπέσιο δοξαστικὸ ποὺ λένε σήμερα στὴ Λειτουργία: «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει Θεοτόκε μήτηρ τῆς ζωῆς, νεφέλαι τοὺς ἀποστόλους αἰθερίους διήρπαζον καὶ κοσμικῶς διεσπαρμένους, ὁμοχώρους παρέστησαν τῷ ἀχράντῳ σου σώματι, ὁ καὶ κηδεύσαντες σεπτῶς, τήν φωνὴν του Γαβριὴλ μελῳδοῦντες ἀνεβόων. Χαῖρε, κεχαριτωμένη παρθένε, μῆτερ ἀνύμφευτε, ὁ Κύριος μετὰ σου. Μεθ' ὧν, ὡς Υἱὸς σου καὶ θεὸν ἡμῶν ἱκέτευε σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
 
Σήμερα ὅλη ἡ Ἑλλάδα μοσχοβολᾶ ἀπό τὸ εὐωδέστατον σκήνωμα τῆς Παναγίας, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα των ὀρφανεμένων, ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρὰ τῶν θλιμμένων, τὸ ραβδὶ τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων. Κι ἀπ' ἄκρη σὲ ἄκρη της Ἑλλάδος, στίς πολιτεῖες, στά χωριά, στά μοναστήρια καί στὶς σκῆτες, ἀπάνω στὰ δασωμένα βουνά, στά λαγκάδια, στίς σπηλιές, στά γαλανὰ τὰ κύματα ποὺ δροσοαφρίζουν ἀπό τὸν πελαγίσιον ἀγέρα, στά νησιὰ καί στὰ ρημόνησα, στούς κάβους, παντοῦ ἀντιλαλεῖ ἡ ὑμνολογία ποὺ ψέλνουνε οἱ ψαλτάδες γιά τὴν ταπεινὴ βασίλισσα ποὺ κοιμήθηκε. Τὸ μελτέμι ποὺ φυσᾶ τώρα τὸ Δεκαπενταύγουστο καὶ δροσίζει τὸν κόσμον τὰ δεντρικὰ ποὺ 'ναι φορτωμένα μὲ λογῆς λογῆς πωρικά, τὰ ἄγρια τὰ ρουμάνια, μὲ τὶς ἀντρειωμένες βαλανιδιὲς καί μὲ τὰ ἔλατα καί μὲ τὰ κέδρα, τα ἄσπρα σύννεφα ποὺ ἀρμενίζουνε στὸν γαλανὸ οὐρανό, ὅλα εἶναι χαροποιὰ καὶ μακάρια, ὅλα εἶναι ἱλαρὰ ἀπό τὴν γλυκύτητα τῆς Παναγίας. Στὰ πέλαγα ταξιδεύουνε λογῆς-λογῆς καράβια καὶ καΐκια πώχουνε γραμμένο ἀπάνω στὸ μάγουλό τους τὸ γλυκύτατον τ' ὄνομά της. Ω! Ἀληθινά δική μας εἶναι ἡ Παναγία, δικόν μας εἶναι τὸ Ρόδον τὸ Ἀμάραντον!

Ποιὸς θὰ μποροῦσε νά τὴν ὑμνήσει ὅπως τὴν ὑμνολογήσανε οἱ ὑμνῳδοὶ της Ἐκκλησίας μας; Ἀρχαγγελικὲς σάλπιγγες θαρρεῖς πὼς ἀκούγονται παντοῦ, μὲ ὕψος καί μὲ σεμνότητα, μ' ἕνα κάλλος πνευματικὸ ποὺ βρίσκεται μονάχα στὴν Ὀρθοδοξία. Στὸν Ἑσπερινόν τῆς παραμονῆς ψέλνουνε τοῦτα τὰ τροπάρια ποὺ γεμίζουνε την ψυχή μας μὲ κάποιον ἁγιασμένον ἐνθουσιασμόν: «Ω του παραδόξου θαύματος! Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καὶ κλῖμαξ πρὸς οὐρανὸν ὁ τάφος γίνεται. Εὐφραίνου, Γεσθημανῇ, τῆς Θεοτόκου τὸ ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τὸν Γαβριὴλ κεκτημένοι ταξίαρχον Κεχαριτωμένη χαῖρε, μετὰ σου ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κοσμῶ διά σου τὸ μέγα ἔλεος».

Ἀπό τὶ καρδιές, ἀπό τὶ χρυσὰ σπλάχνα ἐβγῆκε τοῦτος ὁ πλοῦτος! Ἐδῶ δὲν εἶναι συνταίριασμα τεχνικὸ ἀπὸ λόγια κι ἀπὸ ἤχους. Ἐδῶ εἶναι ἀληθινὰ «ἡ φωνὴ τοῦ Γαβριὴλ μελωδοῦντος» ἀπὸ τὰς οὐράνιους ἁψῖδας, ὕμνος ἀθανασίας. Ἀμὴ ἐκείνη ἡ θ' ὠδὴ ποὺ λέγει: «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε ἄχραντε, παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν προμνηστεύεται θάνατος. Ἡ μετὰ τόκον παρθένος καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, ζῶσα, σῴζοις ἀεί, Θεοτόκε, τήν κληρονομιῶν σου». Ἡ ἐκεῖνο το ἀπολυτίκιο ποὺ εἶναι σοβαρὸ καὶ γλυκὸ σάν το εἰκόνισμα της: «Ἐν τῇ γεννήσει τὴν παρθενίαν, ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει, τὸν κόσμων οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καὶ ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τὰς ψυχὰς ἡμῶν». Ἡ ὁ α' εἱρμός στὶς Καταβασίαις ποὺ λέγει: «Πεποικιλμένη τῇ θεία δόξῃ ἡ ἱερὰ καὶ εὐκλεής, Παρθένε, μνήμη σου, πάντας συνηγάγετο πρὸς εὐφροσύνην τους πιστούς, ἐξαρχούσης Μαριάμ, μετὰ χορῶν καὶ τυμπάνων τῷ σῶ ἄδοντες μονογενεῖ, ἐνδόξως ὅτι δεδόξασται».

Ἀπὸ τούτη τὴν ἁγία μέθη, ποὺ μεταδίδει ἡ «Πεποικιλμένη», μέθυσε κι ὁ ἁγιασμένος γλάρος τῆς Σκιάθου, καὶ ἔγραψε τους καημοὺς του Δεκαπενταύγουστου σκιρτώντας ἀπό τὴν ἀγγελικὴ ὑμνωδία ποὺ ἄκουγε μυστικά, καθισμένος μπροστὰ στ' ἀφρισμένο πέλαγο, «φιλέρημος γέρων». Ἀπό το ἴδιο νέκταρ τῆς Παναγίας μέθυσε καὶ ὁ Σολομὸς καὶ ψέλνοντας καὶ ἐκεῖνος μὲ ἐνθουσιασμό την Πεποικιλμένη, ἔγραψε στὸν Ὕμνο της Ἐλευθερίας τοῦτα τὰ λόγια:  Ἀκολουθεῖ τὴν ἁρμονία ἡ ἀδελφή τοῦ Ἀαρών, ἡ προφήτισσα Μαρία μ' ἕνα τύμπανον τερπνόν. Καὶ πηδοῦν ὅλες οἱ κόρες μὲ σταῖς ἀγκάλες ἀνοικτὲς τραγουδώντας ἀνθοφόρες μὲ τα τύμπανα καὶ ἐκεῖνες.
Μαριάμ, ἡ συνονόματη τῆς Παναγίας, ἤταν ἡ ἀδελφή τοῦ Ἀαρών, ποὺ ἄρχισε νὰ ψέλνει διὰ νὰ φχαριστήσει το θεό, ποὺ καταπόντισε τον Φαραὼ στὴν Ἐρυθρὴ θάλασσα. Καί τὴν συντροφεύανε οἱ ἄλλες οἱ κόρες, χορεύοντας καὶ παίζοντας τα τύμπανα. «Λαβοῦσα δὲ Μαριὰμ ἡ προφήτης, ἡ ἀδελφή του Ἀαρών, το τύμπανον ἐν τῆ χειρεῖ αὐτῆς, καὶ ἐξήλθοσαν πᾶσαι αἱ γυναῖκες ὀπίσω αὐτῆς μετὰ τυμπάνων καὶ χορῶν (Ἐξοδ. ἰέ, 20).
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἁγιασμένη Ἑλλάδα, κὰι ἀπό τὸ γάλα τῆς βυζάξανε καὶ θραφήκανε οἱ ποιητές της, τὸ γάλα τῆς Παναγίας.
 
Ἐμεῖς αὐτό τὸ γάλα τὸ συχαθήκαμε, ἀλίμονο!

(Ἀπό τὸ βιβλίον «Παναγία καὶ Υπεραγία» ἘΚΔΟΣΕΙΣ ἈΡΜΟΣ)