Στὸ Ἀσκητήριό του πήγαινε, ὁ Γερο-Ἀββακούμ, τρεῖς-τέσσερις φορὲς τὸν χρόνο καὶ ἔκανε Λειτουργίες καὶ πάλι ἐπέστρεφε στὴ Μονὴ τῆς Λαύρας.

Ὅταν πλησίαζε πιὰ νὰ κοιμηθεῖ, εἶχε λάβει πληροφορία καὶ πῆγε στὸ Ἀσκητηριό του, γιὰ νὰ ἀφήσει τὰ ὀστά του ἐκεῖ στὴν Μετανοιά του, ὅπου εἶχε ἀφήσει καὶ τὶς σάρκες του, ὅταν ἦταν νεώτερος, μὲ τοὺς ὑπερφυσικοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες ποὺ ἔκανε, γιὰ νὰ ἐξαϋλωθεῖ κάπως, ὅπως τὸ ἀπαιτεῖ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα. Ἐκεῖ στὴ Βίγλα τὸν ἐπισκέπτονταν οἱ Πατέρες καὶ τὸν ἔβλεπαν πολὺ χαρούμενο. Ἕνας Πατέρας μάλιστα ἀποροῦσε γι’ αὐτὸ καὶ τοῦ εἶπε:
   
-Πολὺ χαρούμενο σὲ βλέπω, Γερο-Ἀββακούμ, ἐνῶ κοντεύεις πιὰ νὰ πεθάνεις!
 
Ὁ Γερο-Ἀββακοὺμ ἀπήντησε:
   
-Καὶ γιατί νὰ μὴν εἶμαι χαρούμενος, ἀδελφέ μου; Ἀφοῦ ἀγωνίστηκα, ὅσο μποροῦσα, ἀπὸ νέος μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ, τώρα χαίρομαι ποὺ θὰ πάω κοντὰ στὸ Χριστό.
Ἔτσι χαρούμενοι φεύγουν οἱ καλοὶ ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ!
 
 
Ἀπὸ τὸ βιβλίο :
«ΤΕΛΗ ΟCIAKA»,
Θεσσαλονίκη 2006.
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη.