Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 9 Ιουνίου 2012

Ἐγκώμιοv στούς Ἁγίους Πάντες, πού μαρτύρησαν σ᾽ ὅλοv τόν κόσμοv

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου


 ΑΓ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

γκώμιο στούς γίους Πάντες,
πού μαρτύρησαν σλο τόν κόσμο

1. Δέν πέρασαν κόμη πτά μέρες, πό τότε πού γιορτάσαμε τήν ερή πανήγυρη τς Πεντηκοστς, καί πάλι μς πρόφθασε χορός μαρτύρων καλύτερα στρατιά μαρτύρων καί παράταξη, πού δέν εναι καθόλου κατώτερη πό τή στρατιά τν γγέλων, τήν ποία εδε πατριάρχης ακώβ, λλά εναι διας ξίας καί τάξης μέ ατή. Γιατί μάρτυρες καί γγελοι διαφέρουν μόνο στά νόματα, στά ργα τους μως ταυτίζονται. Στόν ορανό κατοικον ογγελοι, στόν ορανό καί ο μάρτυρες. Αώνιοι καί θάνατοι εναι κενοι, τό διο θά γίνουν καί ο μάρτυρες. λλκενοι λαβαν καί σώματη φύση; Καί τί σημασία χει ατό; Γιατί ο μάρτυρες, ν καί χουν σμα, μως εναι θάνατο καλύτερα καί πρίν πό τήν θανασία θάνατος το Χριστο στολίζει τά σώματά τους περισσότερο πό τήν θανασία. Δέν εναι τόσο λαμπρός ορανός, πού στολίζεται μέ τό πλθος τν στεριν, σο εναι τά σώματα τν μαρτύρων, πού στολίζονται μέ τό λαμπρό αμα τν τραυμάτων. στε πειδή πέθαναν γι ατό καί εναι νώτεροι, καί βραβεύτηκαν πρίν πό τήν θανασία παίρνοντας τά στεφάνια πό τήν ρα το θανάτου τους.
«Τόν κανες λίγο κατώτερο πό τούς γγέλους, τόν στεφάνωσες μέ δόξα καί τιμή» (Ψαλμ. 8, 6), λέει Δαυίδ, γιά τή φύση λων τν νθρώπων. λλά καί τό λίγο ατό πού στερονταν ονθρωποι σέ σχέση μέ τούς γγέλους, τό συμπλήρωσε Χριστός ταν ρθε, καταδικάζοντας τό θάνατο μέ τό δικό του θάνατο. γώ μως δέν ντλπδ τά πιχειρήματά μου, λλά πό τό τι τό μειονέκτημα ατό το θανάτου γινε πλεονέκτημα. Γιατί ν δέν ταν θνητοί δέν θά γίνονταν μάρτυρες. στε ν δέν πρχε θάνατος δέν θά πρχε καί στεφάνι. ν δέν πρχε θάνατος, δέν θά πρχε καί μαρτύριο. ν δέν πρχε θάνατος, δέν θά μποροσε πόστολος Παλος νά λέει: «Κάθε μέρα πεθαίνω, μά τό δικό σας καύχημα, πού χω στό νομα τοησο Χριστο» (Α’ Κορ. 15, 31). ν δέν πρχε θάνατος καί φθορά, δέν θά μποροσε πάλι διος νά λέει: «Χαίρομαι στά παθήματά μου γιά σς, καί ναπληρώνω στή σάρκα μου τά στερήματα τν θλίψεων το Χριστο» (Κολ. 1, 24). ς μήν λυπούμαστε λοιπόν πειδή γίναμε θνητοί, λλά ς εχαριστομε, πειδή πό τό θάνατο μς νοίχτηκε τό στάδιο το μαρτυρίου, πό τή φθορά λάβαμε φορμή γιά τά βραβεα. πό δχουμε τήν φορμή γιά γωνίσματα.
Βλέπεις τή σοφία το Θεο, πς τό πιό μεγάλο κακό τό ποκορύφωμα τς συμφορς πού μς φερε διάβολος, ννο τό θάνατο, τόν μετέτρεψε σέ τιμή καί δόξα μας, δηγώντας μ ατόν τούς θλητές στά βραβεα το μαρτυρίου; Τί θά κάνουμε μως; Θά εχαριστήσουμε τό διάβολο γιά τό θάνατο; Θεός νά φυλάξει. Γιατί τό κατόρθωμα δέν εναι ργο τς δικς του θελήσεως, λλά εναι χάρισμα τς σοφίας το Θεο. κενος τόν φερε γιά νά μς καταστρέψει καί ξαναφέρνοντάς μας στή γ νά ξεκόψει κάθε λπίδα σωτηρίας. Χριστός μως, μέ τό δικό του θάνατο λλαξε τήν πορεία καί μέ τόν διο τό θάνατο μς νέβασε πάλι στόν ορανό. Κανείς σας λοιπόν ς μήν μέ κατηγορήσει, ν νόμασα τό σύνολο τν μαρτύρων χορό καί στράτευμα, δίνοντας δυό ντίθετα νόματα στό διο πράγμα. Γιατί χορός καί στράτευμα εναι ντίθετα πράγματα, δμως γιναν να. πειδή βάδιζαν μ εχαρίστηση στά βασανιστήρια, σάν νά χόρευαν καί δειξαν τόση νδρεία καί ντοχή σάν νά βρίσκονταν σέ πόλεμο καί νίκησαν τούς χθρούς. ν βέβαια ξετάσουμε τή φύση τν σων γίνονταν, ταν μάχη καί πόλεμος καί παράταξη. ν μως ξετάσεις τή διάθεση ατν πού πασχαν, ταν χοροί, σα συνέβαιναν, ταν διασκεδάσεις καί πανηγύρια καί πιό μεγάλη πόλαυση.
Θέλεις νά μάθεις τι ατά ταν πιό τρομερά πό τόν πόλεμο; ννο τά σχετικά μέ τούς μάρτυρες. Ποιό τέλος πάντων εναι τό φοβερό στόν πόλεμο; Στήνονται καί πό τίς δυό μεριές στρατόπεδα περιφραγμένα, πού λάμπουν πό τά πλα καί καταυγάζουν τή γύρω περιοχή, ρίχνοντας πό παντο σύννεφα τά βέλη, πού μέ τό πλθος τους κρύβουν τόν ορανό, τρέχουν αλάκια τά αματα πάνω στή γ καί εναι πολλοί λόγυρα ο νεκροί. πως κριβς στό θερισμό πέφτουν στή γ τά στάχυα, τσι καί δ εναι ο στρατιτες, καθώς πέφτουν νας πάνω στόν λλο. λα λοιπόν νά σέ δηγήσω πό κενα σ ατή δ τή μάχη. Καί δπάρχουν δυό παρατάξεις, μία τν μαρτύρων καί λλη τν τυράννων. λλά ο τύραννοι εναι πλισμένοι τέλεια, ο μάρτυρες μως μάχονται μέ γυμνό τό σμα καί νίκη νήκει στούς γυμνούς καί χι στούς πλισμένους. Ποιός δέν θά ποροσε, μέ τό τι ατός πού μαστιγώνεται νικάει κενον πού τόν μαστιγώνει; δεμένος νικάει τόν λεύθερο; Ατός πού κατακαίγεται νικάει κενον πού τόν καίει; Ατός πού πέθαινει νικάει κενον πού τόν σκοτώνει;
Εδες πώς ατά εναι πιό φοβερά πό κενα; κενα ν καί εναι φοβερά, γίνονται μως μέ φυσικό τρόπο, ατά μως ξεπερνον κάθε φυσικό τρόπο καί κάθε σειρά τν πραγμάτων, γιά νά μάθεις τι τά κατορθώματα εναι τς Χάρης το Θεο. ν καί τί εναι πιό δικο πό τή μάχη ατή; Τί πιό παράνομο πό τά γωνίσματα; Γιατί στούς πολέμους καί ο δύο πού μάχονται προστατεύονται, δμως δέν συμβαίνει τό διο. λλά νας εναι γυμνός καί λλος πλισμένος. Στούς γνες πάλι πιτρέπεται καί στούς δυό νά σηκώνουν τά χέρια νας ναντίον τολλου. δμως νας εναι δεμένος καί λλος κτυπάει λεύθερος καί πληγώνει. Καί ατοί πού δίκαζαν σάν νά ταν ξουσιαστές ξασφάλισαν γιά τούς αυτούς τους τό δικαίωμα νά κακοποιον. Στούς δίκαιους μάρτυρες μως δωσαν τό προνόμιο νά κακοποιονται. τσι μάχονται μέ τούς γίους καί οτε τσι τούς νικον. λλά μετά τήν νιση ατή μάχη, φο νικήθηκαν ποχώρησαν. Καί ατό μοιάζει σάν κάποιον πού φέρνει να πολεμιστή στόν πόλεμο, το κόβει τήν αχμή το δόρατος, το βγάζει τό θώρακα καί τόν διατάζει νά μάχεται τσι μέ γυμνό σμα. λλά πολεμιστής ν καί χτυπιέται, πληγώνεται καί τραυματίζεται βαριά, τελικά στήνει τρόπαιο νίκης.
Καθώς δηγοσαν τούς μάρτυρες γυμνούς, μέ δεμένα πίσω τά χέρια καί πό παντο τούς χτυποσαν καί τούς ξέσκιζαν, φαίνονταν πώς νικονταν, μως ατοί ν καί τραυματίζονταν, στηναν τό τρόπαιο τς νίκης ναντίον το διαβόλου. Καί πως τό διαμάντι ταν χτυπιέται δέν σπάζει, οτε μαλακώνει, λλά διαλύει τό σίδερο πού τό χτυπ, τσι κριβς καί ο ψυχές τν γίων, ν βασανίζονταν τόσο πολύ, οδιες δέν πάθαιναν κανένα κακό, λλά διέλυαν τή δύναμη κείνων πού τούς χτυποσαν καί τούς διωχναν πό τούς γνες νικημένους, ντροπιασμένους καί βαριά τραυματισμένους. Γιατί δεσαν τούς μάρτυρες καί στό ξύλο καί τρυποσαν τά πλευρά τους, νοίγοντας βαθιά αλάκια, σάν νά ργωναν τή γ, λλά δέν σκιζαν τά σώματά τους. Καί μποροσε νά δε κανείς λαγόνες ξεσκισμένες, πλευρά νοιγμένα καί στήθη τσακισμένα. Οτε δμως σταματοσαν τή μανία τους τά αμοβόρα κενα θηρία, λλά, φο τούς κατέβαζαν πό τό ξύλο, τούς τέντωναν σέ σιδερένια σχάρα πάνω σέ ναμένα κάρβουνα. Καί τότε μποροσες νά δες κόμη σκληρότερα θεάματα πό τά προηγούμενα. Νά τρέχουν δηλαδή διπλές σταγόνες πό τά σώματά τους, λλες πό τό αμα πού χυνόταν καί λλες πό τίς σάρκες πού λειωναν. Ογιοι μως πού ταν ξαπλωμένοι πάνω στά κάρβουνα σάν νά ταν ρόδα, παρακολουθοσαν μέ πολλή εχαρίστηση τά σα γίνονταν.
2. σύ μως ταν κούσεις σιδερένια σχάρα φέρε στό νο σου τή νοητή σκάλα, πού εδε πατριάρχης ακώβ νά πλώνεται πό τή γ στόν ορανό. πό κείνη κατέβαιναν γγελοι, πό ατήν νεβαίνουν μάρτυρες, καί τίς δύο δέ τίς στηρίζει Κύριος. Δέν θά ντεχαν τούς πόνους ατοί ογιοι, ν δέν στηρίζονταν σ ατή τή σκάλα. πό κείνη νεβαίνουν καί κατεβαίνουν γγελοι. Καί πό ατή, εναι λοφάνερο πώς νεβαίνουν καί μάρτυρες. Καί γιατί ατό; πειδή ογγελοι στέλνονται γιά νά πηρετήσουν ατούς πού θά κληρονομήσουν τή σωτηρία. Ο μάρτυρες μως σάν θλητές καί νικητές, φοπαλλάχθηκαν πό τούς γνες, φυγαν στή συνέχεια γιά τόν γωνοθέτη.
λλά ς μήν γγίζουν μονάχα τφτιά μας τά σα λέγονται. ταν δηλαδή κομε τι πρχαν κάρβουνα, κάτω πό τά καταπληγωμένα σώματα, ς ναλογιστομε πς νιώθουμε ταν μς πιάσει ξαφνικά πυρετός. Νομίζουμε τι ζωή εναι νυπόφορη, ταραζόμαστε, δυσανασχετομε, γκρινιάζουμε σάν μικρά παιδιά, θεωρώντας τι φλόγα το πυρετο δέν εναι καθόλου μικρότερη πό τήν κόλαση. Ατοί μως, χωρίς νά τούς πιάσει πυρετός, λλά χοντας λόγυρά τους τή φλόγα νά τούς ζώνει καί τίς σπίθες νά πηδον πάνω στίς πληγές καί νά δαγκώνουν τά τραύματα πιό γρια πό κάθε θηρίο, ταν σάν δαμάντινοι καί βλεπαν τά σα γίνονταν σάν νά συνέβαιναν σέ ξένα σώματα. τσι μέ πολλή γενναιότητα καί μέ πολλή νδρεία στέκονταν σταθεροί στήν μολογία τους, μένοντας κλόνητοι σλα τά βασανιστήρια καί κάνοντας νά λάμψει καί δική τους νδρεία καί χάρη το Θεο. χετε δε πολλές φορές ννεβαίνει ψηλά τήν αγή λιος καί νά στέλνει τίς χρυσές κτίνες του; , τέτοια ταν τά σώματα τν γίων. Σάν χρυσές κτίνες τούς περικύκλωναν πό παντο σάν ρυάκια μέ τό αμα καί καναν νά λάμπει τό σμα τους πολύ περισσότερο π,τι κάνει λιος τόν ορανό.
Βλέποντας ατό τό αμα ογγελοι χαίρονταν, ο δαίμονες φοβονταν καί διος διάβολος τρεμε. Γιατί δέν ταν πλς αμα ατό πού τώρα βλεπαν, λλά αμα σωτήριο, αμα γιο, αμα ξιο γιά τούς ορανούς, αμα πού διαρκς ποτίζει τά καλά φυτά τς κκλησίας. Εδε τό αμα καί φριξε διάβολος, γιατί θυμήθηκε λλο αμα, τό αμα το Δεσπότου Χριστο. Γιά χάρη κείνου το αματος χύθηκε ατό. Γιατί πό τότε πού κεντήθηκε πλευρά το Δεσπότου βλέπεις στή συνέχεια νά κεντονται μέτρητες πλευρές. Ποιός λοιπόν δέν θά παιρνε μέρος μ εχαρίστηση πολλή σ ατούς τούς γνες, ταν πρόκειται νά γίνει μέτοχος τν παθημάτων το Δεσπότου καί νά χει τόν διο θάνατο μέ τόν Χριστό; Εναι ρκετή ατή νταπόδοση καί μεγαλύτερη τιμή. μοιβή ξεπερνάει τά κατορθώματα καί ρχεται πρίν πό τόν ρχομό τς Βασιλείας τν ορανν. ς μήν φοβόμαστε λοιπόν ταν κομε τι τάδε μαρτύρησε, λλά ς τρομάζουμε ταν κομε τι τάδε δειλίασε καί πεσε, ν μπροστά του εχε τέτοια βραβεα.
Καί ν θέλεις νκούσεις τί γινε στερα μάθε πώς ατά δέν μπορε νά τά παραστήσει κανένας νθρώπινος λόγος, πως λέει καί πόστολος Παλος: «Οτε μάτι εδε, οτε ατί κουσε, οτε νθρώπινος νος ναλογίστηκε ατά, πού τοίμασε Θεός γιά κείνους πού τόν γαπον» (Α’ Κορ. 2, 9). Καί κανένας πό τούς νθρώπους δέν γάπησε τόσο τό Θεό, σο ο μάρτυρες. Βέβαια δέν θά σιωπήσουμε, πειδή τό μέγεθος τν γαθν πού χουν τοιμαστε ξεπερν καί τό λόγο καί τή σκέψη μας, λλά σο εναι δυνατόν καί μες νά πομε καί σες νκούσετε, θά προσπαθήσουμε νά σς δείξουμε μυδρά τή μακαριότητα πού περιμένει τούς μάρτυρες στόν ορανό. Γιατί θά τή γνωρίσουν καθαρά μόνον ατοί οποοι θά τήν πολαύσουν προσωπικά. Καί τά μέν δεινά ατά καί βάστακτα τά ποφέρουν ο μάρτυρες γιά λίγο χρονικό διάστημα. Μετά μως πό τήν παλλαγή τους πό τή ζωή ατή νεβαίνουν στούς ορανούς, ν προπορεύονται γγελοι καί τούς περιστοιχίζουν ρχάγγελοι. Γιατί ογγελοι δέν ντρέπονται τούς συνδούλους τους, λλά θά θελαν νά κάνουν τά πάντα γι ατούς, πειδή καί κενοι προτίμησαν νά δεινοπαθήσουν γιά τό Δεσπότη τους Χριστό.
Καί ταν νεβον στόν ορανό, λες κενες ογιες δυνάμεις τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν. ν λοιπόν, ταν ξένοι θλητές ρχονται στήν πόλη, λος λαός τρέχει πό παντο καί φο τούς περικυκλώσουν παρατηρον καλά πό κοντά τή δύναμη πού χουν τά μέλη το σώματός τους, πολύ περισσότερο ταν οθλητές τς εσέβειας νεβον στούς ορανούς τρέχουν νά τούς προϋπαντήσουν ογγελοι καί λες ο οράνιες δυνάμεις. Τρέχουν πό παντο γιά νά παρατηρήσουν τά τραύματά τους καί τούς ποδέχονται λους καί τούς σπάζονται σάν ρωες πού γύρισαν πό τόν πόλεμο καί τή μάχη καί στερα πό πολλά τρόπαια καί νίκες. πειτα τούς δηγον μέ μεγάλη συνοδεία πρός τό βασιλιά τν ορανν, στό θρόνο κενο πού εναι γεμάτος πό πολλή δόξα, που βρίσκονται τά Χερουβίμ καί τά Σεραφίμ. Καί ταν φτάσουν κε καί προσκυνήσουν κενον πού κάθεται πάνω στό θρόνο, πολαμβάνουν πλέον περισσότερη τιμή πό τό Δεσπότη πό κείνη πού πολαμβάνουν πό τούς συνδούλους τους γγέλους. Γιατί δέν τούς δέχεται σάν δούλους – ν καί ατό θά ταν μεγάλη τιμή καί δέν μπορε κανείς νά βρεση μ ατήν – λλά σάν φίλους Του. «Γιατί σες», λέει Κύριος, «εσαστε φίλοι μου» (ωαν. 15, 14). Καί πολύ σωστά τό λέει, γιατί καί λλο επε: «Μεγαλύτερη πό ατή τήν γάπη δέν χει κανένας, στε νά δώσει τή ζωή του γιά χάρη τν φίλων του» (ωαν. 15, 13).
πειδή λοιπόν δειξαν τήν πιό μεγάλη γάπη, τούς ποδέχεται καί πολαμβάνουν κείνη τή δόξα. νώνονται μέ τούς γγελικούς χορούς καί παίρνουν μέρος στήν περκόσμια δοξολογία. ν λοιπόν καί ταν εχαν τό σμα μετεχαν στό χορό κενο μέ τήν κοινωνία τν μυστηρίων καί ψαλλαν μαζί μέ τά Χερουβίμ τόν τρισάγιο μνο, καθώς γνωρίζετε σες ο πιστοί, πολύ περισσότερο τώρα πού βρέθηκαν μέ τούς γγέλους, παίρνουν μέρος στή δοξολογία κείνη, μέ πολλή παρρησία. ραγε δέν φοβόσαστε πρίν τό μαρτύριο; ραγε δέν πιθυμετε τώρα τό μαρτύριο; ραγε δέν λυπστε τώρα, πού δέν εναι καιρός μαρτυρίου; ς γυμναζόμαστε λοιπόν γιά τόν καιρό το μαρτυρίου. Περιφρόνησαν κενοι τή ζωή, περιφρόνησε σύ τίς πολαύσεις. ρριξαν κενοι τά σώματά τους στή φωτιά, ρίξε σύ τώρα χρήματα στά χέρια τν φτωχν. Καταπάτησαν κενοι τά ναμμένα κάρβουνα, σβσε σύ μέσα σου τή φλόγα τς πιθυμίας. Εναι νοχλητικά ατά, λλά μς φέρνουν κέρδος. Μήν βλέπεις τά παρόντα πού εναι δυσάρεστα, λλά τά μέλλοντα πού εναι εχάριστα. χι τά βάσανα πού περνς τώρα, λλά τά γαθά πού λπίζεις. χι τά παθήματα, λλά τά βραβεα. χι τούς κόπους, λλά τά στεφάνια. χι τούς δρτες, λλά τίς μοιβές. χι τούς πόνους, λλά τίς νταποδόσεις. χι τήν ναμένη φωτιά, λλά τή βασιλεία πού σέ περιμένει. χι τούς δήμιους πού σέ περιτριγυρίζουν, λλά τό Χριστό πού θά σέ στεφανώσει.
3. Ατός εναι καλύτερος τρόπος καί εκολότερος δρόμος γιά τήν ρετή. Νά μήν βλέπει δηλαδή κανείς τούς κόπους μόνο, λλά μαζί μέ τούς κόπους καί τά βραβεα. Καί χι ξεχωριστά τό καθένα. ταν λοιπόν πρόκειται νά δώσεις λεημοσύνη, μήν σκέπτεσαι τά χρήματα πού θά ξοδέψεις, λλά τήν πόκτηση τς δικαιοσύνης. «Σκόρπισε χρήματα, δωσε στούς φτωχούς. δικαιοσύνη του μένει αώνια» (Ψαλμ. 111, 9). Μήν βλέπεις τόν πλοτο σου πού λιγοστεύει, λλά τό θησαυρό πού πληθαίνει. ν νηστεύεις, μήν σκέπτεσαι τήν καταβολή πού φέρνει νηστεία, λλά τήν νεση πού θά προέρθει πό τή σωματική δυναμία. ν γρυπνήσεις στήν προσευχή, μήν συλλογίζεσαι τήν ταλαιπωρία τς γρυπνίας, λλά τήν παρρησία πού θά ποκτήσεις πό τήν προσευχή. τσι κάνουν καί ο στρατιτες. Δέν βλέπουν τά τραύματα, λλά τίς μοιβές. Δέν βλέπουν τίς σφαγές, λλά τίς νίκες. Οτε βλέπουν τούς νεκρούς στό πεδίο τς μάχης, λλά τούς ρωες πού στεφανώνονται. τσι καί ο κυβερντες βλέπουν μπροστά στά κύματα τά λιμάνια, μπροστά στά ναυάγια τά μπορεύματα, μπροστά στά δεινά τς θάλασσας τά γαθά μετά τή θάλασσα.
τσι κάμε καί σύ. Σκέψου πόσο μεγάλο πράγμα εναι μέσα στή βαθιά νύχτα, ταν κοιμονται λοι ονθρωποι καί τά θηρία καί τά κατοικίδια ζα, ταν πάρχει πόλυτη συχία, σύ μόνο νά σηκωθες καί νά μιλήσεις μέ τόν Κύριό μας. Εναι γλυκός πνος; λλά τίποτε δέν εναι πιό γλυκό πό τήν προσευχή. ν συνομιλήσεις μόνος μαζί Του, πολλά θά καταφέρεις. Δέν θά σέ νοχλε κανείς, οτε θά μποδίσει τήν προσευχή σου. χεις καί τήν ρα σύμμαχο γιά νά πιτύχεις ατά πού θέλεις. σύ μως βαριέσαι νά σηκωθες καί στριφογυρίζεις ξαπλωμένος στό μαλακό στρμα; Σκέψου τούς μάρτυρες πού εναι σήμερα ξαπλωμένοι στή σιδερένια σχάρα, χωρίς στρμα πό κάτω, λλά ναμένα κάρβουνα.
δ θέλω νά σταματήσω τό λόγο, γιά νά φύγετε χοντας ντονη καί ζωηρή τή μνήμη κείνης τς σχάρας καί νά τήν θυμστε νύχτα καί μέρα. Γιατί, καί ν κόμα μς κρατον πειρα δεσμά, ταν χουμε στό νο μας ατή τή σχάρα, θά μπορέσουμε νά τά σπάσουμε λα μέ εκολία καί νά σηκωθομε γιά προσευχή. χι μόνο τή σχάρα, λλά καί τίς λλες τιμωρίες τν μαρτύρων ς τίς χαράξουμε στό βιβλίο τς καρδις μας. ς σκεφτομε καί μες σάν ατούς πού λαμπροστολίζουν τά σπίτια τους καί κρεμνε σλα τά σημεα μορφες ζωγραφιές. ς ζωγραφίσουμε στούς τοίχους τς δικς μας ψυχς τίς τιμωρίες τν μαρτύρων. Γιατί κενες ο ζωγραφιές εναι νώφελες, ατές μως πικερδες. Ατή ζωγραφική δέν χρειάζεται χρώματα, οτε ξοδα, οτε κάποια τέχνη. λλά γιά λα ατά φτάνει νά χρησιμοποιήσει κανείς τήν προθυμία του καί τή γενναία καί νηφάλια σκέψη του καί μ ατή σάν χέρι ριστου τεχνίτη νά ζωγραφίσει τίς τιμωρίες τν μαρτύρων.
ς ζωγραφίσουμε λοιπόν στή ψυχή μας λλους νά εναι στά τηγάνια, λλους ξαπλωμένους σναμμένα κάρβουνα, λλους ναποδογυρισμένους στά καζάνια, λλους νά καταποντίζονται στή θάλασσα, λλους νά ξεσκίζονται, λλους νά τούς γυρίζουν στόν τροχό, λλους νά τούς ρίχνουν στόν γκρεμό. λλους πάλι νά παλεύουν μέ θηρία, λλους νά τούς δηγον στό βάραθρο καί λλους πως τυχε καθένας νά τελειώσει ζωή του. στε μέ τήν ποικιλία ατς τς ζωγραφικς, φο λαμπροστολίσουμε τό σπίτι τς ψυχς μας, νά τό κάνουμε κατάλληλο κατάλυμα γιά τό βασιλιά τν ορανν. Γιατί ν δε τέτοιες ζωγραφιές στήν ψυχή μας, θά ρθει μαζί μέ τόν Πατέρα καί μαζί μέ τό γιο Πνεμα καί θά κατοικήσει μέσα μας. Καί θά γίνει στή συνέχεια ψυχή μας βασιλικό παλάτι καί κανένας κακός λογισμός δέν θά μπορέσει νά τήν πατήσει, φο μνήμη τν μαρτύρων, σάν ζωγραφιά θά πάρχει πάντοτε μέσα μας καί θά σκορπ πολλή λάμψη καί θά κατοικε συνεχς μέσα μας βασιλιάς τν λων Θεός. τσι λοιπόν, φοποδεχτομε τό Χριστό δ, θά μπορέσουμε μετά τήν ναχώρησή μας πό τή γ νά Τόν ποδεχτομε στίς αώνιες κατοικίες μας, τίς ποες εχομαι νά πιτύχουμε λοι μας μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία το Κυρίου μας ησο Χριστο, διά τοποίου καί μέ τόν ποο νήκει δόξα στόν Πατέρα καί στό γιο καί ζωοποιό Πνεμα στούς αἰῶνες τν αώνων. μήν.


(Πηγή: Ι. Μ. Καισαριανής, Βύρωνα και Υμηττού)