Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

῾Η νίκη τῆς ᾿Αγάπης

῾Η νίκη τῆς ᾿Αγάπης

μιχαλης καρακατσανης

*Μία θαυμαστὴ ἱστορία

ΕΝΑΣ συγγραφεὺς καὶ καθηγητὴςτῆς Θεσσαλονίκης ἐνυμφεύθη πρὸ ἀρκετῶν δεκαετιῶν μίαν πτωχὴν καὶ ἐνάρετον παρθένον, ὑποκρινόμενος ὅτι ἦτο καὶ ἐκεῖνος θεοσεβὴς καὶ καλὸς Χριστιανός, ἐνῷ κατὰ βάθος ἦτο ἄπιστος καὶ ἄθεος! Μετὰ τὸν γάμον καὶ ἀφοῦ ἔγινε ἔγκυος ἡ σύζυγός του ῾Ερμιόνη, ἔμαθε ἀπὸ τὸν ἴδιον τί ἄνδρα ἐπῆρε, δηλαδὴ ὅτι δὲν ἐπίστευε τίποτε! Πόνεσε βαθειὰ ἡ καϋμένη δι᾿ αὐτὸ καὶ ἔκλαψε. ᾿Αλλὰ παρ᾿ ὅλον ποὺ τῆς ἔλεγε συχνὰ ὅτι «δὲν ὑπάρχει Θεός», αὐτὴ δὲ νἔβαζε στὸν νοῦν της νὰ τὸν ἐγκατα-λείψῃ, ἀλλὰ ἔλεγε μέσα της: «Πρέπει νὰκάμω ὑπομονήν. Αὐτὸ ἦτο τὸ τυχερό μου. Καὶ νὰ βάλω τὰ δυνατά μου νὰ τὸν κάμω πιστόν! ᾿Εγὼ ἤμουν πτωχὴ ἀπὸ χρῆμα, αὐτὸς εἶναι πτωχὸς ἀπὸ Χριστόν! Αὐτὸς μὲ ἔκαμε πλουσίαν ἀπὸ χρῆμα,ἐγὼ θὰ τὸν κάμω πλούσιον ἀπὸ Χριστὸν καὶ θὰ ταιριάξουμε»!᾿ Αλλά, πῶς νὰ ἀρχίσῃ καὶ μὲ τί νὰ νικήσῃ; Μὲ τὴν ΑΓΑΠΗΝ, σκέφθηκε! Καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἀγαπᾷ πιὸ πολύ! Γινόταν θυσία γι᾿ αὐτόν! Τὸν περιποιόταν ἀφάνταστα. Τὸν κοίταζε, σἄν συνεχῶς ἐρωτευμένη. Τοῦ σκούπιζε τὰ χέρια του ὅταντὰ ἔπλενε. Τὸν φιλοῦσε ὅταν ἔφευγε γιὰ τὸ Πανεπιστήμιον, καὶ τὸν περίμενε στὴν ἐξώπορτα ὅταν ἐγύριζε. ᾿Αγάπη ἀσυνήθιστη, συνεχής! ᾿Αγάπη ποὺ ἀποροῦσε καὶ αὐτός! ᾿Αλλὰ τὴν ἀγαποῦσε καὶ ὁ ἴδιος,διότι ἦτο καὶ ὡραία, χωρὶς ὅμως νὰ μιλοῦν θρησκευτικά. Στὴν πρώτη ἐπέτειο τοῦ γάμου τους τῆς λέγει: «Τί δῶρο θέλεις, ῾Ερμιόνη μου;». «Νὰ γίνῃς πιστὸς Χριστιανός, Βασιλάκη μου», τοῦ εἶπε ἐκείνη. «Πολλὰ τὰ ζητᾷς!», τῆς ἀπήντησε. Καὶ δὲν ἄλλαξε κεφάλι. Αὐτὴ ὅμως τὸν ἀγαποῦσε, καὶ περισσότερο ἀπὸ πρῶτα!῞ Οταν γέννησε τὸ πρῶτο παιδάκι τους, πάλι τὴν ἐρώτησε: «Τί δῶρον θἄ ἢθελες ῾Ερμιονούλα;». «Νὰ πιστεύῃς στὸν Χριστόν, τίποτε ἄλλο!». «῏Α, τὸ παράκανες, τῆς λέγει. ῾Ο Χριστὸς ἦταν ἕνας ἄνθρωπος καὶ ὄχι Θεὸς ὅπως λέγουν οἱ παπάδες!». Καὶ ἐλιποθύμησε ἡ ῾Ερμιόνη! ᾿Αλλὰ ὅταν συνῆλθε τὸν ἀγαποῦσε πάλι, ὅπως πρῶτα, καὶ περισσότερο...Μερικὲς φορὲς τοῦ ἔβαζε στὸ γραφεῖον του κανένα θρησκευτικὸ βιβλίο τηςἤ χριστιανικὸ περιοδικό.

᾿Αλλὰ αὐτὸς τὰπέταγε! Τὴν νύχτα τῶν Χριστουγέννων,ποὺ τὸν ξύπνησαν οἱ καμπάνες τῶν᾿Εκκλησιῶν, ἐβλασφήμησε τὸν Χριστόν! Καὶ ἡ ῾Ερμιόνη ἄρχισε νὰ κλαίῃ μὲ λυγμούς. ᾿Αλλὰ τὸν ἀγαποῦσε σἄν πρῶτα, πολύ! Καὶ τὸν περιποιόταν μὲ ὅλην της τὴν χριστιανικὴν θέρμην!᾿ Εννέα χρόνια βάστηξε αὐτό. Αὐτὴ σκόρπαγε τὸ ἄρωμα τῆς χριστιανικῆς᾿Αγάπης της στὸν πρωτότυπο ἀγῶνα της, καὶ αὐτὸς ἔλεγε στοὺς φοιτητάς του ὅτι «ἐγίναμε διὰ τῆς ἐξελίξεως καὶ δὲν ὑπάρχει Θεός»! Μετὰ ἀρρώστησε ἡ ῾Ερμιόνη, ὅταν ἦτο 27 ἐτῶν. Καὶ σιγὰ-σιγὰ ἔλυωνε σἄντὸ λιβάνι ὅταν καίγεται. Κάτω ἀπὸ τὸ μαξιλάρι της εἶχε τὸ ἡμερολόγιό της καὶ ἐσημείωνε κάθε ἡμέρα τὶς σκέψεις της, τοὺς ἀγώνας της, τὶς αὐτοσχέδιες προσευχές της...Παρὰ τὶς προσπάθειες τῶν πολλῶν ἰατρῶν καὶ τοῦ συζύγου της δὲν ἀνέρρωσε, ἀλλὰ ἕνα ἡλιοβασίλεμα πέθανε, καὶ πέταξε ἡ ψυχούλα της στὸν Παράδεισο τοῦ καλοῦ Θεοῦ. Πέθανε μὲ τὸ παράπονο, ὅτι δὲν μπόρεσε νὰ γυρίσῃ– 221 –221τὸν ἄνδρα της στὴν Πίστι καὶ στὸν Χριστό.῾Ο ἄνδρας της τὴν ἔθαψε μὲ μουσικές.῾Η θλίψις του ἦτο ἀβάστακτη. ῎Εχασε ἕνα ἀστέρι τῆς ἀγάπης, ἕναν ἄγγελονκαλωσύνης. Οὐδέποτε θὰ εὕρισκε ἄλληνσ ἄν τὴν ῾Ερμιόνη μὲ τέτοια πίστι, μὲτέτοια ἀφοσίωσι. ῞Ολα τὰ ἒβλεπε μαῦρα. Κόντευε νὰ παλαβώσῃ διότι δὲν εἶχε τὴν Πίστι νὰ τὸν συγκρατήσῃ. ῎Επιανε τὰ φορέματά της καὶ τὰ φιλοῦσε, ἔπιανε τὰ παπούτσια της καὶ τὰ χάϊδευε! «῎Αχ, τί ἔχασα, ἄχ θησαυρέ μου»!, ἔλεγε. Καὶ ἡ παραμάνα βρῆκε καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ἡμερολόγιο τῆς ῾Ερμιόνης μὲ τὶς σημειώσεις τοῦ βίου της. Δὲν τὸ εἶχε διαβάσει ποτέ. Καὶ δὲν ἔγραφε τίποτα ἄλλο, παρὰ διὰ τὸν ἀγῶνα της τὸνπνευματικό, διὰ τὸν ἀγῶνα της νὰ γυρίσῃ τὸν σύζυγόν της στὸν Χριστό!῞ Ολες οἱ σελίδες, ὅλες οἱ προσευχές της, δι᾿ αὐτὸν ἔγραφαν. ᾿Εννέα ἐτῶν προσπάθειες δι᾿ αὐτὸν ἐγίνοντο! ᾿Ιδίως οἱ τελευταῖες σελίδες, ποὺ ἦτο ἄρρωστη, ἦσαν πολὺ συγκινητικές. ᾿Ιδοὺ μερικὲς φράσεις:«... Χριστέ μου νὰ μὲ συγχωρῇς ποὺδὲν μπόρεσα νὰ τὸν γυρίσω. ᾿Εκμεταλλεύθηκα τὸ πᾶν καὶ θυσιάσθηκα στὸ βωμὸ τοῦ καθήκοντος ἀλλὰ δὲν νίκησα.῎Ισως νὰ ἦσαν ἐμπόδιο αἱ ἁμαρτίες μου, διότι κι᾿ ἐμεῖς οἱ πιστοὶ ἔχουμε ἁμαρτίες ποὺ δὲν τὶς βλέπουμε... Πέρισυ τὸ Πάσχα, Χριστέ μου, χάρηκα διότι μὲ ἠσπάσθη λέγοντάς μου Χριστὸς ᾿Ανέστη, ἀλλὰ μετὰ ἀρνιόταν τὴν ᾿Ανάστασίν Σου... Πρὸ 3ετίας, Χριστέ μου, ποὺ πήγαμε ἐκδρομὴ στὸ Παγονέρι, μπῆκε στὴν ᾿Εκκλησία τοῦ Προφήτου ᾿Ηλία καὶ φίλησε τὴν Εἰκόνα Σου ὅπως ὅλοι, ἀλλὰ μετὰ εἶπε ὅτι τὸ ἒκανε γιὰ τὰ μάτια τῶν συγχωριανῶν μου... Τώρα ποὺ εἶμαι ἄρρωστη τὸν βλέπω πολὺ σκεπτικόν μήπως, Χριστέ μου, Σὲ σκέπτεται; Κάνε, Χριστέ μου, νὰ γυρίσῃ σὲ Σένα γιὰ νὰ πεθάνω μὲ τὴν χαρὰ τῆς ἐπιστροφῆς του..."