τὸ βιβλίον τοῦ Πέτρου Μπότση:
«ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΙΕΡΩΝΥΜΟΣ, Ὁ ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΤΗΣ
ἈΙΓΙΝΑΣ»
Εἰσαγωγικὸν σημείωμα:
«Ἡ δημοσίευσις τοῦ παρόντος
θαυμαστοῦ γεγονότος γίνεται διὰ θέματα, ποὺ ἀποδεδειγμένα,
ἡ ἐφαρμοσμένη
ἐπιστήμη, διὰ τῶν ἀνήθικων λειτουργῶν τῆς, ξεπέφτει ἀπὸ τὴν ἀποστολὴ
τῆς καὶ τὴν δεοντολογία τῆς μὲ τρόπον ὑποκριτικὸν
καὶ ἐξυπηρετεῖ πλεῖστες ὅσες ἀντίχριστες σκοπιμότητες καὶ σκοτεινοὺς
κρυφοὺς σκοπούς. Πρόκειται διὰ μιὰ πνευματικὴ ἀπάντησιν στὸ θέμα τῆς
μεταμόσχευσης ὀργάνων καὶ ὅλων τῶν σχετικῶν,
ποὺ ἔχουν μοναδικὸν καὶ ἀποκλειστικὸν σκοπὸν τὴν παράταση τῆς ἐπιγείου
ζωῆς, ἀκόμη καὶ μὲ τρόπο ἀπάνθρωπο καὶ ἐγκληματικό,
καθώς,
αὐτοὶ ποὺ τὶς προωθοῦν, δὲν πιστεύουν στὴν κρίση, στὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς
καὶ στὴν αἰώνιαν ζωήν».
Στὴν
πατρίδα τοῦ Γέροντος Ἱερωνύμου (1883-1966), στὸ Γκέλβερι τῆς Καππαδοκίας, ζοῦσε κάποιος Μισαήλ. Διὰ νὰ γίνει πιὸ εὔκολα
κατανοητὴ ἡ ἱστορία, χρειάζεται
νὰ σκιαγραφήσουμε τὴν προσωπικότητα αὐτή, σύμφωνα μὲ τὶς διηγήσεις τοῦ πατρὸς Ἱερωνύμου:
«Ὁ Μισαὴλ
ἦταν μιὰ πατριαρχικὴ μορφή, ἕνας ἀσκητικὸς τύπος
ἀπ'` αὐτοὺς ποὺ μόνο στὰ συναξάρια συναντᾶμε.
Αὐστηρὸς ἀλλὰ καὶ πρᾶος
μαζί, ἔμοιαζε με προφήτη,
ποὺ σέρνει πάνω του ὁλόκληρη παράδοση αἰώνων.
Συνδύαζε τὸν τύπο
τοῦ αὐστηροῦ προφήτου μὲ αὐτὸν τοῦ ἐσωστρεφῆ
ἀσκητοῦ,
ποὺ περνάει ὅλες τὶς μέρες καὶ τὶς νύχτες του στην
προσευχή. Ἦταν μιὰ δυναμικὴ
προσωπικότητα, ποὺ ἔπαιζε τὸ ρόλο του
πνευματικοῦ καθοδηγητὴ ὅλων τῶν κατοίκων του χωριοῦ. Ὁ Μισαὴλ ἦταν ἕνας ἄλλος ἀββᾶς
Ἰσαάκ. Τόσο πολὺ εἶχε προχωρήσει στην
προσευχὴ…».
Στὴ συνέχεια ἡ ἀληθινὴ ἱστορία:
Ὁ Μισαὴλ
εἶχε μιὰ θυγατέρα, ποὺ εἶχε μεγάλη κλίση στὴν πνευματικὴ
ζωή. Γνήσιο παιδὶ του πατέρα τῆς, κληρονόμησε ἀπὸ ἐκεῖνον ὅλες τὶς
ἀρετὲς του καὶ εἶχε ἰδιαίτερη ἐπίδοση στὴν κατανυκτικὴ προσευχή. Ἂν καὶ ἦταν πολὺ νέα στην ἡλικία, ἄρχισαν σιγὰ σιγὰ νὰ μαζεύονται
κοντὰ τῆς διάφορες γυναῖκες καὶ κείνη τὶς δίδασκε, τίς καθοδηγοῦσε κῖ ἔκαναν μαζὶ
κατανυκτικὴ προσευχή. Με τον
καιρό, ὅταν ἡ ὁμήγυρη μαζευόταν σε κάποιο
σπίτι, διὰ νὰ προσευχηθεῖ, χώριζε σε δύο ὁμάδες. Ὁ Μισαήλ με τοὺς ἄντρες προσευχόταν
σ` ἕνα δωμάτιο κῖ ἡ κόρη του με τὶς
γυναῖκες σ` ἕνα ἄλλο. Ἦταν ἡ παρηγοριὰ ὅλων τῶν γυναικῶν
στὸ Γκέλβερι ἡ κόρη του Μισαήλ, ὅπως ἐκεῖνος ἦταν διὰ τοὺς ἄντρες.
Ὅταν ἡ κόρη τοῦ Μισαὴλ ἔφτασε στὴν ἡλικία τῶν 18-20 ἐτῶν,
ἀρρώστησε βαριά.
Ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ
χωριοῦ καὶ κυρίως οἱ γυναῖκες, ἄρχισαν ν` ἀνησυχοῦν.
Ἂν πάθαινε κάτι,
ἔχαναν τὴν μοναδικήν
τους παρηγορίαν. Τὶ νὰ κάνουν;
Ρίχτηκαν στὴν προσευχή.
Παρακαλοῦσαν
μέρα νύχτα τὸ Θεὸ νὰ τὴν κάνει καλά, γιατὶ στὶς δύσκολες μέρες ποὺ περνοῦσαν, ἦταν ἡ μοναδικὴ τοὺς παρηγοριά, ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὶς καθοδηγοῦσε, ὁ σύνδεσμὸς τοὺς με τὸ Θεό. Ἡ κατάστασὴ τῆς ὅμως ὅλο καὶ
χειροτέρευε.
Στὴν
ἀπόγνωσὴ τοὺς σκέφτηκαν νὰ καταφύγουν στὸν πατέρα της, τὸν Μισαήλ. Γνώριζαν τῇ δύναμη τῆς προσευχῆς
του καὶ τὴν παρρησία ποὺ εἶχε στὸ Θεὸ καὶ τον παρακάλεσαν νὰ προσευχηθεῖ γιὰ τὴν
κόρη του.
Σε παρακαλοῦμε, του ἔλεγαν, προσευχήσου στὸ Θεὸ νὰ τὴν κάνει
καλά. Δὲν σοῦ λέμε νὰ κάνεις ἰδιαίτερη
προσευχή, ἐπειδὴ εἶναι κόρη σου ἀλλὰ διά
μας, ποὺ ἂν τὴν στερηθοῦμε, θὰ μείνουμε ἀπαρηγόρητες. Ἔχουμε τόσα βάσανα καὶ τόσες
στενοχώριες, ποὺ ἂν χάσουμε τὴν μοναδικήν μας
βοήθεια καὶ τὸ στήριγμά μας, θά μας κυριεύσει ἡ ἀπελπισία.
Ὁ Μισαήλ
στὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε νὰ
ὑποκύψει, διὰ νὰ μὴ θεωρηθεῖ ὅτι τῆς εἶχε ἰδιαίτερη ἀδυναμία,
ἐπειδὴ ἦταν κόρη του. Ὁ νοῦς του ἦταν δεμένος ἀποκλειστικὰ
μὲ τὸν Θεόν, ὅλους τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους τοὺς
εἶχε ἴσους στην καρδιά του. Στὶς ἐπίμονες παρακλήσεις τῶν γυναικῶν ὅμως, ἡ καρδιά του κάμφθηκε. Ἔτσι, κατὰ τὴν συνήθειάν του, ἀνέβηκε μιὰ Πέμπτη πρωί, πρὶν ξημερώσει, στό βουνό.
Γονάτισε, σήκωσε τὰ χέρια του ψηλὰ καὶ ἄρχισε τὴν προσευχή.
Πυρπολημένος ἀπὸ θεῖο
ἔρωτα, παρέμεινε «τῇ προσευχὴ καὶ τῇ δεήσει», «ἀπὸ φυλακῆς πρωίας
μέχρι νυκτὸς». Ἀνάμεσα στ` ἄλλα καὶ ἐνῶ ὁ ἱδρῶτας ἔτρεχε
ἀπ'` τὸ πρόσωπό του, μίλησε στὸ Θεὸ καὶ γιὰ τὴν κόρη
του, ὄχι ἐπειδὴ τὴν πονοῦσε σὰν πατέρας
τῆς, ἀλλὰ ἐπειδὴ τοῦ εἶπαν ὅτι εἶναι
στήριγμα καὶ παρηγοριά στοὺς χριστιανούς.
Ξαφνικά, ἐκεῖ ποὺ βρισκόταν ἀφοσιωμένος
στην προσευχή, ἀποξενωμένος ἀπὸ τὰ ἐγκόσμια καὶ
ἡ ψυχή του εἶχε ἀρπαγεί στὰ οὐράνια, ἀκούει μέσα του μιὰ λεπτή, θεία φωνὴ νά του λέει:
_ Δίνεις
ἐγγύηση γιὰ τὴν κόρη σου;
_Ὄχι, Κύριε, δὲν μπορῶ νὰ δώσω ἐγγύηση. Εἶμαι ἁμαρτωλὸς καὶ γνωρίζω τὸ
τρεπτόν τοῦ ἀνθρώπου. Σήμερα
ἡ κόρη μου ἀγωνίζεται καὶ ἐργάζεται στὸ θέλημά σου. Αὔριο ὅμως; Πῶς μπορῶ νὰ ἐγγυηθῶ; Γενηθήτω τὸ θέλημά Σου!
Ἡ ἐπίσκεψη
αὐτή, ποὺ τον ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ
δεχτεῖ, τον ἠρέμησε. Πλημμύρισε ὁλόκληρος ἀπὸ μιὰ οὐράνια
γαλήνη καὶ συνέχισε τῇ θεία του ἐνασχόληση με ἀκόμη μεγαλύτερο ζῆλο. Καὶ πρὸς τὸ τέλος τῆς ἡμέρας κατέφθασε
ἕνας ἀγγελιοφόρος νά τον εἰδοποιήσει πὼς ἡ κόρη του ἀναπαύτηκε κῖ ὅτι ἔπρεπε νὰ
σπεύσει γιά τον ἐνταφιασμὸ τῆς.
Προειδοποιημένος
ὁ Μισαήλ, δέχτηκε τὸ μήνυμα με ἠρεμία καὶ
κάποια ἀνακούφιση. Εἶχε βαθιὰ πίστιν εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἰς τὴν
Ἀνάστασιν τῶν νεκρῶν καὶ δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτόν του νὰ κλάψει διὰ τὸν πρόσκαιρον
χωρισμὸν τῆς κόρης του. Ἡ χαρά
του διὰ τῇ σωτηρία της, ποὺ
με θαυμαστὸ τρόπο του ἀποκάλυψε ὁ Θεός, ξεπέρασε κῖ αὐτὴν ἀκόμη τῇ λύπη του γιὰ τὸ θάνατὸ τῆς. Κῖ ἀφοῦ ἔκανε μιὰ προσευχὴ εὐχαριστίας
στὸ Θεό, ξεκίνησε μαζὶ μὲ τὸν ἀγγελιοφόρο
διὰ τὸ χωριόν.
Αὐτὸς
ἦταν ὁ Μισαήλ μὲ λίγα λόγια, ὅσα κατὰ καιροὺς μᾶς διηγιόταν δι' αὐτὸν ὁ γέροντας Ἱερώνυμος, ποὺ ἔτρεφε πολὺ μεγάλη εὐλάβεια διὰ τὸ πρόσωπόν του. «Τετοίους ἀνθρώπους δὲν εὑρίσκεις
σήμερον», ἔλεγε, «ἦταν ἕνας ἄλλος ἀββᾶς Ἰσαάκ. Ἦταν λιγομίλητος, ταπεινός, ἀγαποῦσε τὴν ἡσυχία καὶ εἶχε βαθιὰ
συναίσθηση τῆς ἀμαρτωλότητός του. Ποτὲ δὲν ἄφηνε ἄνθρωπον νὰ τὸν ἐπαινέσει. Καὶ ἂν τολμοῦσε κανεὶς νά του πεῖ
κάποια καλὴ κουβέντα, ἦταν
ἱκανὸς ὁ Μισαὴλ νὰ μὴν τοῦ ξαναμιλήσει ποτέ».
Ὁ Θεὸς
νά μας φωτίζει, νὰ ἔχουμε τὴν διάκρισιν, διὰ νὰ κάνουμε ὑπακοὴν στὸ σωτήριον
θέλημά Του!
Ἐπιμέλεια: Σάββας Ἠλιάδης
Δάσκαλος
Κιλκίς, 13-12-2018