Ὄχι μόνο μὲ ψωμί: ἡ ἄσκησις στὴν ἐποχή τῆς καταναλώσεως
Σταύρου Φωτίου
Η
αρμονική κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό και, κατ᾽ επέκταση, με τον
εαυτό του, τον συνάνθρωπό του και τη φύση, είναι η πρόταση ζωής που
φανερώνει στους ανθρώπους ο Χριστός. Κάθε άνθρωπος καλείται να υποδεχθεί
την αγάπη του Θεού, να κατανοήσει τον έσωθέν του κόσμο, να εκλάβει τον
συνάνθρωπο ως αδελφό, να θεωρήσει τη φύση ως μέγα οίκο μέσα στον οποίο
φιλοξενείται η ζωή. Για την επίτευξη της υπαρξιακής αυτής στοχοθεσίας
απαιτείται προσπάθεια, πράγμα που στη θεολογική ορολογία ονομάζεται
άσκηση.
Τα
ιερά και τίμια της ζωής, τα βαθιά υπαρξιακά βιώματα, δεν επιτυγχάνονται
αυτόματα αλλά προϋποθέτουν αγώνα πολλύ. Κατά συνέπεια η άσκηση
βρίσκεται στους αντίποδες της μαγικής νοοτροπίας, χαρακτηριστικού
γνωρίσματος του ανώριμου πνευματικά ανθρώπου. Ο αρχάριος της ζωής
αναζητά έναν εύκολο τρόπο με τον οποίο θα λύσει διά μιας όλα του τα
προβλήματα -οικογενειακά, οικονομικά, κοινωνικά. Στη μαγική θεώρηση της
ζωής η προπαρασκευή και η προεργασία, ο μόχθος και ο κόπος,
παραγνωρίζονται. Ο άνθρωπος επιζητεί να έχει το μέγιστο αποτέλεσμα
καταβάλλοντας το ελάχιστο τίμημα. Η Εκκλησία, προβάλλοντας την άσκηση,
καλεί τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν τη μαγική νοοτροπία, κάθε
φαντασιακή παντοδυναμία ή παθητική μοιρολατρία.
Η
συνάντηση με τον Θεό και οι αυθεντικές ανθρώπινες σχέσεις απαιτούν
διαρκή καλλιέργεια, βασική δε προϋπόθεσή τους είναι η νίκη επί της
φιλαυτίας, δηλαδή της φιλοδοξίας, της φιληδονίας και της φιλοχρηματίας.
Kάθε αυτοδικαίωση και φαρισαϊσμός, η αρχή της ήσσονος προσπάθειας και η
δικαιολογία «για όλα φταίνε οι άλλοι», απορρίπτονται. Αθλούμενοι οι
άνθρωποι, ενηλικιώνονται πνευματικά, που σημαίνει αναλαμβάνουν την
ευθύνη τους για ό,τι συμβαίνει μέσα τους και ανάμεσά τους: ευθύνη όχι
μόνο για αυτά που πράττουν αλλά και ευθύνη για αυτά που αποφεύγουν να
πράξουν.
Στους
καιρούς της κοσμικής επίδειξης και του «όλα επιτρέπονται» η άσκηση
συγκρούεται με την καταναλωτική λογική, για την οποία τα πάντα είναι
αναλώσιμα. Έτσι, η άσκηση θυμίζει ότι π.χ. στον γάμο και τη φιλία, στην
εργασία και την αγωγή, οι άνθρωποι είναι πρόσωπα μοναδικά και
ανεπανάληπτα, και συνεπώς μη αντικαταστατά. Οι όντως διαπροσωπικές
σχέσεις είναι σχέσεις χάριτος και δωρεάς, υπερβαίνουν την ανταλλακτική
αγοραπωλησία. Η άσκηση θα βοηθήσει τον άνθρωπο να τιθασσεύσει τον
εγωκεντρισμό του για να φανερωθεί το εσύ και να αναδειχθεί το εμείς.
Τρεις
δε είναι οι κύριες μορφές της: η προσευχή, η νηστεία και η αγρυπνία. Με
την προσευχή ο άνθρωπος θα αφουγκραστεί τη φωνή του Θεού και θα
ιεραρχήσει σωστά τις ανάγκες του. Τότε θα αναδυθεί σε υπεύθυνο πρόσωπο,
που δεν προσδιορίζεται από κανένα βιολογικό ή κοινωνικό προκαθορισμό,
αλλά ελεύθερα καλείται να κατευθύνει την ιστορία προς τη φιλοθεΐα και τη
φιλανθρωπία και όχι προς το Άουσβιτς και τη Χιροσίμα. Με τη νηστεία θα
διακρίνει τις πραγματικές από τις πλασματικές ανάγκες, το αναγκαίο από
το περιττό. Έτσι θα μειώσει τις ανάγκες του στο ελάχιστο για να
προσφέρει στον συνάνθρωπο το μέγιστο. Θα μάθει ότι ο συνάνθρωπος έχει
ανάγκες, για τη θεραπεία των οποίων οφείλει να μεριμνά. Τότε θα
μοιράζεται ό,τι έχει και ό,τι είναι: χρήματα και χρόνο, γνώσεις και
πράγματα, στοργή και τρυφερότητα. Θα ανακαλύψει ότι όπως χωρίς βιολογική
τροφή ο άνθρωπος πεθαίνει, παρόμοια πεθαίνει και χωρίς τροφή υπαρξιακή.
Μέγιστη
δε υπαρξιακή τροφή του ανθρώπου είναι η κοινωνία του με τον Θεό, στην
οποία θα βιώσει την ελευθερία και την αγάπη, τη δικαιοσύνη και την
αδελφοσύνη. Με την αγρυπνία ο άνθρωπος θα αφυπνισθεί από την υπαρξιακή
ύπνωση, θα θυμηθεί τον υπαρξιακό του προορισμό. Θα πιστοποιήσει
εμπειρικά ότι μόνο η γενναιοδωρία και η καλοσύνη δεν χάνονται στο διάβα
του χρόνου, μόνο η αυτοπροσφορά και η αυτοθυσία διασώζουν το πέρασμα του
ανθρώπου στη γη. Θα αγωνισθεί για να εκλείψει ο θάνατος από ασιτία και ο
θάνατος από νόημα ζωής, για να λαμπροφορήσει η ζωή και να καρπίσουν τα
όνειρα. Με την άσκηση η Eκκλησία θυμίζει στον άνθρωπο τον έσχατο σκοπό
της ζωής: τη θεογνωσία, που επιφέρει την αυτογνωσία, την κοινωνικότητα
και τη φυσική θεωρία.