'Υπὸ Χαραλάμπους Μπούσια
Ὁ μέγας Ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν Παῦλος διακηρύττει: Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνη (Α΄ Κοριν. Α΄ 27). Μιὰ τέτοια μωρή, τὴν ἀσκήτρια Μυρτιδιώτισσα, ἐξέλεξε ὁ Θεὸς καὶ στὶς ἡμέρες μας, γιὰ νὰ σοφίσει τοὺς κατόχους τῆς σοφίας τοῦ κόσμου, ἀλλὰ μακρυὰ νυχτωμένους ἀπὸ τὴν σοφία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα, μὲ τὴν ἐπιδεικνύμενη σαλότητα
στοὺς τρόπους της ἤ κατὰ Χριστὸν μωρία, ἀποτελεῖ στὴν σύγχρονη ἐποχή μας, ὅπου ὁ κόσμος ειναι ἤδη κορεσμένος ἀπὸ γνωσεις ἐπιστημονικὲς καὶ ἀνθρώπινη σοφία, τὸ συγκλονιστικώτερο φαινόμενο τῆς ὑπερβάσεως τῆς ἐν Χριστῷ καινῆς ζωῆς, τῆς ἀκρώρειας τοῦ θείου ἔρωτος. Μὲ τὴν θεαυγὴ πολιτεία της, ἀλλὰ καὶ τὶς πράξεις της, ποὺ πολλὲς φορὲς προκαλοῦσαν τὸ κοινὸ συναίσθημα, διαμηνοῦσε στὸν κόσμο τὴν ματαιότητα τῶν ὑλικῶν ἀπολαύσεων καὶ τὸν προσανατολισμὸ τῶν ἀνθρώπων στὰ ἄϋλα καὶ ἀεὶ διαμένοντα. Ὅπως οἱ παλαιοὶ κατὰ Χριστὸν σαλοί, ἡ Σοφία μὲ τὴν συμπεριφορά της, ἐνέπαιζε τὶς ἀνέσεις καὶ τὴν τρυφηλότητα τοῦ κόσμους, χωρὶς νὰ τὴν ἐνδιαφέρει ἄν καὶ ἡ ἴδια ἐμπαίζονταν ἀπὸ τὸν κόσμο.
Ζοῦσε κοντὰ στοὺς ἁπλοὺς καὶ ἁμαρτωλοὺς συνανθρώπους μας, τοὺς ὁποίους ὑπερμέτρως ἀγαποῦσε, ἄν καὶ ἀσκήτρια σὲ ἀπόμερο μοναστήρι, γιὰ νὰ καλύψει μὲ τὴν προσευχή της τὴν ἁμαρτία καὶ νὰ ἑλκύσει τοὺς ἁμαρτωλοὺς πρὸς τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀκολουθοῦσε κατὰ γράμμα τὰ λόγια τῶν Πατέρων, ποὺ μᾶς προτρέπουν νὰ μισοῦμε τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς ἁμαρτωλούς. Ὁ ἰδιόμορφος τρόπος τῆς ἀσκήσεώς της ἀποτελεῖ μοναδικὴ περίπτωση ἀγάπης Θεοῦ καὶ ἀπαιτεῖ ἰσχυρὸ χαρακτῆρα, ἀνδρικὸ φρόνημα, ποὺ δὲν ταιριάζει στὴν γυναικεία φύση, καὶ ἔντονη τὴν παρουσία τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος, ποὺ πάντοτε ἀναπληροῖ τὰ ἐλλείποντα.
Ὑψηλὸ ἀνάστημα πνευματικῆς τελειώσεως καὶ ἁγιότητος ἡ ἀσκήτρια τῆς Κλεισούρας Μυρτιδιώτισσα, προβάλλει μπροστά μας γιὰ νὰ μᾶς δείξει τὸν πολικὸ ἀστέρα τῆς σωτηρίας μέσα ἀπὸ τὴν ἀκραιφνῆ διαγωγή, καὶ τὴν διπλῆ ἀγάπη, πρὸς τὸν Θεὸν καὶ τὸν ἔγγιστα. Ἡ Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα, ταπείνωσε τὸν ἑαυτό της μὲ τὴν νυχθήμερη ἄσκηση καὶ τὴν σκληραγωγία, γιὰ νὰ ὑψωθεὶ στὰ μάτια τοῦ οὐρανίου Νυμφίου της καὶ νὰ λάβει ἀπὸ Αὐτὸν τὸ Βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως. Δόξασε τὸν Θεὸν μὲ τὴν ἁγιαστική της πορεία και ἀντιδοξάσθηκε ἀπὸ Αὐτόν, μὲ τὴν χάρη ποὺ ἔλαβε νὰ πρεσβεύει γιὰ ὅλους τοὺς σύγχρονους ἀγωνιστές, τους μαχητὲς τῆς εὐσεβείας καὶ τῆς πατρώας παραδόσεως.
Ἡ ἰσάγγελος ζωή της, τῆς χάριζε τὰ προνόμοια τοῦ Παραδείσου. Ζοῦσε στὴν Κλεισούρα τὴν προπτωτικὴ κατάσταση τῶν πρωτοπλάστων, συναγελάζουσα μὲ ἀρκοῦδες, φίδια, θηρία τοῦ δάσους καὶ ὄρνεα τοῦ οὐρανοῦ, τὰ ὁποῖα εἶχαν οἰκειότητα μαζί της, ἦσαν φίλοι της, ἦσαν ὅπως ἔλεγε, τῆς Παναγίας.
Δὲν ζητοῦσε ὑλικὰ ἀγαθὰ ἀπὸ τὸν προνοητὴ Κύριο, Αὐτὸν ποὺ τρέφει τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἦταν ὡς ἐκ τούτου καὶ αἰσθανόταν πλούσια, ἀφοῦ εἶχε μηδενικες ἐπιθυμίες. Εἶχε ὑπερβεῖ τὸν πόθο τῶν ὑλικῶν καὶ πρόσκαιρων, τῶν φθαρτῶν καὶ ῥεόντων καὶ ἐπιζητοῦσε τὰ διαμένοντα στοὺς αἰῶνες.
Ἡ ἄκακη καὶ ἀψεγάδιαστη Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα, ἦταν φοβερὰ λιτοδίαιτη καὶ πάντα στὴν ἐμφάνιση ἀτημέλητη.
Φοροῦσε καὶ στὸν βαρὺ χειμῶνα ἕνα λεπτὸ μαῦρο ῥάσο ποὺ φέγγιζε ἀπὸ τὸ πολυχρόνιο φόρεμα καὶ ἄφηνε νὰ διακρίνει κανεὶς τὰ κοκκαλάκια της. Ταλαιπωροῦσε τὴν σάρκα της καὶ δὲν πρόσεχε τὸν ἑαυτό της, ποὺ παρὰ τὴν ἀπλυσία μοσχοβολοῦσε. Τὸ βλέμμα της ἦταν εἰρηνικό. Ἡ λέξη που βρισκόταν στὰ χείλη της συνεχῶς ἦταν: Μετανοεῖτε. Ὅταν πολλὲς φορὲς ἀποκάλυπτε κάτι φοβερό, σκέπαζε τὸ χάρισμά της μὲ μιὰ ἐπίπλαστη σαλότητα. Δὲν ξεχώριζε πλούσιο ἀπὸ φτωχό. Δὲν εἶχε ἀνθρωπαρέσκεια. Ἔδειχνε βαθειὰ ἀγάπη σὲ ὅλους.
Μὲ τὴν Παναγία καὶ τοὺς Ἁγίους μιλοῦσε σὰν φίλος πρὸς φίλο.
Ἡ Παναγία τὴν βοήθησε κάποτε σὲ ἐπίκλησή της γιὰ σβήσιμο φωτιᾶς. Ὁ Ἅγιος Γεώργιος πολλὲς φορὲς κατέβαινε καὶ τὴν βοηθοῦσε. Ἀπὸ τότε ποὺ ἔσωσε τὸ χωριό της στὸν Πόντο ἀπὸ τοῦς Τσέτες. Ὁ Ἅγιος Μηνᾶς μὲ τὸ ἄλογό του καὶ ὁ Προφήτης Ἠλίας μὲ τὸ ἅρμα του πολλὲς φορὲς τὴν συντρόφευαν.
Ἄπειρο κόσμο εὐεργέτησε ἡ Γερόντισσα Μυρτιδιώτισσα μὲ κάθε τρόπο. Μόνο ὁ Θεὸς γνωρίζει καὶ αὐτοί. Στὶς ἀσθένειές τους οἱ κάτοικοι τῶν περιοχῶν γύρω τῆς Κλεισούρας κατέφευγαν στὴν Παναγιά, καὶ στὴν Γερόντισσα. Καὶ ἐκεῖνες, τοὺς θεράπευαν.
Ἀναχώρησε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο στὶς 6 Μαΐου τοῦ 1974.
Σὲ ὅσους τὴν ἐπισκέπτονταν ἐκεῖνες τὶς ἠμέρες, προέλεγε τὴν ἀναχώρησίν της ἀλλὰ προφητικὰ συμπλήρωνε ὅτι σύντομα μεγάλο κακὸ θὰ βρεῖ τὴν πατρίδα. Ἐννοοῦσε,ὅπως συνέβη μετὰ ἀπὸ μερικοὺς μῆνες, τὴν ἐπέμβαση τῶν ὀρδῶν τοῦ Ἀττίλα εἰς τὴν
Κύπρον.
Ἔλεγε:
Τὰ μάτια νὰ βλέπουν καὶ νὰ μὴν βλέπουν. Τὰ αὐτιὰ νὰ ἀκοῦν καὶ να μὴν ἀκοῦν. Τὸ στόμα νὰ μὴν βλασφημεῖ. Κλειδὶ στό στόμα. Νὰ μὴν μεταφέρετε λόγια ἀπὸ τὸν ἕναν στὸν ἄλλο. Νὰ ἔχετε γιὰ ὅλους ἀγάπη. Νὰ σκεπάζετε, γιὰ νὰ σᾶς σκεπάζει ὁ Θεός. Πολλὺν ὑπομονὴν νὰ κάμετε, πολλὺν ὑπομονήν.
Σημείωσις διαχειριστοῦ ἰστολογίου:
Ἀπλῶς ὐπενθυμίζω ὂτι ὂπως καὶ οἰ περισσότεροι Ἂγιοι καὶ Ὂσιοι τοῦ 20οῦ αἰῶνος, ἦταν αγράμματος γυνὴ καὶ πρόσφυγας. Κάτι θέλει νὰ μᾶς διδάξει αὐτό. Ὂτι ὂσο ἒχουμε ἐγωϊσμό, δεν ἀγιάζουμε.