Ἀποκαλυπτικὸ Δημοσίευμα σὲ πρόσφατο Βιβλίο Παπικοῦ
Συγγραφέως γιὰ τὴν ἀποφασισθεῖσα Ἕνωσι ὀρθοδόξων –Ρωμαιοκαθολικῶν τὸ
ἔτος 1970
Εἰσαγωγὴ-Μετάφρασις:
† Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος
Κυριακή, 25.6/8.7.2012
OΣΟ καὶ ἄν ὁ οἰκουμενιστὴς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος καὶ οἱ θιασῶτες τῆς οἰκουμενιστικῆς γραμμῆς τοῦ Πατριαρχείου, εὐφημίζουν τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα († 1972) -καὶ μάλιστα ἐπὶ τῇ 40ῇ ἐπετείῳ τῆς ἀποβιώσεώς του- ὡς δῆθεν μεγίστη μορφή, καὶ ἐπίσης ὅσο καὶ ἄν διακηρύσσουν ὅτι ἡ οἰκουμενιστικὴ γραμμή τους κανένα κίνδυνο δὲν συνιστᾶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστι καὶ Ἐκκλησία, ἡ ἴδια ἡ ἱστορία τοὺς διαψεύδει οἰκτρῶς καὶ ἀποκαλύπτει τὸν δόλο καὶ τὴν ἀπάτη τους.
Ὁ διαχρονικὸς λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι σαφὴς καὶ ἀδιάψευστος καὶ ἔχει καὶ ἐδῶ τὴν ἐφαρμογή του: «οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὅ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὅ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ» (Λουκ. η΄ 17).
* * *
Μετὰ τὴν «Ἄρσι τῶν Ἀναθεμάτων» μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1965, ἡ ὁποία ἐσήμανε ὡς γνωστὸν γιὰ τοὺς Παπικοὺς τὴν «ἄρσι τῆς ἀκοινωνησίας», εἰσῆλθαν οἱ Φαναριῶτες ὑπὸ τὸν «μεγάλο» Ἀθηναγόρα στὸν παροξυσμὸ ὄχι τῆς Ἀγάπης τῆς Ἀληθείας, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἀλήθεια καταπατήθηκε, ἀλλὰ τοῦ ψεύδους καὶ τοῦ σκότους. Διότι, τὸ Βατικανὸ καμμία αἵρεσί του δὲν ἀποποιήθηκε, ἀλλὰ ἀντιθέτως προέβη καὶ διὰ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου του (1962-1965) στὴν ἐπικύρωσι καὶ ἑδραίωσι τῶν ἀπ’ αἰώνων πλανῶν καὶ διαστροφῶν του· σχεδίασε δὲ γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους μίαν οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωσιν διὰ τῆς γνωστῆς «ἐπιθέσεως ἀγάπης».
·Ἡ «ἀνταπόκρισις» τοῦ Ἀθηναγόρου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ὑπερέβη τὶς προσδοκίες τῆς Ρώμης καὶ θεωρήθηκε ὑπερ-ικανοποιητική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ μέρους τοῦ τότε Πάπα Παύλου τοῦ VI, ἐντελῶς μυστικά, ἀλλὰ σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὴν Κωνσταντινούπολι, προτάθηκε ἡ ἄμεση «συλλειτουργία» ἀμφοτέρων ἐν ἔτει 1970 καὶ ἡ διὰ τοῦ τρόπου τούτουde facto (ψευδ)ἕνωσίς τους!
Βεβαίως, μία τέτοιου εἴδους προοπτικὴ διαφαινόταν τότε μέσα ἀπὸ ὅλες τὶς κινήσεις, διαθέσεις, κείμενα καὶ πράξεις τῶν δύο πλευρῶν, ὅμως, παράλληλα, λόγῳ καὶ τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων ἰδίως στὴν Ἑλλάδα, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ κόσμου, κατενοεῖτο ὅτι ἡ ἕνωσις δὲν ἦταν δυνατὴ οὔτε ὡς σκέψις γιὰ νὰ πραγματοποιηθῆ του-
λάχιστον ἄμεσα.
Καὶ ὅμως, ὅπως ἀποκαλύπτεται σὲ πρόσφατα κυκλοφορηθὲν βιβλίο Ρωμαιοκαθολικοῦ συγγραφέως, Βενεδικτίνου Μοναχοῦ, στὴν Γαλλία, οἱ δύο πλευρὲς εἶχαν ὁρίσει «μικρὰ Ἐπιτροπή», γιὰ τὴν μελέτη τῆς προτάσεως τοῦ Πάπα περὶ ἀμέσου ἑνώσεως καὶ τὴν ἐξαγωγὴ διαγνώμης. Καὶ ἡ διαγνώμη ἦταν θετική!
Τὰ πρωταγωνιστικὰ πρόσωπα ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἦσαν ὁ Δαμασκηνὸς Παπανδρέου († 2011), γνωστότατος γιὰ τὴν οἰκουμενιστική του πορεία καὶ συμβολὴ στὸ ἑνωτικὸ ζήτημα, καὶ ὁ Ἰωάννης Ζηζιούλας, ἀπὸ δεκαετιῶν ἀφανὴς καὶ ἐμφανὴς ἡγετικὸς ἐκπρόσωπος τῶν ὀρθοδόξων γενικὰ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνησι καὶ εἰδικὰ στὶς σχέσεις μὲ τὸν Παπισμό.
Εἶναι ἄξιο ὑπογραμμίσεως, ὅτι ἄν τότε, πρὶν ἀπὸ 42 ἔτη, ὁ Ἰωάννης Ζηζιούλας δὲν ἔβλεπε κανένα οὐσιαστικὸ ἐμπόδιο γιὰ συλλειτουργία Πάπα καὶ πατριάρχη καὶ γιὰ ἄμεση ἕνωσι ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, εἶναι πλέον ἀπόλυτα κατανοητὰ καὶ «φυσιολογικὰ» ὅλα ὅσα ἔκτοτε καὶ μέχρι σήμερα διεκήρυξε καὶ ἔπραξε ἐπὶ τοῦ θέματος.
Κατανοοῦμε λοιπὸν πολὺ καλὰ τὴν κατοπινὴ ἐργώδη προσπάθειά του, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοῦ 1980 μέσῳ καὶ τοῦ «Διαλόγου τῆς Ἀληθείας» μὲ τὸ Βατικανό, νὰ προωθήση καὶ ἐπιτύχη μὲ θεολογικὸ πλέον προκάλυμμα, αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποφασισθῆ τὸ 1970.
Μόλις δὲ πρόσφατα (28.6.2012), ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀνεφέρθη ὡς ἑξῆς περὶ τοῦ μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα:
«Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ἀποτελεῖ τὸν στιβαρὸν θεολογικὸν βραχίονα τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐνεπιστεύθη εἰς τὸν ἀγλαὸν ἐπίσκοπον καὶ θεολόγον της τὸν χειρισμὸν καὶ τὴν διεκπεραίωσιν ὑψίστης σημασίας ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων εἰς ὅλον τὸ πλέγμα τῶν εὐθυνῶν καὶ τῶν δράσεών της, ἀνέθεσεν εἰς αὐτὸν δυσκόλους
ἀποστολάς, προεδρείας καὶ διαπραγματεύσεις».
* * *
Μεταφράζοντες στὰ ἑλληνικὰ -ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ μετάφρασι ὑπὸ τοῦ Σεβασμ. Ἔτνα κ. Χρυσοστόμου τοῦ γαλλικοῦ πρωτοτύπου- καὶ παραδίδοντες στὴν ἑλληνόφωνη δημοσιότητα τὸ κατωτέρω ἀποκαλυπτικὸ ντοκουμέντο, θέλουμε νὰ τονίσουμε ὅτι, τὸ ἄν ἡ ἀπόφασις ἐκείνη τοῦ 1970 δὲν ἐφαρμόσθηκε ἄμεσα, δὲν ὠφείλετο ἁπλῶς στὴν παρέμβασι τῶν
Ἀθηνῶν ἤ τῆς Μόσχας.
Καὶ ἡ Ἀθήνα, τουλάχιστον διὰ τοῦ τότε φιλο-οικουμενιστοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου Κοτσώνη, καὶ ἡ Μόσχα διὰ τῆς τότε φιλο-σοβιετικῆς ἡγεσίας της, ἡ ὁποία παρεῖχε συνοδικῇ ἀποφάσει τὴν Θ. Εὐχαριστία στοὺς Παπικούς, δὲν ἐξέφραζαν τὸ Ὀρθόδοξο δέον. Δὲν ἐπιθυμοῦσαν ἄμεση ἕνωσι μὲ τοὺς Παπικοὺς ἡ μὲν Ἀθήνα, λόγῳ τῆς ἰσχυρᾶς ἀντιδράσεως κλήρου καὶ λαοῦ, ἡ δὲ Μόσχα λόγῳ τῶν γνωστῶν «πολιτικῶν» καὶ ἡγεμονιστικῶν ἐπιδιώξεών της.
Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ κείμενο-μαρτυρία τοῦ Παπικοῦ συγγραφέως, ποὺ παραθέτομε, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Πάπας, θερμὸς πρόμαχος τῆς οὐνιτικῆς καθυποτάξεως ὄχι μόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ τῆς «ὅλης Ὀρθοδοξίας», ἔκρινε ὅτι δὲν θὰ ἐπετύγχανε τὸ «ὅλον», ἀλλὰ μέρος αὐτοῦ. Καὶ ὅμως, ὁ Πάπας ἤθελε, θέλει καὶ θὰ ἐπιθυμῆ πάντοτε τὸ «ὅλον», ὡς Παγκόσμιος Θρησκευτικὸς Πλανητάρχης, διότι σὲ τοῦτο ἀκριβῶς συνίσταται ἡ οὐσία τῆς «καθολικῆς» ἀσθενείας καὶ ἑωσφορικῆς διαστροφῆς του!
Ἡ καθοριστικῆς σημασίας οὐσία τῆς ὑποθέσεως ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ δύο πλευρές, ὀρθόδοξοι Οἰκουμενισταὶ καὶ Παπικοί, εἶχαν πράγματι ἀποφασίσει μυστικὰ τὴν ἄμεση ἑνωτικὴ συλλειτουργία τους τὸ 1970. Αὐτὴ ἦταν καὶ εἶναι ἡ πίστις καὶ ἡ βαθυτέρα πεποίθησις τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν τέκνων («τεκνίων»), ἀκολούθων, ὑμνητῶν καὶ συνεχιστῶν τοῦ κατ’ αὐτοὺς μεγάλου Ἀθηναγόρου.
Ἰδέτωσαν καὶ κατανοήτωσαν τοῦτο οἱ μὴ συμφωνοῦντες μὲν ποικίλοι ὀρθοδοξο-αμύντορες, ἀλλὰ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς Λατινόφρονας καὶ Λατινόψυχους φιλενωτικοὺς καὶ φιλοπαπιστὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως· καὶ μάλιστα, κατηγοροῦντες ταυτοχρόνως καὶ βάλλοντες σφοδρῶς, ἀδιακρίτως καὶ ἀφιλαδέλφως κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, θείῳ ἐλέει, ἐξέρχονται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν διενεργουμένη αὐτὴ Ἀποστασία, πρὸς διάσωσιν τῆς Ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ τῇ Ἀγάπῃ.
Τὰ προσωπεῖα πίπτουν καὶ οἱ μάσκες σχίζονται· οἱ εὐθῦνες μένουν καὶ οἱ φωνὲς τῶν συνειδήσεων, ὅσων ἀπέμειναν μὴ «κεκαυτηριασμένων» (πρβλ. Α΄ Τιμοθ. δ΄ 2), ἐγείρονται καὶ ἐπαναστατοῦν. Εἴθε ὁ ζυγὸς τῶν «ψευδεπισκόπων» καὶ «ψευδοδιδασκάλων» νὰ ἀποτιναχθῆ καὶ ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας νὰ ἀποκατασταθῆ!
·Τὸ ἐπίμαχο κείμενο παρατίθεται ἀπὸ τὸ Βιβλίο «ΠΑΥΛΟΣ VI καὶ οἱ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ», τοῦ Ἀδελφοῦ Patrice Mahieu, o.s.b., collection «Orthodoxie», πρόλογος μητροπολίτουΓαλλίας Ἐμμανουὴλ Ἀδαμάκη (Paris: CERF, 2012), pp. 197-200:
Ἡ Μυστικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἀνοίξεως τοῦ 1970.
“Ἡ μικρὰ ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἐμελέτησε τὴν δυνατότητα εὐχαριστιακῆς συλλειτουργίας [μεταξὺ Πάπα Παύλου VI καὶ πατριάρχου Ἀθηναγόρου Ι] συναντήθηκε στὸ Ὀρθόδοξο Κέντρο στὸ Σαμπεζὺ (Γενεύη) στὶς 27-29 Ἀπριλίου 1970 καὶ ἀπὸ 14-15 Μαΐου, καὶ κατόπιν στὴν Ζυρίχη ἀπὸ 5 ἕως 7 Ἰουνίου. Ἡ τελευταία συνάντησις ἔγινε στὴν Ζυρίχη καὶ ἡ ἐργασία της, κατ’ αἴτησιν τοῦ Πάπα καὶ τοῦ Πατριάρχου, ἔπρεπε νὰ γίνη μὲ τὴν μεγίστη μυστικότητα, ἀλλὰ ὑπῆρξαν [ἤδη] κάποιες «διαρροές».
Ἡ Ἐπιτροπὴ ἀπετελεῖτο: ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἀπὸ τὸν [τότε] Ἀρχιμανδρίτη Δαμασκηνὸ Παπανδρέου καὶ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Ζηζιούλα [μητροπολίτου Περγάμου τώρα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως] καὶ ἀπὸ [Ρωμαιο]Καθολικῆς πλευρᾶς, ἀπὸ τὸν Πατέρα Πιὲρ Ντυπρὲ (Pierre Duprey) καὶ ἀπὸ τὸν Αἰδεσ. Πατέρα Λὰν (Lanne). [Ἡ Ἐπιτροπὴ] Ἐξέδωσε μίαν θετικὴ διαγνώμη σχετικὰ μὲ τὴν συλλειτουργία καὶ ἐμερίμνησε γιὰ τὴν ἐφαρμογή της. Ἄς ἰδοῦμε τὶς τελευταῖες γραμμὲς τῆς ἀναφορᾶς τους:
«Φαίνεται ἀνώριμο σὲ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ νὰ καθορισθῆ ὁ τρόπος ἐφαρμογῆς τῆς προτεινομένης πράξεως. Φαίνεται ἀρκετὸ νὰ εἰποῦμε ἐπὶ τοῦ παρόντος, ὅτι δείχνει ἐπιθυμητὸ νὰ ὑπάρξουν δύο συλλειτουργίες. Ἄν ὁ Ἅγιος Πατέρας συμφωνῆ, ἡ πρώτη συλλειτουργία, γιὰ ψυχολογικοὺς λόγους καὶ γιὰ τονισμὸ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ πρωτοβουλία ἦταν ἰδική του, ὅπως ὁ Πατριάρχης ἔχει ἐπανειλημμένως παραδεχθῆ, νὰ γίνη σὲ μία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸ Ὀρθόδοξο λειτουργικὸ τυπικὸ (στὴν Ἰσταμποὺλ ἤ στὴν Κρήτη, γιὰ παράδειγμα). Ἡ δεύτερη συλλειτουργία νὰ γίνη, καλύτερα ὀλίγες ἡμέρες μετὰ τὴν πρώτη, στὴν Ρώμη, σύμφωνα μὲ τὸ Ρωμαϊκὸ λειτουργικὸ τυπικό» (Κοινὴ Ἔκθεσις ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπή, Ἰδιωτικὰ ἀρχεῖα).
Ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς Κοινῆς Ἐκθέσεως, μὲ τροποποιήσεις καὶ ἀπαλειφὴ κάθε ἀναφορᾶς σὲ πρακτικὴ ἐφαρμογή, δημοσιεύθηκε στὸ [οἰκουμενιστικὸ περιοδικὸ] «Proche-Orient Chretien» [Ἡ Χριστιανικὴ Μέση Ἀνατολὴ] (1972, σελ. 3-17) [ἐκδιδόμενο στὴν Ἱερουσαλὴμ] ἀπὸ τὸν Πατέρα Ντυπρέ, καὶ στὸ «Oriente Christiano» [Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ] (1974, σελ. 7-25), ἀπὸ τὸν [ἤδη] Μητροπολίτη Δαμασκηνό. Αὐτὸς ἦταν ὁ τρόπος γιὰ νὰ ἐλεγχθοῦν οἱ ἀντιδράσεις καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές (...).
Ἡ Ἐπιτροπὴ λοιπὸν ἐξέδωσε μία θετικὴ διαγνώμη. Γιατί [ὅμως] μετὰ δὲν ἐφαρμόσθηκε; Ἕνα τέτοιο γεγονός, ἤ ἀκόμη καὶ ἡ ἀποκάλυψις μιᾶς τέτοιας πιθανότητος, θὰ εἶχε καταστροφικὲς συνέπειες ὄχι μόνον γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὑπῆρχε φόβος, ὅτι ὁ Πατριάρχης ἀμέσως ἤ θὰ ἀπεκηρύσσετο ἤ θὰ καθαιρῆτο. Στὸν Καρδινάλιο Βίλλεμπρανς, κατὰ τὴν διάρκεια ἐπισήμου ἐπισκέψεώς του στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸν Μάϊο τοῦ 1971, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν εἶπε, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπισήμου προσφωνήσεως ὑποδοχῆς του:
«Ὅπως ἡ Σεβασμιότης σας γνωρίζει, στὴν Ἐκκλησία οἱ πράξεις τῶν ἡγετῶν, ἐν καὶ ἐξ ἑαυτῶν, εἶναι εὐλογημένες καὶ φέρουν καρπὸν ἀποδοχῆς μόνον ὅταν ἀπηχοῦν τὰ αἰσθήματα καὶ τὴν πίστι τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅταν συμφωνοῦν μὲ τὶς προσδοκίες, σὲ συμφωνία μὲ τὴν πίστι του, τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως, προσπάθειες βεβιασμένα ἐπιτελούμενες [...] δύνανται μόνον καταστροφὴ καὶ προβλήματα ἀργότερα νὰ προξενήσουν» (Ἱερωνύμου Ἀθηνῶν, «Προσφώνησις κατὰ τὴν Ὑποδοχὴ τοῦ Καρδιναλίου Βίλλεμπρανς», 18 Μαΐου 1971).
Τὸ μήνυμα ἦταν πράγματι σαφές. Στὴν περίπτωσι τοῦ Παύλου VI ὑπῆρχε ἡ σταθερὰ ἐπιθυμία νὰ μὴ διαιρέση τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπίσης, τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας εἶχε προειδοποιηθῆ διακριτικὰ ὡς πρὸς τὸ σχέδιο καὶ ἡ παρέμβασίς του βοήθησε νὰ ἐμποδισθῆ ἡ ἐφαρμογή του. Ἕνας μάρτυρας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καλὰ ἐνημερωμένος γιὰ τὸ θέμα, αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ἐξήγαγε. Εἰδικῶς ἐφ’ ὅσον ἡ πρωτοβουλία προήρχετο ἀπὸ τὸν Παῦλο VI, θεωρήθηκε ὅτι αὐτὴ ἡ γενναιόδωρος χειρονομία θὰ εἶχε δημιουργήσει τεράστια ἀταξία σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Καὶ θὰ εἶχε συνέπειες, ἐπίσης, γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ τὶς σχέσεις της μὲ τὴν ὅλη Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Τὸ ἀνωτέρω μήνυμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ἦταν ἀρκετὰ σαφές. Ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 εἶχε ἤδη προξενήσει προβλήματα. Ἡ συλλειτουργία τοῦ Πάπα μὲ τὸν Πατριάρχη θὰ διακινδύνευε σχέσεις ἐπίπονα καλλιεργημένες μὲ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ὁ Παῦλος VI ἐπιθυμοῦσε νὰ διατηρήση μία πολιτικὴ συστηματικῆς προσεγγίσεως μὲ τὴν ὅλη Ὀρθοδοξία. Ὁλοκληρώνοντας τὸ σχέδιο, διακινδύνευε νὰ χάση τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν Ρώσων καὶ νὰ ἐμποδίση κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως μὲ τὴν Ἀθήνα καὶ μὲ τὸ Βουκουρέστι. Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν δέχεται μία ἕνωσι ποὺ προκύπτει μὲ κόστος νέων διαιρέσεων ὡς «παραπλεύρου καταστροφῆς».
Γαλλικὸ πρωτότυπο: http://orthodoxologie.blogspot.fr/2012/ ... a-lui.html
(ΠΗΓΗ: http://www.synodinresistance.org/pdfs/2 ... si1970.pdf)
Εἰσαγωγὴ-Μετάφρασις:
† Ἐπισκόπου Γαρδικίου Κλήμεντος
Κυριακή, 25.6/8.7.2012
OΣΟ καὶ ἄν ὁ οἰκουμενιστὴς πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Βαρθολομαῖος καὶ οἱ θιασῶτες τῆς οἰκουμενιστικῆς γραμμῆς τοῦ Πατριαρχείου, εὐφημίζουν τὸν πατριάρχη Ἀθηναγόρα († 1972) -καὶ μάλιστα ἐπὶ τῇ 40ῇ ἐπετείῳ τῆς ἀποβιώσεώς του- ὡς δῆθεν μεγίστη μορφή, καὶ ἐπίσης ὅσο καὶ ἄν διακηρύσσουν ὅτι ἡ οἰκουμενιστικὴ γραμμή τους κανένα κίνδυνο δὲν συνιστᾶ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Πίστι καὶ Ἐκκλησία, ἡ ἴδια ἡ ἱστορία τοὺς διαψεύδει οἰκτρῶς καὶ ἀποκαλύπτει τὸν δόλο καὶ τὴν ἀπάτη τους.
Ὁ διαχρονικὸς λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι σαφὴς καὶ ἀδιάψευστος καὶ ἔχει καὶ ἐδῶ τὴν ἐφαρμογή του: «οὐ γάρ ἐστι κρυπτὸν ὅ οὐ φανερὸν γενήσεται, οὐδὲ ἀπόκρυφον ὅ οὐ γνωσθήσεται καὶ εἰς φανερὸν ἔλθῃ» (Λουκ. η΄ 17).
* * *
Μετὰ τὴν «Ἄρσι τῶν Ἀναθεμάτων» μεταξὺ Ρώμης καὶ Κωνσταντινουπόλεως τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1965, ἡ ὁποία ἐσήμανε ὡς γνωστὸν γιὰ τοὺς Παπικοὺς τὴν «ἄρσι τῆς ἀκοινωνησίας», εἰσῆλθαν οἱ Φαναριῶτες ὑπὸ τὸν «μεγάλο» Ἀθηναγόρα στὸν παροξυσμὸ ὄχι τῆς Ἀγάπης τῆς Ἀληθείας, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἀλήθεια καταπατήθηκε, ἀλλὰ τοῦ ψεύδους καὶ τοῦ σκότους. Διότι, τὸ Βατικανὸ καμμία αἵρεσί του δὲν ἀποποιήθηκε, ἀλλὰ ἀντιθέτως προέβη καὶ διὰ τῆς Β΄ Βατικανῆς Συνόδου του (1962-1965) στὴν ἐπικύρωσι καὶ ἑδραίωσι τῶν ἀπ’ αἰώνων πλανῶν καὶ διαστροφῶν του· σχεδίασε δὲ γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους μίαν οὐνιτικοῦ τύπου ἕνωσιν διὰ τῆς γνωστῆς «ἐπιθέσεως ἀγάπης».
·Ἡ «ἀνταπόκρισις» τοῦ Ἀθηναγόρου καὶ τῶν σὺν αὐτῷ ὑπερέβη τὶς προσδοκίες τῆς Ρώμης καὶ θεωρήθηκε ὑπερ-ικανοποιητική. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπὸ μέρους τοῦ τότε Πάπα Παύλου τοῦ VI, ἐντελῶς μυστικά, ἀλλὰ σὲ ἀπόλυτη συμφωνία μὲ τὴν Κωνσταντινούπολι, προτάθηκε ἡ ἄμεση «συλλειτουργία» ἀμφοτέρων ἐν ἔτει 1970 καὶ ἡ διὰ τοῦ τρόπου τούτουde facto (ψευδ)ἕνωσίς τους!
Βεβαίως, μία τέτοιου εἴδους προοπτικὴ διαφαινόταν τότε μέσα ἀπὸ ὅλες τὶς κινήσεις, διαθέσεις, κείμενα καὶ πράξεις τῶν δύο πλευρῶν, ὅμως, παράλληλα, λόγῳ καὶ τῶν σφοδρῶν ἀντιδράσεων ἰδίως στὴν Ἑλλάδα, τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ σὲ ἄλλα μέρη τοῦ κόσμου, κατενοεῖτο ὅτι ἡ ἕνωσις δὲν ἦταν δυνατὴ οὔτε ὡς σκέψις γιὰ νὰ πραγματοποιηθῆ του-
λάχιστον ἄμεσα.
Καὶ ὅμως, ὅπως ἀποκαλύπτεται σὲ πρόσφατα κυκλοφορηθὲν βιβλίο Ρωμαιοκαθολικοῦ συγγραφέως, Βενεδικτίνου Μοναχοῦ, στὴν Γαλλία, οἱ δύο πλευρὲς εἶχαν ὁρίσει «μικρὰ Ἐπιτροπή», γιὰ τὴν μελέτη τῆς προτάσεως τοῦ Πάπα περὶ ἀμέσου ἑνώσεως καὶ τὴν ἐξαγωγὴ διαγνώμης. Καὶ ἡ διαγνώμη ἦταν θετική!
Τὰ πρωταγωνιστικὰ πρόσωπα ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς ἦσαν ὁ Δαμασκηνὸς Παπανδρέου († 2011), γνωστότατος γιὰ τὴν οἰκουμενιστική του πορεία καὶ συμβολὴ στὸ ἑνωτικὸ ζήτημα, καὶ ὁ Ἰωάννης Ζηζιούλας, ἀπὸ δεκαετιῶν ἀφανὴς καὶ ἐμφανὴς ἡγετικὸς ἐκπρόσωπος τῶν ὀρθοδόξων γενικὰ στὴν Οἰκουμενικὴ Κίνησι καὶ εἰδικὰ στὶς σχέσεις μὲ τὸν Παπισμό.
Εἶναι ἄξιο ὑπογραμμίσεως, ὅτι ἄν τότε, πρὶν ἀπὸ 42 ἔτη, ὁ Ἰωάννης Ζηζιούλας δὲν ἔβλεπε κανένα οὐσιαστικὸ ἐμπόδιο γιὰ συλλειτουργία Πάπα καὶ πατριάρχη καὶ γιὰ ἄμεση ἕνωσι ὀρθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν, εἶναι πλέον ἀπόλυτα κατανοητὰ καὶ «φυσιολογικὰ» ὅλα ὅσα ἔκτοτε καὶ μέχρι σήμερα διεκήρυξε καὶ ἔπραξε ἐπὶ τοῦ θέματος.
Κατανοοῦμε λοιπὸν πολὺ καλὰ τὴν κατοπινὴ ἐργώδη προσπάθειά του, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοῦ 1980 μέσῳ καὶ τοῦ «Διαλόγου τῆς Ἀληθείας» μὲ τὸ Βατικανό, νὰ προωθήση καὶ ἐπιτύχη μὲ θεολογικὸ πλέον προκάλυμμα, αὐτὸ τὸ ὁποῖο εἶχε ἀποφασισθῆ τὸ 1970.
Μόλις δὲ πρόσφατα (28.6.2012), ὁ πατριάρχης Βαρθολομαῖος ἀνεφέρθη ὡς ἑξῆς περὶ τοῦ μητροπολίτου Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα:
«Ὁ Μητροπολίτης Περγάμου ἀποτελεῖ τὸν στιβαρὸν θεολογικὸν βραχίονα τῆς Ἁγίας τοῦ Χριστοῦ Μεγάλης Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία ἐνεπιστεύθη εἰς τὸν ἀγλαὸν ἐπίσκοπον καὶ θεολόγον της τὸν χειρισμὸν καὶ τὴν διεκπεραίωσιν ὑψίστης σημασίας ἐκκλησιαστικῶν ὑποθέσεων εἰς ὅλον τὸ πλέγμα τῶν εὐθυνῶν καὶ τῶν δράσεών της, ἀνέθεσεν εἰς αὐτὸν δυσκόλους
ἀποστολάς, προεδρείας καὶ διαπραγματεύσεις».
* * *
Μεταφράζοντες στὰ ἑλληνικὰ -ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ μετάφρασι ὑπὸ τοῦ Σεβασμ. Ἔτνα κ. Χρυσοστόμου τοῦ γαλλικοῦ πρωτοτύπου- καὶ παραδίδοντες στὴν ἑλληνόφωνη δημοσιότητα τὸ κατωτέρω ἀποκαλυπτικὸ ντοκουμέντο, θέλουμε νὰ τονίσουμε ὅτι, τὸ ἄν ἡ ἀπόφασις ἐκείνη τοῦ 1970 δὲν ἐφαρμόσθηκε ἄμεσα, δὲν ὠφείλετο ἁπλῶς στὴν παρέμβασι τῶν
Ἀθηνῶν ἤ τῆς Μόσχας.
Καὶ ἡ Ἀθήνα, τουλάχιστον διὰ τοῦ τότε φιλο-οικουμενιστοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἱερωνύμου Κοτσώνη, καὶ ἡ Μόσχα διὰ τῆς τότε φιλο-σοβιετικῆς ἡγεσίας της, ἡ ὁποία παρεῖχε συνοδικῇ ἀποφάσει τὴν Θ. Εὐχαριστία στοὺς Παπικούς, δὲν ἐξέφραζαν τὸ Ὀρθόδοξο δέον. Δὲν ἐπιθυμοῦσαν ἄμεση ἕνωσι μὲ τοὺς Παπικοὺς ἡ μὲν Ἀθήνα, λόγῳ τῆς ἰσχυρᾶς ἀντιδράσεως κλήρου καὶ λαοῦ, ἡ δὲ Μόσχα λόγῳ τῶν γνωστῶν «πολιτικῶν» καὶ ἡγεμονιστικῶν ἐπιδιώξεών της.
Εἶναι σαφὲς ἀπὸ τὸ κείμενο-μαρτυρία τοῦ Παπικοῦ συγγραφέως, ποὺ παραθέτομε, ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Πάπας, θερμὸς πρόμαχος τῆς οὐνιτικῆς καθυποτάξεως ὄχι μόνον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἀλλὰ τῆς «ὅλης Ὀρθοδοξίας», ἔκρινε ὅτι δὲν θὰ ἐπετύγχανε τὸ «ὅλον», ἀλλὰ μέρος αὐτοῦ. Καὶ ὅμως, ὁ Πάπας ἤθελε, θέλει καὶ θὰ ἐπιθυμῆ πάντοτε τὸ «ὅλον», ὡς Παγκόσμιος Θρησκευτικὸς Πλανητάρχης, διότι σὲ τοῦτο ἀκριβῶς συνίσταται ἡ οὐσία τῆς «καθολικῆς» ἀσθενείας καὶ ἑωσφορικῆς διαστροφῆς του!
Ἡ καθοριστικῆς σημασίας οὐσία τῆς ὑποθέσεως ἔγκειται στὸ ὅτι οἱ δύο πλευρές, ὀρθόδοξοι Οἰκουμενισταὶ καὶ Παπικοί, εἶχαν πράγματι ἀποφασίσει μυστικὰ τὴν ἄμεση ἑνωτικὴ συλλειτουργία τους τὸ 1970. Αὐτὴ ἦταν καὶ εἶναι ἡ πίστις καὶ ἡ βαθυτέρα πεποίθησις τῶν Οἰκουμενιστῶν τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν τέκνων («τεκνίων»), ἀκολούθων, ὑμνητῶν καὶ συνεχιστῶν τοῦ κατ’ αὐτοὺς μεγάλου Ἀθηναγόρου.
Ἰδέτωσαν καὶ κατανοήτωσαν τοῦτο οἱ μὴ συμφωνοῦντες μὲν ποικίλοι ὀρθοδοξο-αμύντορες, ἀλλὰ κοινωνοῦντες μὲ τοὺς Λατινόφρονας καὶ Λατινόψυχους φιλενωτικοὺς καὶ φιλοπαπιστὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεως· καὶ μάλιστα, κατηγοροῦντες ταυτοχρόνως καὶ βάλλοντες σφοδρῶς, ἀδιακρίτως καὶ ἀφιλαδέλφως κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι, θείῳ ἐλέει, ἐξέρχονται ἀποφασιστικὰ ἀπὸ τὴν διενεργουμένη αὐτὴ Ἀποστασία, πρὸς διάσωσιν τῆς Ἑνώσεως τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Ἀληθείᾳ καὶ τῇ Ἀγάπῃ.
Τὰ προσωπεῖα πίπτουν καὶ οἱ μάσκες σχίζονται· οἱ εὐθῦνες μένουν καὶ οἱ φωνὲς τῶν συνειδήσεων, ὅσων ἀπέμειναν μὴ «κεκαυτηριασμένων» (πρβλ. Α΄ Τιμοθ. δ΄ 2), ἐγείρονται καὶ ἐπαναστατοῦν. Εἴθε ὁ ζυγὸς τῶν «ψευδεπισκόπων» καὶ «ψευδοδιδασκάλων» νὰ ἀποτιναχθῆ καὶ ἡ πνευματικὴ ἐλευθερία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας νὰ ἀποκατασταθῆ!
·Τὸ ἐπίμαχο κείμενο παρατίθεται ἀπὸ τὸ Βιβλίο «ΠΑΥΛΟΣ VI καὶ οἱ ΟΡΘΟΔΟΞΟΙ», τοῦ Ἀδελφοῦ Patrice Mahieu, o.s.b., collection «Orthodoxie», πρόλογος μητροπολίτουΓαλλίας Ἐμμανουὴλ Ἀδαμάκη (Paris: CERF, 2012), pp. 197-200:
Ἡ Μυστικὴ Ἐπιτροπὴ τῆς Ἀνοίξεως τοῦ 1970.
“Ἡ μικρὰ ἐπιτροπή, ἡ ὁποία ἐμελέτησε τὴν δυνατότητα εὐχαριστιακῆς συλλειτουργίας [μεταξὺ Πάπα Παύλου VI καὶ πατριάρχου Ἀθηναγόρου Ι] συναντήθηκε στὸ Ὀρθόδοξο Κέντρο στὸ Σαμπεζὺ (Γενεύη) στὶς 27-29 Ἀπριλίου 1970 καὶ ἀπὸ 14-15 Μαΐου, καὶ κατόπιν στὴν Ζυρίχη ἀπὸ 5 ἕως 7 Ἰουνίου. Ἡ τελευταία συνάντησις ἔγινε στὴν Ζυρίχη καὶ ἡ ἐργασία της, κατ’ αἴτησιν τοῦ Πάπα καὶ τοῦ Πατριάρχου, ἔπρεπε νὰ γίνη μὲ τὴν μεγίστη μυστικότητα, ἀλλὰ ὑπῆρξαν [ἤδη] κάποιες «διαρροές».
Ἡ Ἐπιτροπὴ ἀπετελεῖτο: ἀπὸ Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἀπὸ τὸν [τότε] Ἀρχιμανδρίτη Δαμασκηνὸ Παπανδρέου καὶ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Ζηζιούλα [μητροπολίτου Περγάμου τώρα τοῦ Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως] καὶ ἀπὸ [Ρωμαιο]Καθολικῆς πλευρᾶς, ἀπὸ τὸν Πατέρα Πιὲρ Ντυπρὲ (Pierre Duprey) καὶ ἀπὸ τὸν Αἰδεσ. Πατέρα Λὰν (Lanne). [Ἡ Ἐπιτροπὴ] Ἐξέδωσε μίαν θετικὴ διαγνώμη σχετικὰ μὲ τὴν συλλειτουργία καὶ ἐμερίμνησε γιὰ τὴν ἐφαρμογή της. Ἄς ἰδοῦμε τὶς τελευταῖες γραμμὲς τῆς ἀναφορᾶς τους:
«Φαίνεται ἀνώριμο σὲ αὐτὴ τὴν κρίσιμη στιγμὴ νὰ καθορισθῆ ὁ τρόπος ἐφαρμογῆς τῆς προτεινομένης πράξεως. Φαίνεται ἀρκετὸ νὰ εἰποῦμε ἐπὶ τοῦ παρόντος, ὅτι δείχνει ἐπιθυμητὸ νὰ ὑπάρξουν δύο συλλειτουργίες. Ἄν ὁ Ἅγιος Πατέρας συμφωνῆ, ἡ πρώτη συλλειτουργία, γιὰ ψυχολογικοὺς λόγους καὶ γιὰ τονισμὸ τοῦ γεγονότος ὅτι ἡ πρωτοβουλία ἦταν ἰδική του, ὅπως ὁ Πατριάρχης ἔχει ἐπανειλημμένως παραδεχθῆ, νὰ γίνη σὲ μία Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, σύμφωνα μὲ τὸ Ὀρθόδοξο λειτουργικὸ τυπικὸ (στὴν Ἰσταμποὺλ ἤ στὴν Κρήτη, γιὰ παράδειγμα). Ἡ δεύτερη συλλειτουργία νὰ γίνη, καλύτερα ὀλίγες ἡμέρες μετὰ τὴν πρώτη, στὴν Ρώμη, σύμφωνα μὲ τὸ Ρωμαϊκὸ λειτουργικὸ τυπικό» (Κοινὴ Ἔκθεσις ἀπὸ τὴν Ἐπιτροπή, Ἰδιωτικὰ ἀρχεῖα).
Ἕνα μέρος αὐτῆς τῆς Κοινῆς Ἐκθέσεως, μὲ τροποποιήσεις καὶ ἀπαλειφὴ κάθε ἀναφορᾶς σὲ πρακτικὴ ἐφαρμογή, δημοσιεύθηκε στὸ [οἰκουμενιστικὸ περιοδικὸ] «Proche-Orient Chretien» [Ἡ Χριστιανικὴ Μέση Ἀνατολὴ] (1972, σελ. 3-17) [ἐκδιδόμενο στὴν Ἱερουσαλὴμ] ἀπὸ τὸν Πατέρα Ντυπρέ, καὶ στὸ «Oriente Christiano» [Χριστιανικὴ Ἀνατολὴ] (1974, σελ. 7-25), ἀπὸ τὸν [ἤδη] Μητροπολίτη Δαμασκηνό. Αὐτὸς ἦταν ὁ τρόπος γιὰ νὰ ἐλεγχθοῦν οἱ ἀντιδράσεις καὶ ἀπὸ τὶς δύο πλευρές (...).
Ἡ Ἐπιτροπὴ λοιπὸν ἐξέδωσε μία θετικὴ διαγνώμη. Γιατί [ὅμως] μετὰ δὲν ἐφαρμόσθηκε; Ἕνα τέτοιο γεγονός, ἤ ἀκόμη καὶ ἡ ἀποκάλυψις μιᾶς τέτοιας πιθανότητος, θὰ εἶχε καταστροφικὲς συνέπειες ὄχι μόνον γιὰ τὸν Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ἀλλὰ γιὰ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὑπῆρχε φόβος, ὅτι ὁ Πατριάρχης ἀμέσως ἤ θὰ ἀπεκηρύσσετο ἤ θὰ καθαιρῆτο. Στὸν Καρδινάλιο Βίλλεμπρανς, κατὰ τὴν διάρκεια ἐπισήμου ἐπισκέψεώς του στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος τὸν Μάϊο τοῦ 1971, ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν εἶπε, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἐπισήμου προσφωνήσεως ὑποδοχῆς του:
«Ὅπως ἡ Σεβασμιότης σας γνωρίζει, στὴν Ἐκκλησία οἱ πράξεις τῶν ἡγετῶν, ἐν καὶ ἐξ ἑαυτῶν, εἶναι εὐλογημένες καὶ φέρουν καρπὸν ἀποδοχῆς μόνον ὅταν ἀπηχοῦν τὰ αἰσθήματα καὶ τὴν πίστι τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὅταν συμφωνοῦν μὲ τὶς προσδοκίες, σὲ συμφωνία μὲ τὴν πίστι του, τοῦ πιστοῦ λαοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως, προσπάθειες βεβιασμένα ἐπιτελούμενες [...] δύνανται μόνον καταστροφὴ καὶ προβλήματα ἀργότερα νὰ προξενήσουν» (Ἱερωνύμου Ἀθηνῶν, «Προσφώνησις κατὰ τὴν Ὑποδοχὴ τοῦ Καρδιναλίου Βίλλεμπρανς», 18 Μαΐου 1971).
Τὸ μήνυμα ἦταν πράγματι σαφές. Στὴν περίπτωσι τοῦ Παύλου VI ὑπῆρχε ἡ σταθερὰ ἐπιθυμία νὰ μὴ διαιρέση τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐπίσης, τὸ Πατριαρχεῖο Μόσχας εἶχε προειδοποιηθῆ διακριτικὰ ὡς πρὸς τὸ σχέδιο καὶ ἡ παρέμβασίς του βοήθησε νὰ ἐμποδισθῆ ἡ ἐφαρμογή του. Ἕνας μάρτυρας τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, καλὰ ἐνημερωμένος γιὰ τὸ θέμα, αὐτὸ τὸ συμπέρασμα ἐξήγαγε. Εἰδικῶς ἐφ’ ὅσον ἡ πρωτοβουλία προήρχετο ἀπὸ τὸν Παῦλο VI, θεωρήθηκε ὅτι αὐτὴ ἡ γενναιόδωρος χειρονομία θὰ εἶχε δημιουργήσει τεράστια ἀταξία σὲ ὁλόκληρη τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Καὶ θὰ εἶχε συνέπειες, ἐπίσης, γιὰ τὴν Καθολικὴ Ἐκκλησία καὶ τὶς σχέσεις της μὲ τὴν ὅλη Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Τὸ ἀνωτέρω μήνυμα τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν ἦταν ἀρκετὰ σαφές. Ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων τῆς 7ης Δεκεμβρίου 1965 εἶχε ἤδη προξενήσει προβλήματα. Ἡ συλλειτουργία τοῦ Πάπα μὲ τὸν Πατριάρχη θὰ διακινδύνευε σχέσεις ἐπίπονα καλλιεργημένες μὲ τὶς ἄλλες Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Ὁ Παῦλος VI ἐπιθυμοῦσε νὰ διατηρήση μία πολιτικὴ συστηματικῆς προσεγγίσεως μὲ τὴν ὅλη Ὀρθοδοξία. Ὁλοκληρώνοντας τὸ σχέδιο, διακινδύνευε νὰ χάση τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν Ρώσων καὶ νὰ ἐμποδίση κάθε προσπάθεια προσεγγίσεως μὲ τὴν Ἀθήνα καὶ μὲ τὸ Βουκουρέστι. Ὁ Οἰκουμενισμὸς δὲν δέχεται μία ἕνωσι ποὺ προκύπτει μὲ κόστος νέων διαιρέσεων ὡς «παραπλεύρου καταστροφῆς».
Γαλλικὸ πρωτότυπο: http://orthodoxologie.blogspot.fr/2012/ ... a-lui.html
(ΠΗΓΗ: http://www.synodinresistance.org/pdfs/2 ... si1970.pdf)