Για
το σοβαρό θέµα της απόγνωσης και της αυτοκτονίας εκφώνησε µια οµιλία ο
Άγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως στη Λαµία στις 20 Νοεµβρίου 1893 σαν
Ιεροκήρυκας. Και επειδή το κοινωνικό αυτό πρόβληµα έχει σήµερα
ανησυχητικές διαστάσεις, ο φωτισµένος λόγος του Θεοφόρου πατρός της
Εκκλησίας µας και συγχρόνου Αγίου είναι πολύ ωφέλιµος και επίκαιρος.Η
απόγνωση είναι φοβερό κακό και αγιάτρευτο πάθος που φθείρει την ψυχή του
ανθρώπου. Καταστρέφει κάθε τι υγιές µέσα του, τον παραδίδει στην
καταστροφή και τον ωθεί στην να θέσει τέρµα στη ζωή του. Ο Απεγνωσµένος
παρότι ζει είναι νεκρός, διότι έχασε το σύνδεσµο µε τον κόσµο και κάθε
ευχαρίστηση της ζωής. Νοµίζει ότι ένας γρηγορότερος θάνατος από τον
φυσικό θα τον απαλλάξει από τις θλίψεις και τις δυσκολίες της ζωής και
καταλήγει στην αυτοκτονία.
Αιτία αυτοκτονίας
Η απόγνωση λοιπόν είναι η αιτία της αυτοκτονίας και όχι η φρενοπάθεια. Αυτός που αυτοκτονεί δεν είναι παράφρονας αλλά απεγνωσµένος. Ο φρενοπαθείς επιχειρεί και µετά τη διάσωσή του να θανατωθεί χωρίς να έχει προµελετήσει τον τρόπο που θα πεθάνει. Ουδέποτε διαλέγει όπλο ή µέσο αυτοκτονίας και οδηγείται ασυνείδητα στην πράξη του λόγω της φρενοπάθειάς του.Ο παράφρονας δεν ζητά το θάνατο, αλλά ο θάνατος του είναι συνέπεια απονενοηµένης πράξης.
Οι αυτοκτονούντες (αυτόχειρες) όµως που σώθηκαν θεραπεύτηκαν, δεν επιχείρησαν αλληπροσπάθεια αυτοκτονίας και µετανόησαν. Οι αυτοκτονούντες λοιπόν δεν πάσχουν παθολογικά αλλά ηθικά.Η απόγνωση είναι ηθική παρεκτροπή. Αγνόησαν την ηθική θεραπεία και όταν τους κατέλαβε ο πανικός της απόγνωσης αυτοκτόνησαν. Άρα είναι υπεύθυνοι των πράξεών τους και έχουν µεγάλη αµαρτία, ασυγχώρητη (εφόσον δεν µπορούν να µετανοήσουν). ∆εν είναι σωστή η ιατρική διάγνωση, που χαρακτηρίζει όλους τους αυτοκτονούντας φρενοβλαβείς.
Αιτία απόγνωσης
Τα αίτια της απόγνωσης είναι πολλά. Το κύριο αίτιο είναι ηθική ασθένεια του πάσχοντος. Τους ηθικά ασθενείς µπορούµε να τους διαιρέσουµε σε τρεις κατηγορίες: α) στους άθεους, β) στους ολιγόπιστους και γ) σ’ αυτούς που κυριεύονται από τα συναισθήµατα και τις αψικαρδίες τους.
α) Άθεοι: Αυτοί που ανήκουν στην πρώτη τάξη απολαµβάνουν τη ζωή τους σαν κάτι αγαθό, όσο δεν υπάρχουν δυσκολίες. Έχουν καθαρά υλιστικό φρόνηµα, ζουν χωρίς θεό, γι’ αυτό µε τις πρώτες δυσκολίες της ζωής ή την µεταβολή των όρων της οδηγούνται στην απόγνωση και την αυτοκτονία, χωρίς βέβαια αυτή να είναι αποτέλεσµα παραφροσύνης. Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγονται επίσης όσοι είναι πλήρως παραδοµένοι στις ηδονές και τα αγαθά αυτού του κόσµου. Η φιλοσοφία της ζωής τους µοιάζει µε εκείνη των Επικουρείων. Στο τέλος όµως καταλήγουν µετά από µια κλιµακωτή πορεία στην αυτοχειρία, αφού οι συνεχείς απολαύσεις αυτού του κόσµου φέρνουν τον κορεσµό, ο κορεσµός την αηδία, η αηδία την αποστροφή, η αποστροφή την ανία, η ανία την στενοχώρια, η στενοχώρια το άλγος και το άλγος τους οδηγεί στην απόγνωση, οπότε θέτουν τέρµα στη ζωή τους. Μια οµάδα ανθρώπων στην ίδια κατηγορία, κατεχόµενοι και αυτοί από υλιστικό φρόνηµα, είναι και όσοι απατηλά επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά, θεωρώντας τα σαν τα µέσα ευδαιµονίας τους.Αγνόησαν την αληθινή και πραγµατική ευδαιµονία, τον Θεό, λάτρευσαν ασταθή και ρευστά στοιχεία, απέτυχαν και απογοητεύθηκαν.
β) Ολιγόπιστοι: Στη δεύτερη τάξη ανήκουν οι άνθρωποι εκείνοι που αρχικά ζουν σύµφωνα µε τους θεϊκούς και ανθρώπινους νόµους, αλλά µε τις πρώτες σηµαντικές δυσκολίες της ζωής χάνουν το θάρρος τους και την ελπίδα τους, δηλαδή τον Θεό. Όσοι λοιπόν χάνουν το θάρρος τους στερούνται της καρτερίας, της αυταπάρνησης και της θυσίας στο πεδίο της µάχης, το οποίο στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν είναι άλλο παρά η ίδια η ζωή µε τις δυσκολίες της. Όσοι δεν ελπίζουν στον Θεό γίνονται θρασείς, γιατί το θράσος είναι παρωδία του θάρρους. Καταλήγουν µάλιστα στη δειλία και την µικροψυχία. Ο Άγιος Νεκτάριος παροµοιάζει όλους αυτούς µε τους ριψάσπιδες των µαχών των πολέµων και τους χαρακτηρίζει άνανδρους. Η αυτοχειρία δηλαδή δεν είναι πράξη γενναιότητας, αλλά δειλίας και θράσους. Στερείται ηθικού σθένους, αφού οι αυτόχειρες δεν υπολογίζουν τίποτα και κανέναν καταλήγοντας στην απονενοηµένη ενέργειά τους. Η τάξη επίσης αυτή των αυτοχείρων δεν έχει τα στοιχεία των παραφρόνων. Πρόκειται για ηθικά αρρώστους, οι οποίοι θα θεραπεύονταν, αν ζητούσαν βοήθεια από το Θεό. Είναι Χριστιανοί κατ’ όνοµα και όχι κατ’ ουσία, αφού αγνοούν τη χάρη του Ιησού Χριστού που επισκιάζει όλους τους πιστούς, την απάθεια και την καρτερία που θα πρέπει να δείχνει ο Χριστιανός για τις δυσκολίες αυτής της ζωής. Τελικά όλοι όσοι ανήκουν σ’ αυτή την τάξη, ενώ ξεκινούν µε µια επιφανειακή πίστη καταλήγουν στην απιστία µε συνέπεια την απόγνωση.
γ) Συναισθηµατικά άρρωστοι: Στην τρίτη κατηγορία τέλος κατατάσσονται όσοι αυτοκτονούν απογοητευµένοι από τον ανθρώπινο έρωτα, είτε αγνό (όπως είναι ο νεανικός έρωτας), είτε παράνοµο και βδελυρό. Η ερωτική απογοήτευση των νεαρών σε ηλικία ατόµων επέρχεται εξαιτίας της θλίψης για την απώλεια του ερωτικού ινδάλµατός τους. Τούτο φέρει την δυστυχία και η απειρία γύρω από τα θέµατα της ζωής δίνει τεράστιες διαστάσεις στο γεγονός, το οποίο για τους απογοητευµένους νέους θεωρείται µέγιστο κακό. Πρόκειται όµως για µια οικτρή πλάνη, άγνοια για την µέλλουσα ζωή, έλλειψη θρησκευτικής αγωγής και χριστιανικού πνεύµατος. Υπεύθυνοι στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο οι νέοι όσο οι γονείς τους, οι οποίοι δεν φρόντισαν να ανατραφούν σωστά τα παιδιά τους. Στην κρίσιµη µάλιστα στιγµή που τα παιδιά τους χρειάστηκαν τη φροντίδα και την συµβουλή τους εκείνοι έδειξαν αµέλεια ή τα προέτρεπαν σε µια σχέση ολέθρια. Η δεύτερη οµάδα αυτής της κατηγορίας (µοιχοί κ.α.) έχει ως αίτιο την ηθική διαφθορά. Θεωρούνται παραβάτες των εντολών του Θεού, καταστρέφουν την οικογένειά τους και την ιερότητα του γάµου, πριν οδηγηθούν στην αυτοχειρία. Στην ίδια κατηγορία τοποθετούνται και όσοι αυτοκτονούν επειδή θίγηκε το φιλότιµό τους και όσοι δεν µπόρεσαν να ξεπεράσουν δύσκολες ή δυσάρεστες στιγµές που τους παρουσιάστηκαν στη ζωή τους απρόοπτα. Κοινή αιτία είναι η έλλειψη χριστιανικής αγωγής και χριστιανικής ζωής, µε συνέπεια το ηθικό κατρακύλισµα, την κακή χρήση ελευθερίας και το ξενικό πιθηκισµό. Εάν είχαν χριστιανική αγωγή δεν θα αυτοκτονούσαν, αλλά θα µετανοούσαν και θα διόρθωναν τη ζωή τους.
Αντιµετώπιση των αυτοκτονούντων από την Εκκλησία. Σήµερα το θέµα της κηδείας των αυτοχείρων θεωρείται επίκαιρο, αφού υπάρχουν περιπτώσεις όπου ιερείς αρνούνται να τους κηδεύσουν, µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται ένταση µεταξύ συγγενών του αυτόχειρος και της Εκκλησίας. Τις περισσότερες φορές βέβαια κατ’ οικονοµίαν, κηδεύονται οι αυτόχειρες. Ποιο από τα δύο όµως πρέπει να συµβαίνει; Ο Άγιος Νεκτάριος, ακολουθώντας την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, απαγορεύει την κήδευση των αυτοκτονούντων, προβάλλοντας δύο σοβαρά επιχειρήµατα. Εν πρώτοις το ότι δεν έχει εντολή σχετική, αντίθετα µάλιστα υπάρχουν απαγορεύσεις για την κήδευση. ∆εν υπάρχει επίσης ειδική ακολουθία για τους αυτοκτονούντες. Σε σχέση µάλιστα µε την ακολουθία παρατηρεί ορθώς ότι, όταν διαβάζεται στους αυτόχειρες η συνήθης ακολουθία, τότε η Εκκλησία αµαρτάνει, γιατί ψεύδεται προς τον Θεό ενώπιον του λαού και µάλιστα µέσα στον ιερό ναό.Ψεύδεται, διότι η ακολουθία προϋποθέτει ότι ο νεκρός ήταν πιστός άνθρωπος και δούλος του Θεού και ότι ο Θεός «µετέστησε τον δούλον του» στην άλλη ζωή και τον εκάλεσε. Τίποτε όµως από αυτά δεν είναι αληθές, ούτε πιστός, ούτε δούλος του Θεού είναι όποιος αυτοκτονεί, διότι η πράξη της αυτοκτονίας αποδεικνύει απιστία και απείθεια στο θέληµα του Θεού. Επίσης δεν µετέστησε, ούτε εκάλεσε ο Θεός τον αυτόχειρα, αλλά ο ίδιος έθεσε τέρµα στη ζωή του, της οποίας εξουσιαστής είναι µόνο ο Θεός που την έδωσε. Η Εκκλησία έχει εντολή να κηδεύει τους αποθνησκόντας εν Κυρίω και γι’ αυτούς µόνο έχει τη νεκρώσιµη ακολουθία, που είναι σύµφωνη µε τη ζωή και τη πίστη του κηδευοµένου.
Όσοι πιστεύουν, παρατηρεί ο Άγιος Νεκτάριος, ότι οφείλει η Εκκλησία να µην είναι τόσο σκληρή και αυστηρή απέναντι στους ζώντας συγγενείς, αλλά να τους δίδει παρηγοριά και ανακούφιση µε το να κηδεύει τους αυτόχειρες, αυτοί µάλλον αγνοούν τους σοβαρούς λόγους της άρνησης της Εκκλησίας, παρότι η Εκκλησία έχει πάντοτε αγάπη και παρηγοριά και θλίβεται για το κακό που συνέβη σε ένα από τα παιδιά της. Το κακό αυτό είναι που τη δεσµεύει και την εµποδίζει από κάθε ενέργεια.Η στάση αυτή της Εκκλησίας δεν είναι εκδικητική και κολαστική, αλλά φιλάνθρωπη και θεραπευτική για τον νεκρό και τους ζώντας συγγενείς. Και αυτό πρέπει να εξηγήσει η Εκκλησία στην ποιµαντική της φροντίδα για όλους. Με το να γίνεται κηδεία στον αυτοκτονούντα επιβαρύνεται η ψυχή του νεκρού και των ζώντων συγγενών, διότι βεβηλώνεται ο ιερός χώρος της Εκκλησίας µε τα ψεύδη που λέγονται ενώπιον του Θεού («Μετά πνευµάτων δικαίων τετελειωµένων», «Μακάριοι οι άµωµοι εν οδώ, οι πορευόµενοι εν νόµω Κυρίου» κ.λπ.).
Συµπεράσµατα
Η αυτοκτονία είναι µια αποτρόπαια πράξη και καταδικάζεται από την Εκκλησία και την κοινωνία. Είναι πράξη στην οποία οδηγεί η ηθική κατάπτωση και η απόγνωση και είναι πράξη δειλίας, ανανδρίας και αρρωστηµένου εγωισµού. Η Εκκλησία σύµφωνα µε τις υψηλές αρχές του Ευαγγελίου δεν επιτρέπεται να κηδεύει τους αυτόχειρες. Και οι συγγενείς τους δεν πρέπει να ζητούν µε απάτη (ιατρικό πιστοποιητικό ότι ο αυτόχειρας ήταν φρενοβλαβής – ψυχοπαθής) να γίνει κηδεία και µνηµόσυνα. Και φυσικά και οι γιατροί δεν πρέπει να γίνονται συνεργοί στην απάτη αυτή, διότι έτσι γίνονται όλοι συνένοχοι στην αύξηση του κακού. Η Εκκλησία µε την αυστηρή στάση της απέναντι στον αυτόχειρα, την οποία πρέπει να κατανοούν και να αποδέχονται οι συγγενείς του νεκρού, στιγµατίζει την πράξη και αποτρέπει άλλους που πιθανόν ωθούνται στην πράξη αυτή, σαν προληπτικό φάρµακο. Αλλά κυρίως προστατεύει την ιερότητα των µυστηρίων της και του ιερού χώρου του Ναού από τη βεβήλωση που επιβαρύνει την ψυχή του νεκρού και των ζώντων συγγενών και ιερέων. Η ριζική θεραπεία του κακού θα έλθει µε τη χριστιανική αγωγή και την πνευµατική ζωή στα πλαίσια της διδασκαλίας του Ευαγγελίου. Η συµµετοχή µας στη Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και ο πνευµατικός αγώνας µας είναι η καλύτερη θεραπεία της ηθικής διαφθοράς και της απόγνωσης που οδηγούν στη αποτρόπαια πράξη της αυτοκτονίας.
Πηγή
Αιτία αυτοκτονίας
Η απόγνωση λοιπόν είναι η αιτία της αυτοκτονίας και όχι η φρενοπάθεια. Αυτός που αυτοκτονεί δεν είναι παράφρονας αλλά απεγνωσµένος. Ο φρενοπαθείς επιχειρεί και µετά τη διάσωσή του να θανατωθεί χωρίς να έχει προµελετήσει τον τρόπο που θα πεθάνει. Ουδέποτε διαλέγει όπλο ή µέσο αυτοκτονίας και οδηγείται ασυνείδητα στην πράξη του λόγω της φρενοπάθειάς του.Ο παράφρονας δεν ζητά το θάνατο, αλλά ο θάνατος του είναι συνέπεια απονενοηµένης πράξης.
Οι αυτοκτονούντες (αυτόχειρες) όµως που σώθηκαν θεραπεύτηκαν, δεν επιχείρησαν αλληπροσπάθεια αυτοκτονίας και µετανόησαν. Οι αυτοκτονούντες λοιπόν δεν πάσχουν παθολογικά αλλά ηθικά.Η απόγνωση είναι ηθική παρεκτροπή. Αγνόησαν την ηθική θεραπεία και όταν τους κατέλαβε ο πανικός της απόγνωσης αυτοκτόνησαν. Άρα είναι υπεύθυνοι των πράξεών τους και έχουν µεγάλη αµαρτία, ασυγχώρητη (εφόσον δεν µπορούν να µετανοήσουν). ∆εν είναι σωστή η ιατρική διάγνωση, που χαρακτηρίζει όλους τους αυτοκτονούντας φρενοβλαβείς.
Αιτία απόγνωσης
Τα αίτια της απόγνωσης είναι πολλά. Το κύριο αίτιο είναι ηθική ασθένεια του πάσχοντος. Τους ηθικά ασθενείς µπορούµε να τους διαιρέσουµε σε τρεις κατηγορίες: α) στους άθεους, β) στους ολιγόπιστους και γ) σ’ αυτούς που κυριεύονται από τα συναισθήµατα και τις αψικαρδίες τους.
α) Άθεοι: Αυτοί που ανήκουν στην πρώτη τάξη απολαµβάνουν τη ζωή τους σαν κάτι αγαθό, όσο δεν υπάρχουν δυσκολίες. Έχουν καθαρά υλιστικό φρόνηµα, ζουν χωρίς θεό, γι’ αυτό µε τις πρώτες δυσκολίες της ζωής ή την µεταβολή των όρων της οδηγούνται στην απόγνωση και την αυτοκτονία, χωρίς βέβαια αυτή να είναι αποτέλεσµα παραφροσύνης. Στην ίδια κατηγορία συγκαταλέγονται επίσης όσοι είναι πλήρως παραδοµένοι στις ηδονές και τα αγαθά αυτού του κόσµου. Η φιλοσοφία της ζωής τους µοιάζει µε εκείνη των Επικουρείων. Στο τέλος όµως καταλήγουν µετά από µια κλιµακωτή πορεία στην αυτοχειρία, αφού οι συνεχείς απολαύσεις αυτού του κόσµου φέρνουν τον κορεσµό, ο κορεσµός την αηδία, η αηδία την αποστροφή, η αποστροφή την ανία, η ανία την στενοχώρια, η στενοχώρια το άλγος και το άλγος τους οδηγεί στην απόγνωση, οπότε θέτουν τέρµα στη ζωή τους. Μια οµάδα ανθρώπων στην ίδια κατηγορία, κατεχόµενοι και αυτοί από υλιστικό φρόνηµα, είναι και όσοι απατηλά επιδιώκουν ν’ αποκτήσουν όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά, θεωρώντας τα σαν τα µέσα ευδαιµονίας τους.Αγνόησαν την αληθινή και πραγµατική ευδαιµονία, τον Θεό, λάτρευσαν ασταθή και ρευστά στοιχεία, απέτυχαν και απογοητεύθηκαν.
β) Ολιγόπιστοι: Στη δεύτερη τάξη ανήκουν οι άνθρωποι εκείνοι που αρχικά ζουν σύµφωνα µε τους θεϊκούς και ανθρώπινους νόµους, αλλά µε τις πρώτες σηµαντικές δυσκολίες της ζωής χάνουν το θάρρος τους και την ελπίδα τους, δηλαδή τον Θεό. Όσοι λοιπόν χάνουν το θάρρος τους στερούνται της καρτερίας, της αυταπάρνησης και της θυσίας στο πεδίο της µάχης, το οποίο στη συγκεκριµένη περίπτωση δεν είναι άλλο παρά η ίδια η ζωή µε τις δυσκολίες της. Όσοι δεν ελπίζουν στον Θεό γίνονται θρασείς, γιατί το θράσος είναι παρωδία του θάρρους. Καταλήγουν µάλιστα στη δειλία και την µικροψυχία. Ο Άγιος Νεκτάριος παροµοιάζει όλους αυτούς µε τους ριψάσπιδες των µαχών των πολέµων και τους χαρακτηρίζει άνανδρους. Η αυτοχειρία δηλαδή δεν είναι πράξη γενναιότητας, αλλά δειλίας και θράσους. Στερείται ηθικού σθένους, αφού οι αυτόχειρες δεν υπολογίζουν τίποτα και κανέναν καταλήγοντας στην απονενοηµένη ενέργειά τους. Η τάξη επίσης αυτή των αυτοχείρων δεν έχει τα στοιχεία των παραφρόνων. Πρόκειται για ηθικά αρρώστους, οι οποίοι θα θεραπεύονταν, αν ζητούσαν βοήθεια από το Θεό. Είναι Χριστιανοί κατ’ όνοµα και όχι κατ’ ουσία, αφού αγνοούν τη χάρη του Ιησού Χριστού που επισκιάζει όλους τους πιστούς, την απάθεια και την καρτερία που θα πρέπει να δείχνει ο Χριστιανός για τις δυσκολίες αυτής της ζωής. Τελικά όλοι όσοι ανήκουν σ’ αυτή την τάξη, ενώ ξεκινούν µε µια επιφανειακή πίστη καταλήγουν στην απιστία µε συνέπεια την απόγνωση.
γ) Συναισθηµατικά άρρωστοι: Στην τρίτη κατηγορία τέλος κατατάσσονται όσοι αυτοκτονούν απογοητευµένοι από τον ανθρώπινο έρωτα, είτε αγνό (όπως είναι ο νεανικός έρωτας), είτε παράνοµο και βδελυρό. Η ερωτική απογοήτευση των νεαρών σε ηλικία ατόµων επέρχεται εξαιτίας της θλίψης για την απώλεια του ερωτικού ινδάλµατός τους. Τούτο φέρει την δυστυχία και η απειρία γύρω από τα θέµατα της ζωής δίνει τεράστιες διαστάσεις στο γεγονός, το οποίο για τους απογοητευµένους νέους θεωρείται µέγιστο κακό. Πρόκειται όµως για µια οικτρή πλάνη, άγνοια για την µέλλουσα ζωή, έλλειψη θρησκευτικής αγωγής και χριστιανικού πνεύµατος. Υπεύθυνοι στην περίπτωση αυτή δεν είναι τόσο οι νέοι όσο οι γονείς τους, οι οποίοι δεν φρόντισαν να ανατραφούν σωστά τα παιδιά τους. Στην κρίσιµη µάλιστα στιγµή που τα παιδιά τους χρειάστηκαν τη φροντίδα και την συµβουλή τους εκείνοι έδειξαν αµέλεια ή τα προέτρεπαν σε µια σχέση ολέθρια. Η δεύτερη οµάδα αυτής της κατηγορίας (µοιχοί κ.α.) έχει ως αίτιο την ηθική διαφθορά. Θεωρούνται παραβάτες των εντολών του Θεού, καταστρέφουν την οικογένειά τους και την ιερότητα του γάµου, πριν οδηγηθούν στην αυτοχειρία. Στην ίδια κατηγορία τοποθετούνται και όσοι αυτοκτονούν επειδή θίγηκε το φιλότιµό τους και όσοι δεν µπόρεσαν να ξεπεράσουν δύσκολες ή δυσάρεστες στιγµές που τους παρουσιάστηκαν στη ζωή τους απρόοπτα. Κοινή αιτία είναι η έλλειψη χριστιανικής αγωγής και χριστιανικής ζωής, µε συνέπεια το ηθικό κατρακύλισµα, την κακή χρήση ελευθερίας και το ξενικό πιθηκισµό. Εάν είχαν χριστιανική αγωγή δεν θα αυτοκτονούσαν, αλλά θα µετανοούσαν και θα διόρθωναν τη ζωή τους.
Αντιµετώπιση των αυτοκτονούντων από την Εκκλησία. Σήµερα το θέµα της κηδείας των αυτοχείρων θεωρείται επίκαιρο, αφού υπάρχουν περιπτώσεις όπου ιερείς αρνούνται να τους κηδεύσουν, µε αποτέλεσµα να δηµιουργείται ένταση µεταξύ συγγενών του αυτόχειρος και της Εκκλησίας. Τις περισσότερες φορές βέβαια κατ’ οικονοµίαν, κηδεύονται οι αυτόχειρες. Ποιο από τα δύο όµως πρέπει να συµβαίνει; Ο Άγιος Νεκτάριος, ακολουθώντας την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, απαγορεύει την κήδευση των αυτοκτονούντων, προβάλλοντας δύο σοβαρά επιχειρήµατα. Εν πρώτοις το ότι δεν έχει εντολή σχετική, αντίθετα µάλιστα υπάρχουν απαγορεύσεις για την κήδευση. ∆εν υπάρχει επίσης ειδική ακολουθία για τους αυτοκτονούντες. Σε σχέση µάλιστα µε την ακολουθία παρατηρεί ορθώς ότι, όταν διαβάζεται στους αυτόχειρες η συνήθης ακολουθία, τότε η Εκκλησία αµαρτάνει, γιατί ψεύδεται προς τον Θεό ενώπιον του λαού και µάλιστα µέσα στον ιερό ναό.Ψεύδεται, διότι η ακολουθία προϋποθέτει ότι ο νεκρός ήταν πιστός άνθρωπος και δούλος του Θεού και ότι ο Θεός «µετέστησε τον δούλον του» στην άλλη ζωή και τον εκάλεσε. Τίποτε όµως από αυτά δεν είναι αληθές, ούτε πιστός, ούτε δούλος του Θεού είναι όποιος αυτοκτονεί, διότι η πράξη της αυτοκτονίας αποδεικνύει απιστία και απείθεια στο θέληµα του Θεού. Επίσης δεν µετέστησε, ούτε εκάλεσε ο Θεός τον αυτόχειρα, αλλά ο ίδιος έθεσε τέρµα στη ζωή του, της οποίας εξουσιαστής είναι µόνο ο Θεός που την έδωσε. Η Εκκλησία έχει εντολή να κηδεύει τους αποθνησκόντας εν Κυρίω και γι’ αυτούς µόνο έχει τη νεκρώσιµη ακολουθία, που είναι σύµφωνη µε τη ζωή και τη πίστη του κηδευοµένου.
Όσοι πιστεύουν, παρατηρεί ο Άγιος Νεκτάριος, ότι οφείλει η Εκκλησία να µην είναι τόσο σκληρή και αυστηρή απέναντι στους ζώντας συγγενείς, αλλά να τους δίδει παρηγοριά και ανακούφιση µε το να κηδεύει τους αυτόχειρες, αυτοί µάλλον αγνοούν τους σοβαρούς λόγους της άρνησης της Εκκλησίας, παρότι η Εκκλησία έχει πάντοτε αγάπη και παρηγοριά και θλίβεται για το κακό που συνέβη σε ένα από τα παιδιά της. Το κακό αυτό είναι που τη δεσµεύει και την εµποδίζει από κάθε ενέργεια.Η στάση αυτή της Εκκλησίας δεν είναι εκδικητική και κολαστική, αλλά φιλάνθρωπη και θεραπευτική για τον νεκρό και τους ζώντας συγγενείς. Και αυτό πρέπει να εξηγήσει η Εκκλησία στην ποιµαντική της φροντίδα για όλους. Με το να γίνεται κηδεία στον αυτοκτονούντα επιβαρύνεται η ψυχή του νεκρού και των ζώντων συγγενών, διότι βεβηλώνεται ο ιερός χώρος της Εκκλησίας µε τα ψεύδη που λέγονται ενώπιον του Θεού («Μετά πνευµάτων δικαίων τετελειωµένων», «Μακάριοι οι άµωµοι εν οδώ, οι πορευόµενοι εν νόµω Κυρίου» κ.λπ.).
Συµπεράσµατα
Η αυτοκτονία είναι µια αποτρόπαια πράξη και καταδικάζεται από την Εκκλησία και την κοινωνία. Είναι πράξη στην οποία οδηγεί η ηθική κατάπτωση και η απόγνωση και είναι πράξη δειλίας, ανανδρίας και αρρωστηµένου εγωισµού. Η Εκκλησία σύµφωνα µε τις υψηλές αρχές του Ευαγγελίου δεν επιτρέπεται να κηδεύει τους αυτόχειρες. Και οι συγγενείς τους δεν πρέπει να ζητούν µε απάτη (ιατρικό πιστοποιητικό ότι ο αυτόχειρας ήταν φρενοβλαβής – ψυχοπαθής) να γίνει κηδεία και µνηµόσυνα. Και φυσικά και οι γιατροί δεν πρέπει να γίνονται συνεργοί στην απάτη αυτή, διότι έτσι γίνονται όλοι συνένοχοι στην αύξηση του κακού. Η Εκκλησία µε την αυστηρή στάση της απέναντι στον αυτόχειρα, την οποία πρέπει να κατανοούν και να αποδέχονται οι συγγενείς του νεκρού, στιγµατίζει την πράξη και αποτρέπει άλλους που πιθανόν ωθούνται στην πράξη αυτή, σαν προληπτικό φάρµακο. Αλλά κυρίως προστατεύει την ιερότητα των µυστηρίων της και του ιερού χώρου του Ναού από τη βεβήλωση που επιβαρύνει την ψυχή του νεκρού και των ζώντων συγγενών και ιερέων. Η ριζική θεραπεία του κακού θα έλθει µε τη χριστιανική αγωγή και την πνευµατική ζωή στα πλαίσια της διδασκαλίας του Ευαγγελίου. Η συµµετοχή µας στη Μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας και ο πνευµατικός αγώνας µας είναι η καλύτερη θεραπεία της ηθικής διαφθοράς και της απόγνωσης που οδηγούν στη αποτρόπαια πράξη της αυτοκτονίας.
Πηγές:
1)
Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, Περί αληθούς και ψευδούς µορφώσεως, Γραφή
περί αυτοκτονίας, Εκδόσεις Ν. Παναγόπουλος, Αθήνα 1989.
2)
Κ. Σταυριανός : «Απόγνωση και Αυτοκτονία» θέσεις και απόψεις του Αγίου
Νεκταρίου, Περιοδικό Θεοδροµία, Τεύχος 5, έτος 2000.
Αρχιµανδρίτης Παρθένιος Ηγούµενος Ι. Μ. Ο∆ΗΓΗΤΡΙΑΣ
Πηγή
http://proskynitis.blogspot.com/2012/05/blog-post_03.html