Δύο προσκυνητές, συγγενείς μεταξύ τους, γνωρίζονται στον αρσανά των Κατουνακίων Αγίου Όρους, με τον γέροντα μοναχό Μ. του ιερού ησυχαστηρίου «Ευαγγελισμός της Θεοτόκου» και αγοράζουν από αυτόν σταυρουδάκια.
 
Κατά τη διάρκεια της γνωριμίας, οι προσκυνητές τον ρωτούν αν μπορούν να τον επισκεφθούν κάποτε στο ησυχαστήριό του. Ο μοναχός απαντά καταφατικά και επιπλέον τούς προσφέρει φιλοξενία με διανυκτέρευση, αν το επιθυμούν.
 
Πράγματι μετά παρέλευση μερικών μηνών οι δύο προσκυνητές επισκέπτονται ξανά το Άγιο Όρος και, αφού ειδοποιήσουν πρώτα, πηγαίνουν για φιλοξενία στον μοναχό.
 
Εκεί ανακαλύπτουν ότι ο μοναχός που έχει πολλά χρόνια να βγει έξω στον κόσμο ζει πολύ ασκητικά, το νερό βρόχινο, η τροφή ελάχιστη κι αυτή δανεική για την περίσταση από άλλους ασκητές της περιοχής. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί, ο ένας από τους προσκυνητές σιγοσφυρίζει όλη την ώρα, όπως όταν σιγοτραγουδάμε σφυρίζοντας τον σκοπό ενός τραγουδιού, εκνευρίζοντας στο τέλος τον γέροντα μοναχό και αναγκάζοντάς τον να τού ζητήσει με έντονο, οργίλο και επιτακτικό τρόπο να σταματήσει το δαιμονικό, όπως λέει, αυτό σφύριγμα.
 
Ο προσκυνητής συμμορφώνεται. Η ηρεμία επανέρχεται. Το πρωί οι προσκυνητές φεύγουν.
Ο ένας από τους προσκυνητές έχει βιβλιοπωλείο στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης. Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος από την επίσκεψή τους αυτή. Είναι απόγευμα, η πόρτα ανοίγει και εμφανίζεται εκεί ο μοναχός Μ. Ρωτά τα καθέκαστα, υγεία, οικογένεια, για τον άλλον.

«Άφησα μια εκκρεμότητα και ήρθα να συγχωρεθούμε. Τότε πού οργίστηκα, εν ονόματι του Ιησού Χριστού, ζητώ συγγνώμη, παρακαλώ συγχώρησον» λέει ο γέροντας με σκυμμένο κεφάλι, μπροστά σε όλους, πελάτες και μη.

agioritikesmnimes.blogspot.com