Ὁ ἀκτήμων γέρων Φιλάρετος Καρουλιώτης (Mέρος Δ´)
Ο ΑΚΤΗΜΩΝ ΓΕΡΩ-ΦΙΛΑΡΕΤΟΣ ΚΑΡΟΥΛΙΩΤΗΣ («Ἡ κάρα του εἶναι κατακίτρινη».)
Ἀπὸ τὸ βιβλίο:
«ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ»
Ἅγιον Ὄρος 2011, σελ. 54 – 63.
Στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ»
Ἦταν τότε στόν Ἅγιο Πέτρο ἕνας Γέροντας
πού πήγαινε καί ἐργαζόταν στήν συλλογή τῶν φουντουκιῶν. Παρακάλεσε τόν
γερω-Φιλάρετο γιά ἕνα διάστημα νά μείνη νά φυλάη τό Κελλί του. Πῆγε,
κάθησε δυό-τρεῖς μῆνες, ἀλλά δέν ἀναπαυόταν καί γύρισε στά Καρούλια.
Ὅμως ὁ Γέροντας τοῦ Ἁγίου Πέτρου τοῦ ζητοῦσε ἐνοίκιο γιά τούς μῆνες πού
κάθησε ἐκεῖ, ἄν καί δέν εἶχαν συμφωνήσει γιά ἐνοίκιο. Ὁ γερω-Φιλάρετος
δέν εἶχε νά πληρώση, γι’ αὐτό στενοχωριόταν καί πίστευε ὅτι φταίει ὁ
ἴδιος. Ὅποιον συναντοῦσε στόν δρόμο
τοῦ ἔβαζε μετάνοια λέγοντας: «Εὐλόγησον, συγχώρησέ με. Ἔχασα τά χρόνια
τῆς καλογερικῆς μου, διότι δέν πληρώνω τό ἐνοίκιο πού χρωστάω». Τελικά,
ὅταν τό ἔμαθαν οἱ ἄλλοι πατέρες, ἔκαναν παρατήρηση στόν Γέροντα πού
ζητοῦσε ἐνοίκιο ἀπό τόν ἀκτήμονα γερω-Φιλάρετο καί ἐκεῖνος σταμάτησε τίς
ἐνοχλήσεις πρός τόν ἀνεύθυνο θαυμαστό γέροντα Φιλάρετο.
Εἶχε γνησία μετάνοια καί αὐτομεμψία.
Ἦταν πολύ ἤρεμος, δέν θύμωνε ποτέ καί μέ κανέναν. Ὁ γερο-Γερόντιος τῶν
Δανιηλαίων κάποια φορά πού πῆγε στό Κελλί τους καί ἦταν ἀνυπόδητος, ὡς
συνήθως, τόν παρατήρησε αὐστηρά λέγοντάς του: «Ἄλλη φορά νά μήν ἔρχεσαι
ξυπόλυτος, ἀλλά νά φορᾶς παντόφλες. Εἶσαι ὑποκριτής καί παριστάνεις τόν
Ἅγιο». Μπροστά στούς προσκυνητές καί στά νέα καλογέρια δέχθηκε ἀτάραχος
τίς παρατηρήσεις. Ἔβαλε μετάνοια ἐπαναλαμβάνοντας: «Νά μέ συγχωρήσης».
Τήν ἄλλη ήμέρα πού πῆγε στούς
Δανιηλαίους, φοροῦσε παντόφλες τίς ὁποῖες ἔβγαζε ἔξω ἀπό τήν πόρτα, καί
θαύμασαν τήν ταπείνωσή του. Ὁ γερω-Γερόντιος τοῦ ἐξήγησε ὅτι αὐτό τό
ἔκανε γιά νά μάθουν τά καλογέρια τήν αὐτομεμψία καί τήν ταπείνωση, νά
λέγουν “εὐλόγησον”, καί αὐτός ἄς βαδίζη ὅπως θέλει.
Σέ ἑορτές συγκεντρώνονταν οἱ Καρουλιῶτες
ἀσκητές σέ ἕνα καλύβι μέ Ἐκκλησάκι, διάβαζαν τήν ἀκολουθία, ἔψελναν τήν
παράκληση καί ὅταν δέν εἶχαν παπᾶ, διάβαζαν καί τό Εὐαγγέλιο. Ἔβαζαν
τόν γερω-Φιλάρετο ὡς ἐγγράμματο νά διαβάζη τό Εὐαγγέλιο, καί αὐτός τό
διάβαζε ἐμμελῶς ὅπως οἱ ἱερεῖς. Κάποιος Γέροντας τοῦ ἔκανε παρατήρηση
ὅτι δέν πρέπει νά τό διαβάζη ἔτσι, γιατί δέν εἶναι παπᾶς. Εἶπε
«εὐλόγησον», ἀλλά καί τήν ἄλλη φορά πάλι παρασύρθηκε ἀπό τόν πόθο του
καί τό διάβασε μέ μελωδία. Δέν τό διάβαζε
γιά ἐπίδειξη ἀλλά ἀπό ἁπλότητα καί εὐλαβική διάθεση, σάν προσφορά
ψαλμωδίας. Στήν τράπεζα τοῦ ἔκαναν δημόσια παρατήρηση καί ἐκεῖνος ἔβαλε
μετάνοια σέ ὅλους λέγοντας: «Εὐλογεῖτε, πατέρες, ἔχασα τά χρόνια τῆς
καλογερικῆς μου. Πάλι διάβασα μελωδικά».
Ὅταν ἡ συνοδεία τοῦ γέροντος Γερασίμου
τοῦ Ὑμνογράφου ἄρχισε νά κτίζη τήν Ἐκκλησία στό σπήλαιο τῶν Ἁγίων
Πατέρων, μερικοί πατέρες τῆς Σκήτεως φοβούμενοι μήπως δέν καταφέρουν νά
τήν τελειώσουν, ἔλεγαν ὅτι ἦταν καλύτερα νά μήν τήν ἄρχιζαν. Οἱ Γέροντες
τά ἄκουγαν αὐτά καί στενοχωροῦντο. Τότε κάποια μέρα τούς ἐπισκέφθηκε ὁ
γερω-Φιλάρετος καί τούς εἶπε: «Πατέρες, τό ἔργο αὐτό εἶναι θεάρεστο.
Εἶδα τόν ἅγιο Διονύσιο πάνω ἀπό τό σπήλαιο νά τό εὐλογῆ καί μοῦ εἶπε ὅτι
τήν Ἐκκλησία τοῦ σπηλαίου θά τήν
φυλάγει ὁ ἴδιος καί θά διατηρηθῆ ἕως συντελείας τοῦ κόσμου». Ἔκτοτε
πήγαινε τίς νύχτες κρυφά στό σπήλαιο καί προσευχόταν.
Ὁ γερω-Φιλάρετος ἀσθένησε γιά ἕνα μήνα.
Πονοῦσε τό στομάχι του καί δέν δεχόταν τροφή. Προαισθάνθηκε τό τέλος του
καί ἑτοιμάστηκε. Ἀποχαιρέτησε καί συγχωρέθηκε μέ τούς γειτόνους του,
καί μόνος του, χωρίς ἄνθρωπο κοντά του, παρέδωσε τό πνεῦμα του εἰς
χεῖρας Θεοῦ ζῶντος τό ἔτος 1956 σέ ἡλικία 67 ἐτῶν. Τόν βρῆκαν
κεκοιμημένον μέ σταυρωμένα τά χέρια οἱ πατέρες καί τόν ἔθαψαν στόν τάφο
πού εἶχε προετοιμάσει. Στό Κελλί του βρῆκαν μία σκάφη μέ τήν ὁποίαν
ἔπλενε τά ροῦχα του στήν θάλασσα, μία κουβέρτα καί τό
βιβλίο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου. Ὁ γείτονάς του γερω-Γαβριήλ ὁ
Καρουλιώτης μετά τήν ἀνακομιδή φύλαγε τά λείψανά του μαζί μέ τά λείψανα
τοῦ Γέροντός του Σεραφείμ σέ μία σπηλιά. Ἡ κάρα του εἶναι κατακίτρινη.
Τήν εὐχή του νά ἔχουμε. Ἀμήν.