Ένας Μοναχός, ο Διονύσιος ο Κοντοστέφανος, έπασχε από πόνο της κεφαλής πολλές ημέρες. Έτρεξε στον τάφο του Αγίου και τον παρακαλούσε με πίστη και με δάκρυα,
να του δώσει την υγεία του. Εκεί παρακαλώντας εκοιμήθη λίγο. Και, ω του θαύματος! ξύπνησε υγιής και δόξαζε τον Αγιον. Κατόπιν επήρε λίγο χώμα από τον τάφο του Αγίου,
αισθάνθηκε μύρο θαυμάσιο, που γέμισε τις αισθήσεις του. Και ο
τόπος ολόκληρος ευωδίασε.
Ακόμη και εγώ, λέγει ο βιογράφος του, που τον είδα να πετά στον αέρα, όταν αρρώστησα βαριά και τον παρακάλεσα με δάκρυα, με όραμα φανερώθηκε και με γιάτρεψε, και
ανέζησα δοξάζοντας τον Θεό μαζί και τον Άγιο, διότι ήμουν σχεδόν νεκρός και αναστήθηκα.
Ένας ενάρετος Μοναχός, ονόματι Νήφων, μαζί με κάποιον άλλον ασκητή, επήγαν στον τάφο του Αγίου. Έσκαψαν και επήραν λίγο μέρος από το Άγιο λείψανο του. Τόση δε
ευωδία βγήκε από αυτό, ώστε δεν μπορούσαν να υποφέρουν. Τότε σφόγγισαν με ένα σπόγγο βρεγμένο με νερό το μέρος εκείνο που επήραν, και με αυτό άλειψαν τις αισθήσεις
τους, και κατόπιν το έβαλαν πάλιν στη θέση του για να φυλάξουν την εντολή του Οσίου, ο οποίος παρήγγειλε να μείνει σώο το άγιο λείψανο του. Κατόπιν επήραν λίγο χώμα
μόνον, ασφάλισαν τον τάφο, και δόξασαν τον Θεό, που δοξάζει τους Αγίους του. Πήγαιναν δε κάθε μέρα, για να απολαύσουν την ευωδία. Το ίδιο έκαναν και όσοι έμεναν εκεί
κοντά και απολάμβαναν την ευωδία, εις δόξαν Χριστού του Θεού ημών, εις τον οποίον πρέπει πάσα. δόξα, τιμή και προσκύνηση, συν τω ανάρχω αυτού ΙΙατρί και τω Ζωοποιώ
αυτού Πνεύματι, νυν και αεί εις τους αιώνας των αιώνων.