Η Αντιθεολογική Σιωπή πλείστων Θεολόγων
Η ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝ ΤΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Η αντιθεολογική σιωπή πλείστων θεολόγων.
Ως «μέγα τι θηρίον εξήλθεν επί γης η αίρεσις αύτη» (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 243) του Οικουμενισμού. Το «θηρίον» τούτο εισήλθεν εις την μάνδραν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπου κατασπαράσσει ποιμένας και πρόβατα, αρχίζον από των κεφαλών. Αι παναιρετικαί οικουμενιστικαί διδασκαλίαι και καινοτομίαι κλυδωνίζουν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ως άλλα «κύματα άγρια θαλάσσης επαφρίζοντα τας εαυτών αισχύνας» (Ιούδ. 13). Όπως επί της εποχής του Μ. Βασιλείου, ούτω και σήμερον η Ορθοδοξία συγκλονείται εκ θεμελίων και αι Ορθόδοξαι Εκκλησίαι κινδυνεύουν να καταποντισθούν αύτανδροι εις τα πικρά και θανατηφόρα ύδατα της οικουμενιστικής ψευδοδοξίας. Όντως, ο «σάλος ούτος των Εκκλησιών τίνος ουκ έτσι θαλασσίου κλύδωνος αγριώτερος; Εν ω παν μεν όριον Πατέρων κεκίνηται, πας δε θεμέλιος και ει τι οχύρωμα δογμάτων διασαλεύεται. Κλονείται δε πάντα και κατασείεται σαθρά τη βάσει επαιωρούμενα» (Μ. Βασιλείου, PG. 32, 212-213).
Γεννάται το ερώτημα: Τοσούτου μεγάλου κινδύνου επιστάντος εις την Εκκλησίας, ποίαν στάσιν τηρούν οι θεολόγοι; Δυστυχώς πλείστοι κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι παραμένουν άπρακτοι, ως να υπνώττουν, ή συσχηματίζονται προς την οικουμενιστικήν κακοτροπίαν, υποκύπτοντες συν τω χρόνω εις ταύτην, προ παντός δια της συνηθείας.
Εις στρατιάν σιγώντων θεολόγων μετεβλήθησαν ούτοι, αν και εκλήθησαν παρά Θεού εις τον αντιαιρετικόν πόλεμον, υπέρ πίστεως και της επουρανίου πατρίδος. Σιγούν ούτοι, αν και απεδέχθησαν την ουρανίαν ταύτην κλήσιν, ως δηλοί η θεολογική των ιδιότης. Ενώ έργον των έχουν να ομιλούν περί Θεού «έμπροσθεν των ανθρώπων» (Ματθ. ι’, 33), ομολογούντες τον Υιόν του Θεού προς σωτηρίαν αυτών, σιωπούν έμπροσθεν των ανθρώπων και δη καθ’ ην στιγμήν ο Κύριος της δόξης βλασφημείται και η Εκκλησία Αυτού καταπατείται παρά της αποθρασυνθείσης παναιρέσεως. Καίτοι έργον της ζωής των είναι να αγωνίζονται «τον καλόν αγώνα της πίστεως» (1 Τιμ. στ’, 12) εναντίον πάσης αιρέσεως και υπέρ της Εκκλησίας και της εν Χριστώ ζωής των ανθρώπων, συσχηματίζονται τω αιώνι τούτω, προτιμώντες τον άμαχον βίον, κοσμικής φιλοτιμίας ή και «ωφελείας χάριν» (Ιουδ. 16). Ενώ επιβάλλεται να λαλούν τους φερομένους δια των αγίων Πατέρων μέχρις ημών θείους λόγους, «εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ» (Μάρ. η’, 38), πολλοί εξ αυτών προτιμούν να διδάσκουν μάλλον λόγους ανθρώπων, ενασμενίζοντες περί την λεγομένην κοινωνιολογίαν, ψυχολογίαν, ανθρωπολογίαν κ.ά.τ.
Τοιουτοτρόπως ανταλλάσσουν την θείαν επιστήμην της όντως Θεολογίας, δια της ανθρωπίνης επιστήμης των πραγμάτων του κόσμου, καταλύοντες εν εαυτοίς την θείαν αυτών αποστολήν (Ιω. ιζ’, 18). Εγκαταλείπουν την «σοφίαν του Θεού», την «εν μυστηρίω, την αποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών, ην ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου έγνωκεν», και λαλούν «σοφίαν» «του αιώνος τούτου» και «των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων» (1 Κορ. β’, 6-8). Τις λοιπόν ο λόγος της θλιβεράς ταύτης παρατροπής;
Πηγή: Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1972, Κεφάλαιον Δ’, Παρέκκλισις και Μετάνοια, σ.σ. 288-289.
Η ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙΣ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΕΝ ΤΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ
Η αντιθεολογική σιωπή πλείστων θεολόγων.
Ως «μέγα τι θηρίον εξήλθεν επί γης η αίρεσις αύτη» (Μ. Αθανασίου, ΒΕΠΕΣ, 31, 243) του Οικουμενισμού. Το «θηρίον» τούτο εισήλθεν εις την μάνδραν των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπου κατασπαράσσει ποιμένας και πρόβατα, αρχίζον από των κεφαλών. Αι παναιρετικαί οικουμενιστικαί διδασκαλίαι και καινοτομίαι κλυδωνίζουν την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, ως άλλα «κύματα άγρια θαλάσσης επαφρίζοντα τας εαυτών αισχύνας» (Ιούδ. 13). Όπως επί της εποχής του Μ. Βασιλείου, ούτω και σήμερον η Ορθοδοξία συγκλονείται εκ θεμελίων και αι Ορθόδοξαι Εκκλησίαι κινδυνεύουν να καταποντισθούν αύτανδροι εις τα πικρά και θανατηφόρα ύδατα της οικουμενιστικής ψευδοδοξίας. Όντως, ο «σάλος ούτος των Εκκλησιών τίνος ουκ έτσι θαλασσίου κλύδωνος αγριώτερος; Εν ω παν μεν όριον Πατέρων κεκίνηται, πας δε θεμέλιος και ει τι οχύρωμα δογμάτων διασαλεύεται. Κλονείται δε πάντα και κατασείεται σαθρά τη βάσει επαιωρούμενα» (Μ. Βασιλείου, PG. 32, 212-213).
Γεννάται το ερώτημα: Τοσούτου μεγάλου κινδύνου επιστάντος εις την Εκκλησίας, ποίαν στάσιν τηρούν οι θεολόγοι; Δυστυχώς πλείστοι κληρικοί και λαϊκοί θεολόγοι παραμένουν άπρακτοι, ως να υπνώττουν, ή συσχηματίζονται προς την οικουμενιστικήν κακοτροπίαν, υποκύπτοντες συν τω χρόνω εις ταύτην, προ παντός δια της συνηθείας.
Εις στρατιάν σιγώντων θεολόγων μετεβλήθησαν ούτοι, αν και εκλήθησαν παρά Θεού εις τον αντιαιρετικόν πόλεμον, υπέρ πίστεως και της επουρανίου πατρίδος. Σιγούν ούτοι, αν και απεδέχθησαν την ουρανίαν ταύτην κλήσιν, ως δηλοί η θεολογική των ιδιότης. Ενώ έργον των έχουν να ομιλούν περί Θεού «έμπροσθεν των ανθρώπων» (Ματθ. ι’, 33), ομολογούντες τον Υιόν του Θεού προς σωτηρίαν αυτών, σιωπούν έμπροσθεν των ανθρώπων και δη καθ’ ην στιγμήν ο Κύριος της δόξης βλασφημείται και η Εκκλησία Αυτού καταπατείται παρά της αποθρασυνθείσης παναιρέσεως. Καίτοι έργον της ζωής των είναι να αγωνίζονται «τον καλόν αγώνα της πίστεως» (1 Τιμ. στ’, 12) εναντίον πάσης αιρέσεως και υπέρ της Εκκλησίας και της εν Χριστώ ζωής των ανθρώπων, συσχηματίζονται τω αιώνι τούτω, προτιμώντες τον άμαχον βίον, κοσμικής φιλοτιμίας ή και «ωφελείας χάριν» (Ιουδ. 16). Ενώ επιβάλλεται να λαλούν τους φερομένους δια των αγίων Πατέρων μέχρις ημών θείους λόγους, «εν τη γενεά ταύτη τη μοιχαλίδι και αμαρτωλώ» (Μάρ. η’, 38), πολλοί εξ αυτών προτιμούν να διδάσκουν μάλλον λόγους ανθρώπων, ενασμενίζοντες περί την λεγομένην κοινωνιολογίαν, ψυχολογίαν, ανθρωπολογίαν κ.ά.τ.
Τοιουτοτρόπως ανταλλάσσουν την θείαν επιστήμην της όντως Θεολογίας, δια της ανθρωπίνης επιστήμης των πραγμάτων του κόσμου, καταλύοντες εν εαυτοίς την θείαν αυτών αποστολήν (Ιω. ιζ’, 18). Εγκαταλείπουν την «σοφίαν του Θεού», την «εν μυστηρίω, την αποκεκρυμμένην, ην προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών, ην ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου έγνωκεν», και λαλούν «σοφίαν» «του αιώνος τούτου» και «των αρχόντων του αιώνος τούτου των καταργουμένων» (1 Κορ. β’, 6-8). Τις λοιπόν ο λόγος της θλιβεράς ταύτης παρατροπής;
Πηγή: Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, Α. Δ. ΔΕΛΗΜΠΑΣΗ, ΑΘΗΝΑΙ 1972, Κεφάλαιον Δ’, Παρέκκλισις και Μετάνοια, σ.σ. 288-289.