Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Η ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΗΣ EΛΕΥΤΕΡΙΑΣ

Η ΠΑΣΧΑΛΙΑ ΤΗΣ EΛΕΥΤΕΡΙΑΣ
Ἐτελείωνε  ἡ  ἐκκλησιά.  Ὁ  παπὰς  στεκότανε  μπροστὰ  στὴν Ὡραία Πύλη κι ἀντὶ «δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν...» ἔλεγε «Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ...»

Ὅλο τὸ χωριὸ σταυροκοπιόταν, καὶ διπλὴ χαρὰ ζωγραφιζόταν στὸ πρόσωπό του. Τέτοια χαρούμενη Λαμπρὴ δὲ θυμόταν κανεὶς νὰ ἔχη δεῖ ἐκεῖ πέρα. Τελειώνοντας ὁ παπὰς τὸ τελευταῖο του «Χριστὸς ἀνέστη» εἶπε:

— Χριστὸς ἀνέστη, χωριανοί! Καὶ τοῦ χρόνου νὰ εἴμαστε καλά. Κι ὁ Μεγαλοδύναμος νὰ μᾶς φέρη καλὰ τ’ ἀδέλφια μας ποὺ πολεμοῦνε στὸ γεφύρι τῆς Πλάκας, στὸ Λοῦρο, στὴν Πρέβεζα καὶ στὰ Πέντε Πηγάδια...

Τὴν τελευταία του φράση τὴν ἐπρόφερε μὲ δάκρυα, κι ὅλο τὸ χωριό, ἄντρες καὶ γυναῖκες, ἔκλαψαν μέσα στὴν ἐκκλησιά, ἀλλὰ ἔκλαψαν ἀπὸ χαρὰ κι ἀπὸ ἀναγαλλιασμό, καὶ φιλιόταν καρδιακὰ ὁ ἕνας μὲ τὸν ἅλλον γιὰ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καὶ γιὰ τὴν ἀνάσταση, ποὺ νόμιζαν, τῆς σκλαβωμένης Πατρίδας.

Ὁ παπὰς ξαναμπῆκε στὸ ῾Ιερὸ γιὰ νὰ ἀποτελειώση τὴ λειτουργία, καὶ τὸ χωριὸ ἄρχισε νὰ βγαίνη ἀπὸ τὴν ἐκκλησιὰ φαμίλιες - φαμίλιες, Πρῶτα ἔβγαιναν οἱ μεγαλύτερες οἱ φαμίλιες κι ὕστερα οἱ μικρότερες, κι ἀπὸ τὶς φαμίλιες πάλι πρῶτοι ἕβγαιναν οἱ γερόντοι μὲ τὶς γριές, καὶ παραπίσω οἱ νιοὶ καὶ οἱ νιὲς καὶ τὰ παιδιά.

Πρῶτος-πρῶτος βγῆκε ὁ προεστὸς τοῦ χωριοῦ, ὁ γερο-Λιόλιος, γέρος μ’ έβδομήντα πέντε χρόνια καὶ πλιότερο στὴ ράχη του, μὲ κάτασιτρα μαλλιὰ καὶ μὲ κάτασπρα μακριὰ μουστάκια, κρατώντας μὲ τὸ ζερβί του χέρι τὴν ἄσπρη του λαμπάδα κι ἀκουμπώντας μὲ τὸ ἄλλο σὲ μιὰ ροζιάρικη καὶ χοντρὴ πατερίτσα.

Ἀποπίσω ἐρχόνταν δυὸ παιδιά του, ἐπάνω ἀπὸ σαράντα ἤ σαράντα πέντε χρονῶν τὸ καθένα, δυὸ παντρεμένα ἐγγόνια, ἑπτὰ νυφάδες ἀπὸ παιδιὰ καὶ δυὸ ἐγγονόνυφες καὶ καμιὰ εἰκοσαριὰ ἐγγόνια ἀπὸ εἴκοσι χρονῶν καὶ κάτω. Ἀπ’ τὰ ἐπίλοιπα πέντε παιδιὰ τοῦ γερο-προεστοῦ ποὺ δὲν ἤτανε στὴν ἐκκλησιά, δυὸ ἦταν πεθαμένα καὶ τρία ξενιτεμένα, κὶ ἀπὸ τὰ τρία πάλι τὸ ένα ἦταν ἐθελοντὴς στὸν ἑλληνικὸ στρατό.

Τραβοῦσε μπροστὰ ὁ γερο-προεστός, σὰ σερτάρι κοπαδιοῦ, κι ἔρχονταν ὅλο τὸ χωριὸ κοντά του, μὲ τὰ κεριὰ στὰ χέρια ἀναμμένα. Ἤτανε νύχτα βαθιὰ κι ὁ Αὐγερινὸς δὲν εἶχε ξεπροβάλει ἀκόμα ἀπὸ τὴν κορυφὴ τῶν Τζουμέρκων. Ἀλλὰ μιὰ φωτεινὴ αὐλακιὰ ἁπλωμένη ἀπὸ τὸ κορφοβούνι τοῦ Περιστεριοῦ ὡς ἐπάνω στὰ Γιάννινα, ἔδειχνε πὼς τ’ ἀστέρι αὐτό, ποὺ τ’ ὀνομάζουν οἱ πλιότεροι «λαμπρό», δὲ θ’ ἀργοῦσε νὰ βγῆ.

Ἀνάμεσα ἀπ’ τὴν ἐκκλησιὰ καὶ τὸ χωριὸ εἶναι ἕνα μεγάλο δεντρόφυτο πλάτωμα. Ἐκεῖ σταμάτησαν ὅλοι κι ἔκαμαν ἕνα μεγάλο κύκλο νὰ μιλήσουν γιὰ τὸν πόλεμο.

Ἕνα ψιλὸ ἀεράκι ποὺ τραβοῦσε ἀπ’ τὸ χωριὸ ἔφερνε τὴ μοσχομυρουδιὰ τῶν ἀρνιῶν ποὺ ψήνονταν στὶς αὐλὲς τῶν σπιτιῶν.

— Τὰ μάθατε;

— Τί καινούρια;

— Ἀληθινὰ πὼς τοὺς τσάκισαν τ’ ἀδέρφια μας τοὺς Τούρκους;

— Ὅλο καὶ καλά, Νικήθηκαν οἱ Τοῦρκοι στῆς Ἄρτας τὸ γεφύρι. Τοὺς τσάκισε ὁ Κίτσος ὁ Μπότσαρης.

— Τρεῖς μέρες καὶ τρεῖς νύχτες πόλεμο...

— Καημένο Σούλι, νὰ μὴν πεθάνης ποτὲ μὲ τὰ παλικάρια ποὺ βγάζεις... Ἐσὺ στὰ παλιὰ τὰ χρόνια, ἐσὺ καὶ τώρα!

— Πόσοι ἀρχηγοὶ ἤτανε στὴν Ἄρτα;

—  Δυό.  Ὁ  Κίτσος  ὁ  Μπότσαρης  κι  ὁ  Κώστας  ὁ  Σέχος.  Ὁ Μπότσαρης κλείστηκε στὴν Ἄρτα κι ὁ Σέχος πέρασε τὸ ποτάμι καὶ πῆρε τὰ πλευρὰ τῶν Τούρκων. Τότε οἱ Τοῦρκοι βάρεσαν μ’ ὅλα τους τὰ δυνατὰ νὰ πάρουν τὴν Ἄρτα, γιὰ νὰ κλείσουν τὸ Σέχο μέσα στὸ Τούρκικο, ἀλλὰ τοὺς τσάκισε τὸ Μποτσαράκι, κι ἔτσι σκόρπισαν κι ὅπου φύγη - φύγη... Τότε ὁ δικός μας ὁ στρατὸς πέρασε τὸ γεφύρι τῆς ῞Αρτας κι ἔπιασε τὰ Λέλοβα, τὴν Κανέττα καὶ τὰ Πέντε Πηγάδια.

— Σκοτώθηκαν πολλοὶ Τοῦρκοι;

— Σὰν πόσοι ἔπεσαν ἀπὸ τοὺς δικούς μας;

— Μετριοῦνται οἱ Τοῦρκοι τρεῖς φορὲς καὶ λείπουν τρεῖς χιλιάδες, μετριοῦνται τὰ Ἑλληνοπουλα καὶ λείπουν τρεῖς λεβέντες!

— Σὰν τί ἀνθρῶποι νά ᾽ναι ὁ Κίτσος ὁ Μπότσαρης κι ὁ Κώστας ὁ Σέχος;

— Ὁ ένας μιὰ πιθαμὴ ἄνθρωπος, μικρὸς μὰ θαμαχτός, κι ὁ ἄλλος θεριακωμένος. Δυὸ Τούρκους μπορεῖς νὰ κρεμάσης ἀπὸ τὰ μουστάκια του!

— Χαρὰ στὶς μάνες ποὺ τοὺς ἔκαμαν!

῾O γερο-προεστός, ποὺ εἶχε σταθῆ κι ἀφουγκραζόταν τί ἔλεγαν οἱ χωριανοί, φώναξε:

— Ὀρὲ παιδιά! Ποιός σᾶς τὶς ἔφερε αὐτὲς τὶς κουβέντες; Μὴ μιλᾶτε, μωρὲ παιδιά μου, ὅπως θέλει ἡ καρδιά σας καὶ σᾶς δοκιμάση ὁ Θεός!...

— Εἶναι ἀλήθεια, μπάρμπα, αὐτὰ ποὺ λέμε! Εἶναι ἀλήθεια! ῟Ηταν κάτι Τσάμηδες στὴν Ἄρτα καὶ μὲ τὴν καταστροφὴ τῶν Τούρκων πέρασαν κι αὐτοὶ δῶθε χωρὶς διαβατήρια καὶ τράβηξαν γιὰ τὰ χωριά τους!

— Τοὺς εἶδες μὲ τὰ μάτια σου ἐσύ; τὸν ρώτησε ὁ γερο-προεστὸς μὲ δυσπιστία.

— Τοὺς εἶδα καί μίλησα μαζί τους καὶ μοῦ τὰ εἶπαν ὅλα!

— Ποιά μέρα φύγαν ἀπὸ τὴν Ἄρτα οἱ Τσάμηδες;

— Τὴ Μεγάλη Παρασκευή. ῏Ηρθαν ἀπ’ τὰ Λακκοχώρια, πέρασαν ἀπὸ τὸν Καλαμὰ ψὲς τὸ σουρούπωμα καὶ τράβηξαν νύχτα γιὰ τὰ χωριά τους...

— Ὀρέ, δὲν ἔχει κανένας ἀπὸ σᾶς ἄρματα; βροντοφώνησε ὁ γερο-προεστὸς πνιγμένος ἀπὸ τὴ χαρά του. ῾Η Πασχαλιὰ θέλει ἀρνιά, ὁ ῾Αὶ- Γιώργης κατσίκια, ὁ γάμος κριάρια, κὶ ἡ λευτεριὰ τουφέκια! Δὲν ἔχει κανένας ἀπὸ σᾶς ἄρματα γιὰ νὰ ρίξουμε καὶ νὰ χαιρετήσουμε τὴ λευτεριά; Πεντακόσια χρόνια δοῦλοι, ὀρὲ παιδιά, καὶ νὰ μὴν ἕχουμε σήμερα ἕνα τουφέκι νὰ ρίξουμε καὶ νὰ καλωσορίσουμε τὴ λευτεριά μας;

— Ἀμ τί ρωτᾶς; τοῦ ἀπολογήθηκε ἕνας. Δὲ μᾶς τά ᾽μασαν ὅλα τ’ ἄρματα οἱ Τοῦρκοι; Ποιανοῦ ἄφηκαν τουφέκι ἢ πιστόλα;

— Ὀρέ, δὲν, ἔχει κανένας ἕνα παλιοτούφεκο, μιὰ παλιοπιστόλα; ξαναρώτησε.

— Ἀμ τώρα, γερο - μπάρμπα, τοῦ εἶπε ἕνας, θὰ πλακώσουν γκράδες καὶ βελονωτὰ ὅσα θέλεις! Ὄρεξη νά’ χης νὰ τουφεκᾶς. Τουφέκια καὶ φυσέκια χάρισμα.

— Μωρέ, ἐγὼ τὸ θέλω αὐτὴ τὴ στιγμή, δὲν τὸ θέλω ὕστερα! Τί νὰ τὸ κάμω ὕστερα; Ἔχει, ὀρέ, κανένας σας κανένα παλιοτούφεκο γιὰ μιὰ φορά, καὶ τοῦ τὸ γυρίζω πίσω! Ἕνα ἀρνὶ διαλεχτὸ δίνω γιὰ ἕνα παλιοτούφεκο γεμάτο.

Σ’ αὐτὸ ἐπάνω ζυγώνει μιὰ γριὰ καὶ τοῦ λέει:

— Δίν’ ς τ’ ἀρνί;

— Μωρ’ ἔχεις ἄρματα, γρια-Τόλαινα;

— Μά τὸ ξύλο πόχω φάει ἀπ’ τοὺς ἀντίχριστους γιὰ νὰ μὴν τοὺς τὸ μαρτυρήσω!

— Τουφέκι εἶναι;

— Ναί, τουφέκἰ τοῦ μακαρίτη!...

Κι ἡ γριὰ ἄρχισε νὰ κλαίη τὸ μακαρίτη της.

— Ἄφησε τὰ κλάματα, γριά, καὶ σύρε νὰ μοῦ φέρης τὸ τουφέκι στὸ σπίτι, νὰ σοῦ δώσω τ’ ἀρνί...

Ὅλο τὸ χωριὸ ἦταν τρελὸ ἀπ’ τὴ χαρά του. Ἀπὸ τὰ λόγια, ἀπὸ τὰ φερσίματα, ἀπὸ τὸ περπάτημα, νόμιζε κανεὶς πὼς ὅλος ἐκεῖνος ὁ κόσμος εἶχε φάει τὸ ζουρλόχορτο. Ὡς κι αὐτὰ τὰ λιανοπαίδια, ποὺ δὲν μπορούσανε νὰ καταλάβουν καλὰ - καλὰ τί θὰ πῆ λευτεριά, φώναζαν ψαλμωδικά:

— ῎Εγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας! ῎Εγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας!

— Μωρέ, Πασχαλιὰ μᾶς τὴν ἔστειλε ὁ Μεγαλοδύναμος τὴ χαρὰ τῆς λευτεριᾶς μας, ἔλεγε ὁ ἕνας.

— Τέτοιο καλὸ δὲν μποροῦσε νὰ ᾽ρθῆ ἄλλη μέρα παρὰ Πασχαλιά, ἀπαντοῦσε ὁ ἄλλος.

— Δοξασμένος νά ᾽ναι ὁ Κύριος!

Μὲ  τέτοιες  κουβέντες  ὁ  κόσμος  ὅλος  μπῆκε  στὸ  χωριό,  καὶ κάθε  φαμίλια  πήγαινε  στὸ  σπίτι  της.  Οἱ  αὐλὲς  τῶν  σπιτιῶν φεγγοβολοῦσαν ἀπὸ τὶς ψησταριὲς τῶν ἀρνιῶν, ποὺ στριφογύριζαν ἐπάνω στὴ θράκα.

Ὅταν ὁ γερο-προεστὸς ἔφτασε στὸ σπίτι του, βρῆκε στὴν αὐλόθυρα τὴ γριὰ μὲ τὸ τουφέκι στὰ χέρια νὰ περιμένη. Μόλις τὴν εἶδε, ρίχτηκε ἐπάνω της νὰ τῆς τὸ πάρη.

— Τ’ ἀρνὶ πρῶτα! τοῦ φωνάζει ἡ γριά.

— Μωρὲ ἕνα ἀρνὶ μονάχα γυρεύεις, κουτή; τῆς λέει ὁ προεστός. Ἐγὼ τέτοια μέρα σφάζω ὅλο τὸ κοπάδι καὶ καίω καὶ τὸ σπίτι μου ἀκόμα!

Καὶ σὰ νὰ προσβλήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τῆς γριᾶς, ἔκραξε ἕνα ἐγγόνι του, ποὺ εἶχε ἀνεβῆ στὸ σπίτι:

— Ὀρὲ Κίτσο! Κίτσο ὀρέ!

— Ὅρισε,  παππού!  τοῦ  ἀπολογήθηκε  τὸ  παιδί,  παλικάρι  ὡς δεκατεσσάρων - δεκαπέντε χρονῶν.

— Νὰ πεταχτῆς, ὀρέ, στὴ στάνη καὶ νὰ ξεκόψης δεκαπέντε ὡς εἴκοσι ἀρνιὰ καλά. Γρήγορα! Ἀκόμα ἐδῶ εἶσαι!...

Τὸ παιδὶ λάκκισε σὰν ἐλάφι στὴ στάνη, ἀλλὰ ὁ γερο-προεστός, θέλοντας νὰ δείξη ὅλη τὴ χαρὰ τῆς καρδιᾶς του, φώναξε τὸ διαλαλητὴ τοῦ χωριοῦ:

— Ὀοοορὲ Νάσο! Νάσο ὀρεεέε!

— ῎Εφτασα, μπάρμπα, ἀπολογήθηκε μιὰ φωνὴ ἐκεῖ γύρω ἀπὸ τὰ σπίτια.

— Νὰ βγῆς, ὀρέ, στὴ ράχη καὶ νὰ διαλαλήσης στὸ χωριὁ πὼς ὅποιος δὲν ἔχει ἀρνί, νὰ ᾽ρθῆ στὸ σπίτι μου νὰ πάρη!...

῾Η γριὰ ὅμως, μ’ ὅλα αὐτὰ ποὺ γίνονταν, κρατοῦσε τὸ τουφέκι μὲ τὰ δυό της χέρια καὶ δὲν τό ᾽δινε πρὶν τῆς φέρουν πρῶτα τ’ ἀρνί.

— Δὲν τὸ δίνω ἀκόμα, ἔλεγε· θέλω τ’ ἀρνὶ πρῶτα!

Τοῦ Νάσου ἡ φωνὴ ξεχύθηκε σ’ ὅλο τὸ χωριὸ σὰ δυνατὸς βοριάς, κι ὅσοι δὲν εἶχαν ἀρνὶ ἔτρεξαν στὸ σπίτι τοῦ προεστοῦ. ῎Ετρεξαν ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν, ὄχι γιὰ νὰ ζητήσουν κι αὐτοί ἀλλὰ γιὰ νὰ δοῦν μὲ τὰ μάτια τους τὸ ψυχικὸ τοῦ προεστοῦ. Δὲν πέρασε πολλὴ ὥρα καὶ νά σου, ἔφτασε κι ὁ Κίτσος μ’ ἕνα κοπάδι ἀρνιά.

— Τὸ καλύτερο τῆς γριᾶς! φώναξε ὁ προεστός, καὶ στὴ στιγμὴ ὁ πιστικός, ποὺ ἐρχόταν μαζὶ μὲ τὸν Κίτσο, ἅρπαξε ἀπ’ τὸ λαιμό ἕνα λάγιο ἀρνί, μὲ μιὰ βούλα ἂσπρη στὸ μέτωπο σὰν τὸν αὐγερινό, ποὺ ἦταν μιὰ ὀργιὰ βγαλμένος ἐκείνη τὴν ὥρα.

῾Η γριὰ μὲ τό ᾽να χέρι ἅρπαξε τ’ ἀρνὶ καὶ μέ τ’ ἄλλο τρεμάμενο ἔδινε τὸ τουφέκι στοῦ προεστοῦ τὰ χέρια, ἀπὸ φόβο μὴν ἦταν ψέμα τὸ τάξιμο. ῞Υστερ’ ἀπὸ τὴ γριὰ πῆραν ἀπὸ ἕνα ἀρνὶ ὅσοι δέν εἶχαν, κι ὁ προεστός, παίρνοντας τὸ τουφέκι στὸ χέρι του, εἶπε στὴ γριά:

— Γεμάτο εἶναι, ἀρή;

— Γεμάτο! ὅπως τό ᾽χει ἀφήσει ὁ μακαρίτης.

— Μωρέ, εἶν’ ἀκέρια πέντε χρόνια ἀπὸ τότε. Φοβοῦμαι μὴ δὲν πάρη φωτιὰ καὶ ντροπιαστῶ!

Σηκώνει τὸ λύκο καὶ λέει:

— Χριστὸς Ἀνέστη, ὀρ’ ἀδέρφια. Χριστὸς Ἀνέστη! Καλῶς μᾶς ἦρθ’ ἡ λευτεριά!

Τὸ παλιοτούφεκο βρόντηξε καὶ τράνταξε τὸ χωριό, καὶ μὲ τὸ βρόντημά του σωριάστηκε κάτω κι ὁ προεστὸς ἄψυχος!

Ρίχνονται ἐπάνω του δικοὶ καὶ ξένοι, φέρνουν ἀναμμένα δαδιά, τοῦ ρίχνουν νερό, τίποτε. Εἶχε ξεψυχήσει. Τὸν εἶχε σκοτώσει ἡ χαρά.

«Πασχαλινὰ Διηγήματα»
Χρἡστος Χριστοβασίλης