Μνήμη Θανάτου (Λαϊκὴ Παράδοση)
Τὶ μὲ κοιτὰζεις ἄνθρωπε; κἀγὼ ἄνθρωπος ἤμην,
κι ἀπό ὁμοίαν ὡς καὶ σύ, ἤμην πλασμένος ζύμην.
Τὶ μὲ κοιτὰζεις ἄνθρωπε; κἀγὼ ἄνθρωπος ἤμην,
κι ἀπό ὁμοίαν ὡς καὶ σύ, ἤμην πλασμένος ζύμην.
Κἀγὼ ὑπῆρχον ἄλλοτε, ὅ,τι καὶ σύ ῾σαι τώρα,
καὶ σὺ ὡς εἶμαι τώρα γώ, νὰ γίνῃς θά ἒλθῃ ὥρα.
καὶ σὺ ὡς εἶμαι τώρα γώ, νὰ γίνῃς θά ἒλθῃ ὥρα.
Τὸ δρέπανόν του τὸ βαρὺ ὁ θάνατος συστρέφει,
μικρούς, μεγάλους πάντοτε, θερίζει, καταστρέφει.
μικρούς, μεγάλους πάντοτε, θερίζει, καταστρέφει.
Τὴν ἡλικίαν, τίτλους καὶ εὐγένειαν δὲν βλέπει,
καὶ τὴν σκληράν τ᾿ ἀπόφασιν, ποσῶς δὲν μετατρέπει.
καὶ τὴν σκληράν τ᾿ ἀπόφασιν, ποσῶς δὲν μετατρέπει.
Τὸ σκῆπτρον, τὸ διὰδημα, τὴν μεγαλοφυΐαν,
εἰς τοῦ τάφου τὴν ισότητα, τὰ ῥίπτει μ᾿ ἀσπλαχνίαν.
εἰς τοῦ τάφου τὴν ισότητα, τὰ ῥίπτει μ᾿ ἀσπλαχνίαν.
Καὶ πλούσιον καὶ πένητα, ἄρχοντα, στρατιώτην,
εἰς τάφου φυλακήν στενήν τὸν καθιστᾷ δεσμῶτην.
εἰς τάφου φυλακήν στενήν τὸν καθιστᾷ δεσμῶτην.
Ὅμως μετὰ τὸν θάνατον ὑπάρχει κόσμος ἄλλος,
ἐκ᾿ εἶναι τίτλος καὶ βαθμός, ἐκεῖ πλοῦτος μεγάλος.
ἐκ᾿ εἶναι τίτλος καὶ βαθμός, ἐκεῖ πλοῦτος μεγάλος.
Χρυσεστεμμέν᾿ ἡ ἀρετὴ μ᾿ ἀθάνατον βραϐεῖον,
μακαριότης ἄπαυστος μακρὰν ἀπὸ δακρύων.
μακαριότης ἄπαυστος μακρὰν ἀπὸ δακρύων.
Λοιπὸν εἰς τὴν χώραν τ᾿ Οὐρανοῦ ἂν θὲλῃς σὺ νὰ φθάσῃς,
Εὐαγγελίου τὴν ὁδὸν φρόντισον νὰ περάσῃς.
Ἡ γῆ ἅπασα ἓν μνῆμα, καὶ ὁ κόσμος εἶν᾿ ἓν θῦμα, νεκροθάπτης ὁ καιρός.
Εὐαγγελίου τὴν ὁδὸν φρόντισον νὰ περάσῃς.
Ἡ γῆ ἅπασα ἓν μνῆμα, καὶ ὁ κόσμος εἶν᾿ ἓν θῦμα, νεκροθάπτης ὁ καιρός.
Ὡς εἰς τὸν βράχον θραύεται τὸ ἓν μετ᾿ ἄλλο κῦμα,
αἰ γενεαὶ παρέρχονται καὶ σπῶσιν εἰς τὸ μνῆμα
Καὶ ὁ ἀνεμοστρόϐιλος γοργὸς περνᾷ τῶν χρόνων,
καὶ τὴν σκηνήν τοῦ σύμπαντος ὁ θάνατος σαρώνων.
καὶ τὴν σκηνήν τοῦ σύμπαντος ὁ θάνατος σαρώνων.
Ἀθάνατος ὑψοῦται, κ᾿ ἡ γῆ ἓν κοιμητήριον Ἰωασαφάτ ἁπλοῦται...
Στρέφει ὀ κόσμος ἂπαυστα καὶ εἰς κάθε γύρισμ,ά του
Στρέφει ὀ κόσμος ἂπαυστα καὶ εἰς κάθε γύρισμ,ά του
ἕνα κρημνίζει ἀπ᾿ ἐδῶ, κι᾿ ἄλλον ἐκεῖ σηκώνει·
κι᾿ ἐκεῖνος ποὺ σηκώνεται πατεῖ τὸν ἀποκάτου,
καὶ λησμονεῖ ὅτι κι᾿ αυτόν θὰ τὸν πατήσουν σκόνη.
Ἅνθρωπε ὑπερήφανε σταμάτησε τὸ βῆμα,
καὶ μετὰ προσοχῆς πολλῆς θεώρησον τὸ μνῆμα.
κι᾿ ἐκεῖνος ποὺ σηκώνεται πατεῖ τὸν ἀποκάτου,
καὶ λησμονεῖ ὅτι κι᾿ αυτόν θὰ τὸν πατήσουν σκόνη.
Ἅνθρωπε ὑπερήφανε σταμάτησε τὸ βῆμα,
καὶ μετὰ προσοχῆς πολλῆς θεώρησον τὸ μνῆμα.
Πῶς δέχεται τὸ εὔθαρτον καὶ ἄχαρόν σου Σῶμα,
ποὺ χῶμα ἦτον πρώτερον καὶ θὲ νὰ γίνῃ χῶμα.
Ματαιότης Ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον.
Τὸ ἄνθος μαραίνεται, τὸ φύλλο ξεραίνεται, ὁ κόσμος περνᾷ.
Καὶ μόνος ὁ θάνατος ὑπάρχει ἀθάνατος, αὐτός δὲν γερνᾷ.
ποὺ χῶμα ἦτον πρώτερον καὶ θὲ νὰ γίνῃ χῶμα.
Ματαιότης Ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης, ὅσα οὐχ ὑπάρχει μετὰ θάνατον.
Τὸ ἄνθος μαραίνεται, τὸ φύλλο ξεραίνεται, ὁ κόσμος περνᾷ.
Καὶ μόνος ὁ θάνατος ὑπάρχει ἀθάνατος, αὐτός δὲν γερνᾷ.