Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος
Ο ΑΒΒΑΣ Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος ἐπισκέφθηκε κάποτε ἕνα κοινόβιο καὶ βλέποντας ἕναν ἀδελφὸ νὰ ἁμαρτάνει τὸν κατέκρινε. Ὅταν ἀναχώρησε στὴν ἔρημο ἦρθε ἄγγελος Κυρίου καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν εἴσοδο τοῦ κελιοῦ του λέγοντας
- Δὲν σ᾽ ἀφήνω νὰ μπεῖς μέσα.
Ἐκεῖνος τότε τὸν παρακαλοῦσε
- Τί ἔκανα;
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ ἀποκρίθηκε
- Μ᾽ ἔστειλε ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐντολὴ “πές του: ποῦ διατάζεις νὰ βάλω τὸν ἁμαρτωλὸ ἀδελφὸ ποὺ κατέκρινες;”
Κι ἐκεῖνος ἀμέσως μετανόησε καὶ εἶπε
- Ἁμάρτησα, συγχώρησέ με.
Καὶ ὁ ἄγγελος εἶπε
- Σήκω, σὲ συγχώρησε ὁ Θεός. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς πρόσεξε νὰ μὴν κρίνεις κανένα πρὶν τὸν κρίνει Ἐκεῖνος.[2]
Ο ΑΒΒΑΣ Ἰσαὰκ ὁ Θηβαῖος ἐπισκέφθηκε κάποτε ἕνα κοινόβιο καὶ βλέποντας ἕναν ἀδελφὸ νὰ ἁμαρτάνει τὸν κατέκρινε. Ὅταν ἀναχώρησε στὴν ἔρημο ἦρθε ἄγγελος Κυρίου καὶ στάθηκε μπροστὰ στὴν εἴσοδο τοῦ κελιοῦ του λέγοντας
- Δὲν σ᾽ ἀφήνω νὰ μπεῖς μέσα.
Ἐκεῖνος τότε τὸν παρακαλοῦσε
- Τί ἔκανα;
Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ ἀποκρίθηκε
- Μ᾽ ἔστειλε ὁ Θεὸς μὲ τὴν ἐντολὴ “πές του: ποῦ διατάζεις νὰ βάλω τὸν ἁμαρτωλὸ ἀδελφὸ ποὺ κατέκρινες;”
Κι ἐκεῖνος ἀμέσως μετανόησε καὶ εἶπε
- Ἁμάρτησα, συγχώρησέ με.
Καὶ ὁ ἄγγελος εἶπε
- Σήκω, σὲ συγχώρησε ὁ Θεός. Ἀπὸ δῶ κι ἐμπρὸς πρόσεξε νὰ μὴν κρίνεις κανένα πρὶν τὸν κρίνει Ἐκεῖνος.[2]