Σταχυολογήματα
Mιχαλης Kαρακατσανης
ὍΠΟΥ βρίσκεται ὁ Θεός, ἐκεῖ δὲν ὑπάρχει κακό. Ὅλα ὅσα προέρχονται ἀπὸ τὸ Θεό, ἔχουν μέσα τους τὴν εἰρήνη καὶ ὁδηγοῦν τὸν ἄνθρωπο στὴν αὐτοκατάκριση καὶ τὴν ταπείνωση.
«Ἡ πίστη χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι νεκρή» (Ἰακ. 2:26). Ἡ ἀληθινὴ πίστη δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει χωρὶς τὰ ἔργα. Ὅποιος πραγματικὰ πιστεύει, ἐκεῖνος ὁπωσδήποτε θὰ κάνει καί καλὰ ἔργα.
Ἂν ὁ ἄνθρωπος, ἀπὸ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἀπὸ ἀφοσίωση στὴ ζωὴ τῆς ἀρετῆς, δὲν πολυμεριμνᾶ γιὰ τὸν ἑαυτό του, πιστεύοντας ὅτι γι’ αὐτὸν φροντίζει ὁ Θεός, αὐτή του ἡ ἐμπιστοσύνη στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ εἶναι καὶ γνήσια καὶ συνετή.
Ὅποιος πραγματικὰ ἀγαπάει τὸ Θεό, θεωρεῖ τὸν ἑαυτὸ του ταξιδιώτη καὶ ξένο στὴ γῆ αὐτή. Στὴν ἐπιδίωξή του νὰ ἑνωθεῖ μὲ τὸ Θεό, Αὐτὸν μονάχα ἀτενίζει συνεχῶς μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά του.
Ὁ ἄνθρωπος ποὺ θ’ ἀποφασίσει νὰ ζήσει τὴν ἐσωτερικὴ ζωή, πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα πρέπει νὰ ἔχει τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι καὶ ἡ ἀρχὴ τῆς σοφίας (Παροιμ. 1:7).
Ὁ νοῦς τοῦ προσεκτικοῦ ἀνθρώπου μοιάζει μὲ ἄγρυπνο φύλακα καὶ φρουρὸ τῆς ἐσωτερικῆς Ἱερουσαλήμ. Ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, βλέπει μὲ τὸ καθαρὸ του μάτι τὶς ἐνάντιες δυνάμεις, γύρω του καὶ μέσα στὴν ψυχή του, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ψαλμωδοῦ: «Καὶ εἶδαν τὰ μάτια μου τί ἔπαθαν οἱ ἐχθροί μου» (Ψαλμ. 53:9).
Ὁ ἄνθρωπος, ὅσο ἔχει τὴ σάρκα του, μοιάζει μὲ ἀναμμένο κερί. Ὅπως τὸ κερὶ εἶναι προορισμένο νὰ λιώσει, ἔτσι καὶ ὁ ἄνθρωπος νὰ πεθάνει. Ἡ ψυχή του ὅμως εἶναι ἀθάνατη, γι’ αὐτὸ καὶ πρέπει νὰ μεριμνοῦμε περισσότερο γιὰ τὴν ψυχὴ παρὰ γιὰ τὸ σῶμα: «Τί ὠφελεῖται ὁ ἄνθρωπος, ἂν κερδίσει ὁλόκληρο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του; Ἢ τί μπορεῖ νὰ δώσει ὁ ἄνθρωπος ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὴν ψυχή του;» (Ματθ. 16:26).
Ἂν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος νὰ δοκιμάσει ὁ ἄνθρωπος ἀσθένειες, τότε Ἐκεῖνος θὰ τοῦ δώσει καὶ τὴ δύναμη τῆς ὑπομονῆς.
Πρέπει νὰ συνηθίσεις τὸ νοῦ σου νὰ «κολυμπάει» μέσα στὸ νόμο τοῦ Κυρίου. Κάτω ἀπὸ τὴν καθοδήγηση Ἐκείνου νὰ προσαρμόζεις καὶ τὴ ζωή σου.
Ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς ἀποκτᾶται μὲ τὶς θλίψεις. Ἡ Γραφὴ λέει: «Περάσαμε ἀπό τὴ φωτιὰ καὶ τὸν κατακλυσμὸ τῶν θλίψεων. Τελικὰ, ὅμως, μᾶς ὁδήγησες σὲ τόπο ἀναψυχῆς» (Ψαλμ. 65:12).
Τίποτε δὲν συμβάλλει τόσο στὴν ἀπόκτηση τῆς ἐσωτερικῆς εἰρήνης, ὅσο ἡ σιωπὴ καὶ ἡ συζήτηση μὲ τὸν ἑαυτό μας μᾶλλον παρὰ μὲ τοὺς ἄλλους.
Μπορεῖς, βλέποντας τὸν ἥλιο μὲ τὰ φυσικὰ μάτια, νὰ μὴ χαίρεσαι; Μὰ πόσο μεγαλύτερη χαρὰ θὰ νιώθεις, ὅταν ὁ νοῦς σου βλέπει μὲ τὰ ἐσωτερικὰ μάτια τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης, τὸ Χριστό;
Γιὰ νὰ διατηρήσεις τὴν ψυχικὴ εἰρήνη, πρέπει νὰ διώχνεις ἀπὸ κοντά σου τὴν ἀθυμία, νὰ προσπαθεῖς νὰ ἔχεις τὸ πνεῦμα τῆς χαρᾶς, νὰ ἀποφεύγεις τὴν κατάκριση τῶν ἄλλων καὶ νὰ συγκαταβαίνεις στὶς ἀδυναμίες τῶν ἀδελφῶν σου.
Κάθε πρόοδο καὶ ἐπιτυχία, σ’ ὁποιονδήποτε τομέα τῆς ζωῆς μας, πρέπει νὰ τὶς ἀποδίδουμε στὸν Κύριο. Καὶ μαζὶ μὲ τὸν προφήτη νὰ λέμε: «Ὄχι σ’ ἐμᾶς Κύριε, ὄχι σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ στ’ ὄνομά σου δῶσε δόξα» (Ψαλμ. 113:9).
Στὸ 35ο ἔτος τῆς ἡλικίας του, δηλαδὴ στὰ μισά περίπου τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, ὁ ἄνθρωπος
κάνει συνήθως μεγάλο ἀγώνα γιὰ νὰ συγκρατήσει τὸν ἑαυτό του. Πολλοί, σ’ αὐτὴ τὴν ἡλικία, δὲν παραμένουν στὸ δρόμο τῆς ἀρετῆς. Ξεφεύγουν καὶ ἀκολουθοῦν τὸ δρόμο τῶν ἐπιθυμιῶν τους.
Ὅποιος θέλει νὰ σωθεῖ, πρέπει νὰ διατηρεῖ τὴν καρδιά του σὲ κατάσταση μετάνοιας καὶ συντριβῆς: «Θυσία εὐάρεστη γιὰ τὸ Θεὸ εἶναι ἡ ψυχὴ ποὺ ἔχει συντριβεῖ μὲ τὴ μετάνοια. Ποτὲ δὲν θὰ καταφρονήσει ὁ Θεὸς καρδιὰ ποὺ νιώθει συντριβὴ καὶ ταπείνωση» (Ψαλμ. 50:19).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσπαθεῖ νὰ ἔχει καρδιὰ ταπεινὴ καὶ λογισμὸ εἰρηνικό, τότε ὅλες οἱ σκευωρίες τοῦ ἐχθροῦ μένουν ἀνενέργητες. Γιατί ὅπου ὑπάρχει ἡ εἰρήνη τῶν λογισμῶν, ἐκεῖ ἀναπαύεται ὁ ἴδιος ὁ Θεός.
Ἡ ἀπελπισία εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ τοῦ διαβόλου. Εἶναι ἁμαρτία θανάσιμη.
Προτοῦ ἀκούσεις τὸν ἄλλον, δὲν πρέπει ν’ ἀπαντᾶς. «Ἐκεῖνος ποὺ ἀποκρίνεται χωρὶς ν’ ἀκούσει πρῶτα, εἶναι ἀσύνετος καὶ ντροπιάζετα黨 (Παρ. 18:13).
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ κάτι τὸ θεϊκὸ μέσα του, ἡ καρδιὰ του χαίρεται. Ὅταν, ἀντίθετα, δεχθεῖ κάτι τὸ διαβολικό, τότε συγχύζεται καὶ ταράζεται.
Ὅποιος σηκώνει τὴν ἀρρώστια μὲ ὑπομονὴ καὶ εὐγνωμοσύνη στὸ Θεό, στεφανώνεται σὰν μάρτυρας. Πρέπει νὰ διώχνουμε μακριὰ τοὺς ἀκάθαρτους λογισμούς, ἰδιαίτερα ὅταν προσευχόμαστε στὸ Θεό. Γιατί δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ συνυπάρχουν ἡ δυσοσμία μὲ τὴν εὐωδία.
Ἂν ἐμεῖς δὲν συμφωνοῦμε μὲ τοὺς κακοὺς λογισμούς, ποὺ προέρχονται ἀπὸ τὸ διάβολο, κάνουμε πολὺ καλά. Γιατί τὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα μόνο στοὺς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους ἀσκεῖ ἀποτελεσματικὰ τὴν ἐπίδρασή του, ἐνῶ τοὺς ἀπαθεῖς προσπαθεῖ νὰ τοὺς ἐπηρεάσει ἀπὸ μακριά.
Ὁ νέος ἄνθρωπος εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ταράζεται ἀπὸ σαρκικοὺς λογισμούς. Πρέπει γι’ αὐτὸ νὰ προσεύχεται ἐπίμονα στὸ Θεό, γιὰ νὰ σβήνει τὴ σπίθα τῶν αἰσχρῶν ἐπιθυμιῶν μόλις ἐμφανίζεται. Ἔτσι δὲν θὰ δυναμώσει ποτὲ ἡ φλόγα.
Πρέπει νὰ τὰ ὑπομένουμε ὅλα γιὰ χάρη τοῦ Θεοῦ μὲ εὐχαρίστηση. Ἡ ζωή μας, συγκριτικὰ μὲ τὴν αἰωνιότητα, εἶναι μιὰ στιγμή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἀπόστολος λέει πὼς «ὅσα ὑποφέρουμε τώρα, δὲν ἰσοσταθμίζουν τὴ δόξα πού μᾶς ἐπιφυλάσσει ὁ Θεὸς στὸ μέλλον (Ρωμ. 8:18).
Ἂς ἀγαπήσουμε τὴν ταπεινοφροσύνη, γιὰ νὰ δοῦμε τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιατί ὅπου στάζει ἡ ταπεινοφροσύνη, ἐκεῖ ἀναβλύζει ἡ θεϊκὴ δόξα.
Χωρὶς τὸ φῶς, ὅλα εἶναι σκοτεινά. Καὶ χωρὶς τὴν ταπεινοφροσύνη, τίποτα δὲν ὑπάρχει μέσα στὸν ἄνθρωπο, παρὰ μόνο σκοτάδι.
Ὅπως τὸ κερί, ἂν δὲν ζεσταθεῖ καὶ δὲν μαλακώσει, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ πάνω του σφραγίδα, ἔτσι καὶ ἡ ψυχή, ἂν δὲν δοκιμαστεῖ μὲ τοὺς κόπους καὶ τὶς ἀσθένειες, δὲν μπορεῖ νὰ δεχθεῖ πάνω της τὴ σφραγίδα τῆς ἀρετῆς.
Στοὺς συνανθρώπους μας πρέπει νὰ φερόμαστε μὲ λεπτότητα, χωρὶς οὔτε μὲ τὸ βλέμμα μας νὰ τοὺς προσβάλλουμε.
Τὸν συγχυσμένο καὶ θλιμμένο ἄνθρωπο φρόντισε νὰ τὸν ἐνθαρρύνεις μὲ λόγια ἀγάπης.
Γιὰ τὴν ἀδικία πού σοῦ προξενοῦν οἱ ἄλλοι, ὅποια κι ἂν εἶναι αὐτή, δὲν πρέπει νὰ ἐκδικεῖσαι. Ἀπεναντίας, νὰ συγχωρεῖς ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς σου ἐκεῖνον ποὺ σὲ ἀδίκησε.
Δὲν πρέπει νὰ τρέφεις στὴν καρδιά σου μῖσος καὶ ἀντιπάθεια ἐναντίον ἐκείνου ποὺ σὲ ἐχθρεύεται. Ἀλλὰ νὰ τὸν ἀγαπᾶς καὶ νὰ τοῦ κάνεις ὅσο μπορεῖς τὸ καλό, ἀκολουθώντας τὴν ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ : « Ν΄ ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, νὰ εὐεργετεῖτε αὐτοὺς πού σᾶς μισοῦν» (Ματθ. 5:44).
Ἡ πύλη τῆς μετάνοιας εἶναι γιὰ ὅλους ἀνοιχτή, καὶ κανεὶς δὲν ξέρει ποιὸς θὰ τὴν πρωτοπεράσει · ἐσύ, πού κατακρίνεις τὸν ἄλλον, ἢ αὐτός, πού κατακρίνεται ἀπὸ σένα;
Κατάκρινε πάντοτε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ πάψεις νὰ κατακρίνεις τοὺς ἄλλους.
Μπορεῖς νὰ κατακρίνεις μιὰ πράξη κακή, ποτὲ ὅμως ἐκεῖνον ποὺ τὴν ἔκανε.
Ὅταν ἐγκαταλειφθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ Θεό, τότε ὁ διάβολος εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν ἀφανίσει, ὅπως ἀφανίζει ἡ μυλόπετρα τὸ σπόρο τοῦ σιταριοῦ.
Ἡ περιττὴ μέριμνα γιὰ τὰ βιοτικὰ πράγματα εἶναι γνώρισμα ἀνθρώπου ἄπιστου καὶ μικρόψυχου. Καὶ εἶναι συμφορά, ἂν φροντίζουμε οἱ ἴδιοι γιὰ τὸν ἑαυτό μας, καὶ δὲν στηριζόμαστε στὸ Θεό, ποὺ φροντίζει γιὰ μᾶς!
Εἶναι καλύτερα νὰ περιφρονοῦμε ὅσα δὲν εἶναι δικά μας, δηλαδὴ τὰ πρόσκαιρα καὶ τὰ παροδικά, καὶ νὰ ζητᾶμε τὰ δικά μας, δηλαδὴ τὰ ἄφθαρτα καὶ τὰ αἰώνια.
Ἡ θλίψη εἶναι τὸ σκουλήκι τῆς καρδιᾶς, ποὺ κατατρώει τὴ μητέρα ποὺ τὸ γέννησε.
Ὅποιος νίκησε τὰ πάθη, αὐτὸς νίκησε καὶ τὴ θλίψη. Ὅποιος νικιέται ἀπὸ τὰ πάθη, δὲν θ’ ἀποφύγει τὰ δεσμὰ τῆς θλίψεως. Ὅπως ὁ ἄρρωστος φαίνεται ἀπὸ τὸ χρῶμα τοῦ προσώπου του, ἔτσι καὶ ὁ ἐμπαθὴς ἀπὸ τὴν κατάθλιψη.
Ὁ Κύριος φροντίζει γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ὁ ἀνθρωποκτόνος ὅμως διάβολος προσπαθεῖ νὰ μᾶς ὁδηγήσει στὴν ἀπελπισία.
Δὲν πρέπει νὰ κλονιζόμαστε στὴν πνευματικὴ ζωὴ ἀπὸ καμιὰ ἐχθρικὴ δύναμη. Ἀντίθετα, νὰ στηριζόμαστε στὰ λόγια τοῦ Θεοῦ : «Μὴ φοβηθεῖτε ὅ,τι αὐτοὶ φοβοῦνται, οὔτε νὰ ταραχθεῖτε, γιατί ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας. Μόνο τὸν Κύριο νὰ τιμᾶτε ὡς ἅγιο, καὶ μόνο αὐτὸς νὰ σᾶς ἐμπνέει σεβασμὸ καὶ φόβο» (πρβλ. Ἡσ. 8:12-13).