Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

OΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

OΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ: Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ

Μὲ ἀφορμὴ τὸ Ἑωθινὸ Εὐαγγέλιο


Εικόνα

του Θεολόγου κ. Παν. ΣΗΜΑΤΗ

Ἐπισημαίνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος πώς, κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν τῶν Ἰουδαίων, ὁ Χριστὸς βρισκόταν συστηματικὰ ἀνάμεσα στοὺς Ἰουδαίους ποὺ συνέρρεαν στὰ Ἱεροσολύμα, γιὰ νὰ γιορτάσει μαζί τους καί, διὰ τῶν θαυμάτων καὶ τῆς διδασκαλίας Του, νὰ ἑλκύσει τὸν ἄδολο καὶ ἁπλὸ λαό. Διότι ὁ Χριστὸς εἶχε μεγαλύτερο ἐνδιαφέρον νὰ τοὺς ἰατρεύσει καὶ νὰ τοὺς προσφέρει τὴν σωτηρία, ἀπ’ ὅσο οἱ ἴδιοι ἐπιθυμοῦσαν τὴν θεραπεία.

«Τίνος οὖν ἕνεκεν τὰ Ἱεροσόλυμα συνεχῶς ὁ Χριστὸς καταλαμβάνει, καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς ἐπιχωριάζει τοῖς Ἰουδαίοις; ὥστε ἐπιλαβέσθαι τῶν ἀσθενούντων, ἵνα τὸ πλῆθος ἐπισπάσηται τὸ ἄδολον; Οὐ γὰρ τοσαύτην οἱ κάμνοντες εἶχον ἐπιθυμίαν ἀπαλλαγῆναι τῶν νοσημάτων, ὅσην ὁ ἰατρὸς ἐπεποίητο σπουδὴν ἀπαλλάξαι αὐτοὺς τῆς ἀρρωστίας. Ὅτε τοίνυν πλήρης ὁ σύλλογος αὐτῶν ἦν, τότε εἰς μέσον ἐρχόμενος τὰ πρὸς τὴν σωτηρίαν τῆς ἐκείνων ψυχῆς ἐπεδείκνυτο».
(Χρυσοστόμου Ἰω., Πρὸς Ἀνόμοιους, ὁμιλ. 12, καὶ Ὑπόμνημα εἰς Ἰωάννην).

Ὑπάρχουν καὶ σήμερα ἄνθρωποι ποὺ θὰ ἤθελαν νὰ βροῦν τὴν Μία Ἀλήθεια, ἀναζητοῦν νὰ θεραπευθοῦν ἀπὸ τὴν παράλυση τῆς κάθε ἁμαρτίας καὶ κακοδοξίας. Μὰ τὸ δυστύχημα εἶναι πὼς δὲν ὑπάρχουν οἱ θεραπευτές! Ἡ πλειονότης τῶν συγχρόνων «εἰς τύπον καὶ τύπον Χριστοῦ» ποιμένων ἔχουν καταντήσει ἀπὸ μαθητὲς Χριστοῦ, διεκπεραιωτὲς ἱεροπραξιῶν ἢ ἕνα εἶδος κοινωνικῆς πρόνοιας μὲ θρησκευτικὸ ἐπίχρυσμα, ἐκκοσμικευμένοι καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὴν οὐσία αὐτοῦ ποὺ ἦρθε νὰ προσφέρει ὁ Χριστὸς στὸν ἄνθρωπο.

Ὑπάρχουν, ἀσφαλῶς, καὶ ἐκεῖνοι οἱ πνευματικοὶ πατέρες ποὺ δίνουν ὅλες τους τὶς δυνάμεις γιὰ τὴν καθοδήγηση τοῦ συγχρόνου ἀνθρώπου, ἀλλὰ περιπίπτουν σὲ ἕνα ἄλλο «ἐκ δεξιῶν» πειρασμό: δείχνουν νὰ «ἀδιαφοροῦν» γιὰ τοὺς σύγχρονους «ἐντὸς τῶν τειχῶν» αἱρετικούς, τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν αἱρετικῶν στὴν Μία, Ἁγία, Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Τὸ δυστύχημα, ὅμως, εἶναι, πὼς αὐτὴ ἡ φαινομενικὴ «ἀδιαφορία», δὲν εἶναι πραγματικὰ ἀδιαφορία, ἀλλὰ μιὰ δειλία νὰ ἀντιπαρατεθοῦν μὲ τὴν ὀλιγομελῆ, ἀλλὰ καλὰ ὀργανωμένη οἰκουμενιστικὴ φατρία· καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀποτελεῖ ἀποδοχὴ τῆς συνωμοσίας σιωπῆς ποὺ ἔχει ἐπιβάλει πρωτίστως τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ὥστε νὰ μὴν ἐνημερώνονται οἱ πιστοὶ γιὰ τὴν αἱρετίζουσα πολιτικὴ τοῦ Φαναρίου!!! Ἀρνοῦνται, δηλαδή, οἱ πνευματικοὶ πατέρες, ἐπικαλούμενοι τὴν «διάκριση», νὰ προσεγγίσουν, νὰ κηρύξουν καὶ νὰ θεραπεύσουν, ὅσους ἔχουν προσβληθεῖ ἀπὸ τὴν παραλυσία τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ (ἀλλὰ καὶ τοῦ Παπισμοῦ, καὶ τοῦ Π.Σ.Ε.).

Ἀγνοοῦν ἄραγε τὴν πατερικὴ διδασκαλία, ὅτι ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ μολυσματικὴ καὶ δυσθεράπευτη ἀσθένεια; «Μὴ συμφιλιάζῃς αἱρετικοῖς, ἵνα μὴ συγκοινωνήσῃς τῇ κοινωνίᾳ αὐτῶν· ...ἕκαστος γὰρ θερίσει ὃ ἔσπειρε» (Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου, Περὶ μετανοίας καὶ κατανύξεως). «Εἰ δὲ ἐπὶ τῶν ἐν τοῖς ἠθικοῖς σφαλλομένων τοσαύτη ἐστὶν ἡ βλάβη, τί χρὴ λέγειν περὶ τῶν περὶ Θεοῦ κακοδοξούντων, οὓς ἡ κακοδοξία οὐδὲ ἐν τοῖς ἄλλοις ὑγιαίνειν ἐᾷ, παραδιδομένους ἅπαξ δι' αὐτὴν τοῖς τῆς ἀτιμίας πάθεσιν;» (Μ. Βασιλείου, Ὅροι κατ’ Ἐπιτομήν, Ἐρώτησις κʹ). Καί: «Τῶν αἱρετικῶν ἡ κακοδοξία, πάντοτε πηγαίνει εἰς τὸ χειρότερον καὶ γίνεται μεγαλυτέρα πληγή... Διὰ τοῦτο πρέπουν νὰ ἀποφεύγουν οἱ Χριστιανοὶ τούτους καὶ πάντας τοὺς αἱρετικοὺς ὡσὰν λοιμοὺς καὶ πανούκλας, ἵνα μὴ καὶ αὐτοὶ μὲ αὐτούς... ἀπωλεσθοῦν» (Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἑρμηνεία εἰς τὰς ΙΔ΄ Ἐπιστολὰς τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τ. 3ος, σελ. 318-319).

Πῶς εἶναι, λοιπόν, δυνατόν, στρουθοκαμηλίζοντας, νὰ ἀντιπαρέρχονται οἱ ποιμένες τὴν ζημίαν ποὺ ὑφίστανται οἱ πιστοί, ἐπικοινωνοῦντες μὲ ἐγχώριους αἱρετικοὺς οἰκουμενιστὲς (τῶν ὁποίων ἀγνοοῦν τὴν ὕπαρξη καὶ τὴν αἵρεση), ἀλλὰ καὶ τὴν «βλασφημία» ποὺ ἔγκειται στὴν διαστρέβλωση τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως καὶ τῆς δογματικῆς ἀλήθειας ποὺ διαπράττουν οἱ Οἰκουμενιστές; Πῶς ἀνέχονται τὴν ἐπίκληση φτηνῶν δικαιολογιῶν, ὥστε νὰ μὴ κατονομάζουν τοὺς αἱρετικούς, καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀντιλαμβάνονται ὅτι αὐτὲς οἱ «δικαιολογίες» ἐκφράζουν τὴν πεμπτουσία τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὶς ἔχουν ὑποβάλει οἱ ἴδιοι οἱ Οἰκουμενιστές;

1) Λέγουν π.χ. ἔνιοι πνευματικοὶ ὅτι ὁ Πατριάρχης διδάσκει «καὶ» ὀρθόδοξα πράγματα· λὲς καὶ δὲν διάβασαν ποτὲ ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, λὲς καὶ δὲν γνωρίζουν ὅτι οἱ περισσότεροι αἱρετικοὶ ξεκίνησαν «κατὰ τὰ ἄλλα» ὡς ὀρθόδοξοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ἕνα σημεῖο ποὺ ἐδίδασκαν κακοδόξως· λές καὶ δὲν γνωρίζουν (καὶ μᾶς ἔχουν οἱ ἴδιοι διδάξει), ὅτι ἡ αἵρεση συνίσταται στὴν ἀθέτηση «ἰῶτα ἑνὸς ἢ μιᾶς κεραίας», κατὰ τὴν διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου!

2) Λέγουν, ἐπίσης (ἀναλόγως σὲ ποιοὺς κάθε φορὰ ἀπευθύνονται): ἂς κοιτάξουμε τὸν ἑαυτό μας, τὴν κάθαρση ἀπὸ τὰ πάθη (κι αὐτὸ εἶναι πολὺ σωστό)· τὰ θέματα Πίστεως καὶ τῶν σχέσεών μας μὲ τοὺς αἱρετικοὺς εἶναι τῆς ἁρμοδιότητος τῶν ποιμένων (αὐτό, ὅμως, εἶναι μεγάλο λάθος καὶ σαφῶς ἀντιπατερικὴ θέση). Πῶς δὲν ἀντιλαμβάνονται, οἱ κληρικοί, ὅτι ἔτσι καταλύουν τὴν ἑνότητα τοῦ ὀρθόδοξου κηρύγματος καὶ τῆς ὀρθόδοξης ποιμαντικῆς;

Ὥστε, λοιπόν, οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ποὺ συνέδεαν ἄρρηκτα τὴν Πίστη καὶ τὸ Ἦθος, ποὺ θεωροῦσαν ἀδιανόητο τὴν πρόοδο στὴν πνευματικὴ ζωή, χωρὶς τὴν προϋπόθεση τῆς ὀρθῆς Πίστεως, χωρὶς τὴν ὁμολογία αὐτῆς τῆς Πίστεως καὶ τὴν διατήρηση ἀπαραχάρακτων τῶν Δογμάτων –ἀκόμη καὶ διὰ τοῦ μαρτυρίου, ὅλοι οἱ Ἅγιοι, λοιπόν, ἔσφαλαν; Ἀσφαλῶς καὶ ὄχι.

Γράφει ὁ Μ. Βασίλειος: Ὁ Κύριος εἶπε: «”Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, διδάσκοντες αὐτούς, οὐχὶ τὰ μὲν τηρεῖν, τῶν δὲ ἀμελεῖν, ἀλλὰ τηρεῖν πάντα», χωρὶς νὰ παραβλέπετε οὔτε καὶ ἕνα μικρό «τῶν διατεταγμένων», ἀφοῦ ὅλα εἶναι ἀναγκαία γιὰ τὴν σωτηρία σας. «Ἡμεῖς δὲ μίαν που τῶν ἐντολῶν πεποιηκέναι νομίσαντες (οὐ γὰρ ἂν φαίην ὅτι ποιήσαντες· πᾶσαι γὰρ ἀλλήλων ἔχονται, κατὰ τὸν ὑγιῆ τοῦ σκοποῦ λόγον, ὡς ἐν τῇ λύσει τῆς μιᾶς καὶ τὰς λοιπὰς ἐξ ἀνάγκης συγκαταλύεσθαι), οὐκ ἐπὶ τοῖς παρεθεῖσι τὴν ὀργὴν ἐκδεχόμεθα, ἀλλ' ἐπὶ τῷ κατορθωθέντι δῆθεν τὰς τιμὰς ἀναμένομεν» (Μ. Βασιλείου, Ἠθικοὶ λόγοι, Περὶ ἀρετῆς καὶ κακίας, λόγ. α΄).

Κι ἐδῶ βρίσκεται ὅλη ἡ εὐθύνη, τὸ προσωπικὸ δρᾶμα καὶ ἡ πτώση συγχρόνων κληρικῶν: ἐνῶ τὰ γνωρίζουν αὐτά, ἀποδέχονται σιωπηρὰ τέτοιες ἀντιπατερικὲς «λογικὲς» καὶ υἱοθετοῦν αὐτὴ τὴ στάση, διασπώντας καὶ καταλύοντας ἔτσι ὀφθαλμοφανῶς –καθ΄ ὅσον ἐξαρτᾶται ἀπ’ αὐτοὺς– τὴν ἑνότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ὡς ἑνότητα Πίστεως καὶ Ἤθους, ἡ ὁποία μᾶς συνδέει μὲ τὴν διαχρονικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ἐμποδίζοντας –ἀντὶ νὰ διευκολύνουν– τὴν ἀληθινὴ ἕνωσή μας μὲ τὸν Κύριο.

Γράφει ὁ ἱ. Χρυσόστομος: «Οὐ γὰρ ἀρκεῖ μία μόνον ἀρετὴ παραστῆσαι τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ μετὰ παρρησίας ἡμᾶς, ἀλλὰ πολλῆς δεῖ καὶ ποικίλης καὶ παντοδαπῆς καὶ πάσης αὐτῆς. Ἄκουε γὰρ αὐτοῦ λέγοντος τοῖς αὐτοῦ μαθηταῖς· Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Χρυσοστόμου Ἰω., Ἐκλογαὶ ἀπὸ διαφόρων λόγων).

Ἀρνοῦνται οἱ Ποιμένες ἐπίσημα καὶ –παρὰ τὶς ἐπισημάνσεις– ἐπίμονα, ὅτι ἡ ἑνότητα ὑπάρχει ὅπου συναντᾶται ἡ ὀρθὴ Πίστη καὶ ἐφαρμόζεται ἡ ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση, δηλ. στὴν Μία, Ἁγία Ἐκκλησία, ἀφήνοντας ἔτσι νὰ διεισδύουν στὸ σῶμα τῶν χριστιανῶν οἱ πρακτικὲς τῶν ἑκατοντάδων αἱρετικῶν ὁμολογιῶν, συνισταμένη τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ ὁ Οἰκουμενισμός. Τοῦτο σημαίνει ὅτι συμβιβάζονται μὲ τὴν αἵρεση καὶ παραδίδονται ἀμαχητὶ στοὺς ἡγέτες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.

Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐξοικειώνονται οἱ ἀκατήχητοι πιστοὶ μὲ τὴν αἵρεση καὶ ἐμποδίζεται ἡ θεραπεία τῶν αἱρετικῶν. Συμβαίνει, ὅμως, καὶ ἄλλη μιὰ ἀθέτηση· ἀρνοῦνται μιὰ βασικὴ Ἐντολή, ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῶν ἑτεροδόξων, μεταξὺ τῶν ὁποίων ὑπάρχουν πολλοί, ποὺ διψοῦν τὴν γνώση τῆς ἀληθινῆς ὀρθοδόξου ζωῆς καὶ διδασκαλίας.

Ἀρνοῦνται νὰ ἀπευθυνθοῦν καὶ νὰ συνομιλήσουν μὲ τὸν ἀγνοοῦντα λαὸ τῶν ἑτεροδόξων, ὅπως ἔκανε ὁ Κύριος, καὶ ἀντιθέτως –«ἀγαλλομένῳ ποδὶ»– διαλέγονται ἐπὶ δεκαετίες μὲ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ τὶς σκληρυμένες δομὲς τῆς κάθε αἵρεσης, τοὺς «ἀρχιερεῖς» δηλαδή, τοὺς «Σαδδουκαίους» καὶ τοὺς «Φαρισαίους» τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν καὶ τοὺς συνδαιτυμόνες τους.

Καὶ ἀρνοῦνται ἐπί δεκαετίες τώρα, νὰ ἀπευθυνθοῦν καὶ νὰ κηρύξουν Χριστὸ πρὸς τοὺς λαούς, γιατὶ δὲν θέλουν νὰ τὰ χαλάσουν μὲ τὶς ἐξουσίες τοῦ κόσμου τούτου, τοὺς ἄθεους Πάπες καὶ ὁμοφυλόφιλους ἱερεῖς καὶ ἱέρειες τῶν ἑτεροδόξων, αὐτοὺς ποὺ ἀποτελοῦν τοὺς συνευωχούμενους συνομιλητές τους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν εἰσαγάγει πληθώρα κακοδοξιῶν (ποιά νὰ πρωτομνημονεύσουμε;), ἔχουν καταλύσει πολλὲς ἀπὸ τὶς Ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ οὐδεμία διάθεση δείχνουν νὰ ἐπανορθώσουν καὶ νὰ ἐπανέλθουν στὴν Μία Ἐκκλησία. Ἔχουν πάθει ἀμνησία καὶ δὲν ἐνθυμοῦνται τὴν Ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ, «ὅστις λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».

Ἔχουν, μὲ ἄλλα λόγια, ἐμπιστευθεῖ τὴν σωτηρία τῶν αἱρετικῶν στοὺς ἀρχηγοὺς τῶν αἱρέσεων(!), κατὰ τῶν ὁποίων ὁ Κύριος ἐξαπέλυσε τὰ «οὐαί». Ἀρνοῦνται οἱ ἴδιοι νὰ μιμηθοῦν τὸ Χριστό, νὰ παρευρεθοῦν στοὺς χώρους τῶν ἁπλῶν αἱρετικῶν, νὰ διδάξουν πὼς μόνο ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προσφέρει ἀληθινὴ ζωὴ καὶ σωτηρία, καὶ ἔτσι, νὰ ὁμολογήσουν Χριστό. Καὶ τὸ ἀρνοῦνται, γιατὶ ἔχουν συμφωνήσει μὲ τοὺς συνομιλητὲς τους ἑτερόδοξους, νὰ μὴ διδάσκουν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ μὴ καλοῦν πρὸς σωτηρία τοὺς αἰρετικοὺς τῆς Δύσεως!

Κάνουν δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο ἀπ’ αὐτὸ ποὺ ἐδίδαξε ὁ Χριστός, ὁ Ὁποῖος ἔδωσε Ἐντολὴ νὰ πορευτοῦν σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ὄχι συμβιβαζόμενοι εἰς τὰ τῆς Πίστεως, ἀλλὰ κηρύττοντες «Μίαν πίστιν», «ἓν βάπτισμα», «Μίαν Ἐκκλησίαν».

Ἔτσι, ἐμποδίζουν οἱ ἴδιοι οἱ ὀρθόδοξοι κληρικοὶ μὲ τὴ θεσμικὴ ἐξουσιαστικὴ παρουσία τους, κάποιους ἐλάχιστους Ποιμένες, ποὺ ἐπιμένουν ὀρθόδοξα, καὶ προσπαθοῦν νὰ ἐφαρμόσουν τὴν Ἐντολὴν τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ πρὸς εὐαγγελισμὸ τῶν μὴ ὀρθῶς πιστευόντων.

Γράφει, ὅμως, ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος:

«...Ἐδίδαξε (ὁ Κύριος) βασιλείαν οὐρανῶν κηρύσσειν ἐν ἀληθείᾳ, ...καὶ λέγων “μαθητεύσατε τὰ ἔθνη”, τουτέστιν μεταβάλετε τὰ ἔθνη ἀπὸ κακίας εἰς ἀλήθειαν, ἀπὸ αἱρέσεων εἰς μίαν ἑνότητα, “βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς ὄνομα πατρὸς καὶ υἱοῦ καὶ ἁγίου πνεύματος”, εἰς τὴν κυριακὴν ὀνομασίαν τῆς τριάδος, ...ἵνα δείξῃ ἐκ τοῦ ὀνόματος μηδεμίαν ἀλλοίωσιν εἶναι τῆς μιᾶς ἑνότητος. ὅπου γὰρ οἱ βαπτιζόμενοι κελεύονται ὑπ' αὐτοῦ <σφραγίζεσθαι> εἰς ὄνομα... ”ἁγίου πνεύματος” οὐ διῃρημένος ὁ σύνδεσμος οὐδὲ ἀπηλλοτριωμένος, τῆς μιᾶς θεότητος ἔχων τὴν σφραγῖδα» (Ἐπιφανίου Κύπρου, Πανάριον).

Καὶ ὁ ἐκκλησιαστικὸς συγγραφεὺς Εὐσέβιος: «”Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη”. Βούλεται γὰρ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον συντόνῳ καὶ ἀδιαστάτῳ σπουδῇ ἐπιτελεῖν αὐτοὺς τὸ εὐαγγελικὸν ἔργον· τῇ γάρ, “ἡμέρᾳ ἐξ ἡμέρας”, τοῦτο παρίστησι, τὸ διηνεκῶς αὐτοὺς εὐαγγελίζεσθαι τὸ σωτήριον...» (Εὐσεβίου, Εἰς τὰς ἐπιγραφὰς τῶν Ψαλμῶν, Ἑρμηνεία τινῶν κατ’ ἐπιλογήν).

Ἔχω συνείδηση πὼς ἐπιρρίπτω εὐθύνη (μὲ ὅσα, ὄχι γιὰ πρώτη φορά, γράφω) σὲ σεβαστοὺς πνευματικοὺς πατέρες. Πολλὲς φορὲς ἔχω ἀναρωτηθεῖ: ποιός εἶμαι ἐγώ, ποὺ τολμῶ νὰ ἐπισημαίνω κάποιες παραλείψεις τους; Νιώθω, ὅμως, μέσα μου ἰσχυρὴ τὴν πεποίθηση, πὼς ὅ,τι γράφω, δὲν εἶναι δικές μου θέσεις (γιατὶ τότε δὲν θὰ τολμοῦσα νὰ τὶς θέσω κἀν), ἀλλὰ ἡ Ὀρθόδοξη Παράδοση. Καὶ παρόλο ποὺ παρόμοιες σκέψεις ἔχουν γραφεῖ πολλὲς φορές, δὲν ἔχω δεῖ κάποιο ἀντίλογο. Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει, ὅτι οἱ πνευματικοί μας πατέρες, ἢ δὲν ἔχουν νὰ ἀπαντήσουν στὰ πατερικὰ κείμενα ποὺ παρατίθενται, ἢ ἀδιαφοροῦν, ὡς διδάσκαλοι, νὰ παρουσιάσουν καὶ νὰ διδάξουν τὴν ἀκριβῆ καὶ ἀναντίρρητη τοποθέτηση τῆς Ἐκκλησίας στὸ θέμα, ὡς ποιμένες δὲ καὶ πατέρες νὰ διορθώσουν καὶ μένα μὲ τὸν γνήσιο πατερικὸ λόγο καὶ ὄχι μὲ προσωπικὲς ἐκτιμήσεις ποὺ διαφέρουν ἀπὸ γέροντα σὲ γέροντα, ὥστε νὰ ἀντιληφθῶ (ὅπου σφάλλω) τὴν σωστή θέση.