Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Κυριακή 24 Ιουνίου 2012

Η υποδομή της Χριστιανικής μας ταυτότητας, υπόθεση ζωής

Η τρίτη ερώτηση από  ομιλία με τον κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητή Θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ

Δημήτριος Τσελεγγίδης
(Ερώτηση 3)
Ορίστε, πάτερ. Και έτερος φοιτητής· πρώην.
 
Ορίσατε κάποιες προϋποθέσεις αγιοπνευματικής ζωής και κάποιος μπορεί να πει ότι κάποια κίνητρα μας κοιτούν να έχουμε σχέση με τον Θεό. Υπάρχουν τρεις βαθμίδες, που οι Πατέρες αναφέρουν, η σχέση που έχει κάποιος που φοβάται τον Θεό ή φοβάται κατ’ ακρίβειαν την τιμωρία, ή οι σχέσεις πελατειακές ή μισθωτού με εργοδότη, ή σχέση αγαπητική, υιική, πατρική που έχει ο πιστός με το Θεό. Τι έχετε να μας πείτε γι’ αυτόν, αν οι δύο πρώτες βαθμίδες μπορεί να βοηθήσουν, ας πούμε, να έχει πνευματική ζωή.

Ναι, προφανώς έχουμε έναν Θεό που είναι Πατέρας. Όσοι από μας συμβαίνει να είμαστε γονείς τα αντιλαμβανόμαστε πολύ καλά τα πράγματα. Όταν τα παιδάκια μας είναι μικρά, δεν έχουν δηλαδή την ηλικιακή ωριμότητα και κατ’ επέκταση -επειδή τους έχουμε μπαζώσει δηλαδή, εκεί οφείλεται το ότι δεν βλέπουν το καλό- τότε τους απειλούμε, στα κορυφαία πράγματα, που κινδυνεύουν, είναι θέμα ζωής και θανάτου, «μη» του λέμε «γιατί θα σε δείρω». Είναι κίνδυνος θάνατος, το παιδί αν κάνει ένα βήμα ακόμα θα βρεθεί στον γκρεμό· και προκειμένου εμείς να μην το θέσουμε στον κίνδυνο αυτού του θανάτου, μπορεί να το δείρουμε κιόλας, αν το επιχειρήσει.
 
Αυτή η έκφρασή μας, η οποία έχει και κάποια βία, θα έλεγε κανείς  -έτσι;- είναι έκφραση αγάπης, γιατί το παιδί, του τό ‘παμε με το καλό, του τό ‘παμε λίγο με το άγριο, δεν τό ‘πιασε και εδώ χειροδικούμε στο παιδάκι αυτό, το οποίο δεν το καταλαβαίνει. Και μετά, όταν μεγαλώσει βέβαια, αντιλαμβάνεται ότι αυτή ήταν μια κίνηση αγάπης και με πολύ πόνο ο γονιός φέρθηκε μ’ αυτό τον τρόπο. Αυτά τα λέω ανθρωποπαθώς τώρα ή σε κάποιο παιδάκι, το οποίο έχει έτσι μεγαλώσει αλλά και μικρά όταν είναι τους δίνουμε ως κίνητρο, εάν κάνουν το θέλημά μας, που είναι, υποτίθεται ότι είναι το θέλημα του Θεού, αν έρθει στην εκκλησία, αν καθίσει καλά στην εκκλησία και μετά, μετά την εκκλησία, έχει κερασματάκι, έχει μια μπουγάτσα, έχει το παγωτό, έχει μια σοκολάτα, έχει μια εκδρομή….
 
Αυτό βλέπουμε ότι έχει ανταπόκριση το παιδί. Γιατί το παιδί δεν έχει ωριμάσει πνευματικά, δηλαδή δεν έχει γευτεί αυτήν την νοστιμιά  που ευφραίνει και την καρδία του ανθρώπου, ο οίνος, και του δίνουμε τέτοια κίνητρα, μισθανταποδοτικά, και κάνει το παιδί το καλό· δεν είναι κακό για το παιδί, το παιδί κερδίζει σ’ αυτή την κατεύθυνση. Τηρουμένων των αναλογιών, το ίδιο κάνει και ο Θεός. Στο καλό παιδί κανείς ως γονιός δε λέει τίποτα, διότι αντιλαμβάνεται αυτό το παιδί με την ωριμότητα που έχει την πνευματική ότι ο πατέρας του ό,τι κάνει κι ό,τι έχει όλα είναι δικά του και στον καιρό, το κάθε ένα του επιτρέπει· και καταλαβαίνει εκ πείρας ότι ό,τι δεν του δίνει τώρα, δεν είναι γιατί είναι τσιγκούνης, αλλά γιατί δεν είναι η ώρα του, δεν είναι η στιγμή που θα το ωφελήσει.
 
Λοιπόν αυτές οι τρεις βαθμίδες τελειότητας, όπως τις λένε οι Πατέρες, δεν πρέπει κατ’ αρχήν να νομίσουμε ότι είναι έτσι. Στο ένα υπάρχει ο φόβος της κολάσεως…  Δηλαδή μπορεί ένας να φοβάται τον Θεό, δηλαδή να φοβάται μήπως πάει στην κόλαση, και σου λέει, εγώ δεν θέλω να πάω στην κόλαση· το κάνω αυτό, δεν το καταλαβαίνω, γιατί διαφορετικά ο Θεός μού είπε θα πας στην κόλαση, δεν τον αγαπώ τον Θεό, ας πούμε, αλλά δεν θέλω και το κακό του εαυτού μου. Τι να πω; Σε κάποιες όμως στιγμές ο ίδιος άνθρωπος θέλει και τη μισθαποδοσία. Σου λέει αν κάνετε αυτό, αν θα δώσετε ελεημοσύνη, εγώ το κρατώ αυτό, σε πορτοφόλια μη παλαιούμενα και απ’ όπου κανείς δεν μπορεί να τα κλέψει. Σου λέει καλή δουλειά αυτή, να κάνω και μια επένδυση, ξοδεύουμε τόσα, να κάνουμε και μια επένδυση στον ουρανό. Έχει κανέναν πόνο κτλ και λέει πώς να απαλλαγεί από αυτόν· έχω υπόψη μου μια γιαγιούλα εκεί, που πήγε στον π. Παΐσιο και λέει «τι θες εσύ;». Λέει «βαλ’ τα χέρια σου επάνω μου, δε με βλέπεις» λέει «δεν μπορώ να σηκωθώ». Λέει «γιατί;». «Ε, για να γίνω καλά». «Ε,» λέει «μια σύνταξη έχεις κι αυτή να σου την κόψω;». «Ποια σύνταξη;» λέει «εγώ ούτε απ’ τον ΟΓΑ παίρνω». «Παίρνεις σύνταξη από αυτό» της λέει, μέχρι να της δώσει να καταλάβει, «δεν κάνεις» λέει «τίποτε άλλο, απ’ ότι βλέπω».
 
Πνευματικά έβλεπε ότι δεν έκανε, «αλλά κάνεις υπομονή γι’ αυτό». «Ε, ο Θεός θέλησε μέσα απ’ την υπομονή και την εκζήτησή Του, να σου κάνει κάποιες καταθέσεις. Άμα,» λέει «εγώ σε κάνω καλά, θα χάσεις τη σύνταξη» εννοώντας τη μελλοντική αιώνια ζωή. Διότι, έχουμε κι αυτή την ελαφρότητα, όταν δεν έχουμε ωριμάσει πνευματικά. Λέμε, την υγειά μας θέλουμε να ‘χουμε και το ζητούμενο είναι μετά την υγεία τι θέλουμε; Την αμαρτία ουσιαστικά. Χρήματα· γιατί τα θέλουμε τα χρήματα; Γιατί θα κάνουν πιο άνετη τη ζωή. Εισηγητής της άνεσης κτλ ξέρουμε ότι είναι ο πονηρός και όλα τα συναφή.
 
Άρα τα στάδια υπάρχουν, δεν υπάρχουνε στεγανά, κανείς μπορεί να κινείται, αλλά οπωσδήποτε υπάρχουν κάποιοι τύποι ανθρώπων. Η αγαθότητα του Θεού όλους αυτούς τους εντάσσει στη Βασιλεία Του και είναι τα φώτα που διαφέρουν αστήρ αστέρος τη λάμψη κι αυτό έχει σχέση με τη δεκτικότητα. Όχι γιατί ο Θεός δεν θέλει να γίνεις κι εσύ πολύ πλούσιος πνευματικά, αλλά γιατί πας με μικρό σκεύος. Και ανάλογα με το σκεύος, το οποίο είναι η προαίρεσή σου, το γεμίζει, το γεμίζει και χύνεται, αλλά εσύ δεν μπορείς να το απολαύσεις. Υπάρχει το φως, αλλά δεν μπορείς να το απολαύσεις τη γλυκύτητά του. Αλλά το παρήγορο είναι ότι στην άλλη ζωή, όπως μας λεν οι άγιοί μας, δεν θα καταλαβαίνουμε την απόλαυση εκείνου που έχει περισσότερο φως· γιατί για να το καταλάβεις πρέπει να το έχει γευτεί! Κι επειδή δεν χωράει άλλο μέσα μας χαρά, ευτυχία, γλυκύτητα, από αυτήν που έχουμε, είμαστε πολλοί ευχαριστημένοι και δοξάζουμε τον Θεό, όπως Τον δοξάζει και ο άλλος για τους δικούς του λόγους. Κι εκείνος δεν ξέρει τι απολαμβάνει ο άλλος κτλ.
Αν όμως τα ερωτήματά μου δεν απαντούν πλήρως, μπορείτε να επανέρχεστε.
Όχι, η απάντηση ήταν πλήρης!