Ο Βασιλιάς διέταξε μέγα Ναό να χτίσουν,
να μην υπάρχει όμοιος, σ’ όλη την οικουμένη,
άνθρωποι να τον φτιάξουνε, να τον θεμελιώσουν,
να τελειώσει γρήγορα, για να τον Λειτουργήσουν.
Τότε ο Θεός του έστειλε της Δόξης του Αγγέλους,
η σκέπη των πτερύγων τους δύναμη να τους δίνει,
δροσιά ουράνιου ποταμού, τη δίψα να ποτίζει,
τα σύννεφα τα βροχερά, μην στάξουν μια σταγόνα.
Και η Εκκλησιά τελείωσε, Αγιά Θεού Σοφία,
ο Ανθέμιος κι ο Ισίδωρος, Θαυμάζουνε με δέος,
αυτό που φτιάξαν να γενεί, μέγας Ναός Κυρίου,
έργο λαμπρό μοναδικό, Οίκος Θεού της Δόξης.
Ο Βασιλιάς σαν το κοιτά δεν κρύβει τη χαρά του,
ευθύς προστάζει να γενεί μεγάλο πανηγύρι,
κοιτάει ψηλά στον ουρανό, κοιτά την Εκκλησιά του,
κι ευθύς φωνάζει δυνατά, σε νίκησα Σολομώντα.
Πέρασαν χρόνια και καιροί, κι η Εκκλησιά εάλω,
ήτανε θέλημα Θεού, η Πόλις να τουρκέψει.
Το ξερε η Μάνα Παναγιά, το ξέραν οι Αγγέλοι,
πως άπιστοι του Πέραντος θ΄ ανοίξουνε τις πύλες.
Ήταν οι ίδιοι άνθρωποι, φυλής καταραμένης,
που μόνο σκοπό και μέλημα έχουνε το χρήμα,
κι αντίχριστο τους βασιλιά, να έρθει περιμένουν,
ήταν αυτοί που σταύρωσαν, τον Μέγα Ζωοδότη.
Μα ο Πανάγαθος Θεός, ο Μέγας παντογνώστης,
που ξέρει τα μελλούμενα, τι θα γενεί στη πλάση,
Μαρμαρωμένο Βασιλιά τώρα θε να σηκώσει,
που στέκεται ακοίμητος με το σπαθί στο χέρι.
Και Δοξασμένος, Άγιος, ο Μέγας Αυτοκράτωρ,
με του Θεού τη δύναμη, και με στρατιές Αγγέλων,
θα ξανακάνει αγρυπνιά και εορτή μεγάλη,
τα σήμαντρα θα αντηχούν, θα ψέλνουν οι καμπάνες.
Αγίασμα θα στάζουνε τα μάτια των Εικόνων,
καθώς θ’ ακούν το Βασιλιά να ψάλει Υπερμάχω,
κι η Παναγιά θα ευλογεί τον Άγιο Βασιλιά μας,
δεν πρόκειται ν’ αφήσει πια, ξανά την Πόλη να εάλω.