Ὑπὸ Ἀνωνύμου Ἀγειορίτου Μοναχοῦ
Ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες καὶ λοιποὶ πτωχολογιά,
θάνατος μᾶς περιμένει, νέους, γέρoυς καὶ παιδιά.
Βλέπετε μὴ πλανηθεῖτε, εἰς τῆς γῆς τὰ ἀγαθά,
ἐπειδὴ καὶ ταῦτα πάντα, ὅλα εἶναι περιττά.
Γῆ εἶναι τὰ σώματά μας, εἰς τὸ χῶμα θὰ θαφτoῦν,
στὴν δεύτερα παρουσία αἱ ψυχαίς μας θὰ κριθοῦν.
Δὲν μᾶς συνοδεύει τότε πλοῦτος δόξα καὶ τιμή,
ὅλα δῶ τὰ παρατοῦμε καὶ πηγαίνομε γυμνοί.
Ἐπλανήθηκεν ἡ φύσις, εἰς τοῦ κόσμου τὰ φθαρτά.
κι᾿ ὅσα τὴν ψυχήν μας βλάπτουν ῾κεῖνα θέλει καὶ ζητᾷ.
Ζήλευε τοὺς ἐναρέτους, ἐπιθύμει τοὺς καλοὺς
καὶ μὴν βάλλεις εἰς τὸν νοῦν σου τοὺς κακοὺς συλλογισμούς.
Ἤκουσα εἶδον πολλάκις ὅτι εἴπανε πολλοί,
σὰν γεράσουν καὶ χορτάσουν κάμνουσι τὴν ἀποχή.
Θανατώνεται τὸ σῶμα μένει ἡ ψυχὴ γυμνή,
κλαίει χύνει μαῦρα δάκρυακαὶ οὐδεὶς τὴν ἐλεεῖ.
Ἰδεῖτε, ἰδεῖτε, ἀδελφοί τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας,
τούτου χάριν ἂς φροντίσομε τὴν ἀθάνατον ψυχήν μας.
Κάλλιο διορθώσου τώρα ὂπου ἒχεις καιρὸν
παρὰ νὰ φλογίζεσαι τότε εἰς τὴν γέεννα τοῦ πυρός.
Λυπηθεῖτε τὴν ψυχήν σας ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί,
χύσατε τὰ δάκρυά σας εἰς τὴν πρόσκαιρο ζωή.
Μὴν ὀρέγεστε τοῦ κόσμου πράγματα προσωρινά,
ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς τάζει τὴν αἰώνιων χαρά.
Νὰ ἦτο βολετὸ νὰ πάγεις εἰς τὸν Ἂδη καὶ νὰ δεῖς
εἰς καμία χαρὰ τοῦ κόσμου δὲν γυρίζεις νὰ ἰδεῖς.
Ξαφνικὰ φθάνει ὀ χειμώνας καὶ θερίζει τὴν ζωήν
θερίζει καὶ τὴν δόξα τὴν ματαίαν καὶ τερπνή.
Ὅλοι μας τὰ θεωροῦμε καὶ προβλέπομε καλά,
πὼς ὁ κόσμος εἶναι πλάνος καὶ ὁλοὲν μᾶς ἀπατᾶ.
Πάντες τιμήσατε τὴν ἀρετή, νὰ λάβετε βραβεῖον
τὴν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, χαρὰ ἄνευ δακρύων.
Ρώτα τοὺς ἀποθαμένους εἰς τὸν Ἅδη πῶς περνοῦν,
ὅτι τὸ σκωλήκια ὅλους τοὺς ἀθλίους κατελοῦν.
Σώνονται τὰ ψέματα μας ἀμαυρώνεται τὸ φῶς
χάνεται κ᾿ ἡ νοστιμάδα κι᾿ ὅλος μας ὁ στολισμός.
Τίποτε δὲν διαφεύγει ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὸν νοῦν
ὅλα τὰ κρυπτὰ τοῦ κόσμου ἐκεῖ θὰ φανερωθοῦν.
Ὑπηρέται καὶ Κριταί, ἄθεοι καὶ χριστιανοί,
ὅλοι θὰ παρασταθοῦμε εἰς τὸν φοβερὸ Κριτή.
Φάγε σύμμετρα καὶ πιές, δῶσε καὶ τινὸς πτωχοῦ,
διὰ νὰ ἔχεις παρρησία στὸ κριτήριο τοῦ Χριστοῦ.
Χάνονται τὰ σώματά μας χάνονται καὶ τὰ ὀστά,
στὴν δεύτερα παρουσία γίνονται πάλιν σωστά.
Ψεύτικη εἶνε τώρα ἡ δόξα ψεύτικη καὶ ἡ τιμή,
καὶ ὡς ὄνειρο τὰ πλούτη καὶ ὡσὰν ἄνθος ἡ ζωή.
Ὢ ψυχή μου παναθλία, λυπημένον μου κορμί,
κλαύσατε ἀπὸ καρδία τώρα ὅπου εἶσθε μαζί.
Ἄρχοντες καὶ μεγιστᾶνες καὶ λοιποὶ πτωχολογιά,
θάνατος μᾶς περιμένει, νέους, γέρoυς καὶ παιδιά.
Βλέπετε μὴ πλανηθεῖτε, εἰς τῆς γῆς τὰ ἀγαθά,
ἐπειδὴ καὶ ταῦτα πάντα, ὅλα εἶναι περιττά.
Γῆ εἶναι τὰ σώματά μας, εἰς τὸ χῶμα θὰ θαφτoῦν,
στὴν δεύτερα παρουσία αἱ ψυχαίς μας θὰ κριθοῦν.
Δὲν μᾶς συνοδεύει τότε πλοῦτος δόξα καὶ τιμή,
ὅλα δῶ τὰ παρατοῦμε καὶ πηγαίνομε γυμνοί.
Ἐπλανήθηκεν ἡ φύσις, εἰς τοῦ κόσμου τὰ φθαρτά.
κι᾿ ὅσα τὴν ψυχήν μας βλάπτουν ῾κεῖνα θέλει καὶ ζητᾷ.
Ζήλευε τοὺς ἐναρέτους, ἐπιθύμει τοὺς καλοὺς
καὶ μὴν βάλλεις εἰς τὸν νοῦν σου τοὺς κακοὺς συλλογισμούς.
Ἤκουσα εἶδον πολλάκις ὅτι εἴπανε πολλοί,
σὰν γεράσουν καὶ χορτάσουν κάμνουσι τὴν ἀποχή.
Θανατώνεται τὸ σῶμα μένει ἡ ψυχὴ γυμνή,
κλαίει χύνει μαῦρα δάκρυακαὶ οὐδεὶς τὴν ἐλεεῖ.
Ἰδεῖτε, ἰδεῖτε, ἀδελφοί τὸ τέλος τῆς ζωῆς μας,
τούτου χάριν ἂς φροντίσομε τὴν ἀθάνατον ψυχήν μας.
Κάλλιο διορθώσου τώρα ὂπου ἒχεις καιρὸν
παρὰ νὰ φλογίζεσαι τότε εἰς τὴν γέεννα τοῦ πυρός.
Λυπηθεῖτε τὴν ψυχήν σας ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοί,
χύσατε τὰ δάκρυά σας εἰς τὴν πρόσκαιρο ζωή.
Μὴν ὀρέγεστε τοῦ κόσμου πράγματα προσωρινά,
ὅτι ὁ Χριστὸς μᾶς τάζει τὴν αἰώνιων χαρά.
Νὰ ἦτο βολετὸ νὰ πάγεις εἰς τὸν Ἂδη καὶ νὰ δεῖς
εἰς καμία χαρὰ τοῦ κόσμου δὲν γυρίζεις νὰ ἰδεῖς.
Ξαφνικὰ φθάνει ὀ χειμώνας καὶ θερίζει τὴν ζωήν
θερίζει καὶ τὴν δόξα τὴν ματαίαν καὶ τερπνή.
Ὅλοι μας τὰ θεωροῦμε καὶ προβλέπομε καλά,
πὼς ὁ κόσμος εἶναι πλάνος καὶ ὁλοὲν μᾶς ἀπατᾶ.
Πάντες τιμήσατε τὴν ἀρετή, νὰ λάβετε βραβεῖον
τὴν βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, χαρὰ ἄνευ δακρύων.
Ρώτα τοὺς ἀποθαμένους εἰς τὸν Ἅδη πῶς περνοῦν,
ὅτι τὸ σκωλήκια ὅλους τοὺς ἀθλίους κατελοῦν.
Σώνονται τὰ ψέματα μας ἀμαυρώνεται τὸ φῶς
χάνεται κ᾿ ἡ νοστιμάδα κι᾿ ὅλος μας ὁ στολισμός.
Τίποτε δὲν διαφεύγει ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὸν νοῦν
ὅλα τὰ κρυπτὰ τοῦ κόσμου ἐκεῖ θὰ φανερωθοῦν.
Ὑπηρέται καὶ Κριταί, ἄθεοι καὶ χριστιανοί,
ὅλοι θὰ παρασταθοῦμε εἰς τὸν φοβερὸ Κριτή.
Φάγε σύμμετρα καὶ πιές, δῶσε καὶ τινὸς πτωχοῦ,
διὰ νὰ ἔχεις παρρησία στὸ κριτήριο τοῦ Χριστοῦ.
Χάνονται τὰ σώματά μας χάνονται καὶ τὰ ὀστά,
στὴν δεύτερα παρουσία γίνονται πάλιν σωστά.
Ψεύτικη εἶνε τώρα ἡ δόξα ψεύτικη καὶ ἡ τιμή,
καὶ ὡς ὄνειρο τὰ πλούτη καὶ ὡσὰν ἄνθος ἡ ζωή.
Ὢ ψυχή μου παναθλία, λυπημένον μου κορμί,
κλαύσατε ἀπὸ καρδία τώρα ὅπου εἶσθε μαζί.