Οἱ πειρασμοί τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου
ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ» ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του ζωῆς ὁ Μ. Ἀντώνιος δοκίμασε φοβερούς πειρασμούς, Ὁ διάβολος τοῦ ψιθύριζε:
- Ἀντώνιε, τί θά πεῖ ἀσκητική ζωή; Ξέχασες τά πατρικά σου κτήματα, τούς συγγενεῖς, τά πλούτη, τήν δόξα, τίς ἀνέσεις; Δέν ξέρεις ὅτι ἔχεις κι ἐσύ δικαιώματα στήν ζωή; Ὅτι ὁ δρόμος τῆς ἀρετῆς εἶναι δύσκολος καί σχεδόν ἀκατόρθωτος; Ὅτι τό σῶμα σου εἶναι ἀσθενικό καί δέν θά ὑποφέρει τήν πολλή κακοπάθεια;
Ἄλλοτε πάλι τοῦ τάραζε τήν σκέψη στίς ὧρες τοῦ ὕπνου μέ ἀνήθικους λογισμούς. Ἔπαιρνε ἀκόμη διάφορες μορφές ἀσέμνων γυναικῶν, γιά νά τόν ὁδηγήσῃ στήν ἀκολασία, ἤ ἀγρίων θηρίων, γιά νά τοῦ προκαλέσῃ πανικό.
Σέ ὅλα αὐτά ὁ ὅσιος πολεμοῦσε μέ τήν προσευχή, τήν νηστεία, τήν κακοπάθεια, τίς ἅγιες σκέψεις πού ἐξύψωναν τόν νοῦ του στόν Χριστό. Σκέψεις γιά τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς, τήν μέλλουσα κρίση, τήν αἰώνια μακαριότητα τῶν ἁγίων καί τήν ἀτελεύτητη κόλαση τῶν ἁμαρτωλῶν, ἔσβηναν τίς φλόγες τῶν πειρασμῶν καί τόν ἐλευθέρωναν ἀπό τίς παγίδες τοῦ διαβόλου.
Κάποτε μαζεύτηκαν πολλοί δαίμονες μέσα στήν νύχτα κοντά στό ἀσκητήριο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου καί ἔκαναν τέτοιο θόρυβο πού νόμιζε κανείς ὅτι καταστρεφόταν τό σύμπαν. Τοῦ φάνηκε ὅτι γκρεμίστηκε τό καλύβι του καί πώς ἀπό παντοῦ ὁρμοῦσαν ἀγριεμένα θηρία.
Ὁ τόπος γέμισε λιοντάρια, ἀρκοῦδες, πάνθηρες, ταύρους, λύκους, φίδια καί σκορπιούς. Τό κάθε θηρίο ἐνεργοῦσε μέ τόν δικό του τρόπο. Τό λιοντάρι βρυχόταν ἕτοιμο νά ριχθῇ στό θῦμα του. Ὁ ταῦρος πρότεινε τά κέρατά του. Ὁ λύκος τεντωνόταν γιά νά ὁρμήσῃ. Τό φίδι σερνόταν κοντά του. Ὅλα ἔκαναν ἕνα τρομακτικό θόρυβο.
Σέ λίγο ἄρχισαν τά δαγκώματα καί τά χτυπήματα. Ὁ ἅγιος ἔνιωθε φοβερό σωματικό πόνο. Ἡ ψυχή του ὅμως δέν λύγισε. Ἐνῶ στέναζε ἀπό τόν πόνο, ἀπευθύνθηκε στούς ἐχθρούς:
- Ἐάν εἴχατε πραγματική ἐξουσία πάνω μου, θ’ ἀρκοῦσε ἕνα θηρίο γιά νά μέ θανατώσῃ. Ἐπειδή ὅμως ὁ Θεός μου σᾶς ἔχει συντρίψει, προσπαθεῖτε νά μέ φοβίσετε μέ τό πλῆθος σας.
Οἱ ἐχθροί ἔτριξαν τά δόντια καί ἐξαφανίσθηκαν.
Οἱ δαίμονες μακάρισαν κάποτε τόν Μέγα Ἀντώνιο, γιά νά τόν ρίξουν στήν ὑπερηφάνεια, καί αὐτός ἀμέσως τούς καταράστηκε.
Ἄλλη φορά τοῦ προφήτευσαν πλημμύρα τοῦ Νείλου, καί αὐτός τούς ρώτησε:
- Καί σᾶς, τί σᾶς νοιάζει;
Ἄλλη φορά τοῦ παρουσιάσθηκαν σάν ἀγριεμένοι πάνοπλοι στρατιῶτες, καί αὐτός ἄρχισε νά ψάλλῃ:
“Οὗτοι ἐν ἅρμασι καί οὗτοι ἐν ἵπποις· ἡμεῖς δέ ἐν ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν μεγαλυνθησόμεθα”.
Ἄλλη φορά ἦρθαν μέ φωτεινή μορφή λέγοντας:
- Ἤρθαμε νά σοῦ φέξουμε!
Ἐκεῖνος ἔκλεισε τά μάτια καί ἄρχισε τήν προσευχή, μέχρις ὅτου ἔφυγαν ντροπιασμένοι.
Κάποτε παρουσιάσθηκε στόν Μέγα Ἀντώνιο ὁ διάβολος σάν ἕνας μεγαλοπρεπής γίγαντας καί τοῦ εἶπε:
- Ἐγώ εἶμαι ἡ δύναμις τοῦ Θεοῦ! Τί θέλεις νά σοῦ χαρίσω;
Σέ καιρό νηστείας ὁ διάβολος πλησίασε τόν Μέγα Ἀντώνιο μέ μορφή μοναχοῦ κρατώντας ψωμιά καί τοῦ εἶπε:
- Ἀδελφέ, φάγε τώρα καί ἄσε τίς ὑπερβολές. Θ’ ἀρρωστήσῃς καί τί θά γίνῃς;
Ὁ ὅσιος ἄρχισε τότε τήν προσευχή καί ὁ πανοῦργος διάβολος σάν καπνός βγῆκε ἀπό τήν πόρτα καί χάθηκε
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!