Το καντῆλι τῆς Παναγίας
(συγκλονιστικό περιστατικό πλάνης)
ἀπό τό βιβλίο «ΧΑΡΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΧΑΡΙΣΜΑΤΟΥΧΟΙ» ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ
Ἰγνάτιος ὁ Πνευματικός
Ὁ πάπα – Ἰγνάτιος ὁ Πνευματικός (1827 – 1927) ἀνήκει στίς πιό χαριτωμένες καί σεβάσμιες προσωπικότητες τοῦ Ἁγ. Ὅρους. Ἐπί ὀγδόντα χρόνια ἔζησε τήν πιό σκληρή ἀσκητική ζωή στά Κατουνάκια καί ἔγινε δοχεῖο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὁ πάπα – Ἰγνάτιος ἀπέκτησε ἕναν ὑποτακτικό ταλαντοῦχο, τόν πατέρα Νεόφυτο, νέο μέ ὑπέρμετρο ἀσκητικό ζῆλο. Κάποια νύχτα ὁ πάπα – Νεόφυτος ἄκουσε ἕνα σιγανό χτύπημα στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, καθώς καί μιά ἁπαλή γυναικεία φωνή: «Σήκω, παιδί μου. Κατέβα στήν ἐκκλησία, γιατί τό καντηλάκι μου ἔσβησε».
Πετάγεται ἀμέσως ἀπό τόν ὕπνο, κατεβαίνει μέ ἀγωνία στόν ναό τῆς ἐρημικῆς τους καλύβης καί βρίσκει σβησμένο τό καντηλάκι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Τό ἄναψε κατασυγκινημένος, ἔκανε μιά θερμή προσευχή καί ἐπέστρεψε στό κελλί του.
Τό περιστατικό αὐτό συνέβη καί σέ ἑπόμενες νύχτες. «Προόδευσα», ἄρχισε νά σκέπτεται τότε ὁ ἀρχάριος ὑποτακτικός. «Φαίνεται ὅτι ἀνέβηκα ψηλά. Ἡ Δέσποινα τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς μ’ ἐπισκέπτεται. Ἀκούω τήν ἀγγελική φωνή Της. Ἀνάβω τό σβησμένο καντηλάκι Της. Πόσο εὐτυχισμένος νιώθω!».
Αὐτά σκεπτόταν, ἐνῶ ὁ δαίμονας τῆς ὑπερηφανείας δέν ἔπαυε νά τόν τοξεύει μέ τά πυρφόρα βέλη του καί νά τόν σπρώχνει στήν καταστροφή.
Μερικές φορές ὁ πατήρ Νεόφυτος ἐνίωθε τήν συνείδησή του νά διαμαρτύρεται, ἄκουε καί ἕναν ἄλλον ἁπαλό λογισμό πού τόν συμβούλευε ν’ ἀνακοινώσει, ὅπως εἶχε καθῆκον, τό ἐπεισόδιο στόν γέροντά του. Ἀλλ’ ἀπέκρουσε τόν σωτήριο αὐτό λογισμό. «Γιατί νά τό πῶ στόν γέροντα; Ἁμαρτία εἶναι νά τήν ἐξομολογηθῶ; Ἅγιο περιστατικό εἶναι, καί ὅσο πιό μυστικά καί σιωπηλά τό ζῶ, τόσο διατηρεῖται ἡ ἱερότης του».
Ὁ διακριτικός πάπα – Ἰγνάτιος κάποια ἀδιόρατα σημεῖα ἀντιλήφθηκε στήν συμπεριφορά τοῦ ὑποτακτικοῦ του καί δέν ἀδιαφόρησε. Κάθε τόσο τοῦ ὑπενθύμιζε: «Παιδί μου, Νεόφυτε, πρόσεχε. Ὅ,τι σου συμβαίνει στήν πνευματική σου ζωή νά μοῦ τό ἀνακοινώνεις». Καί μιά μέρα τόν ἀνάγκασε στήν ἐξομολόγηση νά ἐξιστορήσει μέ λεπτομέρειες ὅλη τήν ὑπόθεση. Μέ τήν βάθεια διάκριση καί τήν ἔκτακτη ποιμαντική πού διέθετε, τοῦ ἀνέλυσε τά συμβάντα καί τοῦ ἀπέδειξε πώς εἶχε πέσει στήν παγίδα τοῦ διαβόλου. Τόν ἐρώτησε:
- Τί αἰσθήματα κυριαρχοῦσαν μέσα σου, ὅταν ἀναβες τό σβησμένο καντήλι;
- Χαρά καί ἱκανοποίηση, πού ἀξιώνομαι μιᾶς τέτοιας εὐλογίας!
- Καί τί ἄλλο ἀκόμη;
- Ναί, καί κάτι ἄλλο. Κάποια μυστική ταραχή καί ἀνησυχία νά μή μάθει τίποτε ὁ γέροντας.
- Αὐτό τό τελευταῖο μαρτυρεῖ ὁλοφάνερα τήν παρουσία τοῦ διαβόλου.
Τοῦ εἶπε πολλά γιά τίς πλεκτάνες τοῦ ἐχθροῦ καί στό τέλος παρετήρησε:
- Ἄντε, πλανεμένε! Σέ ξεγέλασε ὁ διάβολος. Ἔχει ἀνάγκη ἡ Παναγιά ἀπό μένα καί ἀπό σένα; Ἔχει ἀνάγκη ἀπό τήν βοήθειά σου; Πρόσεξε! Ἄν ξαναχτυπήσει ἡ πόρτα τοῦ κελλιοῦ σου, δέν θά σηκωθεῖς ν ἀνάψης τό καντῆλι, καί εἶμαι ἐγώ ὑπεύθυνος.
Τά φτερά τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ κόπηκαν! Ποτέ δέν περίμενε τόσο ἄδοξο τέλος στήν “ὑψηλή” ἐκείνη ὑπόθεση. Ἀργότερα βέβαια εὐγνωμονοῦσε τόν γέροντά του, πού τόν γλύτωσε ἀπό τήν παγίδα τοῦ ἐχθροῦ. Τώρα ὅμως ἦταν περίλυπος. Εἶχε καί μιά ἀπορία: Θά ξαναχτυποῦσε ἄραγε ἡ πόρτα; Ἀλλά ποῦ τέτοιο πρᾶγμα!
Μόλις τά σκοτεινά σχέδια τοῦ διαβόλου ἦλθαν στό φῶς τῆς διακρίσεως τοῦ παπα–Ἰγνατίου, διαλύθηκαν σάν καπνός!
Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!