Ο άγιος πατριάρχης Αλεξανδρείας Απολλινάριος ήταν
πολύ ελεήμων. Κάποιος νέος της Αλεξανδρείας κληρονόμησε από τους γονείς
του μια μεγάλη περιουσία σε πλοία και χρυσό. Απέτυχε όμως στη διαχείριση
της τα έχασε όλα και έπεσε σε μεγάλη φτώχεια.
Ο άγιος πατριάρχης, βλέποντάς τον σε τόση δυστυχία, θέλησε να τον βοηθήσει, αλλά δίσταζε μήπως τον προσβάλει δίνοντάς του ελεημοσύνη. Κάθε φορά όμως που τον συναντούσε και αντίκριζε το σκυθρωπό πρόσωπό του και τα ευτελή ρούχα του, πληγωνόταν κατάκαρδα. Τί σοφίστηκε λοιπόν για να τον βοηθήσει!
Κάλεσε κοντά του έναν έμπιστο επίτροπο του πατριαρχείου και του είπε:
- Μπορείς να φυλάξεις ένα μυστικό;
- Ελπίζω δέσποτα, απάντησε εκείνος, ότι με τη βοήθεια του Θεού δεν θα μάθει κανείς από μένα ό,τι μου εμπιστευθείς.
- Πήγαινε τότε και ετοίμασε ένα γραμμάτιο, που να γράφει ότι το Πατριαρχείο χρωστά στον Μακάριο (τον πατέρα του νέου), πενήντα λίτρες χρυσό. Βάλε μάρτυρες και όρους και φέρ’ το μου.
Ο επίτροπος εκτέλεσε την παραγγελία του αγίου και έφερε το πλαστό γραμμάτιο. Επειδή όμως ο πατέρα του νέου είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια και το χαρτί ήταν καινούργιο, είπε ο πατριάρχης στον επίτροπο:
- Πήγαινε και παράχωσε το γραμμάτιο σε σιτάρι ή κριθάρι, ώστε να κιτρινίσει λίγο και να πάρει όψη παλαιού.
Ο επίσκοπος σε λίγες μέρες στο άγιο Απολλινάριο το γραμμάτιο παλαιωμένο.
- Τώρα πήγαινε στον νέο και πες του: « Τι μου δίνεις, για να σου δώσω ένα πολύτιμο γραμμάτιό σου;» Μην του πάρεις πολλά. Αρκούν τρία χρυσά νομίσματα. Να του πάρεις όμως οπωσδήποτε κάτι, για να μη σε υποπτευθεί.
Πηγαίνει λοιπόν ο επίτροπος στον νέο και του λέει:
- Πριν πέντε ή έξι μέρες, γυρεύοντας κάτι χαρτιά στο σπίτι μου, βρήκα αυτό το γραμμάτιο και θυμήθηκα ότι ο Μακάριος, ο πατέρας σου, έχοντάς μου εμπιστοσύνη, μου το άφησε για λίγο καιρό. Πέθανε όμως κι εγώ το ξέχασα. Τώρα, έπειτα από δέκα χρόνια, το βρήκα και σκέφτηκα να στο δώσω. Τι αμοιβή θα μου δώσεις;
- Εσύ τι θέλεις;
- Μου αρκούν τρία χρυσά νομίσματα. Το γραμμάτιο αντιπροσωπεύει πάνω από τρεις χιλιάδες χρυσά νομίσματα!
- Θα σου τα δώσω. Είμαι όμως φερέγγυο το πρόσωπο που οφείλει το χρέος;
- Είναι ο ίδιος ο πατριάρχης!
Ο νέος πήρε το γραμμάτιο, πήγε στο πατριαρχείο, ζήτησε ακρόαση, έβαλε μετάνοια στον άγιο Απολλινάριο και το παρέδωσε το γραμμάτιο. Εκείνος το διάβασε και άρχισε να παριστάνει τον ταραγμένο.
- Και που ήσουν μέχρι τώρα; τον ρώτησε. Ο πατέρας σου είναι πάνω από δέκα χρόνια στον τάφο! Δεν στο πληρώνω. Φύγε.
- Δέσποτα, απολογήθηκε ο νέος, δεν το είχα εγώ το γραμμάτιο. Ένας επίτροπος το είχε και δεν το γνώριζα. Αλλά ο Θεός να τον ελεήσει. Μόλις το βρήκε τυχαία στα χαρτιά του, ήρθε και μου το έδωσε.
Ο πατριάρχης φαινόταν ανένδοτος. Κράτησε το γραμμάτιο, εκείνον όμως τον έδιωξε.
- Θα το σκεφτώ.
Έπειτα από μία εβδομάδα ο νέος ξαναπαρουσιάστηκε στον άγιο. Εκείνος τον μάλωσε πάλι για τη δεκαετή καθυστέρηση. Στο τέλος όμως φάνηκε να υποχωρεί στις παρακλήσεις του νέου, που περιγράφοντας τη δυστυχία του έπαυε να ζητά ολόκληρο το χρέος.
- Δέσποτα, ορκίζομαι ότι δεν έχω να θρέψω τους δικούς μου. Όσο μπορείτε, βοηθήστε με.
- Θα στο δώσω όλο το ποσό! Μόνο σε παρακαλώ, αδελφέ, να μην απαιτήσεις από την Εκκλησία και του τόκους του.
Ο νέος ενθουσιασμένος, έβαλε μετάνοια και είπε:
- Θα κάνω ό, τι θέλετε. Αν μάλιστα επιθυμείτε, αφαιρέστε και από το κεφάλαιο.
- Όχι, όχι, λέει ο άγιος, αρκεί να μας χαρίσεις του τόκους.
Έβγαλε τότε από το θησαυροφυλάκιο του πατριαρχείου και του μέτρησε πενήντα λίτρες χρυσού. Τον άφησε μετά να φύγει, λέγοντάς ότι θα προσεύχεται γι’ αυτόν που του χάρισε του τόκους!
(Από το Λειμωνάριον)
Ο άγιος πατριάρχης, βλέποντάς τον σε τόση δυστυχία, θέλησε να τον βοηθήσει, αλλά δίσταζε μήπως τον προσβάλει δίνοντάς του ελεημοσύνη. Κάθε φορά όμως που τον συναντούσε και αντίκριζε το σκυθρωπό πρόσωπό του και τα ευτελή ρούχα του, πληγωνόταν κατάκαρδα. Τί σοφίστηκε λοιπόν για να τον βοηθήσει!
Κάλεσε κοντά του έναν έμπιστο επίτροπο του πατριαρχείου και του είπε:
- Μπορείς να φυλάξεις ένα μυστικό;
- Ελπίζω δέσποτα, απάντησε εκείνος, ότι με τη βοήθεια του Θεού δεν θα μάθει κανείς από μένα ό,τι μου εμπιστευθείς.
- Πήγαινε τότε και ετοίμασε ένα γραμμάτιο, που να γράφει ότι το Πατριαρχείο χρωστά στον Μακάριο (τον πατέρα του νέου), πενήντα λίτρες χρυσό. Βάλε μάρτυρες και όρους και φέρ’ το μου.
Ο επίτροπος εκτέλεσε την παραγγελία του αγίου και έφερε το πλαστό γραμμάτιο. Επειδή όμως ο πατέρα του νέου είχε πεθάνει πριν από δέκα χρόνια και το χαρτί ήταν καινούργιο, είπε ο πατριάρχης στον επίτροπο:
- Πήγαινε και παράχωσε το γραμμάτιο σε σιτάρι ή κριθάρι, ώστε να κιτρινίσει λίγο και να πάρει όψη παλαιού.
Ο επίσκοπος σε λίγες μέρες στο άγιο Απολλινάριο το γραμμάτιο παλαιωμένο.
- Τώρα πήγαινε στον νέο και πες του: « Τι μου δίνεις, για να σου δώσω ένα πολύτιμο γραμμάτιό σου;» Μην του πάρεις πολλά. Αρκούν τρία χρυσά νομίσματα. Να του πάρεις όμως οπωσδήποτε κάτι, για να μη σε υποπτευθεί.
Πηγαίνει λοιπόν ο επίτροπος στον νέο και του λέει:
- Πριν πέντε ή έξι μέρες, γυρεύοντας κάτι χαρτιά στο σπίτι μου, βρήκα αυτό το γραμμάτιο και θυμήθηκα ότι ο Μακάριος, ο πατέρας σου, έχοντάς μου εμπιστοσύνη, μου το άφησε για λίγο καιρό. Πέθανε όμως κι εγώ το ξέχασα. Τώρα, έπειτα από δέκα χρόνια, το βρήκα και σκέφτηκα να στο δώσω. Τι αμοιβή θα μου δώσεις;
- Εσύ τι θέλεις;
- Μου αρκούν τρία χρυσά νομίσματα. Το γραμμάτιο αντιπροσωπεύει πάνω από τρεις χιλιάδες χρυσά νομίσματα!
- Θα σου τα δώσω. Είμαι όμως φερέγγυο το πρόσωπο που οφείλει το χρέος;
- Είναι ο ίδιος ο πατριάρχης!
Ο νέος πήρε το γραμμάτιο, πήγε στο πατριαρχείο, ζήτησε ακρόαση, έβαλε μετάνοια στον άγιο Απολλινάριο και το παρέδωσε το γραμμάτιο. Εκείνος το διάβασε και άρχισε να παριστάνει τον ταραγμένο.
- Και που ήσουν μέχρι τώρα; τον ρώτησε. Ο πατέρας σου είναι πάνω από δέκα χρόνια στον τάφο! Δεν στο πληρώνω. Φύγε.
- Δέσποτα, απολογήθηκε ο νέος, δεν το είχα εγώ το γραμμάτιο. Ένας επίτροπος το είχε και δεν το γνώριζα. Αλλά ο Θεός να τον ελεήσει. Μόλις το βρήκε τυχαία στα χαρτιά του, ήρθε και μου το έδωσε.
Ο πατριάρχης φαινόταν ανένδοτος. Κράτησε το γραμμάτιο, εκείνον όμως τον έδιωξε.
- Θα το σκεφτώ.
Έπειτα από μία εβδομάδα ο νέος ξαναπαρουσιάστηκε στον άγιο. Εκείνος τον μάλωσε πάλι για τη δεκαετή καθυστέρηση. Στο τέλος όμως φάνηκε να υποχωρεί στις παρακλήσεις του νέου, που περιγράφοντας τη δυστυχία του έπαυε να ζητά ολόκληρο το χρέος.
- Δέσποτα, ορκίζομαι ότι δεν έχω να θρέψω τους δικούς μου. Όσο μπορείτε, βοηθήστε με.
- Θα στο δώσω όλο το ποσό! Μόνο σε παρακαλώ, αδελφέ, να μην απαιτήσεις από την Εκκλησία και του τόκους του.
Ο νέος ενθουσιασμένος, έβαλε μετάνοια και είπε:
- Θα κάνω ό, τι θέλετε. Αν μάλιστα επιθυμείτε, αφαιρέστε και από το κεφάλαιο.
- Όχι, όχι, λέει ο άγιος, αρκεί να μας χαρίσεις του τόκους.
Έβγαλε τότε από το θησαυροφυλάκιο του πατριαρχείου και του μέτρησε πενήντα λίτρες χρυσού. Τον άφησε μετά να φύγει, λέγοντάς ότι θα προσεύχεται γι’ αυτόν που του χάρισε του τόκους!
(Από το Λειμωνάριον)