Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: "Περί αναχωρήσεως" (Λόγος Γ΄)
Περί αναχωρήσεως και ότι δεν πρέπει να δειλιούμε και να φοβώμαστε, αλλά να στηρίζωμε την καρδιά με την πεποίθηση στο Θεό και να θαρρούμε στην αδίστακτη πίστη, αφού έχομε φρουρό και φύλακα τον Θεό.
1. Εάν ποτέ ευρεθής άξιος της αναχωρήσεως από τον κόσμο, που έχει ελαφρά τα φορτία με την ελευθερία που βασιλεύει σ'
αυτήν, να μη σε καταπιέση ο λογισμός του φόβου κατά την συνήθειά του χρησιμοποιώντας πολλούς τρόπους αλλοιώσεως των λογισμών και αναστροφής των, αλλά να πιστεύης ότι ο φίλος σου θα είναι μαζί σου και να βεβαιωθής με τη σοφία σου ακριβώς ότι εσύ μαζί με όλη την κτίσι είσθε υπό ένα Κύριο, που κινεί τα πάντα με ένα νεύμα, τα σαλεύει, τα ρυθμίζει και τα οικονομεί, και ότι κανένας δούλος δεν μπορεί να βλάψη κάποιον σύνδουλό
του, χωρίς την άδεια του προνοητού των πάντων και κυβερνήτου.
Σήκω λοιπόν ευθύς αμέσως και έχε θάρρος. Αν εδόθηκε
σε μερικούς η ελευθερία, δεν εδόθηκε για κάθε πράγμα. Πράγματι, ούτε οι δαίμονες, ούτε τα βλαπτικά θηρία ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκτελέσουν το θέλημά τους για την φθορά και την απώλεια, αν δεν το επιτρέψη το θέλημα του κυβερνήτη και δεν δώση τα όρια της βλάβης· διότι δεν τους παρέχει την ελευθερία να ασκήσουν ολόκληρη την ενέργεια. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα μπορούσε να ζήση κανένας άνθρωπος. Διότι ο Κύριος δεν αφήνει την κτίσι του να την πλησιάση η εξουσία των δαιμόνων και των
ανθρώπων και να επιβάλη σ' αυτήν το θέλημά τους. Γι' αυτό λέγε πάντοτε στην ψυχή σου· Έχω φύλακα που με φυλάσσει και δεν μπορεί κανένα κτίσμα να εμφανισθή εμπρός μου, έκτος εάν έλθη εντολή από επάνω. Πίστευε επίσης, ότι δεν τολμούν ούτε να φανούν στα μάτια σου και ούτε να φθάσουν στα αυτιά σου οι απειλές των. Πράγματι, αν είχαν από τον επουράνιον επάνω άδεια, δεν θα εχρειαζόταν λόγο ή λόγους, αλλά με το θέλημά τους θα επακολουθούσε το ζημιογόνο έργο τους.
2. Επίσης λέγε στον εαυτό σου, ότι, Αν είναι θέλημα του Κυρίου μου να κατεξουσιάσουν οι πονηροί το πλάσμα του, τότε
εγώ το δέχομαι αυτό χωρίς πικρία, σαν άνθρωπος που δεν θέλει να καταργήση το θέλημα του Κυρίου του. Και έτσι μέσα στους πειρασμούς σου θα γεμίσης χαρά, σαν κάποιος που εγνώρισε και αισθάνθηκε ακριβώς, ότι σε διακυβερνά και σε διευθύνει το νεύμα του Κυρίου. Στήριξε λοιπόν την καρδιά σου με την πεποίθησι προς τον Κύριο, και μη φοβηθής ούτε από νυκτερινό φόβο ούτε από βέλος που ρίπτεται την ημέρα. Διότι λέγει· η πίστις του δικαίου προς τον Θεό εξημερώνει τα άγρια θηρία σαν τα πρόβατα.
3. Δεν είμαι, λέγει, δίκαιος, ώστε να έχω πεποίθησι στον Κύριο. Αλλα εσύ εξήλθες αληθινά στην έρημο την γεμάτη θλίψεις για την εργασία της δικαιοσύνης, και γι' αυτό έγινες υπήκοος στο θέλημα του Θεού. Ματαίως λοιπόν κοπιάζεις, όταν βαστάζης τούτους τους κόπους· ο Θεός βέβαια δεν θέλει τον κόπο των ανθρώπων, αλλά εσύ πρέπει να του προσφέρης θυσία αγάπης την θλίψι σου. Αυτή είναι το γνώρισμα όλων όσοι αγαπούν τον Θεό, θλίβοντας τους εαυτούς των υπέρ της αγάπης γι' αυτόν. Διότι όσοι αποφάσισαν να ζήσουν εν Χριστώ Ιησού με τον φόβο του Θεού, σηκώνουν θλίψι και υπομένουν διωγμό, κι' εκείνος τους αξιώνει ν'
αποκτήσουν τους κρυφούς θησαυρούς του.
Περί της προκοπής που προκαλείται από τους πειρασμούς σ' εκείνους που τους υπομένουν με ευχαριστία και ανδρεία.
4. Είπε κάποιος άγιος ότι υπήρχε ένας τίμιος γέρων αναχωρητής, και επήγα σ' αυτόν κάποτε που ευρισκόμουν σε λύπη από
τους πειρασμούς. Ο γέρων ήταν ασθενής, κατάκοιτος· και αφού τον εχαιρέτισα, εκάθησα κοντά του και του είπα·
Ευχήσου για μένα, πάτερ, που θλίβομαι πολύ από τους πειρασμούς των δαιμόνων.
Αυτός τότε, αφού άνοιξε τους οφθαλμούς του, με πρόσεξε και είπε·
Τέκνο, εσύ είσαι νεαρός, και ο Θεός δεν αφήνει να έλθουν επάνω σου πειρασμοί.
Και αφού του είπα·
Αν και είμαι νεαρός, έχω πειρασμούς μεγάλων ανδρών.
Εκείνος είπε πάλι·
Λοιπόν ο Θεός θέλει να σε σοφίση. Και εγώ είπα·
Πώς θα με σοφίση; Eγώ γεύομαι καθημερινώς τον θάνατο. Κι εκείνος είπε πάλι·
Ο Θεός σε αγαπά, σιώπα. Ο Θεός πρόκειται να σου δώση την χάρι του.
5. Είπε δε πάλι·
Γνώριζε, τέκνο, ότι εγώ έκαμα τριάντα χρόνια πόλεμο με τους δαίμονες και όταν επέρασα το εικοστό έτος σε πειρασμούς, δεν ανακουφίσθηκα καθόλου.
Όταν όμως επέρασα το εικοστό πέμπτο έτος άρχισα να ευρίσκω ανάπαυσι, και καθώς προχωρούσε ο χρόνος, η ανάπαυσις ηύξανε. Καθώς επέρασε το εικοστό έβδομο κι έφθασε το εικοστό όγδοο, επληθυνόταν περισσότερο. Ενώ δε επερνούσε το τριακοστό έτος κι έφθανε προς το τέλος του, ήδη η ανάπαυσις
εδυνάμωσε τόσο πολύ, ώστε να μη γνωρίζω ούτε πόσο επροχώρησε το μέτρο της. Και πρόσθεσε·
Όταν θελήσω να σηκωθώ για την λειτουργία μου, αφήνομαι να κάμω μόνο μια δοξολογία, κατά τα άλλα όμως, εάν σταθώ όρθιος τρεις ημέρες, φθάνω σ' έκστασι προς τον Θεόν, και δεν αισθάνομαι καθόλου τον κόπο. Ιδού ποια απέραντη ανάπαυσι εγέννησε το έργο της πολυκαιρίας.
Περί του ότι η φύλαξις της γλώσσας όχι μόνο αφυπνίζει τον νου προς τον Θεό, αλλά συμβάλλει και στην εγκράτεια.
6. Κάποιος από τους πατέρες έτρωγε δυο φορές την εβδομάδα, και μας είπε, ότι την ημέρα που ομιλώ σε κάποιον δεν μου
είναι δυνατό να φυλάξω τον κανόνα της νηστείας κατά τη συνήθειά μου, αλλ' αναγκάζομαι να καταλύσω. Και καταλάβαμε ότι η φυλακή της γλώσσας όχι μόνο αφυπνίζει το νου πρός τον Θεό, αλλά και παρέχει μυστικά μεγάλη ισχύ, ώστε να επιτελεσθούν τα φανερά έργα που ενεργούνται δια του σώματος, και φωτίζει την κρυφή εργασία, όπως είπαν οι Πατέρες· ότι δηλαδή η φυλακή του στόματος εξυπνίζει την συνείδησι πρός τον Θεό, αν κανείς σιωπά εν γνώσει.
7. Αυτός ο άγιος συνήθιζε να μένη πολύ στην αγρυπνία της νύκτας. Έλεγε πράγματι ότι την νύκτα εκείνη, κατά την οποία
στέκομαι έως το πρωΐ, αναπαύομαι μετά την ψαλμωδία, κι' όταν ξυπνίσω, εκείνη την ημέρα γίνομαι σαν άνθρωπος που δεν ευρίσκεται σε τούτον τον κόσμο· δεν ανεβαίνουν καθόλου στην καρδιά μου λογισμοί γήινοι ούτε έχω ανάγκη των καθωρισμένων κανόνων, αλλ' εκείνη την ημέρα ολόκληρη ευρίσκομαι σ' έκστασι.
8. Μια μέρα λοιπόν έτρωγα, ενώ είχαν περάσει προηγουμένως τέσσερις ημέρες κατά τις οποίες δεν εγεύθηκα τίποτε· και
όταν εσηκώθηκα για τη λειτουργία του εσπερινού κι' έπειτα να φάγω, εστάθηκα στην αυλή του κελλιού μου, ενώ ήταν πολύς ήλιος ακόμη· και, αφού άρχισα με μια δοξολογία, ευχαριστήθηκα τη λειτουργία μου, και από τότε έμεινα, χωρίς να γνωρίζω που ευρίσκομαι, και ήμουν έτσι έως ότου ν' ανατείλη ο ήλιος πάλι για την επομένη ημέρα και να μου θερμάνη το πρόσωπο. Και τότε, όταν ο ήλιος με εβάρυνε περισσότερο και μου κατεύκαυσε το πρόσωπο, εστράφηκε ο νους μου προς τον εαυτό μου, και
αμέσως αντιλήφθηκα ότι είναι άλλη ημέρα και ευχαρίστησα τον Θεό, διότι τόσο πολύ η χάρις του εκχύνεται επάνω στον άνθρωπο και τόση μεγαλωσύνη αξιώνει εκείνους που τον ακολουθούν.
9. Σ' αυτόν λοιπόν μόνο αρμόζει δόξα και μεγαλοπρέπεια στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
Μετάφραση: Παναγιώτης Χρήστου
πηγή: Ισαάκ του Σύρου, "Λόγοι Ασκητικοί (Α΄-ΚΣΤ΄), Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 2009.
Περί αναχωρήσεως και ότι δεν πρέπει να δειλιούμε και να φοβώμαστε, αλλά να στηρίζωμε την καρδιά με την πεποίθηση στο Θεό και να θαρρούμε στην αδίστακτη πίστη, αφού έχομε φρουρό και φύλακα τον Θεό.
1. Εάν ποτέ ευρεθής άξιος της αναχωρήσεως από τον κόσμο, που έχει ελαφρά τα φορτία με την ελευθερία που βασιλεύει σ'
αυτήν, να μη σε καταπιέση ο λογισμός του φόβου κατά την συνήθειά του χρησιμοποιώντας πολλούς τρόπους αλλοιώσεως των λογισμών και αναστροφής των, αλλά να πιστεύης ότι ο φίλος σου θα είναι μαζί σου και να βεβαιωθής με τη σοφία σου ακριβώς ότι εσύ μαζί με όλη την κτίσι είσθε υπό ένα Κύριο, που κινεί τα πάντα με ένα νεύμα, τα σαλεύει, τα ρυθμίζει και τα οικονομεί, και ότι κανένας δούλος δεν μπορεί να βλάψη κάποιον σύνδουλό
του, χωρίς την άδεια του προνοητού των πάντων και κυβερνήτου.
Σήκω λοιπόν ευθύς αμέσως και έχε θάρρος. Αν εδόθηκε
σε μερικούς η ελευθερία, δεν εδόθηκε για κάθε πράγμα. Πράγματι, ούτε οι δαίμονες, ούτε τα βλαπτικά θηρία ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκτελέσουν το θέλημά τους για την φθορά και την απώλεια, αν δεν το επιτρέψη το θέλημα του κυβερνήτη και δεν δώση τα όρια της βλάβης· διότι δεν τους παρέχει την ελευθερία να ασκήσουν ολόκληρη την ενέργεια. Αν συνέβαινε αυτό, δεν θα μπορούσε να ζήση κανένας άνθρωπος. Διότι ο Κύριος δεν αφήνει την κτίσι του να την πλησιάση η εξουσία των δαιμόνων και των
ανθρώπων και να επιβάλη σ' αυτήν το θέλημά τους. Γι' αυτό λέγε πάντοτε στην ψυχή σου· Έχω φύλακα που με φυλάσσει και δεν μπορεί κανένα κτίσμα να εμφανισθή εμπρός μου, έκτος εάν έλθη εντολή από επάνω. Πίστευε επίσης, ότι δεν τολμούν ούτε να φανούν στα μάτια σου και ούτε να φθάσουν στα αυτιά σου οι απειλές των. Πράγματι, αν είχαν από τον επουράνιον επάνω άδεια, δεν θα εχρειαζόταν λόγο ή λόγους, αλλά με το θέλημά τους θα επακολουθούσε το ζημιογόνο έργο τους.
2. Επίσης λέγε στον εαυτό σου, ότι, Αν είναι θέλημα του Κυρίου μου να κατεξουσιάσουν οι πονηροί το πλάσμα του, τότε
εγώ το δέχομαι αυτό χωρίς πικρία, σαν άνθρωπος που δεν θέλει να καταργήση το θέλημα του Κυρίου του. Και έτσι μέσα στους πειρασμούς σου θα γεμίσης χαρά, σαν κάποιος που εγνώρισε και αισθάνθηκε ακριβώς, ότι σε διακυβερνά και σε διευθύνει το νεύμα του Κυρίου. Στήριξε λοιπόν την καρδιά σου με την πεποίθησι προς τον Κύριο, και μη φοβηθής ούτε από νυκτερινό φόβο ούτε από βέλος που ρίπτεται την ημέρα. Διότι λέγει· η πίστις του δικαίου προς τον Θεό εξημερώνει τα άγρια θηρία σαν τα πρόβατα.
3. Δεν είμαι, λέγει, δίκαιος, ώστε να έχω πεποίθησι στον Κύριο. Αλλα εσύ εξήλθες αληθινά στην έρημο την γεμάτη θλίψεις για την εργασία της δικαιοσύνης, και γι' αυτό έγινες υπήκοος στο θέλημα του Θεού. Ματαίως λοιπόν κοπιάζεις, όταν βαστάζης τούτους τους κόπους· ο Θεός βέβαια δεν θέλει τον κόπο των ανθρώπων, αλλά εσύ πρέπει να του προσφέρης θυσία αγάπης την θλίψι σου. Αυτή είναι το γνώρισμα όλων όσοι αγαπούν τον Θεό, θλίβοντας τους εαυτούς των υπέρ της αγάπης γι' αυτόν. Διότι όσοι αποφάσισαν να ζήσουν εν Χριστώ Ιησού με τον φόβο του Θεού, σηκώνουν θλίψι και υπομένουν διωγμό, κι' εκείνος τους αξιώνει ν'
αποκτήσουν τους κρυφούς θησαυρούς του.
Περί της προκοπής που προκαλείται από τους πειρασμούς σ' εκείνους που τους υπομένουν με ευχαριστία και ανδρεία.
4. Είπε κάποιος άγιος ότι υπήρχε ένας τίμιος γέρων αναχωρητής, και επήγα σ' αυτόν κάποτε που ευρισκόμουν σε λύπη από
τους πειρασμούς. Ο γέρων ήταν ασθενής, κατάκοιτος· και αφού τον εχαιρέτισα, εκάθησα κοντά του και του είπα·
Ευχήσου για μένα, πάτερ, που θλίβομαι πολύ από τους πειρασμούς των δαιμόνων.
Αυτός τότε, αφού άνοιξε τους οφθαλμούς του, με πρόσεξε και είπε·
Τέκνο, εσύ είσαι νεαρός, και ο Θεός δεν αφήνει να έλθουν επάνω σου πειρασμοί.
Και αφού του είπα·
Αν και είμαι νεαρός, έχω πειρασμούς μεγάλων ανδρών.
Εκείνος είπε πάλι·
Λοιπόν ο Θεός θέλει να σε σοφίση. Και εγώ είπα·
Πώς θα με σοφίση; Eγώ γεύομαι καθημερινώς τον θάνατο. Κι εκείνος είπε πάλι·
Ο Θεός σε αγαπά, σιώπα. Ο Θεός πρόκειται να σου δώση την χάρι του.
5. Είπε δε πάλι·
Γνώριζε, τέκνο, ότι εγώ έκαμα τριάντα χρόνια πόλεμο με τους δαίμονες και όταν επέρασα το εικοστό έτος σε πειρασμούς, δεν ανακουφίσθηκα καθόλου.
Όταν όμως επέρασα το εικοστό πέμπτο έτος άρχισα να ευρίσκω ανάπαυσι, και καθώς προχωρούσε ο χρόνος, η ανάπαυσις ηύξανε. Καθώς επέρασε το εικοστό έβδομο κι έφθασε το εικοστό όγδοο, επληθυνόταν περισσότερο. Ενώ δε επερνούσε το τριακοστό έτος κι έφθανε προς το τέλος του, ήδη η ανάπαυσις
εδυνάμωσε τόσο πολύ, ώστε να μη γνωρίζω ούτε πόσο επροχώρησε το μέτρο της. Και πρόσθεσε·
Όταν θελήσω να σηκωθώ για την λειτουργία μου, αφήνομαι να κάμω μόνο μια δοξολογία, κατά τα άλλα όμως, εάν σταθώ όρθιος τρεις ημέρες, φθάνω σ' έκστασι προς τον Θεόν, και δεν αισθάνομαι καθόλου τον κόπο. Ιδού ποια απέραντη ανάπαυσι εγέννησε το έργο της πολυκαιρίας.
Περί του ότι η φύλαξις της γλώσσας όχι μόνο αφυπνίζει τον νου προς τον Θεό, αλλά συμβάλλει και στην εγκράτεια.
6. Κάποιος από τους πατέρες έτρωγε δυο φορές την εβδομάδα, και μας είπε, ότι την ημέρα που ομιλώ σε κάποιον δεν μου
είναι δυνατό να φυλάξω τον κανόνα της νηστείας κατά τη συνήθειά μου, αλλ' αναγκάζομαι να καταλύσω. Και καταλάβαμε ότι η φυλακή της γλώσσας όχι μόνο αφυπνίζει το νου πρός τον Θεό, αλλά και παρέχει μυστικά μεγάλη ισχύ, ώστε να επιτελεσθούν τα φανερά έργα που ενεργούνται δια του σώματος, και φωτίζει την κρυφή εργασία, όπως είπαν οι Πατέρες· ότι δηλαδή η φυλακή του στόματος εξυπνίζει την συνείδησι πρός τον Θεό, αν κανείς σιωπά εν γνώσει.
7. Αυτός ο άγιος συνήθιζε να μένη πολύ στην αγρυπνία της νύκτας. Έλεγε πράγματι ότι την νύκτα εκείνη, κατά την οποία
στέκομαι έως το πρωΐ, αναπαύομαι μετά την ψαλμωδία, κι' όταν ξυπνίσω, εκείνη την ημέρα γίνομαι σαν άνθρωπος που δεν ευρίσκεται σε τούτον τον κόσμο· δεν ανεβαίνουν καθόλου στην καρδιά μου λογισμοί γήινοι ούτε έχω ανάγκη των καθωρισμένων κανόνων, αλλ' εκείνη την ημέρα ολόκληρη ευρίσκομαι σ' έκστασι.
8. Μια μέρα λοιπόν έτρωγα, ενώ είχαν περάσει προηγουμένως τέσσερις ημέρες κατά τις οποίες δεν εγεύθηκα τίποτε· και
όταν εσηκώθηκα για τη λειτουργία του εσπερινού κι' έπειτα να φάγω, εστάθηκα στην αυλή του κελλιού μου, ενώ ήταν πολύς ήλιος ακόμη· και, αφού άρχισα με μια δοξολογία, ευχαριστήθηκα τη λειτουργία μου, και από τότε έμεινα, χωρίς να γνωρίζω που ευρίσκομαι, και ήμουν έτσι έως ότου ν' ανατείλη ο ήλιος πάλι για την επομένη ημέρα και να μου θερμάνη το πρόσωπο. Και τότε, όταν ο ήλιος με εβάρυνε περισσότερο και μου κατεύκαυσε το πρόσωπο, εστράφηκε ο νους μου προς τον εαυτό μου, και
αμέσως αντιλήφθηκα ότι είναι άλλη ημέρα και ευχαρίστησα τον Θεό, διότι τόσο πολύ η χάρις του εκχύνεται επάνω στον άνθρωπο και τόση μεγαλωσύνη αξιώνει εκείνους που τον ακολουθούν.
9. Σ' αυτόν λοιπόν μόνο αρμόζει δόξα και μεγαλοπρέπεια στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.
Μετάφραση: Παναγιώτης Χρήστου
πηγή: Ισαάκ του Σύρου, "Λόγοι Ασκητικοί (Α΄-ΚΣΤ΄), Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 2009.