Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Σάββατο 3 Μαρτίου 2012

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ

ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ ΟΡΘΟΠΡΑΞΙΑ

Κιζιρίδη Δημητρίου
Θεολόγου

Ἡ Ὀρ­θο­δο­ξί­α μας δὲν εἶ­ναι ἰδε­ο­λο­γί­α, ἀλ­λὰ τρό­πος ζω­ῆς. Ἀ­σκη­τι­κός (ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὸ κα­θῆ­κον ἑ­κά­στου πρὸς τὸν ἑ­αυ­τό του). Ἀ­γα­πη­τι­κός (ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὰ κα­θή­κον­τα ἑ­κά­στου πρὸς τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του) καὶ Εὐ­χα­ρι­στια­κός (ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὰ κα­θή­κον­τα ἑ­κά­στου πρὸς τὸν Θε­ὸ). Ὀρ­θο­δο­ξί­α ση­μαί­νει ὀρ­θὴ δό­ξα δη­λα­δὴ ὀρ­θὴ γνώ­μη, ὀρ­θὴ πί­στη.
 
Ἰ­δε­ο­λο­γί­α εἶ­ναι τὸ φι­λο­σο­φι­κὸ σύ­στη­μα ποὺ ἀ­πο­βλέ­πει στὴν με­ταρ­ρύθ­μι­ση τῆς ἐκ­παι­δεύ­σε­ως, τῆς ἠ­θι­κῆς καὶ τοῦ πο­λι­τι­κοῦ βί­ου, ἐ­πὶ τῇ βά­σει φυ­σι­ο­λο­γι­κῶν καὶ ψυ­χο­λο­γι­κῶν γνώ­σε­ων καὶ ἀ­πορ­ρί­πτει κά­θε με­τα­φυ­σι­κὴ καὶ θρη­σκευ­τι­κὴ ἐ­πί­δρα­ση.
 
Στόν 20ο αἰ­ῶ­να ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα βα­σα­νί­στη­κε ἀ­πὸ πολ­λὲς ἰ­δε­ο­λο­γί­ες, οἱ ὁ­ποῖ­ες ξε­κί­νη­σαν ὡς δι­α­νο­η­τι­κὲς συλ­λή­ψεις φι­λο­σό­φων καὶ φι­λο­σο­φι­κῶν συ­στη­μά­των. Πολ­λὲς ἀ­πὸ αὐ­τὲς ἐ­τέ­θη­σαν σὲ ἐ­φαρ­μο­γὴ μὲ οἰ­κτρὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα ὅ­πως ἡ φι­λο­σο­φί­α τοῦ Νί­τσε πε­ρὶ τοῦ «ὑ­πε­ραν­θρώ­που», ἡ ὁ­ποί­α δη­μι­ούρ­γη­σε τὸν Να­ζι­σμὸ καὶ τὸν Φα­σι­σμό. Ὁ­μοί­ως ἡ ὑ­λι­στι­κὴ ἰ­δε­ο­λο­γί­α τῶν Μὰρξ καὶ Ἔγ­κελς δη­μι­ούρ­γη­σε τὸν Κομ­μου­νι­σμὸ ἢ ἄλ­λως τὸν «Ὑ­παρ­κτὸ Σο­σι­α­λι­σμὸ» κ.λπ.
 
Κά­θε ἀν­θρώ­πι­νη ἰ­δε­ο­λο­γί­α, αὐ­το­νο­μη­μέ­νη ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ δη­μι­ουρ­γεῖ ἕ­ναν τύ­πο ἀν­θρώ­που ποὺ κά­θε ἄλ­λο πα­ρὰ ἰ­δα­νι­κὸς μπο­ρεῖ νὰ χα­ρα­κτη­ρι­στεῖ. Ὅ­λες οἱ ἰ­δε­ο­λο­γί­ες ὡς ἀν­θρώ­πι­νες συλ­λή­ψεις, το­νί­ζουν ἕ­να μέ­ρος τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου ὄν­τος. Εἴ­τε τὸ ὑ­λι­κό, εἴ­τε τὸ πνευ­μα­τι­κό. Ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­μως εἶ­ναι δι­φυ­ής, ὂν συγ­χρό­νως ὑ­λι­κὸ καὶ πνευ­μα­τι­κό. Ἐ­πι­πλέ­ον, εἶ­ναι ἐκ γε­νε­τῆς ἄρ­ρω­στος καὶ κα­λεῖ­ται ἐ­πί­σης νὰ ζή­σει σὲ κοι­νω­νί­α ἀρ­ρώ­στων. Στὴ θε­ο­λο­γι­κὴ γλῶσ­σα ἡ κα­τά­στα­σή του χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται ὡς «πε­πτω­κυΐα», ποὺ ση­μαί­νει «πε­σμέ­νη». Δὲν πλά­στη­κε ἀρ­χι­κὰ ὅ­πως εἶ­ναι τώ­ρα, ἀλ­λὰ ἔ­χει ἐκ­πέ­σει ἀ­πὸ τὴν κα­τά­στα­ση ποὺ εἶ­χε ὅ­ταν δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται «προ­πτω­τι­κὴ κα­τά­στα­ση». Ἡ οὐ­σι­α­στι­κὴ ἀ­σθέ­νεια τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς αὐ­το­νο­μή­σε­ώς του ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, εἶ­ναι ἡ φι­λαυ­τί­α δηλ. ὁ «ἐ­γωισμὸς» μὲ ὅ­λα τὰ πα­ρα­κλά­δια του.
 
Αὐ­τὴ τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ὅ­μως ἀ­γνο­οῦν οἱ ἰ­δε­ο­λο­γί­ες. Βα­σί­ζον­ται μό­νο στὶς ἀν­θρώ­πι­νες δυ­νά­μεις καὶ προ­σπα­θοῦν νὰ φτιά­ξουν κοι­νω­νί­ες ἐ­πι­βάλ­λον­τας νό­μους εἴ­τε διὰ τῆς πει­θοῦς, εἴ­τε διὰ τῆς βί­ας. Ἔ­χον­τας ἄ­γνοι­α τῆς ψυ­χι­κῆς ἀ­σθέ­νειας τοῦ ἀν­θρώ­που (τῆς φι­λαυ­τί­ας), δὲν προ­σπα­θοῦν νὰ ἐ­ξυ­γιά­νουν τὸν κά­θε ἄν­θρω­πο χω­ρι­στά. Πολ­λά­κις, ἀ­πο­λυ­το­ποι­οῦν μί­α ἱ­κα­νό­τη­τα ἢ ἀ­ρε­τὴ (πχ. ἀν­δρεί­α, δύ­να­μη, φυ­λε­τι­κὴ κα­θα­ρό­τη­τα, δι­α­νο­η­τι­κὴ ἀ­νω­τε­ρό­τη­τα κ.λπ.) τὴν θε­ω­ροῦν σκο­πὸ τῆς ζω­ῆς καὶ κτί­ζουν ἐ­πά­νω σὲ αὐ­τὴν ἕ­ναν τρό­πο ζω­ῆς. Ὅ­πως εἶ­ναι φυ­σι­κό, ὁ τρό­πος αὐ­τὸς εἶ­ναι ἀ­ναγ­κα­στι­κὰ ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κός, αὐ­το­νο­μη­μέ­νος ἀ­πὸ τὸν Θεό­. Οἱ ἰ­δε­ο­λο­γί­ες στὴν ἐ­φαρ­μο­γὴ τους ἀ­πέ­τυ­χαν νὰ κά­νουν τοὺς ἀν­θρώ­πους εὐ­τυ­χι­σμέ­νους, δι­ό­τι στη­ρί­χτη­καν στὴν βί­α καὶ στὴν στέ­ρη­ση τῆς ἐ­λευ­θε­ρί­ας. Οἱ ἄν­θρω­ποι στὴν «πε­πτω­κυΐα» κα­τά­στα­ση ποὺ βρί­σκον­ται ἀ­δυ­να­τοῦν νὰ φτιά­ξουν πα­ρα­δεί­σι­ες κοι­νω­νί­ες, δι­ό­τι εἶ­ναι γε­μᾶ­τοι ἐ­γωι­σμὸ καὶ πά­θη.
 
Ἀν­τί­θε­τα, ὁ σαρ­κω­θείς καὶ ἐ­ναν­θρω­πή­σας Λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στὸς μὲ τὴ ζω­ή του, τὰ θαύ­μα­τά του, τὴ δι­δα­σκα­λί­α του, τὴν Ἐκ­κλη­σί­α ποὺ ἵ­δρυ­σε, μέ­σα στὴν ὁ­ποί­α ἔ­στει­λε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα νὰ συ­νε­χί­σει καὶ νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὸ ἔρ­γο Του, προ­τεί­νει στὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα ἕ­ναν νέ­ο τύ­πο ἀν­θρώ­που καὶ ἕ­ναν νέ­ο τρό­πο ζω­ῆς, θε­ο­κεν­τρι­κό. Ὁ ἴ­διος ἀ­πο­τε­λεῖ ἕ­να ζων­τα­νὸ πρό­τυ­πο. Ὅ­σοι ἄν­θρω­ποι ἐ­μι­μή­θη­σαν τὸν Χρι­στὸ καὶ ἐ­φάρ­μο­σαν τὶς ἐν­το­λές Του, ἀ­πο­κα­λοῦν­ται «ἅ­γιοι» ἀ­πὸ τὴν Ἐκ­κλη­σί­α καὶ ἀ­πο­τε­λοῦν τὴν ἔμ­πρα­κτη ἀ­πό­δει­ξη ὅ­τι οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ εἶ­ναι «ἐ­φαρ­μό­σι­μες». Δυ­στυ­χῶς, ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα δὲν ἔ­χει πει­σθεῖ ἀ­κό­μα ὅ­τι μὲ τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ μπο­ρεῖ νὰ ζή­σει κα­λύ­τε­ρα. Βρί­σκε­ται σὲ πο­ρεί­α ὡ­ρι­μάν­σε­ως. Κά­πο­τε θὰ κα­τα­λά­βει τὸ πραγ­μα­τι­κὸ συμ­φέ­ρον της καὶ θὰ ἐ­φαρ­μό­σει τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ.
 
Ἡ ὀρ­θο­δο­ξί­α δὲν μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ὡς ἰ­δε­ο­λο­γί­α, οὔ­τε νὰ νο­η­θεῖ ὡς ἀ­φηρη­μέ­νη ἰ­δέ­α, ἀ­νε­ξάρ­τη­τη ἀ­πὸ τὴν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α. Ὀρ­θο­δο­ξί­α εἶ­ναι συν­το­μο-γρα­φί­α ποὺ ση­μαί­νει τὴν ὀρ­θὴ πί­στη, τὴν ὀρ­θὴ πρά­ξη, τὸν ὀρ­θὸ τρό­πο ζω­ῆς. Εἶ­ναι ὁ τρό­πος ζω­ῆς τοῦ πι­στοῦ ὀρ­θό­δο­ξου Χρι­στια­νοῦ. Τοῦ Χρι­στια­νοῦ ποὺ εἶ­ναι πι­στὸς μα­θη­τὴς καὶ μι­μη­τὴς τοῦ Χρι­στοῦ. Ὁ τρό­πος ζω­ῆς αὐ­τός, μπο­ροῦ­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι πρέ­πει νὰ εἶ­ναι :
 
α. Ἀσκη­τι­κός (ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του):
 
Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ἄ­σκη­ση στὸν Χρι­στια­νὸ εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­πα­ραί­τη­τη γιὰ νὰ κά­νει πνευ­μα­τι­κὴ πρό­ο­δο. Δι­ό­τι, ὅ­πως στὸν ἀ­θλη­τι­σμὸ εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­το νὰ φθά­σει κα­νεὶς σὲ ὑ­ψη­λὲς ἐ­πι­δό­σεις (γιὰ νὰ δι­εκ­δι­κή­σει ἕ­να ἔ­πα­θλο, ἕ­να με­τάλ­λιο) χω­ρὶς ἔν­το­νη καὶ πο­λυ­ε­τῆ ἄ­σκη­ση, ἔ­τσι καὶ ὁ Χρι­στια­νὸς χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­σκεῖ­ται συ­νε­χῶς γιὰ νὰ ἐ­πι­τύ­χει στὸν πνευ­μα­τι­κὸ στί­βο. Ὁ­μοί­ως, ὅ­πως ὁ κα­λὸς ἀ­θλη­τὴς δὲν ἀ­σκεῖ­ται πο­τὲ μό­νος του, ἀλ­λὰ πάν­το­τε ὑ­πὸ τὴν ἐ­πί­βλε­ψη ἑ­νὸς κα­λού προ­πο­νη­τή, ἔ­τσι καὶ ὁ χρι­στια­νὸς γιὰ νὰ προ­δεύ­σει πνευ­μα­τι­κά, χρει­ά­ζε­ται νὰ ἀ­κο­λου­θεῖ τὶς συμ­βου­λὲς ἑ­νὸς κα­λοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ὁ­δη­γοῦ.
 
Ὁ Χρι­στια­νὸς μὲ τὴ βο­ή­θεια τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ του ἀ­σκεῖ­ται γιὰ νὰ νι­κή­σει τὰ πά­θη του καὶ νὰ ἀ­πο­κτή­σει τὶς ἀν­τί­στοι­χες ἀ­ρε­τές. Ἡ κά­θαρ­ση ἀ­πὸ τὰ πά­θη καὶ ἡ ἀ­πό­κτη­ση τῶν ἀ­ρε­τῶν δὲν ἀ­πο­τε­λοῦν σκο­πό ἀλ­λὰ μέ­σον στὴν πο­ρεί­α πρὸς τὸ «καθ­᾿ ὁ­μοί­ω­σιν». Ἔ­τσι, θὰ λέ­γα­με ὅ­τι ἡ κά­θαρ­ση ἀ­πὸ τὰ πά­θη εἶ­ναι τὸ πρῶ­το στά­διο στὴν πο­ρεί­α τε­λει­ώ­σε­ως, ἡ ὁ­ποί­α δὲν ἔ­χει τέ­λος, ὡς πρὸς τὸ ἐ­πί­πε­δο τε­λει­ώ­σε­ως. Τὰ ἄλ­λα δύ­ο στά­δια, λέ­νε οἱ Πα­τέ­ρες, εἶ­ναι «ὁ φω­τι­σμός» καὶ ἡ «θε­ω­ρί­α». «Θε­ω­ρί­α» ὀ­νο­μὰζουν οἱ Ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες τὶς θε­ο­πτι­κές εμ­πει­ρί­ες, τὶς ὁ­ποῖ­ες μό­νο λί­γοι ἄν­θρω­ποι ἀ­ξι­ώ­νον­ται, ἐ­νό­σῳ ζοῦν νὰ γευ­θοῦν, ὅ­σον ὁ Θε­ὸς ἐ­πι­τρέ­ψει. Τὸ τέ­λος τῆς πο­ρεί­ας εἶ­ναι ἡ ἕ­νω­ση μὲ τὸν Θε­ό, ἡ με­το­χὴ στὴν δό­ξα τοῦ Θε­οῦ, ποὺ κα­λεῖ­ται «θέ­ω­ση».
 
Πρώ­τη κα­τὰ τοὺς ἁ­γί­ους Πα­τέ­ρες προ­ϋ­πό­θε­ση γιὰ τὴν θέ­ω­ση εἶ­ναι ἡ τα­πεί­νω­ση, ἡ ὁ­ποί­α δὲν εἶ­ναι ἄλ­λη ἀ­πὸ τὴν πραγ­μα­τι­κὴ κα­τὰ Θε­ὸν αὐ­το­γνω­σί­α. (Μέ­γας Βα­σί­λει­ος: «Τα­πεί­νω­ση εἶ­ναι ἡ ἐξ ὑ­ψη­λοῦ ἐ­πάρ­μα­τος καὶ οἰ­ή­μα­τος δι­α­κέ­νου καὶ φρο­νή­μα­τος ἀ­λα­ζο­νι­κοῦ πρὸς τὴν ἴ­διαν ἀ­ξί­αν ἐ­πά­νο­δος»). Ἡ τα­πεί­νω­ση κα­θι­στᾶ τὸν ἄν­θρω­πο δι­α­φα­νή στή χά­ρη τοῦ Θε­οῦ. Χρει­ά­ζε­ται τα­πεί­νω­ση στὸν ἄν­θρω­πο γιὰ νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει ὅ­τι ὁ σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς του εἶ­ναι ἔ­ξω ἀ­πὸ τὸν ἑ­αυ­τό του. Ὁ σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που ἐ­τέ­θη ἀ­πὸ τὸν Δη­μι­ουρ­γό, τὴν στιγ­μὴ τῆς Δη­μι­ουρ­γί­ας. Ὁ Θε­ὸς προί­κι­σε τὸν ἄν­θρω­πο μὲ τὸ «κα­τ᾿ εἰ­κό­να»[1] καὶ τοῦ ζη­τᾶ νὰ νὰ φθά­σει στὸ «κα­θ᾿ ὁ­μοί­ω­σιν», δηλ. μὲ τὸν πνευ­μα­τι­κό του ἀ­γῶνα νὰ προ­σπα­θή­σει νὰ ὁ­μοιά­σει ἠ­θι­κὰ στὸν Θε­ό.
 
Ὅ­σο ὁ ἄν­θρω­πος ζεῖ ἐ­γω­κεν­τρι­κά, ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κά, αὐ­τό­νο­μα ἀ­πὸ τὸν Θε­ὸ καὶ το­πο­θε­τεῖ τὸν ἑ­αυ­τό του, ὡς κέν­τρο τοῦ κό­σμου τῆς ζω­ῆς του, δὲν μπο­ρεῖ νὰ κά­νει πρό­ο­δο, νὰ ἐ­πι­τε­λέ­σει τὸν προ­ο­ρι­σμό του. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νει τὸ λά­θος ποὺ ἔ­κα­νε ὁ Ἀ­δὰμ (τὸ προ­πα­το­ρι­κὸ ἁ­μάρ­τη­μα). Πί­στε­ψε πὼς μὲ τὶς δι­κές του μό­νο δυ­νά­μεις μπο­ροῦ­σε νὰ γί­νει Θε­ός, νὰ ὁ­λο­κλη­ρω­θεῖ. Μὲ τὴν αὐ­το­νό­μη­σή του ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ἔ­χα­σε τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ ἔ­γι­νε ὑ­πο­χεί­ριο τῶν δαι­μο­νι­κῶν δυ­νά­με­ων. Ἔ­τσι, ἀν­τὶ νὰ θε­ο­ποι­η­θεῖ, δαι­μο­νοποι­ή­θη­κε. Πρα­κτι­κὸ ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἦ­ταν ὁ θά­να­τος «ἵ­να μὴ τὸ κα­κὸν αἰ­ώ­νιον γέ­νη­ται».
 
Τὸ λά­θος ὅ­λων τῶν οὐ­μα­νι­στῶν ὅ­λων τῶν αἰ­ώ­νων καὶ ὅ­λων τῶν ἰ­δε­ο­λο­γι­ῶν εἶ­ναι ὅ­τι δὲν θε­ω­ροῦν ἀ­πα­ραί­τη­τη τὴν κοι­νω­νί­α μὲ τὸν Θε­ὸ γιὰ τὴν ὁ­λο­κλή­ρω­ση τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἡ ἱ­στο­ρί­α ἔ­χει νὰ ἐ­πι­δεί­ξει πολ­λὰ πα­ρα­δείγ­μα­τα πρὸς ἀ­πο­φυ­γήν.
Ἔ­τσι, χρει­ά­ζε­ται τα­πεί­νω­ση ὁ ἄν­θρω­πος γιὰ νὰ ἀν­τι­λη­φθεῖ πό­σο ἄρ­ρω­στος εἶ­ναι, πό­σο ἐμ­πα­θής, γε­μᾶ­τος ἀ­δυ­να­μί­ες, μι­κρό­τη­τες καὶ πά­θη. Ἂν ἐ­πι­τυγ­χά­νει κά­ποι­α πρό­ο­δο πρέ­πει νὰ πι­στεύ­ει ὅ­τι τὸ ὀ­φεί­λει στὴν χά­ρη τοῦ Θε­οῦ καὶ ὄ­χι στὶς δι­κές του δυ­νά­μεις. Ἂν πι­στέ­ψει στὶς δι­κές του δυ­νά­μεις θὰ πέ­σει σὲ ὑ­πε­ρη­φά­νεια καὶ θὰ χά­σει ὅ,τι κέρ­δι­σε μὲ πο­λὺ κό­πο καὶ ἀ­γῶνα. Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ ὅ­τι ἅ­γιοι ἀ­κό­μα καὶ θαυ­μα­τουρ­γοί, εἶ­χαν γιὰ τὸν ἑ­αυ­τὸ τους πο­λὺ μι­κρὴ ἰ­δέ­α. Πολ­λοὶ ἀ­πὸ τοὺς ἁ­γί­ους πι­στεύ­ουν καὶ ζοῦν ὡς οἱ χει­ρό­τε­ροι τῶν ἁ­μαρ­τω­λῶν. Αἰ­σθά­νον­ται ἔν­το­να τὴν ἁ­μαρ­τω­λό­τη­τά τους, δι­ό­τι ἀν­τι­πα­ρα­βάλ­λουν τὴν ἀ­τέ­λειά τους, μὲ τὴν τε­λει­ό­­τη­τα τοῦ Θε­οῦ.
 
Ἔ­χον­τας τὴν τα­πεί­νω­ση, ἀρ­χί­ζει ὁ ἄν­θρω­πος μὲ συ­νε­χῆ με­τά­νοι­α καὶ ὑ­πο­μο­νὴ τὸν κα­θη­με­ρι­νὸ ἀ­γῶνα στὴν «ἐν Χρι­στῷ ζω­ή». Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος λέ­ει χα­ρα­κτηρι­στι­κὰ «δι᾿ ὑ­πο­μο­νῆς τρε­χό­με­νον τὸν προ­κεί­με­νον ὑ­μῖν ἀ­γῶ­να, ἀ­φο­ρῶν­τες εἰς τὸν τῆς πί­στε­ως ἀρ­χη­γὸν καὶ τε­λει­ω­τὴν Ἰ­η­σοῦν». Ὅ­πως ὁ δρο­μέ­ας τοῦ Μα­ρα­θω­νί­ου ἔ­χει πάν­τα μπρο­στά του τὸ στά­διο καὶ τὸ ση­μεῖ­ο τοῦ τερ­μα­τι­σμοῦ του, τὸ ἴ­διο καὶ ὁ Χρι­στια­νὸς ἀ­πο­βλέ­πει στὸν Χρι­στό, πού θὰ στε­φα­νώ­σει τὸν ἀ­γῶνα του…
 
Ἡ κα­θη­με­ρι­νὴ ἄ­σκη­ση τοῦ χρι­στια­νοῦ συ­νί­στα­ται πρῶ­τα στὴν ἐφαρ­μο­γή τῶν ἁ­γί­ων ἐν­το­λῶν τοῦ Θε­οῦ. «Τή­ρη­σον τὰς ἐν­το­λάς» εἶ­πε πρῶ­τα στὸν πλού­σιο νέ­ο ὁ Χρι­στός. Μὲ τὴν τή­ρη­ση τῶν ἐν­το­λῶν ὁ ἄν­θρω­πος μα­θαί­νει νὰ ὑ­πα­κού­ει στὸν Θε­ὸ καὶ κα­θα­ρὶζε­ται ἀ­πὸ τὰ πά­θη. Οἱ Πα­τέ­ρες λέ­γουν ὅ­τι, μέ­σα στίς ἐν­το­λές Του κρύ­βε­ται ὁ ἴ­διος ὁ Θε­ός, κι ὅ­ταν ὁ χρι­στια­νὸς ἀ­πὸ ἀ­γά­πη καὶ πί­στη στὸν Χρι­στὸ τὶς τη­ρεῖ, τό­τε ἑ­νώ­νε­ται μα­ζί Του (πρβλ. «τί μὲ κα­λεῖ­τε Κύ­ρι­ε, Κύ­ρι­ε καὶ οὐ ποι­εῖ­τε ἃ λέ­γω»).
 
Ὁ ἀ­γῶνας γιὰ νὰ ξε­ρι­ζω­θοῦν τὰ πά­θη ἀ­πὸ μέ­σα μας δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου εὔ­κο­λος. Χρει­ά­ζε­ται ὑ­πο­μο­νὴ καὶ κό­πος πο­λὺς γιὰ νὰ κα­θα­ρι­σθεῖ ὁ ἀ­γρὸς τῆς ψυ­χῆς ἀ­πὸ τὶς πέ­τρες καὶ τὰ ἀγ­κά­θια τῶν πα­θῶν, νὰ ὀρ­γω­θεῖ ἀ­πὸ τὴν θεί­α χά­ρη, ὥ­στε νὰ μπο­ρεῖ νὰ πέ­φτει ὁ σπό­ρος τοῦ λό­γου τοῦ Θε­οῦ καὶ νὰ καρ­πο­φο­ρεῖ. Ἀ­παι­τεῖ­ται με­γά­λη καὶ συ­νε­χὴς βί­α στὸν ἑ­αυ­τό μας γιὰ νὰ γί­νει αὐ­τό. Γι᾿ αὐ­τὸ καὶ ὁ Κύ­ριος εἶ­πε: «ἡ Βα­σι­λεί­α τοῦ Θε­οῦ βι­ά­ζε­ται καὶ βια­σταὶ ἁρ­πά­ζου­σιν αὐ­τὴν» (Ματθ. ι­α΄ 12).
 
Οἱ Ἅ­γιοι Πα­τέ­ρες μᾶς δι­δά­σκουν «Δῶ­σε αἷ­μα καὶ λά­βε πνεῦ­μα» δη­λα­δὴ γιὰ νὰ λά­βεις τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα πρέ­πει νὰ δώ­σεις τὸ αἷ­μα τῆς καρ­διᾶς σου, γιὰ νὰ κα­θα­ρι­σθεῖς ἀ­πὸ τὰ πά­θη, νὰ με­τα­νο­ή­σεις πραγ­μα­τι­κὰ καὶ σὲ βά­θος. Τὸ νὰ ἀ­πο­κτή­σεις τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα εἶ­ναι κατά τὸν Ἅ­γιο Σε­ρα­φεὶμ τοῦ Σά­ρωφ, ὁ σκο­πὸς τῆς ζω­ῆς τοῦ χρι­στια­νοῦ.
 
β. Ἀγα­πη­τι­κός (ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴ σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του):
 
Ὅ­λες οἱ ἀ­ρε­τὲς εἶ­ναι ὄ­ψεις τῆς μί­ας καὶ με­γά­λης ἀ­ρε­τῆς, τῆς ἀ­γά­πης. Δι­καί­ως, ὁ Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Σι­να­ΐ­της ἔ­βα­λε στὴν κο­ρυ­φὴ ὅ­λων τῶν ἀ­ρε­τῶν, τὴν ἀ­ρε­τὴ[2] τῆς ἀ­γά­πης.  Ἡ ἀ­γά­πη, εἶ­ναι ἡ δυ­σκο­λότε­ρη ἀ­ρε­τή. Εἶ­ναι αὐ­τὴ ποὺ κά­νει τὸν ἄν­θρω­πο ὅ­μοι­ο μὲ τὸν Θε­ό. Δι­ό­τι, ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἡ κα­τε­ξο­χὴν Θεί­α ἰ­δι­ό­τη­τα. Ὅ­ταν ὁ χρι­στια­νὸς ἀ­πο­κτή­σει τὴν ἀ­γά­πη, ἔ­χει ὅ­λες τὶς ἀ­ρε­τές. Ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι ἐ­κεί­νη ποὺ δι­ώ­χνει ἀ­πὸ τὴν ψυ­χὴ τοῦ ἀν­θρώ­που τὴν αἰ­τί­α ὅ­λων τῶν κα­κι­ῶν καὶ ὅ­λων τῶν πα­θῶν, ἡ ὁ­ποί­α κα­τὰ τοὺς Ἁ­γίους Πα­τέ­ρες εἶ­ναι ἡ φι­λαυ­τί­α ἤ ἀλ­λι­ῶς ὁ ἐγωισμός. Ἡ φι­λαυ­τί­α εἶ­ναι ἡ ἀρ­ρω­στη­μέ­νη ἀ­γά­πη τοῦ ἑ­αυ­τοῦ μας, ἡ ἀ­γά­πη ποὺ «ζη­τεῖ τὰ ἑ­αυ­τῆς». Ἀν­τί­θε­τα, ἡ ἀ­γά­πη ποὺ προ­έρ­χε­ται ἀ­πὸ τὸν Θε­ό, ἡ γνή­σια χρι­στι­α­νι­κὴ ἀ­γά­πη «οὐ ζη­τεῖ τὰ ἑ­αυ­τῆς».
 
Ὅ­ταν ὅ­μως ὁ ἄν­θρω­πος ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τοὺς συ­ναν­θρώ­πους του «ἀ­γα­πη­τι­κά», τό­τε ἡ συμ­βί­ω­ση μα­ζί τους γί­νε­ται πο­λὺ εὐ­κο­λό­τε­ρη. Στή­νει γέ­φυ­ρες ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας, ξε­περ­νᾶ δι­α­φο­ρὲς κοι­νω­νι­κῶν τά­ξε­ων, φυ­λῆς, χρώ­μα­τος, ἔ­θνους, θρη­σκεί­ας, μορ­φω­τικοῦ ἐ­πι­πέ­δου, νο­ο­τρο­πί­ας, πο­λι­τι­σμοῦ κ.λπ., δι­ό­τι ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τοὺς ἄλ­λους σὰν ἀ­δελφούς, παι­διὰ τοῦ ἴ­διου Πα­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ, παι­διὰ ἐ­ξί­σου ἀ­γα­πη­μέ­να, ψυ­χὲς «ὑ­πὲρ ὡς Χρι­στὸς ἀ­πέ­θα­νε». Ἔ­τσι, ὅ­που ἡ ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ ἐ­πι­κρα­τεῖ, οἱ ἄν­θρω­ποι συμ­φι­λι­ῶνον­ται, ὁ­μο­νο­οῦν, συ­νερ­γά­ζον­ται, ἀλ­λη­λο­συμ­πλη­ρώ­νον­ται. Τό­τε, οἱ κοι­νω­νί­ες τους προ­ο­δεύ­ουν καὶ οἱ ἴ­διοι αἰ­σθά­νον­ται ἀ­σφα­λεῖς καὶ εὐ­τυ­χι­σμέ­νοι. Τέ­τοι­α πα­ρα­δείγ­μα­τα ὑ­πάρ­χουν πολ­λὰ σὲ κοι­νό­τη­τες πρω­τό­γο­νων ἀν­θρώ­πων ποὺ ἀ­σπά­στη­καν τὸν Χρι­στι­α­νι­σμό. Εἶ­ναι ἐμ­φα­νὴς ἡ πρό­ο­δος ποὺ ἐ­πι­τυγ­χά­νουν.
Ἡ ἀ­γα­πη­τι­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρὰ εὐ­νο­εῖ τὴν ἐπι­εί­κεια καί τήν συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα σὲ αὐ­τοὺς ποὺ ἔ­χουν πα­ρα­βα­τι­κὴ συμ­πε­ρι­φο­ρά. Ἡ ἐκ­δί­κη­ση καὶ οἱ ἀν­τεκ­δι­κή­σεις με­τα­ξὺ ἀν­τι­μα­χό­με­νων πολ­λα­πλα­σιά­ζουν τὸ κα­κό. Ἀ­κό­μα καὶ ἡ ἀ­να­με­νό­με­νη ἢ θε­ω­ρού­με­νη νό­μι­μη τι­μω­ρί­α (οἱ ποι­νές), ἐκ μέ­ρους τῆς κοι­νω­νί­ας πρὸς ἄ­το­μα ποὺ πταί­ουν ἢ ἐγ­κλημα­τοῦν, δὲν ἔ­χει πάν­τα κα­λὰ ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ἡ ἐ­πι­εί­κια, συ­νο­δευ­ό­με­νη μὲ ἀ­γά­πη καὶ κα­τάλ­λη­λη νου­θε­σί­α ἔ­χει πάν­τα κα­λύ­τε­ρα καὶ πιὸ μό­νι­μα ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Ἡ ἀ­γά­πη ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται ὡς ἡ κα­λύ­τε­ρη παι­δα­γω­γι­κὴ μέ­θο­δος. Εὔ­γλωτ­το πα­ρά­δειγ­μα, ἡ ἀν­τι­μετώ­πι­ση τῆς ἐ­π᾿ αὐ­το­φώ­ρῳ συλ­λη­φθεί­σης μοι­χευ­ο­μέ­νης γυ­ναι­κός, ἀ­πὸ τὸν Χρι­στό. Σύμ­φω­να μὲ τὸν Μω­σα­ϊ­κὸ νό­μο, ἡ γυ­ναῖ­κα αὐ­τὴ ἔ­πρε­πε νὰ λι­θο­βο­λη­θεῖ. Ἦλ­θαν λοι­πὸν οἱ κα­τή­γο­ροί της, κρα­τών­τας πέ­τρες στὰ χέ­ρια τους, ἕ­τοι­μοι νὰ τὴν λι­θο­βο­λή­σουν. Ὁ Κύ­ριος τούς εἶ­πε: «Ὁ ἀ­να­μάρ­τη­τος πρῶ­τος τὸν λί­θον βαλ­λέ­τω» καὶ ἔ­σκυ­ψε στὴ γῆ γιὰ νὰ μὴν τοὺς βλέ­πει, κά­νον­τας σχή­μα­τα στὸ χῶ­μα. Ἕ­νας-ἕ­νας ἔ­φυ­γαν ὅ­λοι καὶ ἄ­φη­σαν μό­νη τὴν γυ­ναῖκα. Ὁ Κύ­ριος τῆς ἀ­πηύ­θυ­νε τὸν λό­γο λέ­γον­τας: «Οὐ­δεὶς σὲ κα­τέ­κρι­νε;» Αὐ­τὴ ἀ­πήν­τη­σε: «Οὐ­δεὶς Κύ­ρι­ε». Καὶ ὁ Ἰ­η­σοῦς ἀ­πήν­τη­σε: «Οὐ­δὲ ἐ­γὼ σὲ κα­τακρί­νω. Πο­ρεύ­ου καὶ μη­κέ­τι ἁ­μάρ­τα­νε». Ἂς το­νί­σου­με ἐ­δῶ, ὅ­τι ὁ Χρι­στός δέν ἀμνή­στευσε τήν μοι­χεί­α. Προ­σπά­θη­σε μὲ ἀ­γά­πη, ἐ­πι­εί­κεια καὶ προ­πάν­των φι­λό­τι­μο νὰ δι­ορ­θώ­σει τὴν μοι­χα­λί­δα. Καὶ τῆς ἔ­δω­σε ἕ­να μά­θη­μα ποὺ δὲν ἐ­πρό­κει­το νὰ τὸ ξέ­χα­σει πο­τέ.
 
Ἡ συγ­χω­ρη­τι­κό­τη­τα εἶ­ναι τό­σο ση­μαν­τι­κὴ ἀ­ρε­τή, ὥ­στε ἐ­τέ­θη ἀ­πὸ τὸν Κύ­ριο ὡς προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς συγ­χω­ρή­σε­ώς μας ἀ­πὸ τὸν Θε­ό: «Ἐ­­ὰν γὰρ ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, ἀ­φή­σει καὶ ὑ­μῖν ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ὁ οὐ­ρά­νιος. Ἐ­ὰν δὲ μὴ ἀ­φῆ­τε τοῖς ἀν­θρώ­ποις τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα αὐ­τῶν, οὐ­δὲ ὁ πα­τὴρ ὑ­μῶν ἀ­φή­σει τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τα ὑ­μῶν» (Ματθ στ΄ 14,15).
Ἡ ἀγά­πη εἶναι δι­δα­κτή. Αὐ­τὸ ἀ­πο­δει­κνύ­ε­ται κα­θη­με­ρι­νὰ σὲ ὅ­λες τὶς ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις. Ἡ ἀ­γά­πη εἶ­ναι τὸ Με­γά­λο Κε­φά­λαι­ο τοῦ μέλ­λον­τος. Εἶ­ναι μί­α νέ­α πο­λι­τι­κή, τὴν ὁ­ποί­α ἡ ἀν­θρω­πό­τη­τα δὲν ἔ­χει ἀ­κό­μα δο­κι­μά­σει, δι­ό­τι εἶ­ναι ἀ­νώ­ρι­μη. Ὅ­ταν κα­τα­λά­βει τὴν ἀ­ξί­α της καὶ τὴν ἐ­φαρ­μό­σει θὰ δεῖ πό­σο ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­πὸ κά­θε ἄλ­λη πο­λι­τι­κὴ εἶ­ναι. Ἔ­τσι, ἀν­τὶ τὴν παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση τῆς οἰ­κο­νο­μί­ας καὶ τοῦ χρή­μα­τος, μπο­ρεῖ νὰ ἐ­πι­τύ­χει τὴν Παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση τῆς Ἀ­γά­πης διὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος. Τὴν Ἐκ­κλη­σι­ο­ποί­η­ση τοῦ κό­σμου.
 
«Καὶ γεν­νή­σε­ται μί­α ποί­μνη καὶ εἷς ποι­μὴν» ὁ Χρι­στός, προ­βλέ­πει ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ. Μό­νο μί­α τέ­τοι­α παγ­κο­σμι­ο­ποί­η­ση τῆς Ἀ­γά­πης, ἐ­νερ­γού­με­νη δι᾿ Ἁ­γί­ου Πνεύ­ματος μπο­ρεῖ νὰ ἔ­χει μέλ­λον. Ὅ­λες οἱ ἄλ­λες Παγ­κο­σμι­ο­ποι­ή­σεις ποὺ θὰ πραγ­μα­το­ποι­ηθοῦν ἀ­πὸ ἐμ­πα­θεῖς ἀν­θρώ­πους θὰ εἶ­ναι θνη­σι­γε­νεῖς. Μό­νο ὁ  Χρι­στὸς μπο­ρεῖ νὰ ἑ­νώ­σει εἰ­ρη­νι­κὰ καὶ μό­νι­μα μέ­σα στὴν Ἐκ­κλη­σί­α Του ὅ­λη τὴν ἀν­θρω­πό­τη­τα.
 
γ. Εὐ­χα­ρι­στια­κός (ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ τὴν σχέ­ση τοῦ ἀν­θρώ­που μὲ τὸ Θε­ὸ):
 
Ὁ πι­στὸς χρι­στια­νός, ἀ­φό­του ἀ­να­και­νι­σθεῖ μὲ τὸ Ἅ­γιο Βά­πτι­σμα, λαμ­βά­νει κα­τὰ χά­ριν με­ρι­κῶς καὶ τὰ ἀ­ξι­ώ­μα­τα «τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ» ὅ­πως λέ­γει ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­στὴς Ἰ­ω­άν­νης: «Ἐκ τοῦ πλη­ρώ­μα­τος αὐ­τοῦ (δη­λα­δὴ τοῦ Χρι­στοῦ) ἡμεῖς πάν­τες ἐ­λά­βο­μεν καὶ χά­ριν ἀν­τὶ χά­ρι­τος» (Ἰ­ω­ὰν α΄ 16), δη­λα­δὴ ὅ­τι «ἀ­π᾿ τὸ δι­κό του πλοῦ­το (δη­λα­δὴ τὸν πλοῦ­το τοῦ Χρι­στοῦ) πή­ρα­με ὅ­λοι ἐ­μεῖς τὴν μί­α δω­ρε­ὰ πά­νω στὴν ἄλ­λη».
Ὁ Χρι­στὸς κα­τὰ τοὺς Πα­τέ­ρες, κα­τέ­χει τὸ τρι­πλὸ ἀ­ξί­ω­μα «Βα­σι­λεύς, Προ­φή­της, καί Ἱ­ε­ρεύς.[3] Ἔ­τσι ὁ χρι­στια­νὸς με­τὰ τό βά­πτι­σμά του κα­τέ­χει τὴν «γε­νι­κὴ ἱ­ε­ρωσύ­νη» ἀ­πο­τε­λεῖ ὅ­πως λέ­γει ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος «Βα­σί­λει­ον Ἱ­ε­ρά­τευ­μα» δη­λα­δὴ ἱ­ε­ρα­τεῖ­ον τοῦ Βα­σι­λέ­ως 
(Θε­οῦ).
 
Ὅ­λη ἡ ζω­ὴ τοῦ Χρι­στια­νοῦ, πρέ­πει νὰ ἔ­χει «εὐ­χα­ρι­στια­κὸ χα­ρα­κτή­ρα». Πρῶτον, βε­βαί­ως τὸ σῶ­μα του καὶ τὸ πνεῦ­μα του νὰ ἀ­πο­τε­λοῦν «θυ­σί­αν ζῶ­σαν» γιὰ τὸν Θεό­. Ἔ­πει­τα, νὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νει ὅ­λων τῶν ἀ­γα­θῶν ποὺ τοῦ χά­ρι­σε ὁ Θε­ός, ἀν­τα­πο­δί­δον­τας εὐ­χα­ρι­στί­α εἰς Αὐ­τόν.
Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος προ­ει­δο­ποι­εῖ τοὺς χρι­στια­νοὺς ὅ­τι σὲ ὕ­στε­ρους και­ροὺς θὰ ἐμ­φα­νι­στοῦν ψευ­δο­προ­φῆ­τες πλα­νη­μέ­νοι, ποὺ θὰ ἐμ­πο­δί­ζουν τὸν γά­μο καὶ θὰ δι­δά­σκουν ἀ­πο­χὴ ἀ­πὸ κά­ποι­α φα­γη­τὰ: «Τὸ δὲ Πνεῦ­μα ρη­τῶς λέ­γει ὅ­τι ἐν ὑ­στέ­ροις και­ροῖς ἀ­πο­στὴσον­ται τι­νὲς τῆς πί­στε­ως, προ­σέ­χον­τες πνεύ­μα­σι πλά­νοις καὶ δι­δα­σκα­λί­αις δαι­μο­νί­ων, ἐν ὑ­πο­κρί­σει ψευ­δο­λό­γων, κε­καυ­τη­ρι­α­σμέ­νων τὴν ἰ­δί­αν συ­νή­δει­σιν, κω­λυ­όν­των γα­μεῖν, ἀ­πέ­χε­σθαι βρω­μά­των ἃ ὁ Θε­ὸς ἔ­κτι­σε εἰς με­τά­λη­ψιν με­τ᾿ εὐ­χα­ρι­στί­ας τοῖς πι­στοῖς καὶ ἐ­πε­γνω­κό­σι τὴν ἀ­λή­θειαν. Ὅ­τι πᾶν κτί­σμα Θε­οῦ κα­λὸν καὶ οὐ­δὲν ἀ­πό­βλη­τον. Με­τ᾿ εὐχα­ριστί­ας λαμ­βα­νό­με­νον. Ἁ­γι­ά­ζε­ται γὰρ διὰ λό­γου καὶ ἐν­τεύ­ξε­ως», δη­λα­δὴ, «Τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα μέ­σῳ τῶν προ­φη­τῶν λέ­γει ὅ­τι στοὺς ἔ­σχα­τους και­ροὺς θὰ ἀ­πο­στα­τή­σουν με­ρι­κοὶ ἀ­πὸ τὴν πί­στη καὶ θὰ προ­σκολ­λη­θοῦν σὲ πνεύ­μα­τα πα­ρα­πλα­νη­τι­κὰ καὶ σὲ δι­δα­σκα­λί­ες δαι­μο­νί­ων. Θὰ πα­ρα­συρ­θοῦν ἀ­πὸ 
ἀ­πα­τε­ῶ­νες καὶ ὑ­πο­κρι­τὲς ποὺ ἔ­χουν πω­ρω­μέ­νη τὴν συ­νή­δει­σή τους. Αὐ­τοὶ ἀ­πα­γο­ρεύ­ουν τὸν γά­μο καὶ ἐ­πι­βάλ­λουν ἀ­πο­χὴ ἀ­πὸ φα­γη­τὰ ποὺ τὰ ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σεν ὁ Θε­ὸς γιὰ νὰ τὰ τρῶ­νε καὶ νὰ τὸν εὐ­χα­ρι­στοῦν ὅ­σοι πί­στε­ψαν καὶ κα­τα­νό­η­σαν τὴν ἀ­λή­θεια τοῦ Χρι­στοῦ. Για­τί κάθε­ τί ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ Θε­ός, εἶ­ναι κα­λὸ καὶ τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ἀ­πό­βλη­το καὶ ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο, ὅ­ταν τὸ χρη­σι­μο­ποι­οῦ­με εὐ­χα-ρι­στών­τας τὸ Θε­ό. Ἐ­πει­δὴ ἐ­ξα­γι­ά­ζε­ται μὲ τὸν λό­γο τοῦ Θε­οῦ καὶ μὲ τὴν προ­σευ­χὴ» (Α΄ Τιμ. δ΄ 1-6).
 


(1) Τὰ χα­ρί­σμα­τα τοῦ «κατ᾿ ει­κό­να» εἶ­ναι:
α. ὁ λο­γι­κός νοῦς δη­λα­δὴ οἱ δι­α­νο­η­τι­κὲς ἱ­κα­νό­τη­ες τοῦ ἀν­θρώ­που β. ἡ συ­νεί­δη­ση, πού εἶ­ναι ἡ φω­νὴ τοῦ Θε­οῦ ποὺ ἔ­χει μέ­σα του καὶ τὸν εἰ­δο­ποι­εῖ γιὰ τὴν ἠ­θι­κὴ ποι­ό­τη­τα κά­θε πρά­ξε­ώς του. γ. τό αὐ­τε­ξού­σιο, δη­λα­δὴ ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α νὰ πράτ­τει αὐ­τὸ ποὺ ἐ­πι­λέ­γει. δ. ἡ προ­σω­πι­κή αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α, δη­λα­δὴ ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα νὰ αὐ­το­προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὶς με­τα­βο­λὲς τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος. ε. ἡ δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, πού ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­φε­νὸς ἐκ­δή­λω­ση τῶν δι­α­νο­η­τι­κῶν ἱ­κα­νο­τή­των του, ἀ­φε­τέ­ρου ἀ­πό­κρι­ση στὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Θε­οῦ: «ἐρ­γά­ζε­σθε αὐ­τὸν (ἐν­νο­εῖ τὸν Πα­ρά­δει­σο) καὶ φυ­λάτ­τειν» στ. ἡ τά­ση πρός τό θεῖ­ο «τὸ ἄ­νω θρώ­σκειν» τῶν ἀρ­χαί­ων Ἑλ­λή­νων ποὺ δη­λώ­νει τὴν αὐ­θόρ­μη­τη τά­ση καὶ ἀ­νά­τα­ση τοῦ ἀν­θρώ­που πρὸς τὸ Θε­ό. Ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τοῦ εἶ­ναι ἡ ἔμ­φυ­τη θρη­σκευ­τι­κό­τη­τα ποὺ πα­ρα­τη­ρεῖ­ται σὲ ὅ­λους το­ύς λα­οὺς τῆς γῆς ὅ­λων τῶν ἐ­πο­χῶν καὶ ποὺ ἐκ­φρά­στη­κε ἀ­πὸ τὸν Ἕλ­λη­να Πλού­ταρ­χο μὲ τό: «εὕ­ροις δ᾿ ἂν ἐ­πι­ῶν πό­λεις ἀ­γραμ­μά­τους, ἀ­τει­χί­στους… κ.λπ.
 
2. Ἀ­ρε­τή κα­τά τόν Ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Χρυ­σό­στο­μο εἶ­ναι : ἡ ἀ­κρι­βής τῶν δογ­μά­των γνῶ­σις καί ἡ πε­ρί τοῦ βί­ου ὀρ­θό­της.
([3]) Προ­φή­της ἐ­δῶ ση­μαί­νει ὄ­χι μό­νο ὅ­τι προ­λέ­γει τά μέλ­λον­τα, ἀλ­λά καί με­τα­φέ­ρει τό λό­γο τοῦ Θε­οῦ.
Ἱ­ε­ρεύς, εἶ­ναι αὐ­τός πού προ­σφέ­ρει στό Θε­ό μέ­ρος ἀ­πό τά δῶ­ρα πού Ἐ­κεῖ­νος τοῦ χά­ρι­σε λέ­γον­τάς Του «εὐ­χα­ρι­στῶ» (πρβλ «τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προ­σφέ­ρο­μεν κα­τά πάν­τα καί διά πάν­τα»).