Ευλαβείς σκέψεις για τους μέλλοντας να χειροτονηθούν
ΕΥΛΑΒΕΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ THN ΑΓΙΩΤΑΤΗΝ ΙΕΡΩΣΥΝΗΝ
(Ἰδίως γιὰ τοὺς μέλλοντας νὰ χειροτονηθοῦν)
Ἀδελφέ μου,
Πολὺ μὲ χαροποίησε τὸ γεγονός, ὅτι ἐπὶ πολὺν χρόνον ποθεῖς νὰ διακονήσης τὸν Κύριο μπρὸς στὸ φρικτὸ Θυσιαστήριό Του προσφέροντας τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴ διάθεση νὰ ἀποτελῆς, καίτοι θύτης τοῦ Ἀμνοῦ, θῦμα τὸν ἑαυτό σου, προσφέροντάς τον «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον, τὴν λογικήν σου λατρείαν» ὡς ἱερεὺς καὶ «οἰκονόμος τῆς ποικίλης χάριτος τοῦ Θεοῦ». Χαίρω καὶ συγχαίρω μαζί σου καὶ μὲ τὴν ἐκλεκτή σου ὁμόζυγον καθὼς καὶ μὲ ὅλους ὅσοι ἀγαποῦν τὸ πρόσωπό σου γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ βῆμα, τὸ ὁποῖο θέλεις νὰ κάνης. Ταπεινὰ παρὰ τὴν ἀναξιότητά μου εὔχομαι καὶ προσεύχομαι «ἐκ ψυχῆς» διαθέρμως καὶ μὲ πολλὴ καὶ γνήσια διάθεση νὰ σὲ ἀναδείξη ὁ Κύριος ἐκλεκτὸ ὄργανο τῆς Χάριτός του, δοχεῖον ὁ ἴδιος αὐτῆς Χάριτος ἐν πλησμονῇ καὶ φορεύς της διὰ τῆς διαχειρίσεως τῶν θειοτάτων Μυστηρίων, ὑπογραμμιζομένων ἑκάστοτε μὲ τὸ ἅγιο παράδειγμά σου, μὲ τὴν γνήσια πίστη σου, μὲ τὴν ἐνεργὸ ἀγάπη σου, μὲ τὴ διάθεση τοῦ καλοῦ ποιμένος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ἕτοιμος «ἵνα καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θήσῃ» ὑπὲρ τῶν λογικῶν προβάτων τῆς θείας Ποίμνης τοῦ Μεγάλου Ἀρχιποίμενος, καὶ πρώτου «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θέντος», τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὴ ἔχοντας τίποτε τὸ κατάλληλο νὰ προσφέρω ὡς δῶρο γιὰ τὸ βῆμα, ποὺ πρόκειται νὰ κάνης καὶ τὸ ὁποῖο νὰ ἐκφράζη κάπως τὰ συναισθήματά μου, ἐπιχειρῶ νὰ καταθέσω κάποια λογικὰ ἄνθη ποὺ προσπάθησα νὰ συλλέξω ἀπὸ τὸν Πατερικὸν Λειμῶνα ὁ «ἔσχατος ἐγὼ ὡς βδελυρὸν ἔκτρωμα», προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσης, ὅπως πρέπει τὴν ἱερατική σου κλήση καὶ τὸ ἔργο διαποιμάνσεως ψυχῶν «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε».
Πολλὰ θὰ εἶχε κανένας νὰ πῆ γιὰ τὸ μεγάλο ποὺ ἐπιθυμεῖς νὰ ζήσης. Περιορίζομαι ὅμως γιὰ τώρα σὲ ὅ,τι, τὸ πάντα περιωρισμένο τοῦ χρόνου, μοῦ ἐπέτρεψε νὰ διατυπώσω.
Μέγιστη ἡ τιμὴ τῆς εἰσόδου στὴ θεία καὶ σεβάσμια Ἱερωσύνη. Καὶ ὅποιος καταξιώθηκε νὰ εἰσέλθη σ’ αὐτὴν ὀφείλει πρώτιστα νὰ ἔχη στὸ διηνεκὲς τὸν ἑαυτό του «τεθυμένον τῷ θανάτῳ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἡδονῶν», ἂν βέβαια θέλη νὰ μὴν κατακαῆ ὁλόκληρος σὰν εὔφλεκτο ὑλικὸ ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἄυλο πῦρ τῆς Θεότητος, ποὺ προσεγγίζει. Ξέρουμε δὲ ἀπὸ τὴ θεία Γραφὴ πὼς ἂν τὸ Σεραφεὶμ δὲν τόλμησε νὰ ἔρθη σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν θεῖον ἄνθρακα, ποὺ μὲ αὐτὸν ἐξάγνισε τὰ χείλη τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου (στ΄6), πῶς θὰ τολμάη ὁ ἱερωμένος ἄνθρωπος νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεῖο Ἄνθρακα χωρὶς τὸν ἀκατάπαυστον ἀγῶνα τῆς ἀπαθείας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ; Μὲ τὴν ἀπάθεια, δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη, θὰ ἔχη τὴν ἁγιασμένη ψυχὴ καὶ τὰ ἁγνισμένα χέρια, τὰ λαμπρότερα ἀπὸ χρυσάφι, ὡς μέσα ἐπιτελέσεως τῆς ὑπερούσιας θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς τοῦ μοναδικοῦ καὶ ὑπερτίμου Θύματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται πολυποίκιλη καὶ συστηματικὴ ἐσωτερικὴ ἐργασία διὰ βίου. Μερικὰ στοιχεῖα της θὰ ἀναφέρω, ἄλλα κάπως ἀνεπτυγμένα καὶ ἄλλα ἐπιτροχάδην.Α). «Ἑαυτῷ προσέχειν», ὥστε νὰ μεταμορφώνεται διαρκῶς καὶ περισσότερο σὲ σκεῦος ἐκλογῆς.
Ἡ ἀπερινόητη ἀγαθότης τοῦ Κυρίου «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4). Καὶ στὸ ἔργο αὐτὸ καταδέχεται νὰ χρησιμοποιῆ ὡς ὄργανά της ἀνθρώπους «περικειμένους ἀσθένειαν» (Ἑβρ. ε΄ 2) καὶ μάλιστα ἐμᾶς τοὺς ἱερεῖς. Μεγάλη ἡ συγκατάβαση τοῦ Κυρίου καὶ μέγιστη ἡ τιμή. Κάθε ἱερατικὴ ψυχὴ «ἑαυτῆς ἐπιγνώμων» (Παροιμ. ιγ΄ 10), καθὼς ἀναλογίζεται τὴ μοναδικὴ αὐτὴ κλήση, ποὺ τῆς ἔγινε, ἀναρωτιέται «πόθεν μοι τοῦτον;» Ἀπὸ ποῦ καὶ γιατὶ αὐτὴ ἡ διάκριση; Ὅσο κι ἂν ψάχνει, δὲν βρίσκει καμμιὰ ἀναλογία ἀνάμεσα στὴν τιμὴ τῆς κλήσεως καὶ στὴ δική της ἀναξία. Τὸ ξέρει πολὺ καλὰ πὼς «κατηξιώθη λειτουργεῖν τῷ ἁγίῳ Θυσιαστηρίῳ - καὶ τῇ λοιπῇ σωτηριώδει συνεργίᾳ» - «οὐ ἐποίησέ τι ἀγαθὸν ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ διὰ τὰ ἐλέη καὶ τοὺς οἰκτιρμοὺς» τοῦ Θεοῦ (εὐχὴ καθαγιασμοῦ θ. Λειτουργίας Μ. Βασιλείου). Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς κλήση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ καὶ ἀντικείμενο ἰδιοποιήσεώς της μὲ συνειδητὴ ἐργασία πιὰ μέσα μας. Δὲν ὑπῆρχαν ἀνθρώπινες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀποδοχή της. «Τοῦτο οὐκ ἐξ ἡμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον» (Ἐφεσ. β΄ 8). Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὅμως ἀρχίζει τὸ προσωπικό μας ἔργο, γιὰ τὴν ἀνταπόκριση σ’ αὐτὸ τὸ δῶρο, ὁπότε κατὰ τὴν πορεία του «καὶ ἑαυτοὺς σώσομεν καὶ τοὺς ἀκούοντας ὑμῶν» (Α΄ Τιμοθ. δ΄ 16). Πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ κάθε (εὐ)συνειδητὴ ἱερατικὴ ψυχὴ ὀφείλει νὰ φροντίζη νὰ ἐρευνᾶ καὶ ἀντίστοιχα νὰ κάνη στὸν ἑαυτό της ἐν προκειμένῳ. Δὲν εἶναι βέβαια δυνατὸν νὰ ἀναφερθοῦν οὔτε καὶ ἐπιγραμματικὰ στὰ περιωρισμένα πλαίσια τοῦ κειμένου αὐτοῦ ὅσα θὰ μποροῦσαν καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τῶν ἐπιδιώξεών της γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτόν. Θὰ περιορισθῶ μόνο σὲ κάποιες ὑποδείξεις ποὺ ἡ φιλοκαλικὴ καὶ νηπτικὴ σοφία καὶ ἐμπειρία μᾶς ἀπευθύνει.«Ἱερωσύνης καταξιωθεὶς τῆς θείας καὶ σεβασμίας, σεαυτὸν πρότερον κεχρεώστηκας ἔχειν τεθυμένον θανάτῳ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἡδονῶν», προτρέπει ὁ ὅσιος πατὴρ Θεόγνωστος (Φιλοκαλία, τ. β΄, σελ. 257-258, ὅπου καὶ τὰ ἑπόμενα ἀποσπάσματα). Ἂν ἡ θεόπνευστη γραφίδα τοῦ θείου ἀποστόλου Παύλου κάνει τὴν ἴδια σύσταση στοὺς πιστοὺς «παραστῆσαι τὰ σώματα αὐτῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν αὐτῶν» (Ῥωμ. ιβ΄1), πολὺ περισσότερο ἰσχύει αὐτὴ ἡ προτροπὴ γιὰ τὸν ἱερέα. Αὐτό, ποὺ θὰ διαζωγραφίση μὲ τὸ λόγο του ἑρμηνεύοντας τὴν ἴδια περικοπὴ πρὸς οἰκοδομὴν τῶν πιστῶν, πρέπει νὰ ἀποτελῆ ἔκφραση ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος. Τότε μόνον ὁ λόγος του θὰ γίνεται «ἔνσαρκος», γιατὶ δὲν θὰ εἶναι πιὰ θεωρητικὸς καὶ ἀφηρημένος, ἀλλὰ προβολὴ αὐτοῦ, ποὺ προηγουμένως ὁ ἴδιος ἔχει ζήσει καὶ συνεχῶς ζῆ. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δὲν θὰ ἀποτελῆ ὁ λόγος αὐτὸς κάτι τὸ ἀδύνατο νὰ πραγματοποιηθῆ, ἀλλὰ κάτι, ποὺ εἶναι θεία προτροπὴ καὶ ἐντολὴ πραγματοποιήσιμη ἐδῶ καὶ τώρα.Ἔτσι θὰ προβάλλη ὁ ἱερεὺς «ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶν» (Ῥωμ. στ΄ 13). Θὰ ἀποτελῆ ζωντανὴ παρουσίαση τοῦ τί σημαίνει νὰ μὴν ἀφήνη κανένας νὰ βασιλεύη «ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ αὐτοῦ σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ» (αὐτ. στ’ 12), ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ «παριστᾶ τὰ μέλη ἑαυτοῦ ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ» (αὐτ. στ’ 14).Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ πρὸ πάντων σήμερα χρειάζεται. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ὁ τηλεοψιόθρεπτος σημερινὸς ἄνθρωπος, ζῆ μὲ τὴν εἰκόνα. Θεωρητικὴ καὶ ἄλλη προσφορὰ τοῦ εἶναι δυσαπόδεκτη. Ὅ,τι εἶναι ζωντανὸ καὶ ἁπτό, ὅ,τι θεατὸ καὶ συγκεκριμένο καὶ βιούμενο, ὅ,τι μεταμορφούμενο σὲ ζωή, τὸν ἐντυπωσιάζει, τὸ καταλαβαίνει, τοῦ μιλάει στὴν ψυχὴ καί, ἂν ἔχη κατὰ βάθος καλὴ διάθεση, ἂν εἶναι «ἐκ τῆς ἀληθείας» (Ἰω. ιη΄ 37), συγκλονίζεται καὶ δέχεται τὴ σώζουσα ἀλήθεια, ποὺ ὁ ἱερεὺς τοῦ προβάλλει. Γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο μας εἶναι πρώτιστα ἐσωτερικὸ καὶ δευτερευόντως ἐξωτερικό. Ὄχι πὼς ἡ ἐξωτερικὴ δραστηριότης εἶναι ἐξοβελιστέα καὶ ἀπορριπτέα. Κάθε ἄλλο! Ὅμως πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ὅσο ἀναγκαία κι ἂν εἶναι – καὶ εἶναι! – προηγεῖται ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία. «Ἁγιασθῆναι πρῶτον, εἶτα ἁγιάσαι». Ἀλλιῶς εὔκολη εἶναι ἡ μετάπτωση στὸν ἐπαγγελματισμό, ὅσο καλὴ διάθεση κι ἂν ὑπῆρχε στὸ ξεκίνημα.
Τὸ ἔργο τοῦ ἱερέως εἶναι πρώτιστα ἐσωτερικό, μυστικό, πνευματικό. Ἡ ζωή του «κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (Κολασ. γ΄ 2). Καὶ αὐτὴν καλλιεργεῖ διαρκῶς καὶ ἀφανῶς, «ἑαυτῷ προσέχων» (Πράξ. κ΄ 28) καὶ ἔπειτα «παντὶ τῷ ποιμνίῳ» (αὐτ.). Χωρὶς τὴν ἐργασία αὐτὴ «οὐδέν ἐστι γενέσθαι τῶν δεόντων», ὅσο κι ἂν προσπαθήσει. Τὸ ἔργο του θὰ εἶναι χωρὶς ρίζες καὶ βάθος καὶ γι’αὐτὸ καὶ χωρὶς ἀξία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ κυριώτατο ἔργο του ἀποτελεῖ ἡ παράσταση στὸ «ἱερώτατον καὶ φρικῶδες» Θυσιαστήριον καὶ ἡ μὲ κάθε συντριβή, μὲ μετάνοια καὶ συναίσθηση μετοχὴ στὴν «φρικώδη καὶ ζωηρὰν θυσίαν», τὴν ὁποία ὡς ἐκπρόσωπος τῆς λατρευούσης κοινότητος προσφέρει στὸν οὐράνιο Πατέρα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ Πνεύματος Ἁγίου. Ὁ ἴδιος εἶναι «ὕλη εὔπρηστος», εὔφλεκτο ὑλικό, καθ’ ἑαυτὸν καὶ ὑπόκειται στὸν κίνδυνο «τῷ θείῳ κατακαῆναι πυρί», χωρὶς τὴ συναίσθηση τοῦ τί εἶναι ὁ ἴδιος καὶ τὶ τὸ τελεσιουργούμενον ἁγιώτατο Μυστήριο. «Εἶ γὰρ τὸ Σεραφεὶμ λαβίδος χωρὶς οὐ τετόλμηται τοῦ θείου προσάψασθαι ἄνθρακος (Ἠσ. στ΄ 6) πῶς αὐτὸς (δηλ. ἐσὺ ὁ ἴδιος) ἐκτὸς ἀπαθείας ἅψη». Αὐτὴ ἡ ἀ π ά θ ε ι α – θέμα μεγάλο αὐτὸ ποὺ χρειάζεται μακρὰ ἀνάλυση – εἶναι ἡ «λαβὶς ἡ μυστική», ποὺ θὰ δεχθῆ ἀκίνδυνα τὸν «ἄνθρακα Χριστὸν» καὶ ἑπομένως τὴν μαζί του μυστικὴ ἕνωση. Μόνον ἔτσι θὰ μπορῆ νὰ ἔχη γλῶσσαν ἡγιασμένην,
χείλη κεκαθαρμένα, ψυχὴν ἁγνὴν σὺν τῷ σώματι καὶ αὐτὰς τὰ χείρας
χρυσίου λαμπροτέρας παντὸς ὡς ὑπουργὸς τοῦ ὑπερουσίου πυρὸς καὶ θύματος» (θεόγνωστος, ὅ.π.).
«Σύνες τῶν λεγομένων ἀπρίξ τὴν δύναμιν ὅτι ἐκεῖνο καθ’ ἑκάστην ἐποπτεύεις τοῦ Θεοῦ τὸ σωτήριον», ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς λέη ὁ ὅσιος Θεόγνωστος. Κατάλαβέ το πολὺ καλά, ὅτι δηλαδὴ ἔχεις κάθε μέρα μπροστά σου καὶ βλέπεις τὸν Σωτήρα καὶ τὴ σωτηρία, ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἐρχομό τοῦ Σωτῆρος στὸν κόσμο. Καὶ νὰ τὸ βλέπης, ὅπως τὸ εἶδε καὶ ἔμεινε ἔκθαμβος ὁ πρεσβύτης Συμεών, πού, ἀφοῦ τὸ εἶδε, ζητοῦσε νὰ τὸν ἀπολύση ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ ἐτούτη τὴν ἐφήμερη καὶ παροδική.
Καὶ προσθέτει ὁ ὅσιος κάτι, ποὺ μᾶς βάζει σὲ φοβερὲς σκέψεις καὶ μᾶς φέρνει σὲ δύσκολη θέση: «Εἰ μὴ ἐχρηματίσθης ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δεκτὸς εἶναι μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὥσπερ ἰσάγγελος, μὴ κατατολμᾷς ῥιψοκινδύνως τῆς τῶν θείων φρικτῆς καὶ πανάγνου ἱεροτελεστίας, ἣν καὶ ἄγγελοι σέβονται καὶ πολλοὶ τῶν ἁγίων εὐλαβῶς ὑπεστάλησαν, μήπως ὡς ὁ Ζᾶν ἐκεῖνος δοκήσει τοῦ ἀγαθοῦ ἐξολοθρευθῆς». Ἂν δὲν σὲ πληροφόρησε τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι εἶσαι δεκτὸς νὰ διακονήσης ὡς μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων σὰν ἰσάγγελος, μὴν παίρνεις τὸ θάρρος νὰ ριψοκινδυνεύης τελώντας τὴ θεία καὶ φρικτὴ καὶ πάναγνη ἱεροτελεστία, ποὺ σέβονται οἱ ἄγγελοι καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὴν σεβάστηκαν ἀπόλυτα ὡς κατακάθαρη. Πρόσεξε μήπως σὲ ἀντίθετη περίπτωση πάθης ὅ,τι ἔπαθε καὶ ἐκεῖνος ὁ Ζᾶν (Βασ. στ΄ 6-7), πού, νομίζοντας πὼς κάνει κάτι καλό, τελικὰ ἐξωλοθρεύτηκε!
Φοβερὸς ὁ λόγος! «Φοβηθῶμεν οὐν μήποτε δοκῇ τις ἐξ ἡμῶν ὑστερηκέναι», μήπως κάποιος ἀπὸ μᾶς ἀποδειχθῆ πὼς ὑστερεῖ ὡς πρὸς τὴ συνειδητοποίηση αὐτοῦ, πού, ἂν καὶ ἁμαρτωλοί, καταξιωθήκαμε νὰ δεχθοῦμε. Καὶ ὄχι μόνο νὰ συνειδητοποιήσουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε περισσότερο, γιὰ νὰ φανοῦμε ἄξιοι τῆς κλήσεως, ποὺ μᾶς ἔγινε, μὴ μένοντας σὲ μιὰ θεωρητικὴ διαπίστωση, ἀλλὰ προχωρώντας ταπεινὰ καὶ μὲ ὅλη τὴ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας μας σὲ ὅ,τι ἡ ἀποδοχὴ τῆς
κλήσεως ἐκ μέρους μας συνεπάγεται. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα:
Α).Πρώτιστα «Ἑαυτῷ προσέχει» ὀφείλει ὁ ἱερεύς, ὥστε νὰ μεταμορφώνεται διαρκῶς καὶ περισσότερο σὲ σκεῦος ἐκλογῆς.Β). «Μνημονεύειν τῆς ἰσαγγέλου τιμῆς», τῆς ὁποίας καταξιώθηκε, μὲ σπουδὴ ἀκατάπαυστη νὰ διαμένη ἀνέπαφος ψυχῇ καὶ σώματι μὲ κάθε ἀρετὴ καὶ καθαρότητα καὶ πρώτιστα μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ ἡ ἔλλειψή της γκρέμισε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸν Ἑωσφόρο. «Σπουδάζειν ἑπομένως δεῖ ἔχειν ἑαυτὸν ὡς γῆν καὶ σποδὸν καὶ κάθαρμα καὶ κῦνα τινά», μὲ ἄλλα λόγια ὀφείλει ὁ ἱερεὺς νὰ ἔχη γιὰ τὸν ἑαυτό του βαθύτατο ταπεινὸ φρόνημα θεωρώντας τὸν ἑαυτό του τιποτένιο, χῶμα, ποὺ πατιέται, καὶ στάχτη, ποὺ εἶναι γιὰ πέταμα.Γ). «Ρείθροις δακρύων πρότερον ὑπὲρ χιόνα ἑαυτὸν λευκαίνειν καὶ οὕτω λελευκασμένῃ συνειδήσει διὰ καθαρότητος ἅπτεσθαι τῶν ἁγίων ὡς ἅγιος, ὥστε τῇ ἐκτὸς ἀγγελομόρφῳ λευχειμοσύνῃ τὴν ἔνδοθεν ὑπεμφαίνειν τῆς ψυχῆς ὡραιότητα».Δ). «Ἱμείρεσθαι τὸν ἱερέα τῆς ἐντεῦθεν ἐκδημίας ὡς τετελειωμένος διὰ πίστεως. Ἀνακεκραμένος διὰ τῆς ἀγάπης Χριστῷ, ὃν ἀξιοῦται θύειν. Γενόμενος γὰρ σύμφυτος τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, γίνεται καὶ κοινωνὸς τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ μηκέτι ἑαυτῷ ζῶν, ἀλλὰ Χριστῷ».
Ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ λαχταράη νὰ φύγη ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν ὡς ἤδη φτασμένος καὶ τέλειος πνευματικὰ διὰ μέσου τῆς πίστεως. Πρέπει νὰ τὸν ἔχη διαποτίσει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀξιώνεται νὰ τὸν θυσιάζη στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο διὰ τῆς θείας Εὐχαριστίας. Διότι γινόμενος μέτοχος τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ συμμέτοχος τῆς ἀναστάσεώς του, ἐφόσον δὲν ζῆ πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ μόνο.Ε). «Συνέχεσθαι τῷ τοῦ Θεοῦ φόβῳ καὶ τῷ συνεκδήμῳ αὐτοῦ πόθῳ». Πρέπει νὰ ἔχη μέσα του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ἔχη κυριέψει κυριολεκτικὰ καὶ νὰ τὸν διακατέχη καὶ ὁ συνοδοιπόρος του θεῖος πόθος. Ὁ πρῶτος - ὁ φόβος – καθαρίζει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν αἰδήμονα καὶ ὅλη σεβασμὸ πρὸ τοῦ Κυρίου στάση καὶ ὁ δεύτερος - ὁ πόθος – τελειοποιεῖ μέσῳ τῆς φωτιστικῆς καὶ ἁγίας ἕξεως καὶ τῆς ὑψηλῆς θεωρίας καὶ θείας ἀναβάσεως τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς πρὸς τὸν Κύριο.Στ). Ἀποφυγὴ ἀδιαφορίας καὶ ἀμέλειας στὰ ἱερὰ καὶ πνευματικὰ καθὼς καὶ τῆς καταφρονήσεως τῶν θείων καὶ ἱερῶν καὶ ἁγίων διὰ ἐθισμοῦ καὶ ἐξοικειώσως καὶ λησμοσύνης τῆς πρώτης ἀγάπης, τοῦ ἀρχῆθεν ἱεροῦ ζήλου καὶ τῶν ἀρρήτων θείων καὶ πρωτογενῶν συναισθημάτων τῆς σεβασμίας ἡμέρας τῆς εἰσόδου στὴ θεία καὶ ἁγιωτάτη ἱερωσύνη.
Ζ). «Καταφρόνησις τοῦ πρὸς τὰ ῥέοντα πόθου», ὥστε νὰ μὴ ἑλκύουν τὰ φευγαλέα καὶ προσωρινὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὴν καρδιὰ τοῦ ἱερέως. Ἡ πρὸς τὰ γήινα προσπάθεια (δηλαδὴ προσκόλληση) πρὸς ἑαυτὴν δεσμεύει τὴν καρδιά, πράγμα, ποὺ τὴν κάνει ὅμοια μὲ ἀετὸ παγιδευμένον καὶ ἀνίκανον νὰ ἀρθῇ πρὸς τὰ αἰθέρια ὕψη τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν ἀναβάσεων.Η) Ἀγὼν διηνεκὴς καὶ ἀδιάκοπος «τὸν ἔνδον ἀρραβῶνα τῆς σωτηρίας
λαμβάνειν κρυπτῶς, ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ πληροφορίᾳ ἀνενδοιάστων». Ἀγώνας συνεχὴς, γιὰ νὰ δέχεται μέσα του ὁ ἱερεὺς τὴν προκαταβολικὴ πρόγευση τῆς σωτηρίας μὲ πληροφορία ἐσωτερικὴ καὶ ἀμετακίνητη καὶ βεβαιότητα, ποὺ δὲν τὴν κλονίζει καμμιὰ σχετικὴ ἀμφιβολία σχετικὰ μὲ τὴν σωτηρία ἐν Χριστῷ. Καὶ τοῦτο τὸ πληροφορεῖται, ἐὰν δὲν τὸν τύπτη ἡ συνείδησή του γιὰ παροργισμούς, γιὰ μὴ τιθάσευση, ἐξημέρωση καὶ ὑποταγὴ καὶ τελικὰ κυριαρχία πάνω στὴν ἀγριότητα τῶν παθῶν· ἐὰν ἀναβλύζη ἡ πηγὴ τῶν δακρύων τῆς μετανοίας ἐν συντριβῇ καρδίας καὶ τῆς παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐὰν ὁ νοῦς προσεύχεται καθαρῶς καὶ ἀμετεωρίστως, δηλαδὴ χωρὶς νὰ πάη ἐδῶ κι ἐκεῖ ὁ νοῦς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς.Θ). Ἀκαταπόνητος προσπάθεια «ἀσπασθῆναι τὴν ἁγνείαν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ». Αὐτὴ καθιστᾶ τὸν ἱερέα ναὸν Θεοῦ «ἐπέραστον», ἀγαπημένη τοῦ Θεοῦ. Διότι «οὐκ ἔστιν ἕτερόν τι μεῖζον τῆς σωφροσύνης καὶ παρθενίας», ἡ ὁποία θαυμάζεται καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους. «Τὸ γὰρ συνδεδεμένον τινὰ σαρκὶ καὶ αἵματι σπεύδειν μιμεῖσθαι τὴν τῶν ἀσωμάτων ἀυλίαν διὰ τῆς ἁγνείας ἀεί, πόσων δεῖται τῶν μόχθων καὶ ἱδρώτων». Τὸ ὅτι κανεὶς εἶναι δεμένος μὲ σάρκα καὶ αἷμα καὶ νὰ σπεύδη νὰ μιμῆται τοὺς ἄυλους ἀγγέλους, ποὺ δὲν ἔχουν σῶμα, διαρκῶς μὲ τὴν ἁγνότητα, ἀλήθεια πόσους ἀγῶνες δὲν ἀπαιτεῖ; Χωρὶς τὸν ἔσω καὶ ἔξω ἁγιασμὸ δὲν μπορεῖ νὰ καθορᾶ ὁ λειτουργὸς τὸν ἅγιον Θεό.
Ι). Ἐφόσον ἀποτολμήθηκε ἡ ἄρση τοῦ ζυγοῦ τῆς ἱερωσύνης, ὀφείλει ὁ ἱερεὺς νὰ «κατορθοῖ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ», νὰ ἐφαρμόζη σωστὰ αὐτά, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ πνευματική του πορεία καὶ νὰ ὀρθοτομῆ, δηλαδὴ νὰ διδάσκη τὸ λαὸ σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, προσφέροντάς του τὸν λόγον τῆς ἀληθείας μετὰ φόβου καὶ τρόμου δι’ αὐτοῦ τὴν ἰδικήν του πρῶτα σωτηρία καὶ ἔπειτα τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων.
ΙΑ). Νὰ προσφέρη «νηφόντως καὶ πεπονημένως ὑπὲρ ἑαυτοῦ μετὰ συντριμμοῦ καὶ δακρύων κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν ἱερὰν θυσίαν εἰς ἐξίλασμα». Νὰ προσφέρη τὴ θεία προσφορὰ στὸ Θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ γιὰ συγχώρηση ὅσο γίνεται μὲ πιὸ μεγάλη προσοχὴ καὶ κοπιαστικὴ προσπάθεια καὶ παράλληλα μὲ συντριβὴ καρδιᾶς. Καὶ τέλος
ΙΒ). Νὰ συνειδητοποιῆ ὅλο καὶ βαθύτερα καὶ μονιμώτερα, ὅτι «τόσον ὑπέρκειται ἡ τῆς σεβασμίας Ἱερωσύνης ἡ λατρεία καὶ πρὸς τὸ θεῖον ἐξίλασις καὶ δυσώπησις πάσης ψαλμωδίας καὶ προσευχῆς, ὅσον ἀστέρων ἥλιος. Αὐτὸν γὰρ ἐκεῖνον τὸν Μονογενῆ θυσιάζομεν καὶ προτίθεμεν καὶ προσάγομεν εἰς παράκλησιν καὶ σωτηρίαν τὸν ὑπὲρ ἁμαρτωλῶν δωρεὰν σφαγέντα διὰ φιλανθρωπίαν. Τὸ δὲ θεῖον αἷμα καὶ τίμιον ρύπτει καὶ καθαίρει παντὸς ὑσσώπου ἐπέκεινα κηλῖδα πᾶσαν καὶ σπίλον καθιστῶσα ἀγγελοειδῆ ἢ μᾶλλον Χριστοειδῆ τὸν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ καὶ μέτοχον τῆς θείας του ζωῆς» καὶ τώρα καὶ στὸν αἰῶνα τῆς καινῆς κτίσεως στὴ Βασιλεία Του. Μὲ ἄλλα λόγια, νὰ τοῦ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ ἡ συναίσθηση, ὅτι τόσο πολὺ ξεπερνάει ἡ λατρεία τῆς σεβάσμιας ἱερωσύνης καὶ προσφορά της γιὰ συγχώρηση καὶ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεὸ ἀπὸ κάθε ψαλμωδία καὶ προσευχή, ὅσο ὁ ἥλιος διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄστρα. Γιατὶ προσφέρουμε τὸν ἴδιο τὸν Μονογενῆ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστὸν ὡς παράκληση καὶ σωτηρία αὐτόν, ποὺ σφάχθηκε δωρεὰν χάριν τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ ἀπέραντη φιλανθρωπία καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὸ αἷμα τὸ θεϊκὸ τοῦ Χριστοῦ καθαρίζει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἁγιαστικὸ μέσον κάθε πνευματικὴ κηλῖδα καὶ κάθε τὶ ποὺ μολύνει τὴν ψυχὴ καὶ κάνει ἔτσι ὅμοιον μὲ ἄγγελον ἢ καλύτερα ὅμοιον μὲ τὸν Χριστὸ τὸν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ καὶ μέτοχον τῆς θεϊκῆς του ζωῆς. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ Ἱερωσύνη!
Σοῦ τὰ εὔχομαι ὅλα αὐτὰ ἀπὸ καρδίας νὰ τὰ ζῆς, Ἀδελφέ. Ἔτσι θὰ γεύεσαι τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία τῆς Ἱερωσύνης καὶ θὰ νιώθης πάντοτε νὰ σὲ συντροφεύη αὐτὴ ἡ συναίσθηση καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση ἐτούτης τῆς ἱερατικῆς κλήσεως καὶ ἰδιότητος. Γι’ αὐτὸ θὰ προσεύχεται ταπεινὰ ὁ γράφων τὴν παροῦσα καὶ παρακαλεῖ νὰ εὔχεσαι καὶ σὺ γιὰ τὸν γράψαντα, νὰ τὰ ζῆ καὶ αὐτὸς ὅσο μπορεῖ πιὸ πολὺ καὶ μὲ κάθε συνέπεια. Μαζὶ μὲ τὶς ἐγκάρδιες προσρήσεις μου καὶ τοὺς θερμοὺς χαιρετισμούς μου στὴν ἀγαπητή σας σύντροφο ζωῆς, παρακαλῶ να δεχθῆς τὴν ἔκφραση τῆς ἐν Κυρίῳ πολλῆς ἀγάπης του καὶ τιμῆς.
ἱερομ. Β.Ν.Ε.
Ἔκδοσις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΕΥΛΑΒΕΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ THN ΑΓΙΩΤΑΤΗΝ ΙΕΡΩΣΥΝΗΝ
(Ἰδίως γιὰ τοὺς μέλλοντας νὰ χειροτονηθοῦν)
Ἀδελφέ μου,
Πολὺ μὲ χαροποίησε τὸ γεγονός, ὅτι ἐπὶ πολὺν χρόνον ποθεῖς νὰ διακονήσης τὸν Κύριο μπρὸς στὸ φρικτὸ Θυσιαστήριό Του προσφέροντας τὸν ἑαυτό σου μὲ τὴ διάθεση νὰ ἀποτελῆς, καίτοι θύτης τοῦ Ἀμνοῦ, θῦμα τὸν ἑαυτό σου, προσφέροντάς τον «θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον, τὴν λογικήν σου λατρείαν» ὡς ἱερεὺς καὶ «οἰκονόμος τῆς ποικίλης χάριτος τοῦ Θεοῦ». Χαίρω καὶ συγχαίρω μαζί σου καὶ μὲ τὴν ἐκλεκτή σου ὁμόζυγον καθὼς καὶ μὲ ὅλους ὅσοι ἀγαποῦν τὸ πρόσωπό σου γιὰ τὸ μεγάλο αὐτὸ βῆμα, τὸ ὁποῖο θέλεις νὰ κάνης. Ταπεινὰ παρὰ τὴν ἀναξιότητά μου εὔχομαι καὶ προσεύχομαι «ἐκ ψυχῆς» διαθέρμως καὶ μὲ πολλὴ καὶ γνήσια διάθεση νὰ σὲ ἀναδείξη ὁ Κύριος ἐκλεκτὸ ὄργανο τῆς Χάριτός του, δοχεῖον ὁ ἴδιος αὐτῆς Χάριτος ἐν πλησμονῇ καὶ φορεύς της διὰ τῆς διαχειρίσεως τῶν θειοτάτων Μυστηρίων, ὑπογραμμιζομένων ἑκάστοτε μὲ τὸ ἅγιο παράδειγμά σου, μὲ τὴν γνήσια πίστη σου, μὲ τὴν ἐνεργὸ ἀγάπη σου, μὲ τὴ διάθεση τοῦ καλοῦ ποιμένος, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι ἕτοιμος «ἵνα καὶ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θήσῃ» ὑπὲρ τῶν λογικῶν προβάτων τῆς θείας Ποίμνης τοῦ Μεγάλου Ἀρχιποίμενος, καὶ πρώτου «τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θέντος», τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μὴ ἔχοντας τίποτε τὸ κατάλληλο νὰ προσφέρω ὡς δῶρο γιὰ τὸ βῆμα, ποὺ πρόκειται νὰ κάνης καὶ τὸ ὁποῖο νὰ ἐκφράζη κάπως τὰ συναισθήματά μου, ἐπιχειρῶ νὰ καταθέσω κάποια λογικὰ ἄνθη ποὺ προσπάθησα νὰ συλλέξω ἀπὸ τὸν Πατερικὸν Λειμῶνα ὁ «ἔσχατος ἐγὼ ὡς βδελυρὸν ἔκτρωμα», προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσης, ὅπως πρέπει τὴν ἱερατική σου κλήση καὶ τὸ ἔργο διαποιμάνσεως ψυχῶν «ὑπὲρ ὧν Χριστὸς ἀπέθανε».
Πολλὰ θὰ εἶχε κανένας νὰ πῆ γιὰ τὸ μεγάλο ποὺ ἐπιθυμεῖς νὰ ζήσης. Περιορίζομαι ὅμως γιὰ τώρα σὲ ὅ,τι, τὸ πάντα περιωρισμένο τοῦ χρόνου, μοῦ ἐπέτρεψε νὰ διατυπώσω.
Μέγιστη ἡ τιμὴ τῆς εἰσόδου στὴ θεία καὶ σεβάσμια Ἱερωσύνη. Καὶ ὅποιος καταξιώθηκε νὰ εἰσέλθη σ’ αὐτὴν ὀφείλει πρώτιστα νὰ ἔχη στὸ διηνεκὲς τὸν ἑαυτό του «τεθυμένον τῷ θανάτῳ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἡδονῶν», ἂν βέβαια θέλη νὰ μὴν κατακαῆ ὁλόκληρος σὰν εὔφλεκτο ὑλικὸ ἀπὸ τὸ θεῖο καὶ ἄυλο πῦρ τῆς Θεότητος, ποὺ προσεγγίζει. Ξέρουμε δὲ ἀπὸ τὴ θεία Γραφὴ πὼς ἂν τὸ Σεραφεὶμ δὲν τόλμησε νὰ ἔρθη σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν θεῖον ἄνθρακα, ποὺ μὲ αὐτὸν ἐξάγνισε τὰ χείλη τοῦ Προφήτου Ἠσαΐου (στ΄6), πῶς θὰ τολμάη ὁ ἱερωμένος ἄνθρωπος νὰ ἔρχεται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεῖο Ἄνθρακα χωρὶς τὸν ἀκατάπαυστον ἀγῶνα τῆς ἀπαθείας καὶ τοῦ ἁγιασμοῦ; Μὲ τὴν ἀπάθεια, δηλαδὴ τὴν ἐλευθερία ἀπὸ τὰ πάθη, θὰ ἔχη τὴν ἁγιασμένη ψυχὴ καὶ τὰ ἁγνισμένα χέρια, τὰ λαμπρότερα ἀπὸ χρυσάφι, ὡς μέσα ἐπιτελέσεως τῆς ὑπερούσιας θυσίας καὶ τῆς προσφορᾶς τοῦ μοναδικοῦ καὶ ὑπερτίμου Θύματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαιτεῖται πολυποίκιλη καὶ συστηματικὴ ἐσωτερικὴ ἐργασία διὰ βίου. Μερικὰ στοιχεῖα της θὰ ἀναφέρω, ἄλλα κάπως ἀνεπτυγμένα καὶ ἄλλα ἐπιτροχάδην.Α). «Ἑαυτῷ προσέχειν», ὥστε νὰ μεταμορφώνεται διαρκῶς καὶ περισσότερο σὲ σκεῦος ἐκλογῆς.
Ἡ ἀπερινόητη ἀγαθότης τοῦ Κυρίου «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4). Καὶ στὸ ἔργο αὐτὸ καταδέχεται νὰ χρησιμοποιῆ ὡς ὄργανά της ἀνθρώπους «περικειμένους ἀσθένειαν» (Ἑβρ. ε΄ 2) καὶ μάλιστα ἐμᾶς τοὺς ἱερεῖς. Μεγάλη ἡ συγκατάβαση τοῦ Κυρίου καὶ μέγιστη ἡ τιμή. Κάθε ἱερατικὴ ψυχὴ «ἑαυτῆς ἐπιγνώμων» (Παροιμ. ιγ΄ 10), καθὼς ἀναλογίζεται τὴ μοναδικὴ αὐτὴ κλήση, ποὺ τῆς ἔγινε, ἀναρωτιέται «πόθεν μοι τοῦτον;» Ἀπὸ ποῦ καὶ γιατὶ αὐτὴ ἡ διάκριση; Ὅσο κι ἂν ψάχνει, δὲν βρίσκει καμμιὰ ἀναλογία ἀνάμεσα στὴν τιμὴ τῆς κλήσεως καὶ στὴ δική της ἀναξία. Τὸ ξέρει πολὺ καλὰ πὼς «κατηξιώθη λειτουργεῖν τῷ ἁγίῳ Θυσιαστηρίῳ - καὶ τῇ λοιπῇ σωτηριώδει συνεργίᾳ» - «οὐ ἐποίησέ τι ἀγαθὸν ἐπὶ τῆς γῆς, ἀλλὰ διὰ τὰ ἐλέη καὶ τοὺς οἰκτιρμοὺς» τοῦ Θεοῦ (εὐχὴ καθαγιασμοῦ θ. Λειτουργίας Μ. Βασιλείου). Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς κλήση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ καὶ ἀντικείμενο ἰδιοποιήσεώς της μὲ συνειδητὴ ἐργασία πιὰ μέσα μας. Δὲν ὑπῆρχαν ἀνθρώπινες προϋποθέσεις γιὰ τὴν ἀποδοχή της. «Τοῦτο οὐκ ἐξ ἡμῶν, Θεοῦ τὸ δῶρον» (Ἐφεσ. β΄ 8). Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα ὅμως ἀρχίζει τὸ προσωπικό μας ἔργο, γιὰ τὴν ἀνταπόκριση σ’ αὐτὸ τὸ δῶρο, ὁπότε κατὰ τὴν πορεία του «καὶ ἑαυτοὺς σώσομεν καὶ τοὺς ἀκούοντας ὑμῶν» (Α΄ Τιμοθ. δ΄ 16). Πολλὰ εἶναι αὐτὰ ποὺ κάθε (εὐ)συνειδητὴ ἱερατικὴ ψυχὴ ὀφείλει νὰ φροντίζη νὰ ἐρευνᾶ καὶ ἀντίστοιχα νὰ κάνη στὸν ἑαυτό της ἐν προκειμένῳ. Δὲν εἶναι βέβαια δυνατὸν νὰ ἀναφερθοῦν οὔτε καὶ ἐπιγραμματικὰ στὰ περιωρισμένα πλαίσια τοῦ κειμένου αὐτοῦ ὅσα θὰ μποροῦσαν καὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἀποτελοῦν ἀντικείμενο τῶν ἐπιδιώξεών της γιὰ τὸ σκοπὸ αὐτόν. Θὰ περιορισθῶ μόνο σὲ κάποιες ὑποδείξεις ποὺ ἡ φιλοκαλικὴ καὶ νηπτικὴ σοφία καὶ ἐμπειρία μᾶς ἀπευθύνει.«Ἱερωσύνης καταξιωθεὶς τῆς θείας καὶ σεβασμίας, σεαυτὸν πρότερον κεχρεώστηκας ἔχειν τεθυμένον θανάτῳ τῶν παθῶν καὶ τῶν ἡδονῶν», προτρέπει ὁ ὅσιος πατὴρ Θεόγνωστος (Φιλοκαλία, τ. β΄, σελ. 257-258, ὅπου καὶ τὰ ἑπόμενα ἀποσπάσματα). Ἂν ἡ θεόπνευστη γραφίδα τοῦ θείου ἀποστόλου Παύλου κάνει τὴν ἴδια σύσταση στοὺς πιστοὺς «παραστῆσαι τὰ σώματα αὐτῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ, τὴν λογικὴν λατρείαν αὐτῶν» (Ῥωμ. ιβ΄1), πολὺ περισσότερο ἰσχύει αὐτὴ ἡ προτροπὴ γιὰ τὸν ἱερέα. Αὐτό, ποὺ θὰ διαζωγραφίση μὲ τὸ λόγο του ἑρμηνεύοντας τὴν ἴδια περικοπὴ πρὸς οἰκοδομὴν τῶν πιστῶν, πρέπει νὰ ἀποτελῆ ἔκφραση ἐκείνου ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος. Τότε μόνον ὁ λόγος του θὰ γίνεται «ἔνσαρκος», γιατὶ δὲν θὰ εἶναι πιὰ θεωρητικὸς καὶ ἀφηρημένος, ἀλλὰ προβολὴ αὐτοῦ, ποὺ προηγουμένως ὁ ἴδιος ἔχει ζήσει καὶ συνεχῶς ζῆ. Καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸν δὲν θὰ ἀποτελῆ ὁ λόγος αὐτὸς κάτι τὸ ἀδύνατο νὰ πραγματοποιηθῆ, ἀλλὰ κάτι, ποὺ εἶναι θεία προτροπὴ καὶ ἐντολὴ πραγματοποιήσιμη ἐδῶ καὶ τώρα.Ἔτσι θὰ προβάλλη ὁ ἱερεὺς «ὡς ἐκ νεκρῶν ζῶν» (Ῥωμ. στ΄ 13). Θὰ ἀποτελῆ ζωντανὴ παρουσίαση τοῦ τί σημαίνει νὰ μὴν ἀφήνη κανένας νὰ βασιλεύη «ἡ ἁμαρτία ἐν τῷ θνητῷ αὐτοῦ σώματι εἰς τὸ ὑπακούειν αὐτῇ ἐν ταῖς ἐπιθυμίαις αὐτοῦ» (αὐτ. στ’ 12), ἀλλὰ ἀντίθετα νὰ «παριστᾶ τὰ μέλη ἑαυτοῦ ὅπλα δικαιοσύνης τῷ Θεῷ» (αὐτ. στ’ 14).Καὶ αὐτὸ εἶναι ἐκεῖνο ποὺ πρὸ πάντων σήμερα χρειάζεται. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος, ὁ τηλεοψιόθρεπτος σημερινὸς ἄνθρωπος, ζῆ μὲ τὴν εἰκόνα. Θεωρητικὴ καὶ ἄλλη προσφορὰ τοῦ εἶναι δυσαπόδεκτη. Ὅ,τι εἶναι ζωντανὸ καὶ ἁπτό, ὅ,τι θεατὸ καὶ συγκεκριμένο καὶ βιούμενο, ὅ,τι μεταμορφούμενο σὲ ζωή, τὸν ἐντυπωσιάζει, τὸ καταλαβαίνει, τοῦ μιλάει στὴν ψυχὴ καί, ἂν ἔχη κατὰ βάθος καλὴ διάθεση, ἂν εἶναι «ἐκ τῆς ἀληθείας» (Ἰω. ιη΄ 37), συγκλονίζεται καὶ δέχεται τὴ σώζουσα ἀλήθεια, ποὺ ὁ ἱερεὺς τοῦ προβάλλει. Γι’ αὐτὸ τὸ ἔργο μας εἶναι πρώτιστα ἐσωτερικὸ καὶ δευτερευόντως ἐξωτερικό. Ὄχι πὼς ἡ ἐξωτερικὴ δραστηριότης εἶναι ἐξοβελιστέα καὶ ἀπορριπτέα. Κάθε ἄλλο! Ὅμως πρὶν ἀπὸ αὐτήν, ὅσο ἀναγκαία κι ἂν εἶναι – καὶ εἶναι! – προηγεῖται ἡ ἐσωτερικὴ ἐργασία. «Ἁγιασθῆναι πρῶτον, εἶτα ἁγιάσαι». Ἀλλιῶς εὔκολη εἶναι ἡ μετάπτωση στὸν ἐπαγγελματισμό, ὅσο καλὴ διάθεση κι ἂν ὑπῆρχε στὸ ξεκίνημα.
Τὸ ἔργο τοῦ ἱερέως εἶναι πρώτιστα ἐσωτερικό, μυστικό, πνευματικό. Ἡ ζωή του «κέκρυπται σὺν τῷ Χριστῷ ἐν τῷ Θεῷ» (Κολασ. γ΄ 2). Καὶ αὐτὴν καλλιεργεῖ διαρκῶς καὶ ἀφανῶς, «ἑαυτῷ προσέχων» (Πράξ. κ΄ 28) καὶ ἔπειτα «παντὶ τῷ ποιμνίῳ» (αὐτ.). Χωρὶς τὴν ἐργασία αὐτὴ «οὐδέν ἐστι γενέσθαι τῶν δεόντων», ὅσο κι ἂν προσπαθήσει. Τὸ ἔργο του θὰ εἶναι χωρὶς ρίζες καὶ βάθος καὶ γι’αὐτὸ καὶ χωρὶς ἀξία στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ κυριώτατο ἔργο του ἀποτελεῖ ἡ παράσταση στὸ «ἱερώτατον καὶ φρικῶδες» Θυσιαστήριον καὶ ἡ μὲ κάθε συντριβή, μὲ μετάνοια καὶ συναίσθηση μετοχὴ στὴν «φρικώδη καὶ ζωηρὰν θυσίαν», τὴν ὁποία ὡς ἐκπρόσωπος τῆς λατρευούσης κοινότητος προσφέρει στὸν οὐράνιο Πατέρα ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ Πνεύματος Ἁγίου. Ὁ ἴδιος εἶναι «ὕλη εὔπρηστος», εὔφλεκτο ὑλικό, καθ’ ἑαυτὸν καὶ ὑπόκειται στὸν κίνδυνο «τῷ θείῳ κατακαῆναι πυρί», χωρὶς τὴ συναίσθηση τοῦ τί εἶναι ὁ ἴδιος καὶ τὶ τὸ τελεσιουργούμενον ἁγιώτατο Μυστήριο. «Εἶ γὰρ τὸ Σεραφεὶμ λαβίδος χωρὶς οὐ τετόλμηται τοῦ θείου προσάψασθαι ἄνθρακος (Ἠσ. στ΄ 6) πῶς αὐτὸς (δηλ. ἐσὺ ὁ ἴδιος) ἐκτὸς ἀπαθείας ἅψη». Αὐτὴ ἡ ἀ π ά θ ε ι α – θέμα μεγάλο αὐτὸ ποὺ χρειάζεται μακρὰ ἀνάλυση – εἶναι ἡ «λαβὶς ἡ μυστική», ποὺ θὰ δεχθῆ ἀκίνδυνα τὸν «ἄνθρακα Χριστὸν» καὶ ἑπομένως τὴν μαζί του μυστικὴ ἕνωση. Μόνον ἔτσι θὰ μπορῆ νὰ ἔχη γλῶσσαν ἡγιασμένην,
χείλη κεκαθαρμένα, ψυχὴν ἁγνὴν σὺν τῷ σώματι καὶ αὐτὰς τὰ χείρας
χρυσίου λαμπροτέρας παντὸς ὡς ὑπουργὸς τοῦ ὑπερουσίου πυρὸς καὶ θύματος» (θεόγνωστος, ὅ.π.).
«Σύνες τῶν λεγομένων ἀπρίξ τὴν δύναμιν ὅτι ἐκεῖνο καθ’ ἑκάστην ἐποπτεύεις τοῦ Θεοῦ τὸ σωτήριον», ἐξακολουθεῖ νὰ μᾶς λέη ὁ ὅσιος Θεόγνωστος. Κατάλαβέ το πολὺ καλά, ὅτι δηλαδὴ ἔχεις κάθε μέρα μπροστά σου καὶ βλέπεις τὸν Σωτήρα καὶ τὴ σωτηρία, ποὺ ἔστειλε ὁ Θεὸς μὲ τὸν ἐρχομό τοῦ Σωτῆρος στὸν κόσμο. Καὶ νὰ τὸ βλέπης, ὅπως τὸ εἶδε καὶ ἔμεινε ἔκθαμβος ὁ πρεσβύτης Συμεών, πού, ἀφοῦ τὸ εἶδε, ζητοῦσε νὰ τὸν ἀπολύση ὁ Θεὸς ἀπὸ τὴ ζωὴ ἐτούτη τὴν ἐφήμερη καὶ παροδική.
Καὶ προσθέτει ὁ ὅσιος κάτι, ποὺ μᾶς βάζει σὲ φοβερὲς σκέψεις καὶ μᾶς φέρνει σὲ δύσκολη θέση: «Εἰ μὴ ἐχρηματίσθης ὑπὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δεκτὸς εἶναι μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὥσπερ ἰσάγγελος, μὴ κατατολμᾷς ῥιψοκινδύνως τῆς τῶν θείων φρικτῆς καὶ πανάγνου ἱεροτελεστίας, ἣν καὶ ἄγγελοι σέβονται καὶ πολλοὶ τῶν ἁγίων εὐλαβῶς ὑπεστάλησαν, μήπως ὡς ὁ Ζᾶν ἐκεῖνος δοκήσει τοῦ ἀγαθοῦ ἐξολοθρευθῆς». Ἂν δὲν σὲ πληροφόρησε τὸ ἅγιον Πνεῦμα, ὅτι εἶσαι δεκτὸς νὰ διακονήσης ὡς μεσίτης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων σὰν ἰσάγγελος, μὴν παίρνεις τὸ θάρρος νὰ ριψοκινδυνεύης τελώντας τὴ θεία καὶ φρικτὴ καὶ πάναγνη ἱεροτελεστία, ποὺ σέβονται οἱ ἄγγελοι καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγίους τὴν σεβάστηκαν ἀπόλυτα ὡς κατακάθαρη. Πρόσεξε μήπως σὲ ἀντίθετη περίπτωση πάθης ὅ,τι ἔπαθε καὶ ἐκεῖνος ὁ Ζᾶν (Βασ. στ΄ 6-7), πού, νομίζοντας πὼς κάνει κάτι καλό, τελικὰ ἐξωλοθρεύτηκε!
Φοβερὸς ὁ λόγος! «Φοβηθῶμεν οὐν μήποτε δοκῇ τις ἐξ ἡμῶν ὑστερηκέναι», μήπως κάποιος ἀπὸ μᾶς ἀποδειχθῆ πὼς ὑστερεῖ ὡς πρὸς τὴ συνειδητοποίηση αὐτοῦ, πού, ἂν καὶ ἁμαρτωλοί, καταξιωθήκαμε νὰ δεχθοῦμε. Καὶ ὄχι μόνο νὰ συνειδητοποιήσουμε, ἀλλὰ καὶ νὰ κάνουμε ὅ,τι μποροῦμε περισσότερο, γιὰ νὰ φανοῦμε ἄξιοι τῆς κλήσεως, ποὺ μᾶς ἔγινε, μὴ μένοντας σὲ μιὰ θεωρητικὴ διαπίστωση, ἀλλὰ προχωρώντας ταπεινὰ καὶ μὲ ὅλη τὴ συναίσθηση τῆς ἀδυναμίας μας σὲ ὅ,τι ἡ ἀποδοχὴ τῆς
κλήσεως ἐκ μέρους μας συνεπάγεται. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα:
Α).Πρώτιστα «Ἑαυτῷ προσέχει» ὀφείλει ὁ ἱερεύς, ὥστε νὰ μεταμορφώνεται διαρκῶς καὶ περισσότερο σὲ σκεῦος ἐκλογῆς.Β). «Μνημονεύειν τῆς ἰσαγγέλου τιμῆς», τῆς ὁποίας καταξιώθηκε, μὲ σπουδὴ ἀκατάπαυστη νὰ διαμένη ἀνέπαφος ψυχῇ καὶ σώματι μὲ κάθε ἀρετὴ καὶ καθαρότητα καὶ πρώτιστα μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ποὺ ἡ ἔλλειψή της γκρέμισε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ τὸν Ἑωσφόρο. «Σπουδάζειν ἑπομένως δεῖ ἔχειν ἑαυτὸν ὡς γῆν καὶ σποδὸν καὶ κάθαρμα καὶ κῦνα τινά», μὲ ἄλλα λόγια ὀφείλει ὁ ἱερεὺς νὰ ἔχη γιὰ τὸν ἑαυτό του βαθύτατο ταπεινὸ φρόνημα θεωρώντας τὸν ἑαυτό του τιποτένιο, χῶμα, ποὺ πατιέται, καὶ στάχτη, ποὺ εἶναι γιὰ πέταμα.Γ). «Ρείθροις δακρύων πρότερον ὑπὲρ χιόνα ἑαυτὸν λευκαίνειν καὶ οὕτω λελευκασμένῃ συνειδήσει διὰ καθαρότητος ἅπτεσθαι τῶν ἁγίων ὡς ἅγιος, ὥστε τῇ ἐκτὸς ἀγγελομόρφῳ λευχειμοσύνῃ τὴν ἔνδοθεν ὑπεμφαίνειν τῆς ψυχῆς ὡραιότητα».Δ). «Ἱμείρεσθαι τὸν ἱερέα τῆς ἐντεῦθεν ἐκδημίας ὡς τετελειωμένος διὰ πίστεως. Ἀνακεκραμένος διὰ τῆς ἀγάπης Χριστῷ, ὃν ἀξιοῦται θύειν. Γενόμενος γὰρ σύμφυτος τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ, γίνεται καὶ κοινωνὸς τῆς ἀναστάσεως αὐτοῦ μηκέτι ἑαυτῷ ζῶν, ἀλλὰ Χριστῷ».
Ὁ ἱερεὺς πρέπει νὰ λαχταράη νὰ φύγη ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτὸν ὡς ἤδη φτασμένος καὶ τέλειος πνευματικὰ διὰ μέσου τῆς πίστεως. Πρέπει νὰ τὸν ἔχη διαποτίσει ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἀξιώνεται νὰ τὸν θυσιάζη στὸ ἱερὸ θυσιαστήριο διὰ τῆς θείας Εὐχαριστίας. Διότι γινόμενος μέτοχος τοῦ θανάτου τοῦ Χριστοῦ γίνεται καὶ συμμέτοχος τῆς ἀναστάσεώς του, ἐφόσον δὲν ζῆ πιὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ μόνο.Ε). «Συνέχεσθαι τῷ τοῦ Θεοῦ φόβῳ καὶ τῷ συνεκδήμῳ αὐτοῦ πόθῳ». Πρέπει νὰ ἔχη μέσα του ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ἔχη κυριέψει κυριολεκτικὰ καὶ νὰ τὸν διακατέχη καὶ ὁ συνοδοιπόρος του θεῖος πόθος. Ὁ πρῶτος - ὁ φόβος – καθαρίζει τὴν ψυχὴ μὲ τὴν εὐλάβεια καὶ τὴν αἰδήμονα καὶ ὅλη σεβασμὸ πρὸ τοῦ Κυρίου στάση καὶ ὁ δεύτερος - ὁ πόθος – τελειοποιεῖ μέσῳ τῆς φωτιστικῆς καὶ ἁγίας ἕξεως καὶ τῆς ὑψηλῆς θεωρίας καὶ θείας ἀναβάσεως τοῦ νοῦ καὶ τῆς καρδιᾶς πρὸς τὸν Κύριο.Στ). Ἀποφυγὴ ἀδιαφορίας καὶ ἀμέλειας στὰ ἱερὰ καὶ πνευματικὰ καθὼς καὶ τῆς καταφρονήσεως τῶν θείων καὶ ἱερῶν καὶ ἁγίων διὰ ἐθισμοῦ καὶ ἐξοικειώσως καὶ λησμοσύνης τῆς πρώτης ἀγάπης, τοῦ ἀρχῆθεν ἱεροῦ ζήλου καὶ τῶν ἀρρήτων θείων καὶ πρωτογενῶν συναισθημάτων τῆς σεβασμίας ἡμέρας τῆς εἰσόδου στὴ θεία καὶ ἁγιωτάτη ἱερωσύνη.
Ζ). «Καταφρόνησις τοῦ πρὸς τὰ ῥέοντα πόθου», ὥστε νὰ μὴ ἑλκύουν τὰ φευγαλέα καὶ προσωρινὰ πράγματα τοῦ κόσμου αὐτοῦ τὴν καρδιὰ τοῦ ἱερέως. Ἡ πρὸς τὰ γήινα προσπάθεια (δηλαδὴ προσκόλληση) πρὸς ἑαυτὴν δεσμεύει τὴν καρδιά, πράγμα, ποὺ τὴν κάνει ὅμοια μὲ ἀετὸ παγιδευμένον καὶ ἀνίκανον νὰ ἀρθῇ πρὸς τὰ αἰθέρια ὕψη τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν ἀναβάσεων.Η) Ἀγὼν διηνεκὴς καὶ ἀδιάκοπος «τὸν ἔνδον ἀρραβῶνα τῆς σωτηρίας
λαμβάνειν κρυπτῶς, ἔνδον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ πληροφορίᾳ ἀνενδοιάστων». Ἀγώνας συνεχὴς, γιὰ νὰ δέχεται μέσα του ὁ ἱερεὺς τὴν προκαταβολικὴ πρόγευση τῆς σωτηρίας μὲ πληροφορία ἐσωτερικὴ καὶ ἀμετακίνητη καὶ βεβαιότητα, ποὺ δὲν τὴν κλονίζει καμμιὰ σχετικὴ ἀμφιβολία σχετικὰ μὲ τὴν σωτηρία ἐν Χριστῷ. Καὶ τοῦτο τὸ πληροφορεῖται, ἐὰν δὲν τὸν τύπτη ἡ συνείδησή του γιὰ παροργισμούς, γιὰ μὴ τιθάσευση, ἐξημέρωση καὶ ὑποταγὴ καὶ τελικὰ κυριαρχία πάνω στὴν ἀγριότητα τῶν παθῶν· ἐὰν ἀναβλύζη ἡ πηγὴ τῶν δακρύων τῆς μετανοίας ἐν συντριβῇ καρδίας καὶ τῆς παρακλήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐὰν ὁ νοῦς προσεύχεται καθαρῶς καὶ ἀμετεωρίστως, δηλαδὴ χωρὶς νὰ πάη ἐδῶ κι ἐκεῖ ὁ νοῦς κατὰ τὴ διάρκεια τῆς προσευχῆς.Θ). Ἀκαταπόνητος προσπάθεια «ἀσπασθῆναι τὴν ἁγνείαν ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ». Αὐτὴ καθιστᾶ τὸν ἱερέα ναὸν Θεοῦ «ἐπέραστον», ἀγαπημένη τοῦ Θεοῦ. Διότι «οὐκ ἔστιν ἕτερόν τι μεῖζον τῆς σωφροσύνης καὶ παρθενίας», ἡ ὁποία θαυμάζεται καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς ἀγγέλους. «Τὸ γὰρ συνδεδεμένον τινὰ σαρκὶ καὶ αἵματι σπεύδειν μιμεῖσθαι τὴν τῶν ἀσωμάτων ἀυλίαν διὰ τῆς ἁγνείας ἀεί, πόσων δεῖται τῶν μόχθων καὶ ἱδρώτων». Τὸ ὅτι κανεὶς εἶναι δεμένος μὲ σάρκα καὶ αἷμα καὶ νὰ σπεύδη νὰ μιμῆται τοὺς ἄυλους ἀγγέλους, ποὺ δὲν ἔχουν σῶμα, διαρκῶς μὲ τὴν ἁγνότητα, ἀλήθεια πόσους ἀγῶνες δὲν ἀπαιτεῖ; Χωρὶς τὸν ἔσω καὶ ἔξω ἁγιασμὸ δὲν μπορεῖ νὰ καθορᾶ ὁ λειτουργὸς τὸν ἅγιον Θεό.
Ι). Ἐφόσον ἀποτολμήθηκε ἡ ἄρση τοῦ ζυγοῦ τῆς ἱερωσύνης, ὀφείλει ὁ ἱερεὺς νὰ «κατορθοῖ τὴν ὁδὸν αὐτοῦ», νὰ ἐφαρμόζη σωστὰ αὐτά, ποὺ ἀπαιτεῖ ἡ πνευματική του πορεία καὶ νὰ ὀρθοτομῆ, δηλαδὴ νὰ διδάσκη τὸ λαὸ σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, προσφέροντάς του τὸν λόγον τῆς ἀληθείας μετὰ φόβου καὶ τρόμου δι’ αὐτοῦ τὴν ἰδικήν του πρῶτα σωτηρία καὶ ἔπειτα τὴ σωτηρία τῶν ἄλλων.
ΙΑ). Νὰ προσφέρη «νηφόντως καὶ πεπονημένως ὑπὲρ ἑαυτοῦ μετὰ συντριμμοῦ καὶ δακρύων κατὰ τὸ δυνατὸν τὴν ἱερὰν θυσίαν εἰς ἐξίλασμα». Νὰ προσφέρη τὴ θεία προσφορὰ στὸ Θυσιαστήριο τοῦ Θεοῦ γιὰ συγχώρηση ὅσο γίνεται μὲ πιὸ μεγάλη προσοχὴ καὶ κοπιαστικὴ προσπάθεια καὶ παράλληλα μὲ συντριβὴ καρδιᾶς. Καὶ τέλος
ΙΒ). Νὰ συνειδητοποιῆ ὅλο καὶ βαθύτερα καὶ μονιμώτερα, ὅτι «τόσον ὑπέρκειται ἡ τῆς σεβασμίας Ἱερωσύνης ἡ λατρεία καὶ πρὸς τὸ θεῖον ἐξίλασις καὶ δυσώπησις πάσης ψαλμωδίας καὶ προσευχῆς, ὅσον ἀστέρων ἥλιος. Αὐτὸν γὰρ ἐκεῖνον τὸν Μονογενῆ θυσιάζομεν καὶ προτίθεμεν καὶ προσάγομεν εἰς παράκλησιν καὶ σωτηρίαν τὸν ὑπὲρ ἁμαρτωλῶν δωρεὰν σφαγέντα διὰ φιλανθρωπίαν. Τὸ δὲ θεῖον αἷμα καὶ τίμιον ρύπτει καὶ καθαίρει παντὸς ὑσσώπου ἐπέκεινα κηλῖδα πᾶσαν καὶ σπίλον καθιστῶσα ἀγγελοειδῆ ἢ μᾶλλον Χριστοειδῆ τὸν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ καὶ μέτοχον τῆς θείας του ζωῆς» καὶ τώρα καὶ στὸν αἰῶνα τῆς καινῆς κτίσεως στὴ Βασιλεία Του. Μὲ ἄλλα λόγια, νὰ τοῦ γίνεται ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ ἡ συναίσθηση, ὅτι τόσο πολὺ ξεπερνάει ἡ λατρεία τῆς σεβάσμιας ἱερωσύνης καὶ προσφορά της γιὰ συγχώρηση καὶ συμφιλίωση μὲ τὸν Θεὸ ἀπὸ κάθε ψαλμωδία καὶ προσευχή, ὅσο ὁ ἥλιος διαφέρει ἀπὸ τὰ ἄστρα. Γιατὶ προσφέρουμε τὸν ἴδιο τὸν Μονογενῆ Υἱὸν τοῦ Θεοῦ, τὸν Χριστὸν ὡς παράκληση καὶ σωτηρία αὐτόν, ποὺ σφάχθηκε δωρεὰν χάριν τῶν ἁμαρτωλῶν ἀπὸ ἀπέραντη φιλανθρωπία καὶ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Καὶ τὸ αἷμα τὸ θεϊκὸ τοῦ Χριστοῦ καθαρίζει περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο ἁγιαστικὸ μέσον κάθε πνευματικὴ κηλῖδα καὶ κάθε τὶ ποὺ μολύνει τὴν ψυχὴ καὶ κάνει ἔτσι ὅμοιον μὲ ἄγγελον ἢ καλύτερα ὅμοιον μὲ τὸν Χριστὸ τὸν ἱερέα τοῦ Χριστοῦ καὶ μέτοχον τῆς θεϊκῆς του ζωῆς. Τόσο μεγάλη εἶναι ἡ Ἱερωσύνη!
Σοῦ τὰ εὔχομαι ὅλα αὐτὰ ἀπὸ καρδίας νὰ τὰ ζῆς, Ἀδελφέ. Ἔτσι θὰ γεύεσαι τὴν χάρη καὶ τὴν εὐλογία τῆς Ἱερωσύνης καὶ θὰ νιώθης πάντοτε νὰ σὲ συντροφεύη αὐτὴ ἡ συναίσθηση καὶ ἡ χαρὰ καὶ ἡ συγκίνηση ἐτούτης τῆς ἱερατικῆς κλήσεως καὶ ἰδιότητος. Γι’ αὐτὸ θὰ προσεύχεται ταπεινὰ ὁ γράφων τὴν παροῦσα καὶ παρακαλεῖ νὰ εὔχεσαι καὶ σὺ γιὰ τὸν γράψαντα, νὰ τὰ ζῆ καὶ αὐτὸς ὅσο μπορεῖ πιὸ πολὺ καὶ μὲ κάθε συνέπεια. Μαζὶ μὲ τὶς ἐγκάρδιες προσρήσεις μου καὶ τοὺς θερμοὺς χαιρετισμούς μου στὴν ἀγαπητή σας σύντροφο ζωῆς, παρακαλῶ να δεχθῆς τὴν ἔκφραση τῆς ἐν Κυρίῳ πολλῆς ἀγάπης του καὶ τιμῆς.
ἱερομ. Β.Ν.Ε.
Ἔκδοσις «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»