Πῶς θὰ εὒρομεν Πνευματικὸν Ὀδηγόν;
(Ἁγ. Συμεὼν τοῦ Νέου Θεολόγου, Ἅπαντα, Ἐκδ. Β. Ρηγόπουλου)
Στὴν σύγχυση τῆς ἐποχῆς μας γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τῆς ὑπακοῆς στοὺς ποιμένες,
παραθέτουμε ἀποσπάσματα ἀπὸ ἕνα καθοριστικὸ λόγο (τὸν 13ο) τοῦ ἁγίου Συμεὼν
τοῦ Νέου Θεολόγου, ποὺ δίνει πολυσήμαντες ἀπαντήσεις.
Θεωρεῖ τοὺς ποιμένες ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ, στοὺς ὁποίους ὀφείλουμε ὑπακοή,
καθόσον ὅμως αὐτοὶ ἔχουν ἀποστολικὸ ἦθος, ἐφαρμόζουν τὶς Ἐντολὲς τοῦ
Θεοῦ, τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες, καὶ γνωρίζουν τὴν διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς
καὶ τὰ Δόγματα τῆς Ἐκκλησίας. Διαφορετικά, δὲν πρόκειται περὶ ποιμένων, ἀλλὰ περὶ ψευδοποιμένων καί, σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, δὲν πρέπει νὰ
ξεγελαστοῦμε νὰ τοὺς ἀκολουθήσουμε.
α) Ὁ ὁποῖος ἐγράφη εἰς ἕνα του μαθητὴν κοσμικόν, καὶ διαλαμβάνει μὲ ποῖον τρόπον δύναται τινάς νὰ γνωρίση ἅγιον ἄνδρα.
β) Καὶ πῶς, ἢ τί νὰ κάμνῃ, διὰ νὰ τὸν εὕρῃ.
γ) Καὶ ἀφ' οὗ τὸν ἐπιτύχῃ, πῶς πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ.
Ὦ ἀγαπητέ μοι ἐν Κυρίῳ· ἐγὼ σὲ ἐδέχθηκα μέσα εἰς τοὺς κόλπους μου, ὅταν
ἦλθες εἰς ἐμέ, καὶ μὲ ζέσιν πολλὴν σὲ ἔκαμα μαθητὴν διὰ τῆς
διδασκαλίας, καὶ μὲ κόπους πολλοὺς σὲ ἀνεμόρφωσα μὲ τὴν μορφὴν τοῦ
Χριστοῦ διὰ τῆς μετανοίας, καὶ σὲ ἀνεγέννησα τέκνον πνευματικὸν διὰ
πολλῆς ὑπομονῆς, καὶ πόνων σφοδρῶν, καὶ καθημερινῶν δακρύων, ἀγκαλὰ καὶ σὺ δὲν ἐγνώρισες κανένα ἀπὸ τοῦτα ὁποῦ ἐδοκίμασα ἐγὼ διὰ σέ. (σελ. 69) Διὰ τοῦτο ἠθέλησα νὰ γράψω εἰς τὴν ἀγάπήν σου διὰ ἐνθύμησιν ἐκεῖνα ὁποῦ
συμφέρουν εἰς ἐσέ. Ἴξευρε λοιπὸν ὅτι τὸ κάμνω αὐτό, πρῶτον διὰ νὰ μὴ
κατακριθῶ, καθὼς ἐκατακρίθη ἐκεῖνος ὁ πονηρὸς δοῦλος, ὁποῦ ἔκρυψε τὸ
τάλαντον τοῦ δεσπότου του. Λοιπὸν μὴ δεχθῇς τὸν διάβολον ὁποῦ ἔρχεται,
καὶ σοῦ λέγει, ὅτι ἐγὼ τὰ γράφω αὐτὰ διὰ ἐπίδειξιν καὶ ἀνθρωπαρέσκειαν. (σελ. 70)...Αὐτὰ νὰ συλλογίζεσαι, ἀδελφέ, καὶ νὰ ἐνθυμῆσαι τὸν Ἀπόστολον ὁποῦ
λέγει ἔτζι, «πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν, καὶ ὑπείκετε, αὐτοὶ γὰρ
ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες...». Καὶ νὰ
ἐνθυμῆσαι καὶ τὸν Κύριον μας, ὁποῦ φωνάζει κάθε ἡμέραν μὲ τὸ ἱερὸν
Εὐαγγέλιον. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς, ἐμὲ δέχεται· καὶ ὁ ἀκούων ὑμῶν, ἐμοῦ
ἀκούει· καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς, ἐμὲ ἀθετεῖ». Καὶ νὰ ἐπιμελῆσαι τὴν σωτηρίαν
σου μὲ φόβον, καὶ τρόμον, καὶ νὰ πείθεσαι εἰς ἐμένα, καὶ νὰ κάμνῃς
ὑπακοήν. Καὶ ἂς μὴ σοῦ λέγῃ ὁ λογισμός, ὅτι αὐτὰ εἰπώθησαν διὰ μόνους
τοὺς Ἀποστόλους, καὶ ἐκείνους μοναχὰ χρεωστοῦμεν νὰ ἀκούωμεν. Ἀμὴ
ἄκουσε τί λέγει πάλιν εἰς αὐτοὺς ὁ Χριστός· «ἃ δὲ λέγω ὑμῖν, πᾶσι
λέγω»· εἰς ποίους ὅλους; Εἰς ἐκείνους ὁποῦ μέλλουν νὰ πιστεύσουν εἰς
ἐμένα μὲ τὸ μέσον τῆς διδασκαλίας σας, καὶ νὰ φυλάξουν τὰς ἐντολάς μου
καθὼς καὶ ἐσεῖς.
...Λοιπὸν εὐγαίνοντες οἱ Ἀπόστολοι, ἐδίδασκαν, καὶ ἐκήρυτταν τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, καὶ πολλὰ ἔθνη ἐπίστευαν εἰς τὸν Χριστόν. Καὶ ἐγίνοντο ἐκκλησίαι
πιστῶν εἰς πολιτείας. Καὶ ὅταν κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους ἔμελλε νὰ
ἀφήσῃ ἐκείνους τοὺς πιστεύσαντας, καὶ νὰ ὑπάγῃ ἀπὸ ἐκεῖ εἰς ἄλλους
τόπους, καὶ πολιτείας, καὶ χωρία ἐχειροτονοῦσεν εἰς αὐτούς, ἀντὶ διὰ
τὸν ἑαυτόν του Ἐπισκόπους, καὶ Ἱερεῖς, καὶ τοὺς ἄφινεν εἰς αὐτοὺς
διδασκάλους, καὶ πατέρας πνευματικούς, καὶ ὁδηγούς. Καὶ ἐκεῖνοι πάλιν,
ὅταν ἀπέθαιναν, ἐδιάλεγαν ἄλλους ἀξίους διὰ τέτοιαν ὑπηρεσίαν, καὶ τοὺς ἐχειροτονοῦσαν, καὶ τοὺς ἄφιναν ἀντὶ διὰ τὸν ἑαυτόν τους. Καὶ ἔτζι
ἐγίνετο κατὰ διαδοχήν, ἕως ὁποῦ ἔφθασεν εἰς ἡμᾶς ἡ τέτοια τάξις, καὶ
νομοθεσία διὰ τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ διαφυλάττεται ἕως
τῆς σήμερον.
...Οἰκονόμησεν ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ προστεθοῦν εἰς τοὺς Ἀρχιερεῖς καὶ
Ἱερεῖς ἀκόμη καὶ ἡγούμενοι, καὶ πνευματικοὶ πατέρες ἐκεῖνοι, ὁποῦ
ἡμῶν, καὶ ἔχουν μέσα τους τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διὰ νὰ
συμποιμαίνουν καὶ αὐτοί, καὶ νὰ συνεργοῦν μαζὶ μὲ αὐτοὺς εἰς τὴν
σωτηρίαν ἐκείνων, ὁποῦ μέλλουν νὰ σωθοῦν. Ἀνίσως λοιπὸν ἕνα ἀπὸ ὅλους
αὐτούς, ἤγουν ἀπὸ τοὺς ποιμένας, ...ἡμεῖς ἤθελε τολμήσωμεν νὰ τὸν
καταφρονήσωμεν, ἢ νὰ τὸν παραβλέψωμεν, ...ἆρα γε δὲν ἐδιώξαμεν αὐτὸν τὸν ἴδιον Παῦλον, καὶ Πέτρον; καὶ καθολικὰ ὅλον τὸν χορὸν τῶν Ἀποστόλων;
ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν...
β. Διὰ τοῦτο λοιπὸν χρειαζόμεθα (σελ. 71) πολλὴν προσοχήν, πολλὴν
ἀγρυπνίαν, πολλὰς προσευχὰς διὰ νὰ μὴ περιπέσωμεν εἰς κανένα πλάνον, ἢ
ψεύστην, ἢ ψευδαπόστολον, ἢ ψευδόχριστον. Ἀμὴ νὰ ἐπιτύχωμεν ὁδηγὸν
ἀληθινόν, καὶ φιλόθεον, καὶ ὁποῦ νὰ ἔχῃ τὸν Χριστὸν μέσα του, καὶ νὰ
ἰξεύρη καταλεπτῶς τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων, τοὺς κανόνας, καὶ τὰς
παραγγελίας τους, καὶ τὰ δόγματα τῶν Πατέρων. Ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ὁποῦ νὰ ἰξεύρη τὰ θελήματα, καὶ μυστήρια αὐτοῦ τοῦ ἰδίου Δεσπότου καὶ
Διδασκάλου τῶν Ἀποστόλων Χριστοῦ. Τέτοιον διδάσκαλον πρέπει νὰ
ζητοῦμεν, καὶ νὰ εὑρίσκωμεν, ὁποῦ πρῶτον μὲν νὰ τὰ ἤκουσεν αὐτὰ μὲ
λόγον, καὶ νὰ τὰ ἐδιδάχθη, καὶ ὕστερον νὰ τὰ ἐδιδάχθη καὶ μυστικὰ ἐν
ἀλήθειᾳ ἀπὸ αὐτὸ τὸ παράκλητον Πνεῦμα μὲ πρᾶξιν, καὶ μὲ δοκιμήν. Ὥστε
ὁποῦ νὰ καταξιώθῃ καὶ αὐτὸς νὰ ἀκούσῃ ἀπὸ τὸν ἴδιον Χριστόν, ὁποῦ
ἐδίδαξε τοὺς Ἀποστόλους, «τὸ μυστήριόν μου ἐμοί, καὶ τοῖς ἐμοῖς». καὶ
τό, «ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν».
Διατὶ
ἂν ζητήσωμεν χωρὶς ἄλλο θέλει εὕρομεν, ὅτι δὲν εἶναι ἄδικος ὁ Θεός,
οὔτε χαίρεται εἰς τὴν ἀπώλειαν τῶν ἀνθρώπων. Ἆρα γε πῶς εἶναι δυνατόν,
ὅταν ἡμεῖς τὸν παρακαλοῦμεν νὰ μᾶς φανερώσῃ κανένα ἅγιον, καὶ ἀληθινὸν
δοῦλον του, διὰ νὰ μᾶς ὁδηγήση εἰς σωτηρίαν, καὶ νὰ μᾶς διδάξῃ τὰ
θελήματά του; πῶς, λέγω, εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκρύψῃ τὸν τοιοῦτον
ἄνθρωπον ἀπὸ ἡμᾶς, καὶ νὰ μᾶς ὑστερήσῃ ἀπὸ ὁδηγόν; ὄχι, ὄχι. Δὲν εἶναι
δυνατόν. Καὶ αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ πιστεύσωμεν ἀπὸ ἐκεῖνο ὁποῦ ἔγινεν εἰς
τὸν ἑκατόνταρχον Κορνήλιον. ...Βλέπεις ὅτι ὄχι μόνον τὸ ὄνομα τοῦ
ὁδηγοῦ ἐφανέρωσεν ὁ Ἄγγελος, ἀμὴ καὶ τὸ ὄνομα ἐκείνου ὁποῦ τὸν ἐδέχθη,
καὶ τὸν τόπον ὁποῦ ἦτον κονευμένος (=φιλοξενούμενος)· καὶ τοῦτο τὸ
ἔκαμεν ὁ Ἄγγελος διὰ νὰ μὴν ἀπατηθῇ ὁ Κορνήλιος, καὶ προσκαλέσῃ ἄλλον
ἀντὶ διὰ τὸν (σελ. 72) Πέτρον, καὶ καταντήση εἰς λύκον, ἀντὶ διὰ
ποιμένα.
ἀληθινόν, καὶ πιστόν, καὶ διαλεκτὸν μαθητὴν τοῦ Χριστοῦ, μεταχειρίσου
τέτοιαν ζωήν, κάμε τέτοιας πράξεις, πρόσπεσε, καὶ παρακάλεσε τὸν Θεὸν
τοιουτοτρόπως, μὲ ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ θέλει
ἀνοίξει τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς ψυχῆς σου, νὰ ἴδῃς τὸν τέτοιον ἄνθρωπον καὶ
σύ, καθὼς εἶδε τὸν Ἄγγελον ὁ Κορνήλιος. Μιμήσου κἂν τὸν ἄπιστον ἐσὺ
ὁποῦ λέγεις πὼς εἶσαι πιστός· τὸν ἐθνικόν, καὶ ἀδίδακτον, ἐσὺ ὁποῦ
ὀνομάζεσαι ἀπὸ παιδὶ χριστιανός, καὶ εἶσαι ἀναθρεμμένος μὲ ταῖς
διδασκαλίαις τῶν Ἀποστόλων, καὶ ὑψηλοφρονεῖς ἀκούωντας τὰς φλυαρίας τῶν
ἀμαθεστέρων... Ἀμὴ ἀνίσως καταφρονῇς ἐκεῖνα τὰ πράγματα ὁποῦ
εὑρίσκονται εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, καὶ εἰς τὴν προαίρεσίν σου, ἀκόμη καὶ
ἐκείνας τὰς ἐντολάς τοῦ Θεοῦ ὁποῦ ἰξεύρεις τὰς καταφρονῇς, καὶ δὲν τὰς
κάμνεις, ἀλλὰ ταῖς ἀμελεῖς, καὶ δὲν διορθώνεις μήτε τὸν ἑαυτόν σου,
μήτε ἐκείνους ὁποῦ ἔχεις εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, εἶπέ μου, πῶς θέλει σοῦ
δείξει ὁ Θεὸς διδάσκαλον, ὁποῦ νὰ σὲ διδάσκῃ τὰ τελειότερα, καὶ
ὑψηλότερα; καὶ ὅταν δὲν σοῦ τὸν φανερώση ὁ Θεός, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ
τὸν εὕρῃς ἐσύ, ἢ νὰ τὸν γνώρισες;...
τοὺς ἄλλους, καὶ νομίζουν τὸν ἑαυτόν τους πὼς εἶναι σοφοί, καὶ
εὑρίσκονται εἰς ἀμεριμνίαν, καὶ ἀμέλειαν, καὶ δὲν παρακαλοῦν τὸν Θεόν,
καθὼς ὁ Κορνήλιος, καὶ οἱ ὅμοιοί του, μὲ κάθε προθυμίαν, μὲ
ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν, καὶ μὲ προσευχήν..., τοὺς τοιούτους τοὺς
ἀφίνει καὶ ὁ Θεὸς νὰ εὑρίσκωνται μέσα εἰς ἐκείνην τὴν πλάνην, ὁποῦ
ἔπεσαν μοναχοί τους, οἱ ὁποῖοι μὲ τὸ νὰ εἶναι σκοτισμένοι ἀπὸ τὸ σκότος
τῶν ἐδικῶν τους παθῶν, καὶ ἐπιθυμιῶν, καὶ θελημάτων, καὶ περιπατοῦν
μέσα εἰς αὐτό, ὡσὰν μέσα εἰς βαθεῖαν νύκτα, εὑρίσκουν καὶ τέτοιους
διδασκάλους. Καὶ μὲ δίκαιον τρόπον.
σκότους ἔχει ἐξάπαντος καὶ ὑπηρέτας, καὶ μαθητάς του ἐκείνους, ὁποῦ
περιπατοῦν μέσα εἰς τὸ σκότος. Τοὺς ὁποίους τοὺς εὑρίσκουν οἱ τέτοιοι,
καὶ τοὺς δέχονται μετὰ χαρᾶς, ὡσὰν ὁμόφρονας τους, καὶ διδάσκονται ἀπὸ
αὐτοὺς τὰ ἴδια, ἐκεῖνα ὁποῦ ἐδιάλεξαν προτήτερα μοναχοί τους, καὶ
ἐπρόκριναν νὰ τὰ κάμουν διὰ τὴν ἀπώλειαν τους. Διατὶ ποῖος δὲν τὸ
ἰξεύρει, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ὁ διάβολος ἀσύκωσεν ἐνάντιον εἰς τοὺς
Προφήτας, τοὺς ψευδοπροφήτας; εἰς τοὺς Ἀποστόλους, τοὺς ψευδαποστόλους;
εἰς τοὺς Ἁγίους Διδασκάλους, τοὺς ψευδαγίους, καὶ ψευδοδιδασκάλους;
καὶ ἀγωνίζεται μὲ διαφόρους τρόπους, καὶ μὲ ψευδολογίας νὰ πλανᾷ τοὺς
ἀμελεῖς, καὶ νὰ τοὺς ρίπτῃ μέσα εἰς τὸν λάκκον τῆς ἀπωλείας...
Ἐκεῖνοι
λοιπὸν ὁποῦ θέλουν νὰ ἀποφύγουν τοὺς τέτοιους, καθὼς συμβουλεύει ὁ
Ἀπόστολος, χρέος ἔχουν νὰ ἀποχωρισθοῦν ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ σκότους. Ἐπειδὴ
ἐν ὅσῳ θέλουν νὰ εἶναι δουλωμένοι εἰς αὐτά, καὶ νὰ περιπατοῦν εἰς τὸ
σκότος, δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀποφύγουν ἀπὸ τοὺς τέτοιους διδασκάλους, μήτε
δύνανται νὰ ἔλθουν (σελ. 73) εἰς τὸ φῶς τῶν ἀληθινῶν διδασκάλων...
Καὶ
ἀνίσως θέλεις να ἐπιτύχῃς πνευματικὸν καὶ ἅγιον ἄνδρα, καὶ ἀληθινὸν
διδάσκαλον, μὴ λογιάσῃς ὅτι ἠμπορεῖς νὰ τὸν γνωρίσῃς ἀπὸ λόγου σου, καὶ
ἀπὸ τὴν ἐδικήν σου γνῶσιν, ὅτι τοῦτο εἶναι ἀδύνατον. Ἀμὴ προτήτερα ἀπὸ
ὅλα τὰ ἄλλα, καθὼς προείπαμεν, ἀγωνίσου μὲ ἀγαθὰς πράξεις, καὶ μὲ
ἐλεημοσύνην, μὲ νηστείαν καὶ προσευχήν, καὶ μὲ δέησιν ἀδιάκοπον, διὰ νὰ
σοῦ γένῃ ὁ Θεὸς συνεργὸς εἰς τοῦτο, καὶ βοηθός.
γ'. Καὶ ἀφ' οὗ μὲ τὴν βοήθειαν, καὶ χάριν τοῦ Θεοῦ καταξιωθῇς νὰ τὸν
εὕρῃς, τότε δεῖξε εἰς αὐτὸν περισσοτέραν τὴν ἐπιμέλειαν, μεγαλητέραν
τὴν προθυμίαν, πολλὴν τὴν ταπείνωσιν, πολλὴν τὴν εὐλάβειαν, ὑπερβολικὴν τὴν τιμήν, τὴν πίστιν καθαράν, καὶ ἀδίστακτον. Ἐπειδὴ διὰ τοὺς
τέτοιους εἶπεν ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, καὶ Θεός. «Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς, ἐμὲ
δέχεται»...
εἰς τὸν ἀντίχριστον, καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ δέχονται ἐκείνους, δέχονται αὐτὸν τὸν διάβολον. Καὶ ἂς μὴ προφασίζεταί τινας πὼς δὲν τοὺς ἰξεύρει
λέγωντας, ἀπὸ ποῦ ἠμπορῶ ἐγὼ νὰ γνωρίσω τοὺς τοιούτους; καὶ ἐγὼ
ἄνθρωπος εἶμαι, καὶ κανένας δὲν ἰξεύρει τὰ διανοήματα τοῦ ἄλλου
ἀνθρώπου, πάρεξ τὸ πνεῦμα ὁποῦ κατοικεῖ εἰς αὐτόν· κἀνένας ἂς μὴ πάρῃ
αὐτὸ τὸ ρητὸν διὰ εὔλογον πρόφασιν.
γνωρίζωνται, δὲν ἤθελεν ὁρίζῃ ὁ Κύριος, «βλέπετε ἀπὸ τῶν ψευδοπροφητῶν.
Ἤγουν φυλάγεσθε ἀπὸ τοὺς ψευδοδιδασκάλους, οἵτινες ἔρχονται πρὸς ὑμᾶς
ἐν ἐνδύμασι προβάτων, ἔσωθεν δὲ εἰσὶ λύκοι ἅρπαγες». Καὶ κατόπιν ἀπὸ
αὐτὰ λέγει· «ἐκ τῶν καρπῶν αὐτῶν, ἐπιγνώσεσθε αὐτούς». Ἀνίσως λοιπὸν ὁ
Δεσπότης Χριστὸς εἶναι ἀληθινός, καθὼς εἶναι ἀληθινός, δυνατὸν εἶναι
εἰς ἡμᾶς νὰ γνωρίσωμεν ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ κάμνουν, καὶ ἀπὸ ἐκεῖνα ὁποῦ
ὁμιλοῦν.
Ἂς εἰποῦμεν λοιπὸν πρῶτον τοὺς καρποὺς τοῦ ἀληθινοῦ, καὶ
Ἁγίου Πνεύματος, καὶ ὕστερον θέλει φανερώσωμεν καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ
ἐναντίου, καὶ πονηροῦ. Καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς καρποὺς θέλει γνωρίσετε
καλώτατα, πὼς εἶναι φανεροὶ οἱ ἀληθινοί, καὶ δίκαιοι, καὶ ἅγιοι, καὶ
ἐκεῖνοι ὁποῦ δὲν εἶναι τέτοιοι, καὶ ὑποκρίνονται, καὶ ἐγὼ ἀπὸ λόγον μου
δὲν λέγω τίποτε, ἀμὴ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Σωτῆρος, καὶ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων
του. Μὲ τὰ ὁποῖα θέλει δοκιμάσω νὰ πληροφορήσω τὴν ἀγάπην σου. Ἄκουε
λοιπὸν τί λέγει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
«Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ Πνεύματι. Μακάριοι οἱ πενθοῦντες». Καὶ εἰς ἄλλο μέρος
πάλιν λέγει, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοὶ μαθηταὶ ἐστέ, ἐὰν
ἀγάπην ἔχητε ἀλλήλοις». Καὶ πάλιν, «ὑμεῖς δὲ πῶς δύνασθε πιστεύειν,
δόξαν τὴν παρ' ἀλλήλων λαμβάνοντες, καὶ τὴν δόξαν τὴν παρὰ τοῦ μόνου
Θεοῦ οὐ ζητεῖτε;... Ἄκουε δὲ καὶ τὸν Ἀπόστολον Παῦλον ὁποῦ λέγει. «Ὁ
καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐστίν, ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια». Ἄκουε καὶ τὸν Θεολόγον Ἰωάννην ὁποῦ λέγει. (σελ. 74) «Ὁ γὰρ ἀγαπῶν τὸν Θεόν, ἀγαπᾷ καὶ τοὺς
γεγεννημένους ἐξ αὐτοῦ, ἤγουν τοὺς ἀδελφούς του». Λοιπὸν ἐκεῖνοι ὁποῦ
ἔχουν διάκρισιν, μὲ τοῦτον τὸν τρόπον γνωρίζουν ποῖοι εἶναι οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ ποῖοι εἶναι οἱ υἱοὶ τοῦ διαβόλου. Καὶ οἱ καρποὶ τοῦ
Παναγίου, καὶ ἀγαθοῦ Πνεύματος εἶναι αὐτοὶ ὁποῦ εἴπαμεν ἀνωτέρω.
Πρέπει
λοιπὸν νὰ φανερώσωμεν καὶ τοὺς καρποὺς τοῦ πονηροῦ πνεύματος...
Προσέχετε λοιπόν, καὶ πάλιν ὁ Δεσπότης καὶ Θεὸς ἡμῶν λέγει· «οὐ δύναται
δένδρον καλόν, καρπὸν σαπρὸν ποιεῖν... Καὶ πάλιν ὁ λύσας μίαν τῶν
ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων, καὶ διδάξας οὕτω τοὺς ἀνθρώπους ποιεῖν,
ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν». Καὶ τί λέγει πάλιν
διὰ τοὺς γραμματεῖς, καὶ φαρισαίους; «δεσμεύουσι φορτία βαρέα, καὶ
δυσβάστακτα, καὶ προτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ
αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά... Φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς
δείπνοις, καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς, καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς
ἐν ταῖς ἀγοραῖς, καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων ραββί, ραββί».
Ὅταν λοιπὸν ἴδῃς τινά, ὁποῦ νὰ κάμνῃ κανένα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ καὶ νὰ ζητῇ
ἐπιμόνως τὴν ἀνθρωπίνην δόξαν, καὶ νὰ παραβαίνῃ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ,
διὰ νὰ ἀρέσῃ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἴξευρε ὅτι εἶναι πλάνος, καὶ ὄχι
ἀληθινός. Διατὶ λέγει ὁ Ἀπόστολος. «Ὅπου δὲ ὑμῖν ἔρις, καὶ φθόνος, καὶ ζῆλος, καὶ διαβολαί, καὶ διχοστασίαι, οὐχὶ σαρκικοί ἐστε; Ὁ δὲ
σαρκικός, καὶ ψυχικὸς ἄνθρωπος, οὔτε χωρεῖ, οὔτε δέχεται τὰ τοῦ
Πνεύματος, μωρία γὰρ αὐτῷ ἐστιν». Ἐκεῖνος δὲ ὁποῦ δὲν χωρεῖ τὰ τοῦ
Πνεύματος, εἶναι φανερόν, ὅτι οὐδὲ τὸ Πνεῦμα ἔχει μέσα του. Καὶ ὁποῖος
δὲν ἔχει τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, αὐτὸς δὲν εἶναι τοῦ Χριστοῦ, καθὼς τὸ
βεβαιώνει ὁ Παῦλος, λέγοντας. «Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὐκ ἐστιν αὐτοῦ».
Ἤκουσες ποῖοι εἶναι τοῦ Χριστοῦ, καὶ ποῖοι τοῦ
ἀντιχρίστου; ἀπὸ ἐδῶ ἐγνώρισες βεβαιότατα, ὅτι ἐκεῖνοι ὁποῦ προσέχουν,
εὔκολα γνωρίζουν, καὶ τοὺς ἀγαθούς, καὶ τοὺς πονηρούς. Διότι ἐκεῖνοι
ὁποῦ δὲν προσέχουν, ὄχι μόνον τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους δὲν γνωρίζουν, ἀμὴ
οὐδὲ τὸν ἑαυτόν τους. Διατὶ ὅταν τινὰς ἔχει φροντίδας, καὶ
περισπασμούς, ὡσὰν νὰ εἶναι ἀθάνατος εἰς τοῦτον τὸν κόσμον, καὶ
καταγίνεται νύκτα καὶ ἡμέραν, εἰς τὰ κοσμικὰ πράγματα μοναχά, καὶ
τεχνεύεται τρόπους, πῶς νὰ κερδίση καὶ κτίζει σπήτια καλά, καὶ
πολυέξοδα, ...καὶ κάμνει εἰς τὸν ἑαυτόν του κάθε ἄλλην σωματικὴν
περιποίησιν, καὶ σαρκικὴν ἀπόλαυσιν, ὁ τοιοῦτος (εἰπέ μου) γνωρίζει τὸν
ἑαυτόν του; ὄχι...
Γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του τόσον μόνον, πὼς εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, ὅμως μὲ ἐκεῖνα
κατάστασίν του, οὔτε ἠξεύρει τί κάμνει. Διατὶ πολιτεύεται
τοιουτοτρόπως, ὡσὰν νὰ ἦτον ἀθάνατος... Ὁμολογεῖ πὼς τὰ πράγματα τοῦ
κόσμου εἶναι τὸ οὐδέν, καὶ διὰ παραμικρὸν καὶ εὐτελὲς πρᾶγμα,
φιλονεικεῖ, καὶ μάχεται μὲ τοὺς ἀδελφούς του. Φιλοσοφεῖ πὼς εἶναι
στάκτη, καὶ κονιορτός, καὶ στολίζεται πάντοτε μὲ στολίδια, καὶ τοῦ
φαίνεται μὲ τοῦτο πὼς εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς λοιποὺς ἀνθρώπους. Ἀκούει τὰς θείας (σελ. 75) γραφὰς ὁποῦ λέγουν, «οὐαὶ οἱ τρυφῶντες, καὶ οἱ
ἐπὶ στρωμνῶν ἁπαλῶν κατασπαταλῶντες», καὶ αὐτὸς κοιτάζει μὲ κάθε
λαμπρότερον, καὶ τὰ στρώματα τοῦ πλέον ἁπαλώτερα, καὶ τὴν τράπεζάν του
πλέον πολυέξοδον, καὶ πλουσιοπάροχον...
Ὅτι διὰ ἐκεῖνα ὁποῦ ἔπρεπε μάλιστα νὰ ἐντρέπωνται, ὁποῦ τόσοι ἀδελφοὶ
πεινοῦν, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα ὁ Χριστός, αὐτοὶ καυχῶνται, καὶ
ὑψηλοφρονοῦν δι' αὐτὰ νομίζοντές τα καλλωπισμόν, καὶ δὲν αἰσθάνονται,
πῶς μὲ αὐτὰ ὁποῦ κάμνουν, μαρτυροῦν τὸν ἑαυτόν τους, πὼς εἶναι
πλεονέκται, καὶ ἀδικηταὶ τῶν πτωχῶν, καὶ ἄσπλαγχνοι. Λοιπὸν εἶπέ μου, ὁ τέτοιος τί λογῆς γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του; καὶ εἰς ποίαν κατάστασιν
εὑρίσκεται, καὶ εἰς ποία πάθη εἶναι δουλωμένος; καὶ ἀληθινὰ δὲν
γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, ἀγκαλὰ καὶ τοῦ φαίνεται πὼς τὸν γνωρίζει. Καὶ
ἐκεῖνος ὁποῦ δὲν γνωρίζει τὸν ἑαυτόν του, καὶ τὴν κατάστασίν του, πῶς
θέλει δυνηθῇ νὰ γνωρίσῃ ἄλλον, ἢ τὰ πάθη τοῦ ἄλλου; ...δὲν ἠμπορεῖ νὰ
γνωρίσῃ ἀκόμη καὶ τοῦτο, ὅτι χωρὶς πνευματικὸν πατέρα, καὶ ὁδηγόν, καὶ
διδάσκαλον εἶναι ἀδύνατον ὁ ἄνθρωπος νὰ φυλάξῃ τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ,
καὶ νὰ ζήση ἐνάρετα, καὶ νὰ μὴ πιασθῇ ἀπὸ τὰς παγίδας τοῦ διαβόλου. Καὶ ἐκεῖνος ὁποῦ δὲν τὸ γνωρίσει αὐτό, αὐτὸς ἔχει ὑπόληψιν εἰς τὸν ἑαυτόν του, πὼς δὲν χρειάζεται διδασκαλίαν, ἢ συμβουλήν... Καὶ εὑρισκεται εἰς βάθος ἀγνωσίας, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ἀπωλείας... (σελ. 76) Αὐτὴ ἡ ἁγία
ταπείνωσις μᾶς διδάσκει, πὼς δὲν δυνάμεθα νὰ μάθωμεν κανένα καλόν,
χωρὶς διδάσκαλον. Καὶ εἰς ἐκείνους ὁποῦ μᾶς ἐρωτοῦν, καὶ μᾶς λέγουν,
ἆρα γε γινώσκεις, ἃ ἀναγινώσκεις; αὐτὴ μᾶς διδάσκει νὰ ἀποκρινώμεθα εἰς αὐτούς, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ καταλάβωμεν ἐκεῖνα ὁποῦ διαβάζομεν, ἂν
δὲν μᾶς ὁδηγήσῃ τινάς; Αὐτὴ μᾶς διδάσκει νὰ μὴ περιπατοῦμεν τὴν
στράταν, ὁποῦ δὲν ἠξεύρομεν χωρὶς ὁδηγόν. Αὐτὴ μᾶς παραγγέλλει, ὅταν
θέλωμεν νὰ μετανοήσωμεν, νὰ μὴ πλησιάζωμεν εἰς τὸν Θεὸν χωρὶς μεσίτην,
καὶ ὁδηγόν...
Θέλωντας ὁ Δεσπότης μας, καὶ Θεὸς νὰ μᾶς διδάξῃ, ὅτι πρέπει νὰ πλησιάζωμεν εἰς
τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον τινὸς (σελ. 77) μεσίτου, καὶ ἐγγυητοῦ, αὐτὸς ὁ
ἴδιος, καθὼς καὶ εἰς ὅλα τὰ λοιπὰ ἔγινεν εἰς ἡμᾶς τύπος, καὶ
παράδειγμα, ἔτζι καὶ εἰς τοῦτο, αὐτὸς πρῶτος ἔγινε μεσίτης, καὶ
ἐγγυητὴς τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, καὶ τὴν ἐπρόσφερεν εἰς τὸν ἴδιόν του
Πατέρα, καὶ Θεόν. Καὶ ὕστερα ἐχειροτόνησεν ὑπηρέτας τῆς μεσιτείας
ταύτης, καὶ τῆς ἐγγυήσεως, τοὺς ἁγίους του Ἀποστόλους. Καὶ αὐτοὶ
ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν, καὶ ἀπὸ ἐκείνους ἐδιάλεξαν, καὶ ἐχειροτόνησαν,
καὶ διαδόχους τους, ὑπηρέτας τῆς μεσιτείας ταύτης, καὶ αὐτοὶ πάλιν
ἄλλους, καὶ ἄλλους πάλιν ἐκεῖνοι. Καὶ τοιούτης λογῆς ἕως τώρα
φυλάττεται τοῦτο κατὰ διαδοχήν.
Καὶ δὲ θέλει ὁ Θεὸς νὰ παραβαίνωμεν,
καὶ νὰ καταπατοῦμεν τὴν ἐδικήν του προσταγήν, καὶ παράδοσιν. Ἀμὴ νὰ
μένωμεν εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ μας ἐδιώρισεν. Ὅθεν λέγει, «οὐδεὶς «ἔρχεται
πρός με, ἐὰν μὴ ὁ Πατήρ μου ἑλκύσῃ αὐτόν»· καὶ πάλιν, «οὐδεὶς ἔρχεται
πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι' ἐμοῦ». Ἔτζι πάλιν καὶ κανένας δὲν ἔρχεται
εἰς τὴν πίστιν τῆς ἁγίας, καὶ ὁμοουσίου Τριάδος, ἂν δὲν διδαχθῇ ἀπὸ
κανένα διδάσκαλον τὰ δόγματα τῆς πίστεως. Καὶ κανένας δὲν βαπτίζεται
χωρὶς Ἱερέα, μηδὲ κοινωνεῖ ἀφ' ἑαυτοῦ του τὰ θεῖα Μυστήρια...
Φανερὸν
εἶναι, ὅτι ἐκεῖνα ὁποῦ ἐμετάδιδαν εἰς τοὺς πιστοὺς ἐκεῖνοι ὁποῦ ἦσαν
τότε εἰς τὸν κόσμον, τὰ ἴδια δίδουν, καὶ αὐτοὶ (σ.σ. οἱ σημερινοὶ
ἱερεῖς) εἰς ἡμᾶς... ὅτι εἴ τι ἔκαμναν εἰς τοὺς πιστοὺς τότε οἱ
Ἀπόστολοι, καὶ ὅ,τι ἐδίδασκαν, τὰ ἴδια κάμνουν καὶ εἰς ἡμᾶς τώρα οἱ
Πνευματικοὶ Πατέρες μας, οἱ Ἀρχιερεῖς, λέγω, καὶ Ἱερεῖς, ἀπαράλλακτα,
καὶ χωρὶς νὰ λείψῃ τίποτε. Καὶ μᾶς διδάσκουν, καὶ μᾶς νουθετοῦν, καθὼς
καὶ ἐκεῖνοι. Καὶ ἐπειδὴ δὲν διαφέρουν τίποτε ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους, ἐξάπαντος εἶναι καὶ υἱοὶ τῶν Ἀποστόλων, καὶ Ἀπόστολοι.
Ἰξεύρεις λοιπόν, τέκνον μου περιπόθητον, ὅτι εἰς τούτους τοὺς καιροὺς κανένας
ἀπὸ τοὺς λαϊκούς, οὐδὲ ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς οὐδὲ ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, ἢ
ἀρχιερεῖς τινα ἢ ἀγαπᾷ, ἢ φοβεῖται, ἢ περιποιεῖται, ἢ δέχεται κανένα
ὡσὰν ἀπόστολον Θεοῦ, καὶ μαθητὴν Χριστοῦ διὰ ἀγάπην μόνον τοῦ Χριστοῦ, ἢ διὰ τὴν ἐντολήν του, ἢ διὰ τὰ αἰώνια ἀγαθὰ ὁποῦ δίδονται ἀπὸ αὐτὸν
εἰς ἡμᾶς. Ἀμὴ ὅλοι μας ἕνας τὸν ἄλλον καταφρονοῦμεν· ἕνας τὸν ἄλλον
διαβάλλομεν... (σελ. 78) Καὶ ἐκεῖνον ὅπου μὲ ἐβάπτισε σήμερον, καὶ μὲ
ἐλευθέρωσεν ἀπὸ τὸν θάνατον, καὶ τὴν φθορὰν τῆς ψυχῆς, καὶ μὲ ἐγέμισεν
ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ μὲ ἔλυσεν ἀπὸ τὰς ἁμαρτίας, καὶ μὲ ἐκοινώνησε τὸ ἄχραντον Σῶμα, καὶ τὸ σωτήριον Αἷμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν
Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ ἔκαμαν υἱὸν Θεοῦ· (τί ἄλλο περισσότερον ἔκαμναν
τότε εἰς τοὺς χριστιανοὺς οἱ Ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ;) αὐτὸν ἐγὼ αὔριον
δὲν καταδέχομαι, μηδὲ κἂν νὰ τὸν χαιρετήσω...
Καὶ ἀπερνῶντας ὁ καιρός, μήτε ἰξεύρει παντελῶς ὁ τοιοῦτος πὼς ἔχει πνευματικὸν πατέρα, ἢ διδάσκαλον. Καὶ ἀνίσως ὁ πνευματικὸς δὲν πηγαίνη εἰς ἐκεῖνον, καὶ δὲν κάμνῃ τὰ θελήματά του, μήτε συγκαταβαίνη εἰς ἐκεῖνα ὁποῦ θέλει, ἢ νὰ εἴπω καλλίτερα, ἂν δὲν πίπτῃ καὶ αὐτὸς μαζὶ μὲ ἐκεῖνον νὰ ἀπολεσθῇ, τὸν ἀφίνει ἐκεῖνον, καὶ ζητεῖ ἄλλον, ὁποῦ νὰ τοῦ ἀκολουθῇ εἰς τὰ σαρκικά του θελήματα.
Ἔτζι λοιπὸν ὅλα τὰ πνευματικά, (καθὼς καὶ ἐσὺ τὰ βλέπεις, καὶ τὰ ἰξεύρεις) εἶναι συγχυσμένα, καὶ τεταραγμένα τὴν σήμερον, καὶ ἀφανίσθη κάθε τάξις, καὶ θεία παράδοσις τῶν Ἀποστόλων, καὶ ἀθετήθησαν ὅλαι αἱ ἐντολαὶ τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τοῦτο ὅλον τὸ κακόν, καὶ ὀλέθριον γίνεται εἰς τὴν τωρινὴν γενεάν,
μὲ τὸ νὰ φαντάζωνται ὅλοι, πὼς εἶναι διδαγμένοι τὰ θεῖα, καὶ ἰξεύρουν
τὰς ἐντολὰς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἠμποροῦν νὰ διακρίνουν ἐκεῖνα ὁποῦ τοὺς
συμφέρει. Καὶ πρὸς τούτοις ἀκόμη μὲ τὸ νὰ λογιάζουν, πῶς ὅλον τὸ
ἱερατεῖον εἶναι ἁμαρτωλοί, καὶ ἀνάξιοι, εἶναι ὅμως πληροφορημένοι, ὅπως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐνεργεῖ, καὶ διὰ μέσου τῶν ἀναξίων....
Ἔτζι ὅλη ἡ οἰκουμένη ἐγέμισε τώρα ἀπὸ τέτοιαν πλάνην, καὶ ἀπὸ τέτοιον
κακόν. Καὶ ἡ παράβασις καὶ ἡ καταφρόνησις μιᾶς ἐντολῆς, ἐγύρισεν ἄνω
κάτω ὅλην τὴν Ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν ἐγκρέμισεν ἕως εἰς τὸ ἔδαφος. Διατὶ ἐκατήντησεν εἰς τόσην ἀταξίαν, καὶ ταραχὴν ἡ ἐκκλησία, ὁποῦ σχεδὸν δὲν φαίνεται πουθενὰ παντάπασιν ἡ οἰκοδομή της, μήτε γνωρίζεται εἰς ἡμᾶς τελείως κατασκευὴ τοῦ Δεσποτικοῦ Σώματος. Ἀμὴ ὡσὰν νὰ μὴν ἔχωμεν κεφαλήν μας τὸν Χριστόν, μηδὲ νὰ εἴμεσθε ἕνας μὲ
τὸν ἄλλον συνδεδεμένοι, καὶ συγκολλημένοι ἀπὸ τὸ ζωοποιὸν Πνεῦμα, καὶ
ἀδελφοὶ κατὰ Πνεῦμα, μήτε καταδεχόμεθα νὰ οἰκοδομούμεθα ὁ κάθε ἕνας εἰς τὴν ἐδικήν του τάξιν ἀπὸ τοὺς πρωτομαϊστόρους τῆς ἐκκλησίας, διὰ τοῦτο εἴμεσθε διασκορπισμένοι, ὡσὰν μία ἄψυχος ὕλη. Τόσον πολλὰ ἐδουλώθημεν
εἰς τὰ θελήματά μας, καὶ ἐκυριεύθημεν ἀπὸ τὰς ἐπιθυμίας τῶν ἡδονῶν,
καὶ ὑπατήθημεν ἀπὸ αὐτάς, καὶ ἐδιασκορπισθήκαμεν. Καὶ ἀπὸ τὸ μῖσος, καὶ τὴν ὑπερηφανίαν ὁποῦ ἔχομεν, ἐχωρίσθηκαμεν, καὶ ἐσχισθήκαμεν ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, καὶ ἐχάσαμεν τὸ γνώρισμα, καὶ τὸ σημεῖον τῆς πίστεως μας, ἤγουν τὴν ἀγάπην, διὰ τὴν ὁποίαν εἶπεν ὁ Κύριος, «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοὶ
μαθηταὶ ἐστέ, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις». Διατὶ ὅταν χάσωμεν αὐτήν,
ματαίως ὀνομαζόμεθα χριστιανοί...
Ταλαίπωρε ἄνθρωπε! διατί δὲν τιμᾷς τὸν πνευματικόν σου πατέρα, ὡσὰν ἀπόστολον
τοῦ Χριστοῦ; Διατὶ (λέγει) δὲν τὸν βλέπω νὰ φυλάττει τὰς ἐντολὰς τοῦ
Θεοῦ, καὶ διὰ τοῦτο δὲν τὸν τιμῶ. Αὐτὰ εἶναι ματαία πρόφασις. Διότι,
(εἰπέ μου), σὺ καλλίτερα ἀπὸ ἐκεῖνον τὰς φυλάττεις, καὶ διὰ τοῦτο τὸν
καταφρονεῖς ἐκεῖνον, καὶ τὸν κατακρίνεις; καὶ μὲ ὅλον ὁποῦ, ἂν καὶ ἐσὺ
ἐφύλαττες ὅλας τὰς ἐντολάς, μηδὲ ἔτζι πάλιν σοῦ ἔπρεπε νὰ τὸν
κατακρίνῃς. Μήτε νὰ τὸν ἀποστρέφεσαι ἢ νὰ τὸν διαβάλλῃς, καὶ νὰ τὸν
κατηγορῇς διὰ τὴν ἀμέλειάν του, ἀμὴ ἔπρεπε μάλιστα νὰ τὸν ἀγαπᾷς καὶ νὰ
τὸν ὑπομένῃς, καὶ νὰ τὸν τιμᾷς διὰ τὰ ἀγαθὰ ὅπου σοῦ ἐχάρισεν ὁ Θεὸς μὲ τὸ μέσον ἐκείνου, καὶ νὰ τὸν κάμῃς συγκοινωνὸν εἰς τὰ σωματικά, διὰ τὰ καλὰ ὁποῦ σοῦ ἐπροξένησεν, ὅσον ἠμπορεῖς, διὰ νὰ φυλάξῃς, ὄχι μοναχὰ
ἐκεῖνα ὅπου σοῦ ἐχαρίσθησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν μὲ τὸ μέσον ἐκείνου, ἀλλὰ καὶ
νὰ τὰ πολλαπλασιάσης μὲ τὰ τοιαῦτα ἔργα. Ὅμως τώρα, καθὼς βλέπεις, μὲ
τὴν ἀπιστίαν καὶ ἀχαριστίαν, καὶ ἀθέτησιν ὅπου κάμνεις εἰς τὸν
πνευματικὸν πατέρα σου, καὶ διδάσκαλον, ὄχι μόνον ἔχασες ἐκεῖνα ὅπου
ἔλαβες, ἀμὴ ἐξάλειψες ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου, καὶ αὐτὸ τὸ νὰ εἶσαι
χριστιανός, καὶ ἐζημιώθης τὸν Χριστόν.
Διατί, ὑπόθεσαι μὲ τὸν νοῦν
σου, πῶς ὁ ἐπίγειος βασιλεὺς ἔστειλεν εἰς ἐσένα ἕνα ἀπὸ τοὺς
παραμικρούς του δούλους, ὁ ὁποῖος φορεῖ πτωχικά, καὶ παλαιὰ φορέματα,
καὶ δὲν εἶναι καββαλάρης εἰς ἄλογον, μήτε εἰς μουλάρι, ἀμὴ βαστᾶ μοναχὰ
ἕνα γράμμα, καὶ ἔχει βοῦλλαν βασιλικήν, καὶ εἶναι ὑπογεγραμμένον μὲ τὸ
ἰδιόχειρον τοῦ βασιλέως, καὶ μέσα εἰς αὐτὸ τὸ γράμμα σὲ ἀνακηρύττει ὁ
βασιλεὺς γνήσιόν του ἀδελφόν, καὶ φίλον, καὶ ὑπόσχεται ὕστερα ἀπὸ
ὀλίγον καιρόν, νὰ σὲ κάμῃ σύντροφον τῆς βασιλείας του, καὶ νὰ σοῦ
στεφανώσῃ τὴν κεφαλὴν μὲ βασιλικὸν στέφανον, καὶ νὰ σὲ ἐνδύσῃ φόρεμα
βασιλικόν. Εἰπέ μου, τί ἤθελε κάμῃς εἰς αὐτόν; ἆρα γε ἤθελε τὸν δεχθῇς
καὶ τὸν τιμήσῃς, ὡσὰν δοῦλον τοῦ βασιλέως, διὰ τὰς μεγάλας καὶ
βασιλικὰς ὑποσχέσεις, καὶ διὰ τὴν λαμπρότητα τῆς δόξης ὅπου μέλλει νὰ
λάβῃς, καὶ ἤθελε χαρῇς μαζὶ μὲ αὐτόν, καὶ τὸν εὐεργετήσῃς ὅσον τὸ κατὰ
δύναμιν, καὶ πάλιν νὰ τοῦ ὑποσχεθῇς νὰ τὸν εὐεργετήσῃς καὶ ὑστερώτερα; ἢ
ἤθελε τὸν καταφρόνεσης, καὶ τὸν στείλῃς ὀπίσω εὔκαιρον, καὶ
ἀτιμασμένον, διατὶ εἶναι ἐνδυμένος πτωχικὰ φορέματα, καὶ ἦλθε πεζός;
Εἰδὲ
ὑποθέσωμεν, πὼς τὸν ἐκαταφρόνεσες ἐσὺ τοιουτοτρόπως, καὶ τὸ ἔμαθεν καὶ
ὁ βασιλεύς, ἆρα γε ἤθελε σὲ ἐπαινέσῃ εἰς τοῦτο, ἢ ἤθελε σὲ μεμφθῇ, καὶ
σὲ κατακρίνῃ; ἂν ἤσουν ἐσὺ ὁ ἴδιος βασιλεύς, τάχα δὲν ἤθελε λογιάσῃς
διὰ ἐδικήν σου ὕβριν, καὶ ἀτιμίαν, ἐκείνην τὴν καταφρόνεσιν ὁποῦ ἔγινεν
εἰς τὸν δοῦλον σου; τάχα δὲν ἤθελε στοχασθῇς, ὡσὰν ἐδικόν σου ὄνειδος,
τὸν ὀνειδισμὸν ἐκείνου; καὶ ἀληθινὰ ἔτζι εἶναι. Διατὶ τόσον πολλὰ
ἤθελε θυμωθῇς κατεπάνω του, ὡσὰν νὰ ἐκαταφρόνεσεν ἐσένα τὸν ἴδιον, καὶ
νὰ σὲ ἐμέμφθη, πὼς ἔχεις τοιούτους δούλους. Καὶ ἤθελε εἴπῃς ἔτζι. Ποῖος
τὸν ἐκατάστησεν ἐκεῖνον κριτὴν ἐπάνω εἰς τοὺς ἐδικούς μου δούλους;
Διατὶ αὐτὸς δὲν ἐκατηγόρησε τὸν δοῦλον τὸν ἐδικόν μου, πὼς ἀπὸ τὴν
ἐδικήν του ἀμέλειαν φορεῖ τὰ τοιαῦτα πτωχικά, καὶ λαιρωμένα φορέματα,
ἀλλὰ κατηγορεῖ ἐμένα τὸν ἴδιον, πὼς εἶμαι ἄσπλαγχνος, καὶ ὑποφέρω νὰ
βλέπω τοὺς δούλους μου ἐνδεδυμένους μὲ τέτοια παλαιοφορέματα, καὶ ἔτζι
ἀτιμίαν ὅπου ἔκαμεν εἰς τὸν δοῦλόν σου. Καὶ βεβαιότατα δὲν ἤθελε τὸν
ἀποδεχθῇς τελείως, ὅταν ἤθελε ἔλθῃ εἰς ἐσένα. Διατὶ αὐτὸς ὡς ἀδιάντροπος
ἅρπασε τὴν κρίσιν τὴν ἐδικήν σου, καὶ ἔκρινε τοὺς δούλους σου, ὅπου
δὲν εἶχεν ἄδειαν νὰ τοὺς κρίνῃ αὐτός.
εἰς τὸν ἑαυτόν σου, ὡς πνευματικόν, καὶ ἠγαπημένον μου τέκνον, καὶ
μανθάνοντας τῶν πραγμάτων τὴν τάξιν τελείαν, καὶ καθαράν, ἀγωνίσου ὅσον
δύνασαι, νὰ γένῃς χριστιανός, (σελ. 81) ὄχι μὲ λόγον μοναχά, ἀλλὰ
μάλιστα μὲ τὸ ἔργον. Ἀπόκτησαι πατέρα πνευματικόν, ἀπόκτησαι
διδάσκαλον, μεσίτην, καὶ ἐγγυητὴν πρὸς τὸν Θεόν. Συγκολλήσου μαζί του
μὲ ἀγάπην, καὶ πίστιν, καὶ μὲ φόβον, καὶ πόθον, ὡσὰν νὰ ἤσουν μαζὶ μὲ
αὐτὸν τὸν ἴδιον Χριστόν, διὰ νὰ ἀξιωθῇς μὲ τὸ μέσον αὐτοῦ, νὰ ἑνωθῇς
καὶ μὲ αὐτὸν τὸν Χριστόν, καὶ νὰ γένης συμμέτοχος, καὶ συγκληρονόμος
τῆς αἰωνίου δόξης, καὶ βασιλείας του, καὶ νὰ ἀνυμνῇς, καὶ δοξάζῃς αὐτὸν
μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του, καὶ τὸ πανάγιόν του Πνεῦμα, εἰς τοὺς
ἀτελευτήτους αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΠΗΓΗ ''ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ''