Βίος αγίου Μαξίμου Ομολογητού: "Πρώτη ομολογία της ορθής πίστης"
Μιχαλης Καρακατσανης
Πολύ καιρό πριν συλληφθεί ο πάπας, είχε ήδη συλληφθεί ο Άγιος Μάξιμος στη Ρώμη, μαζί με τον υποτακτικό του Αναστάσιο, και είχε σταλεί σιδηροδέσμιος στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό έγινε με διαταγή του αυτοκράτορα ο οποίος γνώριζε με ποιου καθοδήγηση και υποκίνηση είχε συγκληθεί η Σύνοδος του Λατερανού, που είχε καταδικάσει τους μονοθελητές και τον Τύπο.
Όταν ο Άγιος έφτασε στη Βασιλεύουσα τον υποδέχτηκαν άνθρωποι σταλμένοι από τον αυτοκράτορα που άρχισαν να τον αποδοκιμάζουν έντονα και να βιαιοπραγούν σε βάρος του. Δεν δίστασαν να τον σύρουν μέσα στους δρόμους ρακένδυτο και ξυπόλυτο, ενώ στο πλάι του βρισκόταν συνεχώς ο πιστός υποτακτικός του. Τελικά τον οδήγησαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και τον έκλεισαν εκεί μόνο του· τον υποτακτικό του τον φυλάκισαν χωριστά σε δημόσια φυλακή.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Άγιος μεταφέρθηκε στο παλάτι για ανάκριση, η οποία θα γινόταν από τη Σύγκλητο, στη συγκεκριμένη συνεδρία της οποίας, πάντως, ο αυτοκράτορας δεν θα προήδρευε. Μόλις εισήλθε, τα βλέμματα όλων στράφηκαν εναντίον του γεμάτα κακία και έχθρα. Η ανάκριση ανατέθηκε σε έναν από τους αξιωματούχους, τον γαζοφύλακα ή ταμία, άνθρωπο εύγλωττο, στρεψόδικο όμως και συκοφάντη· στη διαστρέβλωση της αλήθειας ήταν ιδιαίτερα επιτήδειος.
Πόση κακοβουλία έδειξε! Πόσες κατηγορίες ξεστόμισε! Τελείως αδιάντροπα χλεύασε τον εβδομηντάχρονο Άγιο, χωρίς να κλονιστεί στιγμή από τη χάρη, η οποία έλαμπε στην έκφρασή του, από την πραότητα και την εγκράτειά του. Τον κατηγόρησε με πανουργία και θράσος· δεν μπόρεσε όμως να αντικρούσει πειστικά τις αντιρρήσεις του Αγίου, τις οποίες μάλιστα ο τελευταίος εξέφρασε ήπια και καλοπροαίρετα. Το τι ακριβώς ειπώθηκε και έγινε τότε, ποιες κατηγορίες διατυπώθηκαν σε βάρος του αθώου και ποιά δόλια άτομα προσπάθησαν να παρουσιάσουν το ψέμα σαν αλήθεια, όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα με λεπτομέρειες από κάποιον άλλον Αναστάσιο, υποτακτικό του Αγίου Μαξίμου και τέως αποκρισάριο της Εκκλησίας της Ρώμης. Εδώ καταγράφουμε ένα μικρό μέρος της μακροσκελούς απολογίας του:
Μόλις εμφανίστηκε ο παράνομος κατήγορος, στάθηκε ενώπιον του Αγίου και άρχισε να τον προσβάλει, αποκαλώντας τον προδότη της πατρίδας, ασυνείδητο και εχθρό του αυτοκράτορα και να του καταλογίζει κάθε είδους επαίσχυντες και εγκληματικές πράξεις. Όταν ο Άγιος τον ρώτησε γιατί του προσάπτει τέτοιες κατηγορίες και του αποδίδει τέτοιους χαρακτηρισμούς, ο αξιωματούχος παρουσίασε ψευδομάρτυρες και, οργισμένος, τον κατηγόρησε, πως εξαιτίας του είχαν αποσχιστεί από την αυτοκρατορία η Αλεξάνδρεια, η Πεντάπολη και ολόκληρη η Αίγυπτος και πως ο ίδιος είχε παραδώσει αυτές τις περιοχές στους Σαρακηνούς, στους οποίους ήταν φιλικά προσκείμενος και για τους οποίους ευχόταν ευημερία. Ο Άγιος απέδειξε πως αυτή η κατηγορία ήταν ανυπόστατη και γελοία
«Πώς θα μπορούσα εγώ, ένας μοναχός», είπε, «να συναναστρέφομαι τον κατακτητή των πόλεων; Και πώς θα μπορούσα εγώ, ένας χριστιανός, να έχω σχέσεις με τους Σαρακηνούς; Απεναντίας, δεν έχω ευχηθεί για τίποτε άλλο, παρά γι' αυτό που είναι προς όφελος των χριστιανικών πόλεων».
Τότε ο αναίσχυντος συκοφάντης κατέφυγε σε άλλο ψέμα και άρχισε να φωνάζει, πως ο Άγιος Μάξιμος είχε υποτιμήσει τον αυτοκράτορα της Ανατολής, λέγοντας πως οι βασιλιάδες της Δύσης ήταν περισσότερο άξιοι τιμής. Στο σημείο αυτό απευθύνθηκε στους ψευδομάρτυρες, τους οποίους και επικαλέστηκε.
Αναστενάζοντας βαθιά, ο Άγιος απάντησε: «Ευχαριστώ τον Θεό, που με παρέδωσε στα χέρια σας και με αξιώνει να συκοφαντούμαι και να υφίσταμαι τέτοια μαρτύρια προκειμένου μέσω αυτών να εξαγνιστώ από τις αμαρτίες και τα λάθη μου. Αλλά, πριν απαντήσω σύντομα στις ψεύτικες κατηγορίες σας, θα σας ρωτήσω πρώτα πότε είτε εσείς οι ίδιοι με ακούσατε να καταδικάζω τον βασιλιά είτε κάποιοι άλλοι σας είπαν τέτοιο πράγμα».
Οι ψευδομάρτυρες απάντησαν τότε: «Το μάθαμε από άλλους, οι οποίοι το άκουσαν από το ίδιο σου το στόμα».
Αλλά, όταν ο Άγιος ζήτησε να κληθούν εκείνοι, που τα ισχυρίστηκαν αυτά να καταμαρτυρήσουν προσωπικά, οι κατήγοροι είπαν, πως αυτοί οι μάρτυρες δεν ήταν πλέον ζωντανοί.
Τότε ο Άγιος απάντησε: «Αν, όπως λέτε, αυτοί που άκουσαν την καταδίκη από τα χείλη μου είναι ήδη νεκροί, γιατί δεν με ρωτούσατε πιο πριν, όταν ήταν ακόμη ζωντανοί; Έτσι και εσείς δεν θα είχατε χρονοτριβήσει και εγώ θα είχα δεχθεί την τιμωρία για την προφανή ενοχή μου. Ένα όμως είναι βέβαιο: Οι κατηγορίες σε βάρος μου είναι ψεύτικες, επομένως εκείνοι, που με οδήγησαν εδώ, σε δικαστήριο, δεν είχαν τον Θεό για οδηγό τους, ο οποίος αποκαλύπτει τα κρύφια των καρδιών των ανθρώπων. Εγώ ο ίδιος θα θεωρούσα τον εαυτό μου ανάξιο να δει τον ερχομό του Κυρίου και να καλείται χριστιανός, αν είχα έστω σκεφτεί να πράξω αυτά, που μου καταλογίζετε!»
Τότε εκείνοι κάλεσαν έναν ψευδομάρτυρα, Γρηγόριο στο όνομα, ο οποίος βεβαίωσε, ότι στη Ρώμη είχε ακούσει τον Αναστάσιο, μαθητή του Αγίου Μαξίμου, να αποκαλεί τον αυτοκράτορα «πάπα» και ότι είχε μάθει να τον αποκαλεί έτσι από τον δάσκαλό του Μάξιμο.
Ο Άγιος Μάξιμος όμως αντέκρουσε σθεναρά τις δόλιες συκοφαντίες με αυτά τα λόγια: «Όταν ο Γρηγόριος ήταν στη Ρώμη, είχε την αντίθετη άποψη από μας σχετικά με το ένα θέλημα, ζητώντας μας να αποδεχθούμε το δογματικό κείμενο που είναι γνωστό ως Τύπος. Εμείς αρνηθήκαμε, γιατί προτιμήσαμε αυτό που είναι ωφέλιμο για τις ψυχές μας. Σχετικά με αυτό για το οποίο μιλάτε τώρα, ούτε εγώ χαρακτήρισα ποτέ "πάπα" τον αυτοκράτορα, ούτε ο μαθητής μου — σε αυτό ο Θεός είναι μάρτυρας! Εντούτοις, θυμάμαι πως μίλησα τότε, όχι στον μαθητή μου, αλλά στον Γρηγόριο τον ίδιο, και του είπα: Η έρευνα και ο προσδιορισμός των δογμάτων της πίστης είναι έργο όχι των αυτοκρατόρων, αλλά των λειτουργών του θυσιαστηρίου, επειδή μόνο αυτοί έχουν το δικαίωμα να χρίουν τον αυτοκράτορα θέτοντας τα χέρια τους πάνω του και να στέκονται μπροστά στον βωμό, για να τελούν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και όλα τα άλλα θεία μυστήρια Αυτό είπα τότε σε αυτόν, αυτό λέω τώρα και σε εσάς. Ο ίδιος ο Γρηγόριος θα παραδεχθεί ότι είπα τα λόγια αυτά κι αν αρνηθεί, δικαίωμά του. Γι' αυτό, αφήστε τον καθέναν να με κατηγορήσει ή να με υπερασπιστεί ενώπιον του δικαστηρίου». Μην ξέροντας τι να κάνουν οι κατήγοροι, οι οποίοι είχαν πιστέψει στη δύναμη των ψευδομαρτύρων, απομάκρυναν τον Άγιο από τη σύναξη.
Κατόπιν προσήλθε ο μαθητής του Αναστάσιος. Οι κατήγοροι προσπάθησαν να τον κλονίσουν με σκληρά λόγια και απειλές, για να τον αναγκάσουν να παραδεχτεί τις συκοφαντίες σε βάρος του δασκάλου του. Τον πίεσαν να ομολογήσει πως ο δάσκαλός του ήταν σκληρός κατά τον διάλογό του με τον Πύρρο στη Ρώμη, όταν εκείνος αμφισβήτησε την πίστη. Ο Αναστάσιος θαρραλέα βεβαίωσε, πως όχι μόνο δεν είχε βλάψει ο Πύρρος τον δάσκαλό του, αλλά του είχε συμπεριφερθεί και με ιδιαίτερο σεβασμό. Για την ειλικρίνεια που έδειξε, ο Αναστάσιος ανταμείφθηκε με γροθιές στον λαιμό, στο πρόσωπο και στο κεφάλι, ενώ στη συνέχεια οδηγήθηκε πίσω στο κελί του.
Μετά από αυτό, κάλεσαν πάλι τον Άγιο Μάξιμο και προσπάθησαν να κλονίσουν τη σταθερότητά του με μια νέα συκοφαντία Αυτή τη φορά ο Άγιος Μάξιμος κατηγορήθηκε πως ήταν οπαδός της διδασκαλίας του Ωριγένη και συμφωνούσε σε όλα μαζί του. Ο Άγιος εύκολα αντέκρουσε τις κατηγορίες τους, αφού ήταν τελείως αβάσιμες. Εξέφρασε τη γνώμη, πως ο Ωριγένης αποκόπηκε από την κοινωνία με τον Χριστό και τους χριστιανούς, και οι οπαδοί του θα κριθούν αυστηρά από τον Θεό.
Κατόπιν οι κατήγοροι άρχισαν πάλι να ρωτούν τον Άγιο Μάξιμο για τον Πύρρο, καθώς και για τους λόγους, για τους οποίους είχε χωριστεί από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και δεν επιθυμούσε να εισέλθει σε κοινωνία μαζί του. Του υπέβαλαν και πολλές άλλες ερωτήσεις, ενώ στο τέλος του ζήτησαν επιτακτικά να αποδεχθεί τον βασιλικό Τύπο, και μάλιστα με ιδιαίτερο σεβασμό, καθότι αποτελούσε την τελειότερη έκθεση της πίστης, πέραν του ότι ήταν και υποχρεωτικός. Ο Άγιος αρνήθηκε. Τότε αυτοί εξαπέλυσαν ύβρεις εναντίον του. Εντούτοις, βλέποντας ότι είχαν αναιρεθεί όλοι τους οι ισχυρισμοί από τα επιχειρήματα του Αγίου και ότι είχαν πέσει οι ίδιοι στις παγίδες που του είχαν στήσει, διέλυσαν τη σύναξη, επέστρεψαν βιαστικά στον αυτοκράτορα και ομολόγησαν την ακατάβλητη τόλμη του αββά της Χρυσούπολης.
«Ο Μάξιμος», είπαν, «είναι αήττητος στα επιχειρήματα και κανένας δεν μπορεί να τον πείσει να συμπορευτεί μαζί μας, ακόμη κι αν τον απειλήσει με βασανιστήρια!».
Σύντομα, κάποιοι επιτήδειοι, που συστήθηκαν ως απεσταλμένοι του πατριάρχη, ήρθαν να μιλήσουν μαζί του με στόχο να τον πιέσουν πολύ και τον εκφοβίσουν, για να τον μεταστρέψουν προς την πίστη τους. Άρχισαν λοιπόν να τον ρωτούν: «Εσύ σε ποια Εκκλησία ανήκεις; Σε αυτήν του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας ή της Ιερουσαλήμ; Γιατί όλες αυτές οι Εκκλησίες, μαζί με τις επαρχίες που υπόκεινται σε αυτές, είναι ενωμένες μεταξύ τους. Επομένως, αν ανήκεις επίσης στην Καθολική Εκκλησία, έλα σε κοινωνία μαζί μας αμέσως, για να μην εισέλθεις χωρίς να το καταλάβεις σε κάποια νέα και παράξενη οδό!».
Τότε ο δίκαιος απάντησε σοφά: «Ο Κύριός μας Χριστός χαρακτήρισε Καθολική Εκκλησία εκείνη την Εκκλησία, η οποία διατηρεί την αληθινή και ομολογιακή παρακαταθήκη της πίστης. Γι' αυτή την ομολογία αποκάλεσε τον Πέτρο ευλογημένο και πάνω σε αυτή την ομολογία δήλωσε ότι θα θεμελίωνε την Εκκλησία Του. Εντούτοις, επιθυμώ να ξέρω το περιεχόμενο της ομολογίας σας, βάσει της οποίας όλες οι Εκκλησίες, όπως λέτε, έχουν κοινωνία. Αν δεν αντιτάσσεται στην αλήθεια τότε ούτε εγώ θα χωριστώ από αυτήν».
Οι απεσταλμένοι απάντησαν τότε: «Αν και δεν έχουμε εντολή να μιλήσουμε μαζί σου γι' αυτό το θέμα εντούτοις θα σου πούμε. Ομολογούμε δύο φύσεις στον Χριστό, αποδεχόμενοι τη διάκριση των φύσεών Του, και ένα θέλημα ως συνέπεια της ένωσης και των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο».
Σε αυτά ο Άγιος αντέτεινε τα εξής: «Αν μιλάτε για δύο θελήσεις, οι οποίες έχουν γίνει ένα μόνο θέλημα ως αποτέλεσμα της ένωσης των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο, αυτό σημαίνει πως, παρά τις δύο θελήσεις, εσείς αναγνωρίζετε και άλλη, ένα τρίτο θέλημα συγχωνευμένο ή "θεανθρωπικό"».
«Όχι», απάντησαν οι απεσταλμένοι. «Εμείς αποδεχόμαστε δύο θελήσεις, αλλά, λόγω του ότι είναι ενωμένες μεταξύ τους, μιλάμε για ένα θέλημα».
«Έχετε κατασκευάσει μιά αβέβαιη πίστη», αντέλεξε ο Άγιος, «ομολογώντας ότι ο Θεός μπορεί να υπάρξει χωρίς να έχει κάποια οντότητα. Αν συγχωνεύετε τις δύο ενέργειες σε μία λόγω της ένωσης των φύσεων σε ένα άτομο, και διαιρείτε έπειτα αυτή την ενότητα της ενέργειας σε δύο, λόγω των φύσεων που είναι διαφορετικές, είναι επόμενο πως δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ενότητα ούτε δυαδικότητα της ενέργειας, καθότι η δυαδικότητα αποκλειστικά προέρχεται από την ένωση και η ένωση αποκλείεται με τον μερισμό. Άρα αυτές οι επινοήσεις αχρηστεύουν εκείνον στον οποίο οι ενέργειες κατοικούν, δηλαδή τον "Θεάνθρωπο".
Επίσης, καταργούν την ένωση συνολικά, αν δεν δίνουν το δικαίωμα σε αυτήν να εκδηλωθεί έτσι, όπως πρέπει ως προς τη φύση της και η οποία δεν μπορεί να αφαιρεθεί από την ουσία ούτε να αλλάξει. Στην αντίθετη περίπτωση, μια ουσία που δεν φανερώθηκε στις ενέργειες θα εστερείτο οντότητας. Δεν το δέχομαι αυτό. Ούτε έχω μάθει από τους Αγίους Πατέρες να το πιστεύω. Εσείς, εφόσον έχετε τη δύναμη, συμπεριφερθείτε μου όπως σας ευχαριστεί».
Οι απεσταλμένοι, μη γνωρίζοντας τι να απαντήσουν, απείλησαν τον Άγιο με ανάθεμα και θάνατο. «Είθε το θέλημα του Θεού να πληρωθεί σε μένα, προς δόξαν του αγίου ονόματός Του», απάντησε εκείνος μειλίχια και ταπεινά.
Οι απεσταλμένοι μετέφεραν στον πατριάρχη όσα ο Άγιος είχε ομολογήσει. Ο αυτοκράτορας τότε συγκάλεσε συνέδριο με τον πατριάρχη, όπως είχε κάνει ο Πιλάτος με τους Εβραίους την παλαιά εποχή, και καταδίκασαν τον Άγιο σε εξορία σε μια μικρή πόλη στη Θράκη, Βιζύη το όνομα.
Τον μαθητή τού Αγίου, Αναστάσιο τον εξόρισαν στα απόμακρα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σε ένα τελείως εγκαταλελειμμένο μέρος, το οποίο καλείται στη γλώσσα των βαρβάρων Περβέρα. Το ίδιο έγινε και με τον άλλο μαθητή τού Αγίου, τον Αναστάσιο, που ήταν στο παρελθόν αποκρισάριος της Ρώμης, όπως είδαμε, ο οποίος και συνέγραψε αργότερα τον βίο του Αγίου Μαξίμου. Εξορίστηκε στη Μεσημβρία, μια πόλη στην Ανατολική Θράκη, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα.
Εκείνη την εποχή ο Άγιος Μαρτίνος, πάπας της Ρώμης, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και, μετά από πολλά βασανιστήρια εξορίστηκε και φυλακίστηκε στη Χερσώνα. Στο μεταξύ ο πατριάρχης Παύλος πέθανε. Ο προαναφερθείς Πύρρος αναδείχθηκε νέος πατριάρχης, αλλά πέθανε ύστερα από τέσσερις μήνες. Τότε ανήλθε στον θρόνο ο Πέτρος, φανατικός υποστηρικτής της αίρεσης των μονοθελητών.
Ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, υψηλά ιστάμενα πρόσωπα επισκέφθηκαν και πάλι τον Άγιο Μάξιμο στο όνομα του αυτοκράτορα και του πατριάρχη: ήταν ο Θεοδόσιος, επίσκοπος Καισαρείας της Βιθυνίας, και δύο ύπατοι, ο Παύλος και ο Θεοδόσιος. Έφθασαν συνοδευόμενοι από τον επίσκοπο της πόλης Βιζύης. Διέταξαν τον Άγιο να καθίσει και άρχισαν να χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για να τον μεταπείσουν: πότε κολακεύοντάς τον, πότε απειλώντας τον και πότε εξετάζοντας την πίστη του, υποβάλλοντάς τον σε ερωτήσεις. Ο επίσκοπος Θεοδόσιος τον ρώτησε: «Πώς είστε, κύριε μου, αββά Μάξιμε;»
«Ακριβώς όπως ο Κύριος γνώριζε από χρόνια πριν», απάντησε ο Άγιος. «Εκείνος καθόρισε τις περιστάσεις της ζωής μου και με διασφαλίζει με την πρόνοιά Του».
«Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;» αντέλεξε ο Θεοδόσιος. «Γνωρίζει ο Θεός πραγματικά από πριν και προορίζει τις πράξεις του καθενός μας;»
«Αν Αυτός γνωρίζει από πριν, ασφαλώς Αυτός επίσης προορίζει», είπε ο Άγιος Μάξιμος.
«Τι σημαίνει Αυτός γνωρίζει από πριν και Αυτός προορίζει;» ρώτησε ο Θεοδόσιος.
«Γνωρίζει εκ των προτέρων τις σκέψεις μας, τα λόγια και τις πράξεις μας, καθώς και ό,τι έχει σχέση με τις δυνατότητές μας, αλλά προκαθορίζει αυτό που μας συμβαίνει και όχι τις δυνατότητές μας», απάντησε ο Άγιος.
«Τι βρίσκεται στη δύναμή μας και τι όχι;» ρώτησε ο επίσκοπος Θεοδόσιος.
«Τα γνωρίζετε όλα αυτά τα πράγματα, κύριέ μου, και συζητάτε μόνο για να δοκιμάσετε εμένα τον δούλο σας», απάντησε ο Άγιος Μάξιμος.
«Αλήθεια δεν ξέρω και επιθυμώ να καταλάβω ποια είναι η διαφορά μεταξύ αυτού που είναι στις δυνατότητές μας και αυτού που δεν είναι, καθώς και πως το ένα αναφέρεται στη θεϊκή πρόγνωση και το άλλο στον προκαθορισμό», δήλωσε ο επίσκοπος.
«Όλες οι καλές και κακές πράξεις μας εξαρτώνται από τη θέλησή μας», είπε ο Άγιος Μάξιμος, «αλλά οι τιμωρίες και οι καταστροφές, που μας συμβαίνουν, όπως και τα αντίθετά τους, είναι πέρα από τις δυνάμεις μας. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να επηρεάσουμε καθόλου μια μακροχρόνια ασθένεια, που ίσως μας οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο, αλλά μόνο εκείνες τις συνθήκες οι οποίες επιδεινώνουν την ασθένεια ή διασφαλίζουν την υγεία μας. Έτσι, χάρη στην τήρηση των εντολών του Θεού, δυνάμεθα να κερδίσουμε την Ουράνια Βασιλεία, ενώ η αθέτησή τους είναι αιτία για να οδηγηθούμε στη γέεννα του πυρός».
«Γιατί βασανίζεις τον εαυτό σου σε τούτη την εξορία, επιμένοντας σε αυτό, το οποίο σου προκαλεί τέτοια θλίψη;» ρώτησε ο επίσκοπος.
«Προσεύχομαι στον Θεό», απάντησε ο Άγιος, «να μου συγχωρήσει τις αμαρτίες, που έχω διαπράξει παραβαίνοντας τις εντολές Του».
Όταν ο Άγιος έφτασε στη Βασιλεύουσα τον υποδέχτηκαν άνθρωποι σταλμένοι από τον αυτοκράτορα που άρχισαν να τον αποδοκιμάζουν έντονα και να βιαιοπραγούν σε βάρος του. Δεν δίστασαν να τον σύρουν μέσα στους δρόμους ρακένδυτο και ξυπόλυτο, ενώ στο πλάι του βρισκόταν συνεχώς ο πιστός υποτακτικός του. Τελικά τον οδήγησαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και τον έκλεισαν εκεί μόνο του· τον υποτακτικό του τον φυλάκισαν χωριστά σε δημόσια φυλακή.
Λίγες ημέρες αργότερα ο Άγιος μεταφέρθηκε στο παλάτι για ανάκριση, η οποία θα γινόταν από τη Σύγκλητο, στη συγκεκριμένη συνεδρία της οποίας, πάντως, ο αυτοκράτορας δεν θα προήδρευε. Μόλις εισήλθε, τα βλέμματα όλων στράφηκαν εναντίον του γεμάτα κακία και έχθρα. Η ανάκριση ανατέθηκε σε έναν από τους αξιωματούχους, τον γαζοφύλακα ή ταμία, άνθρωπο εύγλωττο, στρεψόδικο όμως και συκοφάντη· στη διαστρέβλωση της αλήθειας ήταν ιδιαίτερα επιτήδειος.
Πόση κακοβουλία έδειξε! Πόσες κατηγορίες ξεστόμισε! Τελείως αδιάντροπα χλεύασε τον εβδομηντάχρονο Άγιο, χωρίς να κλονιστεί στιγμή από τη χάρη, η οποία έλαμπε στην έκφρασή του, από την πραότητα και την εγκράτειά του. Τον κατηγόρησε με πανουργία και θράσος· δεν μπόρεσε όμως να αντικρούσει πειστικά τις αντιρρήσεις του Αγίου, τις οποίες μάλιστα ο τελευταίος εξέφρασε ήπια και καλοπροαίρετα. Το τι ακριβώς ειπώθηκε και έγινε τότε, ποιες κατηγορίες διατυπώθηκαν σε βάρος του αθώου και ποιά δόλια άτομα προσπάθησαν να παρουσιάσουν το ψέμα σαν αλήθεια, όλα αυτά είναι καταγεγραμμένα με λεπτομέρειες από κάποιον άλλον Αναστάσιο, υποτακτικό του Αγίου Μαξίμου και τέως αποκρισάριο της Εκκλησίας της Ρώμης. Εδώ καταγράφουμε ένα μικρό μέρος της μακροσκελούς απολογίας του:
Μόλις εμφανίστηκε ο παράνομος κατήγορος, στάθηκε ενώπιον του Αγίου και άρχισε να τον προσβάλει, αποκαλώντας τον προδότη της πατρίδας, ασυνείδητο και εχθρό του αυτοκράτορα και να του καταλογίζει κάθε είδους επαίσχυντες και εγκληματικές πράξεις. Όταν ο Άγιος τον ρώτησε γιατί του προσάπτει τέτοιες κατηγορίες και του αποδίδει τέτοιους χαρακτηρισμούς, ο αξιωματούχος παρουσίασε ψευδομάρτυρες και, οργισμένος, τον κατηγόρησε, πως εξαιτίας του είχαν αποσχιστεί από την αυτοκρατορία η Αλεξάνδρεια, η Πεντάπολη και ολόκληρη η Αίγυπτος και πως ο ίδιος είχε παραδώσει αυτές τις περιοχές στους Σαρακηνούς, στους οποίους ήταν φιλικά προσκείμενος και για τους οποίους ευχόταν ευημερία. Ο Άγιος απέδειξε πως αυτή η κατηγορία ήταν ανυπόστατη και γελοία
«Πώς θα μπορούσα εγώ, ένας μοναχός», είπε, «να συναναστρέφομαι τον κατακτητή των πόλεων; Και πώς θα μπορούσα εγώ, ένας χριστιανός, να έχω σχέσεις με τους Σαρακηνούς; Απεναντίας, δεν έχω ευχηθεί για τίποτε άλλο, παρά γι' αυτό που είναι προς όφελος των χριστιανικών πόλεων».
Τότε ο αναίσχυντος συκοφάντης κατέφυγε σε άλλο ψέμα και άρχισε να φωνάζει, πως ο Άγιος Μάξιμος είχε υποτιμήσει τον αυτοκράτορα της Ανατολής, λέγοντας πως οι βασιλιάδες της Δύσης ήταν περισσότερο άξιοι τιμής. Στο σημείο αυτό απευθύνθηκε στους ψευδομάρτυρες, τους οποίους και επικαλέστηκε.
Αναστενάζοντας βαθιά, ο Άγιος απάντησε: «Ευχαριστώ τον Θεό, που με παρέδωσε στα χέρια σας και με αξιώνει να συκοφαντούμαι και να υφίσταμαι τέτοια μαρτύρια προκειμένου μέσω αυτών να εξαγνιστώ από τις αμαρτίες και τα λάθη μου. Αλλά, πριν απαντήσω σύντομα στις ψεύτικες κατηγορίες σας, θα σας ρωτήσω πρώτα πότε είτε εσείς οι ίδιοι με ακούσατε να καταδικάζω τον βασιλιά είτε κάποιοι άλλοι σας είπαν τέτοιο πράγμα».
Οι ψευδομάρτυρες απάντησαν τότε: «Το μάθαμε από άλλους, οι οποίοι το άκουσαν από το ίδιο σου το στόμα».
Αλλά, όταν ο Άγιος ζήτησε να κληθούν εκείνοι, που τα ισχυρίστηκαν αυτά να καταμαρτυρήσουν προσωπικά, οι κατήγοροι είπαν, πως αυτοί οι μάρτυρες δεν ήταν πλέον ζωντανοί.
Τότε ο Άγιος απάντησε: «Αν, όπως λέτε, αυτοί που άκουσαν την καταδίκη από τα χείλη μου είναι ήδη νεκροί, γιατί δεν με ρωτούσατε πιο πριν, όταν ήταν ακόμη ζωντανοί; Έτσι και εσείς δεν θα είχατε χρονοτριβήσει και εγώ θα είχα δεχθεί την τιμωρία για την προφανή ενοχή μου. Ένα όμως είναι βέβαιο: Οι κατηγορίες σε βάρος μου είναι ψεύτικες, επομένως εκείνοι, που με οδήγησαν εδώ, σε δικαστήριο, δεν είχαν τον Θεό για οδηγό τους, ο οποίος αποκαλύπτει τα κρύφια των καρδιών των ανθρώπων. Εγώ ο ίδιος θα θεωρούσα τον εαυτό μου ανάξιο να δει τον ερχομό του Κυρίου και να καλείται χριστιανός, αν είχα έστω σκεφτεί να πράξω αυτά, που μου καταλογίζετε!»
Τότε εκείνοι κάλεσαν έναν ψευδομάρτυρα, Γρηγόριο στο όνομα, ο οποίος βεβαίωσε, ότι στη Ρώμη είχε ακούσει τον Αναστάσιο, μαθητή του Αγίου Μαξίμου, να αποκαλεί τον αυτοκράτορα «πάπα» και ότι είχε μάθει να τον αποκαλεί έτσι από τον δάσκαλό του Μάξιμο.
Ο Άγιος Μάξιμος όμως αντέκρουσε σθεναρά τις δόλιες συκοφαντίες με αυτά τα λόγια: «Όταν ο Γρηγόριος ήταν στη Ρώμη, είχε την αντίθετη άποψη από μας σχετικά με το ένα θέλημα, ζητώντας μας να αποδεχθούμε το δογματικό κείμενο που είναι γνωστό ως Τύπος. Εμείς αρνηθήκαμε, γιατί προτιμήσαμε αυτό που είναι ωφέλιμο για τις ψυχές μας. Σχετικά με αυτό για το οποίο μιλάτε τώρα, ούτε εγώ χαρακτήρισα ποτέ "πάπα" τον αυτοκράτορα, ούτε ο μαθητής μου — σε αυτό ο Θεός είναι μάρτυρας! Εντούτοις, θυμάμαι πως μίλησα τότε, όχι στον μαθητή μου, αλλά στον Γρηγόριο τον ίδιο, και του είπα: Η έρευνα και ο προσδιορισμός των δογμάτων της πίστης είναι έργο όχι των αυτοκρατόρων, αλλά των λειτουργών του θυσιαστηρίου, επειδή μόνο αυτοί έχουν το δικαίωμα να χρίουν τον αυτοκράτορα θέτοντας τα χέρια τους πάνω του και να στέκονται μπροστά στον βωμό, για να τελούν το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και όλα τα άλλα θεία μυστήρια Αυτό είπα τότε σε αυτόν, αυτό λέω τώρα και σε εσάς. Ο ίδιος ο Γρηγόριος θα παραδεχθεί ότι είπα τα λόγια αυτά κι αν αρνηθεί, δικαίωμά του. Γι' αυτό, αφήστε τον καθέναν να με κατηγορήσει ή να με υπερασπιστεί ενώπιον του δικαστηρίου». Μην ξέροντας τι να κάνουν οι κατήγοροι, οι οποίοι είχαν πιστέψει στη δύναμη των ψευδομαρτύρων, απομάκρυναν τον Άγιο από τη σύναξη.
Κατόπιν προσήλθε ο μαθητής του Αναστάσιος. Οι κατήγοροι προσπάθησαν να τον κλονίσουν με σκληρά λόγια και απειλές, για να τον αναγκάσουν να παραδεχτεί τις συκοφαντίες σε βάρος του δασκάλου του. Τον πίεσαν να ομολογήσει πως ο δάσκαλός του ήταν σκληρός κατά τον διάλογό του με τον Πύρρο στη Ρώμη, όταν εκείνος αμφισβήτησε την πίστη. Ο Αναστάσιος θαρραλέα βεβαίωσε, πως όχι μόνο δεν είχε βλάψει ο Πύρρος τον δάσκαλό του, αλλά του είχε συμπεριφερθεί και με ιδιαίτερο σεβασμό. Για την ειλικρίνεια που έδειξε, ο Αναστάσιος ανταμείφθηκε με γροθιές στον λαιμό, στο πρόσωπο και στο κεφάλι, ενώ στη συνέχεια οδηγήθηκε πίσω στο κελί του.
Μετά από αυτό, κάλεσαν πάλι τον Άγιο Μάξιμο και προσπάθησαν να κλονίσουν τη σταθερότητά του με μια νέα συκοφαντία Αυτή τη φορά ο Άγιος Μάξιμος κατηγορήθηκε πως ήταν οπαδός της διδασκαλίας του Ωριγένη και συμφωνούσε σε όλα μαζί του. Ο Άγιος εύκολα αντέκρουσε τις κατηγορίες τους, αφού ήταν τελείως αβάσιμες. Εξέφρασε τη γνώμη, πως ο Ωριγένης αποκόπηκε από την κοινωνία με τον Χριστό και τους χριστιανούς, και οι οπαδοί του θα κριθούν αυστηρά από τον Θεό.
Κατόπιν οι κατήγοροι άρχισαν πάλι να ρωτούν τον Άγιο Μάξιμο για τον Πύρρο, καθώς και για τους λόγους, για τους οποίους είχε χωριστεί από τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και δεν επιθυμούσε να εισέλθει σε κοινωνία μαζί του. Του υπέβαλαν και πολλές άλλες ερωτήσεις, ενώ στο τέλος του ζήτησαν επιτακτικά να αποδεχθεί τον βασιλικό Τύπο, και μάλιστα με ιδιαίτερο σεβασμό, καθότι αποτελούσε την τελειότερη έκθεση της πίστης, πέραν του ότι ήταν και υποχρεωτικός. Ο Άγιος αρνήθηκε. Τότε αυτοί εξαπέλυσαν ύβρεις εναντίον του. Εντούτοις, βλέποντας ότι είχαν αναιρεθεί όλοι τους οι ισχυρισμοί από τα επιχειρήματα του Αγίου και ότι είχαν πέσει οι ίδιοι στις παγίδες που του είχαν στήσει, διέλυσαν τη σύναξη, επέστρεψαν βιαστικά στον αυτοκράτορα και ομολόγησαν την ακατάβλητη τόλμη του αββά της Χρυσούπολης.
«Ο Μάξιμος», είπαν, «είναι αήττητος στα επιχειρήματα και κανένας δεν μπορεί να τον πείσει να συμπορευτεί μαζί μας, ακόμη κι αν τον απειλήσει με βασανιστήρια!».
Σύντομα, κάποιοι επιτήδειοι, που συστήθηκαν ως απεσταλμένοι του πατριάρχη, ήρθαν να μιλήσουν μαζί του με στόχο να τον πιέσουν πολύ και τον εκφοβίσουν, για να τον μεταστρέψουν προς την πίστη τους. Άρχισαν λοιπόν να τον ρωτούν: «Εσύ σε ποια Εκκλησία ανήκεις; Σε αυτήν του Βυζαντίου, της Ρώμης, της Αντιόχειας, της Αλεξάνδρειας ή της Ιερουσαλήμ; Γιατί όλες αυτές οι Εκκλησίες, μαζί με τις επαρχίες που υπόκεινται σε αυτές, είναι ενωμένες μεταξύ τους. Επομένως, αν ανήκεις επίσης στην Καθολική Εκκλησία, έλα σε κοινωνία μαζί μας αμέσως, για να μην εισέλθεις χωρίς να το καταλάβεις σε κάποια νέα και παράξενη οδό!».
Τότε ο δίκαιος απάντησε σοφά: «Ο Κύριός μας Χριστός χαρακτήρισε Καθολική Εκκλησία εκείνη την Εκκλησία, η οποία διατηρεί την αληθινή και ομολογιακή παρακαταθήκη της πίστης. Γι' αυτή την ομολογία αποκάλεσε τον Πέτρο ευλογημένο και πάνω σε αυτή την ομολογία δήλωσε ότι θα θεμελίωνε την Εκκλησία Του. Εντούτοις, επιθυμώ να ξέρω το περιεχόμενο της ομολογίας σας, βάσει της οποίας όλες οι Εκκλησίες, όπως λέτε, έχουν κοινωνία. Αν δεν αντιτάσσεται στην αλήθεια τότε ούτε εγώ θα χωριστώ από αυτήν».
Οι απεσταλμένοι απάντησαν τότε: «Αν και δεν έχουμε εντολή να μιλήσουμε μαζί σου γι' αυτό το θέμα εντούτοις θα σου πούμε. Ομολογούμε δύο φύσεις στον Χριστό, αποδεχόμενοι τη διάκριση των φύσεών Του, και ένα θέλημα ως συνέπεια της ένωσης και των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο».
Σε αυτά ο Άγιος αντέτεινε τα εξής: «Αν μιλάτε για δύο θελήσεις, οι οποίες έχουν γίνει ένα μόνο θέλημα ως αποτέλεσμα της ένωσης των δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο, αυτό σημαίνει πως, παρά τις δύο θελήσεις, εσείς αναγνωρίζετε και άλλη, ένα τρίτο θέλημα συγχωνευμένο ή "θεανθρωπικό"».
«Όχι», απάντησαν οι απεσταλμένοι. «Εμείς αποδεχόμαστε δύο θελήσεις, αλλά, λόγω του ότι είναι ενωμένες μεταξύ τους, μιλάμε για ένα θέλημα».
«Έχετε κατασκευάσει μιά αβέβαιη πίστη», αντέλεξε ο Άγιος, «ομολογώντας ότι ο Θεός μπορεί να υπάρξει χωρίς να έχει κάποια οντότητα. Αν συγχωνεύετε τις δύο ενέργειες σε μία λόγω της ένωσης των φύσεων σε ένα άτομο, και διαιρείτε έπειτα αυτή την ενότητα της ενέργειας σε δύο, λόγω των φύσεων που είναι διαφορετικές, είναι επόμενο πως δεν μπορεί να υπάρξει ούτε ενότητα ούτε δυαδικότητα της ενέργειας, καθότι η δυαδικότητα αποκλειστικά προέρχεται από την ένωση και η ένωση αποκλείεται με τον μερισμό. Άρα αυτές οι επινοήσεις αχρηστεύουν εκείνον στον οποίο οι ενέργειες κατοικούν, δηλαδή τον "Θεάνθρωπο".
Επίσης, καταργούν την ένωση συνολικά, αν δεν δίνουν το δικαίωμα σε αυτήν να εκδηλωθεί έτσι, όπως πρέπει ως προς τη φύση της και η οποία δεν μπορεί να αφαιρεθεί από την ουσία ούτε να αλλάξει. Στην αντίθετη περίπτωση, μια ουσία που δεν φανερώθηκε στις ενέργειες θα εστερείτο οντότητας. Δεν το δέχομαι αυτό. Ούτε έχω μάθει από τους Αγίους Πατέρες να το πιστεύω. Εσείς, εφόσον έχετε τη δύναμη, συμπεριφερθείτε μου όπως σας ευχαριστεί».
Οι απεσταλμένοι, μη γνωρίζοντας τι να απαντήσουν, απείλησαν τον Άγιο με ανάθεμα και θάνατο. «Είθε το θέλημα του Θεού να πληρωθεί σε μένα, προς δόξαν του αγίου ονόματός Του», απάντησε εκείνος μειλίχια και ταπεινά.
Οι απεσταλμένοι μετέφεραν στον πατριάρχη όσα ο Άγιος είχε ομολογήσει. Ο αυτοκράτορας τότε συγκάλεσε συνέδριο με τον πατριάρχη, όπως είχε κάνει ο Πιλάτος με τους Εβραίους την παλαιά εποχή, και καταδίκασαν τον Άγιο σε εξορία σε μια μικρή πόλη στη Θράκη, Βιζύη το όνομα.
Τον μαθητή τού Αγίου, Αναστάσιο τον εξόρισαν στα απόμακρα σύνορα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, σε ένα τελείως εγκαταλελειμμένο μέρος, το οποίο καλείται στη γλώσσα των βαρβάρων Περβέρα. Το ίδιο έγινε και με τον άλλο μαθητή τού Αγίου, τον Αναστάσιο, που ήταν στο παρελθόν αποκρισάριος της Ρώμης, όπως είδαμε, ο οποίος και συνέγραψε αργότερα τον βίο του Αγίου Μαξίμου. Εξορίστηκε στη Μεσημβρία, μια πόλη στην Ανατολική Θράκη, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα.
Εκείνη την εποχή ο Άγιος Μαρτίνος, πάπας της Ρώμης, μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και, μετά από πολλά βασανιστήρια εξορίστηκε και φυλακίστηκε στη Χερσώνα. Στο μεταξύ ο πατριάρχης Παύλος πέθανε. Ο προαναφερθείς Πύρρος αναδείχθηκε νέος πατριάρχης, αλλά πέθανε ύστερα από τέσσερις μήνες. Τότε ανήλθε στον θρόνο ο Πέτρος, φανατικός υποστηρικτής της αίρεσης των μονοθελητών.
Ύστερα από μεγάλο χρονικό διάστημα, υψηλά ιστάμενα πρόσωπα επισκέφθηκαν και πάλι τον Άγιο Μάξιμο στο όνομα του αυτοκράτορα και του πατριάρχη: ήταν ο Θεοδόσιος, επίσκοπος Καισαρείας της Βιθυνίας, και δύο ύπατοι, ο Παύλος και ο Θεοδόσιος. Έφθασαν συνοδευόμενοι από τον επίσκοπο της πόλης Βιζύης. Διέταξαν τον Άγιο να καθίσει και άρχισαν να χρησιμοποιούν διάφορους τρόπους για να τον μεταπείσουν: πότε κολακεύοντάς τον, πότε απειλώντας τον και πότε εξετάζοντας την πίστη του, υποβάλλοντάς τον σε ερωτήσεις. Ο επίσκοπος Θεοδόσιος τον ρώτησε: «Πώς είστε, κύριε μου, αββά Μάξιμε;»
«Ακριβώς όπως ο Κύριος γνώριζε από χρόνια πριν», απάντησε ο Άγιος. «Εκείνος καθόρισε τις περιστάσεις της ζωής μου και με διασφαλίζει με την πρόνοιά Του».
«Πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό;» αντέλεξε ο Θεοδόσιος. «Γνωρίζει ο Θεός πραγματικά από πριν και προορίζει τις πράξεις του καθενός μας;»
«Αν Αυτός γνωρίζει από πριν, ασφαλώς Αυτός επίσης προορίζει», είπε ο Άγιος Μάξιμος.
«Τι σημαίνει Αυτός γνωρίζει από πριν και Αυτός προορίζει;» ρώτησε ο Θεοδόσιος.
«Γνωρίζει εκ των προτέρων τις σκέψεις μας, τα λόγια και τις πράξεις μας, καθώς και ό,τι έχει σχέση με τις δυνατότητές μας, αλλά προκαθορίζει αυτό που μας συμβαίνει και όχι τις δυνατότητές μας», απάντησε ο Άγιος.
«Τι βρίσκεται στη δύναμή μας και τι όχι;» ρώτησε ο επίσκοπος Θεοδόσιος.
«Τα γνωρίζετε όλα αυτά τα πράγματα, κύριέ μου, και συζητάτε μόνο για να δοκιμάσετε εμένα τον δούλο σας», απάντησε ο Άγιος Μάξιμος.
«Αλήθεια δεν ξέρω και επιθυμώ να καταλάβω ποια είναι η διαφορά μεταξύ αυτού που είναι στις δυνατότητές μας και αυτού που δεν είναι, καθώς και πως το ένα αναφέρεται στη θεϊκή πρόγνωση και το άλλο στον προκαθορισμό», δήλωσε ο επίσκοπος.
«Όλες οι καλές και κακές πράξεις μας εξαρτώνται από τη θέλησή μας», είπε ο Άγιος Μάξιμος, «αλλά οι τιμωρίες και οι καταστροφές, που μας συμβαίνουν, όπως και τα αντίθετά τους, είναι πέρα από τις δυνάμεις μας. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούμε να επηρεάσουμε καθόλου μια μακροχρόνια ασθένεια, που ίσως μας οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο, αλλά μόνο εκείνες τις συνθήκες οι οποίες επιδεινώνουν την ασθένεια ή διασφαλίζουν την υγεία μας. Έτσι, χάρη στην τήρηση των εντολών του Θεού, δυνάμεθα να κερδίσουμε την Ουράνια Βασιλεία, ενώ η αθέτησή τους είναι αιτία για να οδηγηθούμε στη γέεννα του πυρός».
«Γιατί βασανίζεις τον εαυτό σου σε τούτη την εξορία, επιμένοντας σε αυτό, το οποίο σου προκαλεί τέτοια θλίψη;» ρώτησε ο επίσκοπος.
«Προσεύχομαι στον Θεό», απάντησε ο Άγιος, «να μου συγχωρήσει τις αμαρτίες, που έχω διαπράξει παραβαίνοντας τις εντολές Του».
«Οι θλίψεις δεν μας έρχονται συχνά, για να δοκιμαστούμε;» αντέταξε ο επίσκοπος.
«Οι άγιοι δοκιμάστηκαν», απάντησε ο Άγιος, «προκειμένου οι μυστικές αρετές τους να γίνουν παράδειγμα σε όλους, όπως συνέβη με τον Ιώβ και τον Ιωσήφ. Και, πράγματι, ο Ιώβ μπήκε σε πειρασμό προκειμένου να αποκαλύψει μια αρετή, που δεν ήταν γνωστή σε κανέναν. Ο Ιωσήφ δοκιμάστηκε εξαιτίας της αγνότητάς του και της εγκρατείας του — αρετές οι οποίες αγιάζουν τον άνθρωπο. Και όλοι οι άγιοι υπέμειναν εκουσίως σε αυτό τον κόσμο τις θλίψεις, που επιτράπηκαν από τον Θεό, για να συντρίψουν τον υπερήφανο αποστάτη διάβολο με την υπομονή τους, που ήταν καρπός των δοκιμασιών τους».
«Οι άγιοι δοκιμάστηκαν», απάντησε ο Άγιος, «προκειμένου οι μυστικές αρετές τους να γίνουν παράδειγμα σε όλους, όπως συνέβη με τον Ιώβ και τον Ιωσήφ. Και, πράγματι, ο Ιώβ μπήκε σε πειρασμό προκειμένου να αποκαλύψει μια αρετή, που δεν ήταν γνωστή σε κανέναν. Ο Ιωσήφ δοκιμάστηκε εξαιτίας της αγνότητάς του και της εγκρατείας του — αρετές οι οποίες αγιάζουν τον άνθρωπο. Και όλοι οι άγιοι υπέμειναν εκουσίως σε αυτό τον κόσμο τις θλίψεις, που επιτράπηκαν από τον Θεό, για να συντρίψουν τον υπερήφανο αποστάτη διάβολο με την υπομονή τους, που ήταν καρπός των δοκιμασιών τους».
«Πράγματι μιλάς καλά», απάντησε ο επίσκοπος Θεοδόσιος. «Πάντα ήθελα να συζητώ μαζί σου για τέτοια θέματα. Αλλά, μιά κι έχουμε έρθει ως εδώ με τους συνταξιδιώτες μου, τους σεβαστούς άρχοντες, διανύοντας τεράστια απόσταση για ένα άλλο θέμα σε παρακαλούμε να δεχθείς αυτό, που σου προσφέρουμε και να δώσεις χαρά σε ολόκληρο τον κόσμο».
«Τι ακριβώς επιθυμείτε, κύριέ μου;» ρώτησε ο Άγιος. «Και ποιος είμαι εγώ και από πού προκύπτει πως η συμφωνία μου με την προσφορά σας μπορεί να δώσει χαρά σε ολόκληρο τον κόσμο;»
Ο επίσκοπος είπε: «Μιά και η αλήθεια του Κυρίου Ιησού Χριστού δεν μπορεί να διαψευσθεί, εγώ και οι σύντροφοί μου, οι σεβαστοί άρχοντες, θα σου πούμε αυτό το οποίο ακούσαμε απευθείας από τον πατριάρχη μας και τον ευσεβή αυτοκράτορα».«Τι ακριβώς επιθυμείτε, κύριέ μου;» ρώτησε ο Άγιος. «Και ποιος είμαι εγώ και από πού προκύπτει πως η συμφωνία μου με την προσφορά σας μπορεί να δώσει χαρά σε ολόκληρο τον κόσμο;»
«Πείτε μου, κύριοί μου», απάντησε ο Άγιος Μάξιμος, «τι επιθυμείτε και τι έχετε ακούσει».
Τότε ο Θεοδόσιος άρχισε: «Ο αυτοκράτορας και ο πατριάρχης επιθυμούν πάνω απ' όλα να πληροφορηθούν γιατί αποκόπηκες από την κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινούπολης».
Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε τότε: «Γνωρίζετε τις καινοτομίες οι οποίες εισήχθησαν πριν από είκοσι ένα χρόνια στην Αλεξάνδρεια, όταν ο Κύρος, ο προηγούμενος πατριάρχης της πόλης, κοινοποίησε δημόσια τα Εννέα Κεφάλαια, τα οποία αποδέχθηκε και επιβεβαίωσε ο θρόνος της Κωνσταντινούπολης. Εκεί έγιναν επιπλέον αλλαγές και προσθήκες - η Έκθεσις και ο Τύπος- που διαστρέβλωσαν τους ορισμούς των συνόδων. Αυτές οι καινοτομίες έγιναν από τους επικεφαλής αντιπροσώπους της Εκκλησίας του Βυζαντίου Σέργιο, Πύρρο και Παύλο, γνωστούς σε όλες τις Εκκλησίες. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εγώ, ο δούλος σας, δεν έρχομαι σε κοινωνία με την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης.
Ας αφαιρέσουμε αυτές τις παραβάσεις, ας καθαιρέσουμε αυτούς που τις εισήγαγαν, και τότε η οδός της σωτηρίας θα ανοίξει μπροστά σας κι εσείς θα βαδίσετε ομαλά, σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου, καθαρισμένοι από όλες τις αιρέσεις! Όταν ξαναδώ την Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης, όπως ήταν στο παρελθόν, τότε θα έρθω σε κοινωνία μαζί της χωρίς παραίνεση εκ μέρους οποιουδήποτε. Όσο όμως υπάρχουν αιρετικοί πειρασμοί σε αυτήν και οι επίσκοποί της παραμένουν αιρετικοί, κανένας λόγος ή πράξη δεν θα με πείσουν να έρθω σε κοινωνία μαζί της».
«Αλλά τί κακό υπάρχει στην ομολογία μας», ρώτησε ο επίσκοπος Θεοδόσιος, «που εξαιτίας του δεν θέλεις να έχεις κοινωνία μαζί μας;»
Ο Άγιος Μάξιμος απάντησε: «Ομολογείτε ότι τόσο η θεϊκή όσο και η ανθρώπινη φύση του Σωτήρα μας είναι της μίας και αυτής ενέργειας. Αν όμως εμπιστευτούμε τους Αγίους Πατέρες, οι οποίοι δήλωσαν, πως ό,τι έχει μία ενέργεια έχει επίσης και μία φύση, τότε συμπεραίνουμε πως εσείς ομολογείτε την Αγία Τριάδα όχι ως τριάδα, αλλά σαν τετράδα, σαν να ήταν Αυτού η σάρκα μίας ουσίας με τον Λόγο και όχι ίδια με την ανθρώπινη φύση, την οποία και εμείς έχουμε και η Αμόλυντος Παρθένος, η Θεοτόκος, είχε. Υπονοείτε πως είχε πάψει να είναι απολύτως συγγενής με την ανθρώπινη φύση και πως μιά νέα ουσία είχε διαμορφωθεί, από μία ουσία με τον Λόγο, στον ίδιο βαθμό που ο Λόγος είναι της ίδιας ουσίας με τον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα Κατά συνέπεια δεν έχουμε τριάδα, αλλά τετράδα.
Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν αρνείστε τις διαδικασίες και βεβαιώνετε πως η θεότητα του Χριστού και η ανθρώπινη φύση του ήταν κάτι το ενιαίο, τότε μειώνετε την ξεχωριστή και ελεύθερη ενέργειά του στο να κάνει το καλό. Γιατί, αν κάθε φύση δεν έχει την κατάλληλη ενέργεια τότε, ακόμη κι αν επιθυμούσε μία από αυτές να κάνει το αγαθό, δεν θα μπορούσε να το πράξει, καθότι θα είχε απομακρυνθεί από την ικανότητα να κάνει το καλό. Γιατί, πράγματι, χωρίς την ικανότητα να ενεργεί και χωρίς την κατάλληλη ενέργεια κατά τη φύση του, τίποτε δεν εργάζεται ούτε κάνει το παραμικρό.
Από την άλλη πλευρά, μια και αναγνωρίζετε την ενσάρκωση του Χριστού, ομολογείτε ένα θέλημα σε δύο φύσεις, αλλά έτσι αποδέχεστε πως και η σάρκα Του, σύμφωνα με το θέλημά της, ήταν ο δημιουργός των πάντων και όλης της κτίσης, μαζί με τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, ενώ η σάρκα, από τη φύση της, είναι δημιούργημα η ίδια. Ή μάλλον, η σάρκα είναι χωρίς αρχή κατά το θέλημά της, καθώς το θέλημα του Θεού είναι χωρίς αρχή, μια και η θεότητα δεν μπορεί να έχει αρχή· επιπλέον, κατά τη φύση της, η σάρκα δημιουργήθηκε στην ώρα της. Αλλά το να το ομολογήσω αυτό, δεν είναι μόνο παράλογο, αλλά και ασεβές, καθώς εσείς δεν μιλάτε μόνο για το ένα θέλημα του Χριστού, αλλά και το αποκαλείτε θείο· και ένα θείο θέλημα, όπως η θεότητα καθ' εαυτήν, δεν μπορεί να υποτεθεί πως έχει ούτε αρχή ούτε τέλος.
Επίσης, απομακρύνετε από τον Χριστό τον Κύριο όλες τις εκδηλώσεις και τις ιδιότητες, με τις οποίες η θεότητά του και η ανθρωπότητά του γίνονται γνωστές, όταν στην Έκθεσι και στον Τύπο απαιτείτε να μη γίνεται λόγος ούτε για μία θέληση ούτε για δύο θελήσεις ή ενέργειες Αυτού. Αυτό το θέλημα δεν είναι ένα, επειδή αποδέχεστε, πως είναι διπλό από τη στιγμή που υποτάσσετε το ανθρώπινο θέλημα στο θείο· ούτε και είναι δύο, επειδή ενώνονται αυτά σε ένα».
Μετά από αυτά και πολλά άλλα, που είπε ο Άγιος Μάξιμος, τα οποία ο μαθητής του Αναστάσιος αναφέρει λεπτομερώς, ο Θεοδόσιος και ο πατριάρχης άρχισαν να παραδέχονται το λάθος τους. Πάντως, ο επίσκοπος του είπε κάποια στιγμή: «Αποδέξου τον Τύπο που γράφτηκε από τον αυτοκράτορα, όχι ως ένα θετικό δόγμα της πίστης, αλλά ως ένα μέσον επίλυσης αμφισβητήσιμων θεμάτων. Πράγματι, ό,τι έγραψε αυτός δεν είναι κανόνας, αλλά μιά ερμηνεία της πίστης».
Ο Άγιος Μάξιμος τότε απάντησε: «Αν ο Τύπος δεν είναι ένας αδιάσειστος νόμος, που επιβεβαιώνει την ενότητα και τη λειτουργία του Κυρίου μας, τότε γιατί με έχετε εξορίσει σε εχθρικό και ειδωλολατρικό τόπο, όπου δεν γνωρίζουν τον Θεό; Γιατί είμαι καταδικασμένος να παραμείνω εδώ, στη Βιζύη της Θράκης; Γιατί οι συνασκητές μου εξορίστηκαν ο ένας στην Περβέρα και ο άλλος στη Μεσημβρία;»
Όταν μάλιστα αναφέρθηκε στην τοπική σύνοδο, που συγκάλεσε στη Ρώμη ο όσιος πάπας Μαρτίνος και καταδίκασε τους μονοθελητές, ο επίσκοπος Θεοδόσιος απάντησε: «Αυτή η σύνοδος δεν έχει καμία σημασία, καθότι δεν συγκλήθηκε με διάταγμα του αυτοκράτορα».
Ο Άγιος αντέλεξε τότε: «Αν επικυρώνονται μόνο εκείνες οι σύνοδοι οι οποίες έχουν συγκληθεί με βασιλικό διάταγμα, τότε δεν πρέπει να υπάρχει ορθόδοξη πίστη. Θυμηθείτε τις συνόδους, που συγκλήθηκαν με βασιλικό διάταγμα και αποφάνθηκαν εναντίον του ομοουσίου, δεχόμενες τη βλάσφημη διδασκαλία, πως ο Υιός του Θεού δεν είναι της ίδιας ουσίας με τον Θεό Πατέρα. Τέτοιες σύνοδοι ήταν η πρώτη στην Τύρο, η δεύτερη στην Αντιόχεια, η τρίτη στη Σελεύκεια, η τέταρτη στην Κωνσταντινούπολη υπό την αιγίδα της Ευδοξίας της Αρειανής, η πέμπτη στη Νίκαια, η έκτη στη Σύρμη και η έβδομη στην Έφεσο, προεδρεύοντος του Διόσκορου. Όλες αυτές οι σύνοδοι συγκλήθηκαν με βασιλικά διατάγματα, αλλά απορρίφθηκαν και αναθεματίστηκαν, καθώς υιοθέτησαν άθεους ορισμούς της πίστης.
Από την άλλη πλευρά, γιατί δεν απορρίπτετε τη σύνοδο, η οποία καταδίκασε τον Παύλο από τα Σαμοσάτα και δεν την αναθεματίζετε; Διότι είναι σίγουρο, πως αυτή η σύνοδος καθοδηγήθηκε από τον Διονύσιο, πάπα Ρώμης, τον Διονύσιο Αλεξανδρείας και τον Γρηγόριο τον θαυματουργό, ο οποίος προήδρευε αυτής. Η εν λόγω σύνοδος, που έλαβε χώρα χωρίς βασιλικό διάταγμα, είναι, πάντως, ακαταμάχητη και αδιάψευστη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει ως αληθινές και άγιες μόνο τις συνόδους, στις οποίες θεσπίστηκαν αληθινά και αλάθητα δόγματα και, πράγματι, όπως γνωρίζει και διδάσκει η Αγιότητά σας, οι κανόνες εντέλλουν να συγκαλούνται οι τοπικές σύνοδοι δύο φορές τον χρόνο, τόσο για την υπεράσπιση της άμωμης πίστης μας, όσο και για τη διόρθωση αυτών που χρειάζεται να διορθωθούν. Οι κανόνες της Εκκλησίας, πάντως, δεν μιλούν για βασιλικά διατάγματα».
Κάποια στιγμή στη διάρκεια της παρατεταμένης συζήτησης, με δυνατά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, τα χείλη του Αγίου Μαξίμου γέμισαν από θεϊκή σοφία. Η γλώσσα του, κινούμενη από το Άγιο Πνεύμα ξεπέρασε τους αντιπάλους του. Οι τελευταίοι παρέμειναν σιωπηλοί αρκετή ώρα με τα κεφάλια σκυμμένα και τα μάτια στραμμένα στο έδαφος. Στο τέλος ένιωσαν τύψεις και άρχισαν να κλαίνε. Σηκώθηκαν και έβαλαν μετάνοια ενώπιον του Αγίου, ο οποίος έβαλε με τη σειρά του μετάνοια ενώπιόν τους.
Μετά, αφού προσευχήθηκαν όλοι μαζί, χαρούμενοι δέχθηκαν ως σωστή τη διδασκαλία του Αγίου Μαξίμου και υποσχέθηκαν πως θα εναρμονίζονταν με αυτήν και θα έπειθαν τον αυτοκράτορα να κάνει το ίδιο. Ως επισφράγιση των υποσχέσεών τους φίλησαν το Ιερό Ευαγγέλιο, τον Τίμιο Σταυρό και τις άγιες εικόνες του Σωτήρος και της Υπεραγίας Θεοτόκου. Μετά αφού μίλησαν πολλή ώρα για ωφέλιμα της ψυχής πράγματα αγκαλιάστηκαν εν Κυρίω ευχόμενοι ο ένας στον άλλο ειρήνη, και ο επίσκοπος Θεοδόσιος, μαζί με τους πατρικίους, επέστρεψαν στο Βυζάντιο.
Όταν ανέπτυξαν στον αυτοκράτορα όλα όσα είχαν πει και κάνει, ο αυτοκράτορας ενοχλήθηκε πάρα πολύ. Τότε ο Θεοδόσιος και οι πατρίκιοι, φοβούμενοι την οργή του, επέστρεψαν στην αίρεση. Ο πατρίκιος Παύλος στάλθηκε πάλι στη Βιζύη για να φέρει τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή στην Κωνσταντινούπολη, αλλά αυτή τη φορά με τιμές. Όταν ο Άγιος μεταφέρθηκε στη Βασιλεύουσα διατάχτηκε να ζήσει στη μονή του Αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου, στα προάστια της πόλης.