Posted: 27 Sep 2015 07:51 AM PDT
(4ον)
Στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου2014 συζητήθηκε τὸ θέμα τῆς προσεχοῦς Πανορθοδόξου Συνόδου τοῦ
2016,
μετὰ ἀπὸ σχετικὴ ὁμιλία ἐνημερωτικοῦ χαρακτῆρος τοῦ Μητροπολίτου
Μεσσηνίας κ. Χρυσοστόμου, ἐκπροσώπου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στὶς
Προπαρασκευαστικὲς Ἐπιτροπὲς καὶ Προσυνοδικὲς Διασκέψεις.
Ὁ Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας μεταξὺ ἄλλων ἐδήλωσε ὅτι «διὰ
τὴν πραγματοποίησίν της, ἀπαιτεῖται ἀκόμη πολὺς κόπος καὶ μόχθος, ἐνῶ
πολλὰ ἐκ τῶν προβλημάτων, τὰ ὁποῖα θὰ ἀνακύψουν, ἐκ τῆς μεθόδου ἐργασίας
καὶ εἰς αὐτὸ τὸ τελευταῖον στάδιον τῆς προετοιμασίας, θὰ
δημιουργήσουν ἀρκετὰ ἐμπόδια, ἢ καὶ θὰ παρατείνουν τὴν χρονικὴν
περίοδον τῆς προετοιμασίας πέραν τῆς προγραμματισθείσης, ἐνῶ δύνανται
νὰ δυσχεράνουν καὶ τὴν ὅλην πορείαν πρὸς τὴν τελικὴν ἔκβασιν τῆς ὅλης
προσπαθείας. Ἐπὶ πλέον τὰ δικαιοδοσιακὰ ἤδη ὑφιστάμενα ἐνδοορθόδοξα
διμερῆ ζητήματα τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, ἡ δυσκολία ἐπιτεύξεως ὁμοφωνίας εἰς
πολλὰ σημεῖα ἐκ τῶν προειρημένων κειμένων, καὶ αἱ
μεμονωμέναι ἀγκυλώσεις, ἢ ἀπαιτήσεις τοπικῶν Ἐκκλησιῶν, εἶναι δυνατὸν
νὰ ἀποτελέσουν προσκόμματα εἰς τὴν ὅλην διαδικασίαν, ἐὰν δὲν
λειτουργήσουν τελικῶς καὶ ἀναβλητικῶς εἰς τὸ ὅλον ἐγχείρημα»[1]. Ἂς
σημειωθεῖ ὅτι τὸ πλῆρες κείμενο τῆς ὁμιλίας τοῦ Σεβασμιωτάτου Μεσσηνίας
μὲ τίτλο «Ἐνημέρωσις περὶ τῆς μελλούσης Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου»
στὴ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τοῦ Ὀκτωβρίου 2014
δὲν δημοσιεύθηκε (ὁ ἴδιος ὁ Σεβασμιώτατος τὸ ἔκρινε ὡς
«μὴ δημοσιεύσιμο»!), πράγμα ποὺ φανερώνει ὅτι οἱ προσυνοδικὲς
διεργασίες δὲν ἀντέχουν τὸ φῶς τῆς δημοσιότητος καὶ ὅτι τὰ πάντα σήμερα
γίνονται «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ». Δυστυχῶς δὲν ὑπάρχει ἐνημέρωση, γιὰ
τὰ ὅσα συμβαίνουν στους ιερείς και μοναχούς και βέβαια στους λαϊκούς,
ἐνῶ θά ἔπρεπε γιὰ τὸ ζωτικῆς σημασίας αὐτὸ ζήτημα, ποὺ ἀφορᾶ ἄμεσα ὅλο
τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, νὰ ὑπάρχει πλήρης διαφάνεια καὶ ἀκριβὴς
ἐνημέρωση. Ὅπως ὁμολογεῖ σὲ πρόσφατη δημοσίευσή του στὸ διαδίκτυο
ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος,
«τὰ κείμενα, τὰ ὁποῖα ἑτοιμάσθηκαν ἀπὸ δεκαετίες,
πρὶν ἀπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Ἱερώνυμο, στὶς Προσυνοδικὲς Πανορθόδοξες
Διασκέψεις, εἶναι ἄγνωστα στοὺς περισσοτέρους Ἀρχιερεῖς καὶ σὲ μένα,
καὶ παραμένουν σὲ κάποιες Ἐπιτροπὲς καὶ Γραφεῖα, καὶ δὲν γνωρίζουμε
τὸ περιεχόμενό τους»[2]. Σύμφωνα μὲ δημοσίευμα τοῦ Ὀρθοδόξου Τύπου
(27/02/2015), «τὸ ἔλλειμμα ἐνημέρωσης τοῦ συνόλου τῶν μελῶν τῶν Συνόδων
τῶν Ἐκκλησιῶν, πολύ δὲ περισσότερο ἑνὸς εὐρύτερου κύκλου κληρικῶν
καὶ θεολόγων, γύρω ἀπὸ τὰ ἑτοιμαζόμενα κείμενα, εἶναι δυνατὸν
νὰ δημιουργήσει ἐκ τῶν ὑστέρων ἰσχυρὲς ἀμφισβητήσεις τῶν ἀποφάσεων
ποὺ θὰ ληφθοῦν στὴ Μεγάλη Σύνοδο. . . Ὅσοι προετοιμάζουν πυρετωδῶς
τὴ Μεγάλη Σύνοδο σπεύδουν νὰ χαρακτηρίσουν κάθε κριτική, γιὰ τὸ
προπαρασκευαστικό τους ἔργο, ὡς κακόβουλη, ἀκραία, ἢ καὶ ζηλωτική.
Δὲν ἀντιλαμβάνονται ὅμως, ὅτι ἡ καχυποψία μας γιὰ τὸ τί ἑτοιμάζεται,
αὐξάνει λόγῳ τῆς μυστικότητας μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ ὅλη
προετοιμασία. Ἐὰν ἡ Μεγάλη Σύνοδος εἶναι τόσο σημαντικὸ γεγονός,ὅσο
θέλουν νὰ τὸ παρουσιάσουν οἱ Φαναριῶτες, τότε ὀφείλουν νὰ παρέχουν
σὲ ὅλο τὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα σαφῆ ἐνημέρωση γιὰ τὸπεριεχόμενο
καὶ τὶς κατευθύνσεις πρὸς τὶς ὁποῖες κινοῦνται στὰ θέματα, γιὰ τὰ ὁποῖα
θὰ ληφθοῦν ἀποφάσεις στὴ Σύνοδο αὐτή».
Πάντως
ὑπὸ τὶς παροῦσες συνθῆκες φαίνεται πάρα πολὺ δύσκολο, ἂν ὄχι ἀδύνατο,
νὰ συγκληθεῖ ἡ Πανορθόδοξος Σύνοδος ἐντὸς τοῦ 2016, διότι πέραν τοῦ
γεγονότος ὅτι θὰ ὑπάρξουν δυσκολίες στὴν ἐπίτευξη ὁμοφωνίας κατὰ τὴν
προσεχῆ Ε΄ Προσυνοδικὴ Πανορθόδοξη Διάσκεψη, προσετέθησαν δύο ἀκόμη
σοβαρὰ προβλήματα, ποὺ δημιουργοῦν ἀνυπέρβλητες δυσκολίες. Τὸ πρῶτο
εἶναι ἡ ἀπόφαση τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας νὰ διακόψει
τὴνἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ἐξ αἰτίας
ριζικῆς διαφωνίας στὸ θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς δικαιοδοσίας τῆς χώρας
τοῦ Κατάρ, καὶ τὸ δεύτερο ἡ μὴ ἀναγνώριση ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο
τοῦ Προκαθημένου τῆς Αὐτοκέφαλης Ἐκκλησίας τῆς Τσεχίας καὶ Σλοβακίας,
τὸν ὁποῖο ὅμως ἀναγνωρίζει τὸ Πατριαρχεῖο τῆς Μόσχας.
Ἀξιολογώντας
τὴ μέχρι σήμερα πορεία τῆς Ἁγίας και Μεγάλης Συνόδου, θὰ μπορούσαμε νὰ
ἐπισημάνουμε μεταξὺ ἄλλων, ὅτι ἡ ἐν λόγῳ πορεία δὲνἀκολούθησε
τὴν Ὀρθόδοξη ὁδὸ καὶ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση ὡς πρὸς τὰ ἑξῆς σημεῖα, χωρὶς
νὰ ἀποκλείονται ἐνδεχομένως καὶ ἄλλα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀναφέρονται στὴν
παροῦσα μελέτη: α) Ὡς πρὸς τὸν οἰκουμενιστικὸχαρακτήρα τῶν «Συνεδρίων»
καὶ «Διασκέψεων», β) Ὡς πρὸς τὴν καθιέρωση τῶν «Συνεδρίων»
καὶ «Διασκέψεων» ὡς θεσμῶν στὴ ζωὴτῆς Ἐκκλησίας, γ) Ὡς πρὸς τοὺς
συμμετέχοντες στὰ Συνέδρια καὶ τὶς Διασκέψεις, δ) Ὡς πρὸς τὰ θέματα
τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου, ε)Ὡς πρὸς τὸ ζήτημα
τῆς ἐπισήμου ἀναγνωρίσεως ὡς Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Η΄ καὶ Θ΄
Οἰκουμενικῆς.
Ἤδη
ἀπὸ τὶς ἀρχές τοῦ 20ου αἰῶνος τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο μὲ τὶς
Πατριαρχικὲς Ἐγκυκλίους τοῦ 1902,1904 καὶ 1920 σηματοδοτεῖ ἐπίσημα πλέον
μία νέα πορεία, μία ἄλλη γραμμὴ καὶ τακτική, ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη
πίστη καὶ Παράδοση, ξένη πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία μας: γραμμὴ
οἰκουμενιστικῆς ἐμπνεύσεως καὶ προοπτικῆς, ἡ ὁποία ἀνοίγει οὐσιαστικὰ τὸ
δρόμο πρὸς τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Αὐτὴ τὴ γραμμὴ πλεύσεως
ἀκολούθησε δυστυχῶς τὸ Φανάρι ἀπαρεγκλίτως μέχρι σήμερα, καὶ αὐτὴ
κατώρθωσε νὰ ἐπιβάλει στὴν ὅλη πορεία τῆς προετοιμασίας τῆς Ἁγίας καὶ
Μεγάλης Συνόδου, στὶς μέχρι τώρα γενόμενες «Πανορθόδοξες καὶ
Προσυνοδικὲς Διασκέψεις καὶ Συνέδρια», ἔτσι ὥστε στὶς ἐν λόγῳ
«Διασκέψεις» νὰ κυριαρχεῖ ἡ οἰκουμενιστικὴ ἰδεολογία καὶ ἡ ἐπὶ
οἰκουμενιστικῶν βάσεων προσπάθεια ἀνοικοδομήσεως τῆς μέλλουσας νὰ
συγκληθεῖ Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου.[3]
Στὶς
γραμμές, ποὺ ἀκολουθοῦν, σταχυολογοῦμε ἐνδεικτικῶς καὶ δειγματοληπτικῶς
ὁρισμένα μόνο ἀποσπάσματα ἀπὸ τὰ πρακτικὰ τῆς Γ΄ Προσυνοδικῆς
Πανορθοδόξου Διασκέψεως, μὲ σκοπὸ νὰ καταδειχθεῖ τὸ πνεῦμα καὶ ἡ
ἀτμόσφαιρα ποὺ κυριάρχησε ὄχι μόνο στην ἐν λόγῳ «Διασκέψη», ἀλλὰ γενικῶς
καὶ στὶς ἄλλες, ὀκτὼ τὸν ἀριθμό, τέσσερις «Πανορθόδοξες» και τέσσερις
«Προσυνοδικές Διασκέψεις». Ἕνα ἀπὸ τὰ θέματα τῆς ἡμερησίας διατάξεως τῆς
Γ΄ Προσυνοδικῆς ἦταν: «Γενικὴ ἐπισκόπισις καὶ ἀξιολόγησις τῆς πορείας
τῶν σχέσεων καὶ τῶν διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετὰ τῶν λοιπῶν
χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν, ὡς καὶ μετὰ τοῦ Παγκοσμίου
Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν». Ἤδη ἀπὸ τὸν τίτλο τῆς ἡμερησίας
διατάξεως βλέπουμε νὰ γίνεται λόγος γιὰ χριστιανικὲς Ἐκκλησίες καὶ ὄχι
γιὰ χριστιανικὲς αἱρέσεις. Νὰ ἀποδίδεται δηλαδὴ ἐκκλησιαστικὴ ὑπόσταση
σὲ αἱρέσεις, ὅπως ὁ Παπισμὸς καὶ ὁ Προτεσταντισμός, οἱ ὁποῖες ἔχουν
καταδικασθεῖ ἀπὸ πολλὲς Πανορθόδοξες Συνόδους μετὰ τὸ Σχίσμα.
Στὰ
πλαίσια τῆς συζητήσεως τοῦ ἐν λόγῳ θέματος, καὶ γενομένης τῆς
ἐκτιμήσεως τοῦ μέχρι τότε, (1986), γενομένου διαλόγου μὲ τοὺς
Ἀγγλικανούς, ἐλέχθη μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «ἀποτέλεσμα ὅλων τῶν διαλόγων
αὐτῶνὑπῆρξεν ἡ ἀναγνώρισις τῶν ἀγγλικανικῶν χειροτονιῶν ὑπὸ τῶν
Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως τὸ 1922, Ἱεροσολύμων τὸ 1923, Κύπρου
τὸ 1923, Ἀλεξανδρείας τὸ 1930 καὶ Ρουμανίας τὸ 1936».[4] Ἡ ἀναγνώριση
αὐτὴ θεωρήθηκε ὡς κεκτημένο, ὡς μέγα κατόρθωμα καὶ βῆμα προόδου! Οὔτε
κἂν διανοοῦνται οἱ Σύνεδροι τὸ στοιχειῶδες καὶ αὐτονόητο, ὅτι εἶναι
ἀδύνατη ἡ ἀναγνώριση ἱερωσύνης στοὺς αἱρετικούς, χωρὶς νὰ ἔχουν ἀποβάλει
προηγουμένως τὶς αἱρετικές τους διδασκαλίες, και οὔτε κἂν διανοοῦνται
νὰ πράξουν τὸ αὐτονόητο, νὰ ἀκυρώσουν δηλαδὴ τὶς μέχρι τότε κακῶς
γενόμενες ἀναγνωρίσεις, ὡς ἀντικανονικὲς καὶ παράνομες.
Παρά
κάτω στὰ πλαίσια τῆς ἀξιολογήσεως τοῦ διαλόγου μὲ τοὺς Μονοφυσίτες
ἐλέχθη, μεταξὺ ἄλλων, ὅτι «εἶναι δυνατὸν νὰ λεχθῇ ὅτι ὁδιάλογος
οὗτος ἤρχισεν εὐθὺς μετὰ τὴν Δ΄ Οἰκουμενικὴν Σύνοδον τοῦἔτους 451 μ.Χ.,
διαρκέσας καθ’ ὅλην σχεδὸν τὴν βυζαντινὴν περίοδον καὶ διακοπεὶς
μετὰ τὴν ὑποδούλωσιν τῶν λαῶν τῶν Χωρῶν τούτων».[5] Εδώ ἐπιχειρεῖται
διαστροφὴ τῆς ἱστορικῆς ἀλήθειας, διότι παρουσιάζονται οἱ ἅγιοι Πατέρες
τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς καὶ οἱ μετ' αὐτοὺς ἅγιοι Πατέρες τῶν ἑπομένων
Οἰκουμενικῶν Συνόδων νὰ διαλέγονται ἐπὶ αἰῶνες, καθ’ ὅλην τὴ βυζαντινὴ
περίοδο μὲ τοὺς ἐκπροσώπους τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, χωρὶς νὰ
μποροῦν νὰ καταλήξουν πουθενά, ἀντιμετωπίζοντας δηλαδὴ ἕνα ἄλυτο
πρόβλημα. Ὡστόσο ἡ ἱστορικὴ ἀλήθεια εἶναι, ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Δ΄
Οἰκουμενικῆς ἅπαξ διὰ παντὸς καὶ θεοπνεύστως κατεδίκασαν τὴν αἵρεση,
ἀναθεμάτισαν τοὺς αἱρετικοὺς καὶ τοὺς ἀπέκοψαν ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς
Ἐκκλησίας. Τὴν καταδίκη τῆς αἱρέσεως καὶ τῶν αἱρετικῶν ἀνανέωσαν ἄλλωστε
καὶ οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικὲς Σύνοδοι. (Συνεχίζεται).
[1] Βλ.
άρθρο του κ. Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου με τίτλο «Τα εκκλησιαστικά
γεγονότα του 2014 σε διορθόδοξο επίπεδο», μέρος Γ΄, δημοσιευθέν σε
θρησκευτικά ιστολόγια.
[2] Βλ.
άρθρο του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ.
Ἱεροθέου με τίτλο «Ἡ Σύναξη τῶν Προκαθημένων τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν»,
4.8.2015, δημοσιευθέν σε θρησκευτικά ιστολόγια.
[3] Αξίζει
νὰ σημειωθῆ ὅτι στὴν Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη τῆς Ρόδου, τὸ 1961,
ἀποφασίσθηκε, μεταξὺ ἄλλων, «ἡ μελέτη τῶν τρόπων προσεγγίσεως
καὶ ἑνότητος τῶν ὲκκλησιῶν ἐν προοπτικῇ πανορθοδόξῳ κατὰ τὸ πνεῦμα
τοῦ διαγγέλματος τοῦ 1920…».(Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας
καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, Ὀρθόδοξον
Κέντρον τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου Chambesy Γενεύης 1978, σελ. 107.
[4] Γραμματεία ὲπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, …….ο.π. σελ. 108.
[5] Γραμματεία ἐπὶ τῆς προπαρασκευῆς τῆς Ἁγία καὶ Μεγάλης Συνόδου τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΙΙ, ……..ο.π. σελ. 111.