Οἱ
σημερινοὶ ἐχθροὶ τῆς θρησκείας καὶ τοῦ ἔθνους
Μιχαηλ Καρακατσανης |
Οἱ
σημερινοὶ ἐχθροὶ τῆς θρησκείας καὶ τοῦ ἔθνους εἶναι πιὸ ἐπικίνδυνοι ἀπὸ
τοὺς παλιούς, γιατὶ μᾶς παραπλανοῦνε
μὲ τὴν ἥμερη ὄψη τους καὶ μᾶς φαίνουνται ἄβλαβοι, ἀκίνδυνοι. Τέτοια
εἶναι τὰ λεγόμενα «ἀγαθὰ τοῦ πολιτισμοῦ», οἱ εὐκολίες τῆς ζωῆς ποὺ
εἶναι παγίδες φαρμακωμένες, τὰ θεάματα, οἱ ψυχαγωγίες, οἱ τουρισμοὶ
κ.τ.ἄ. Τοῦτοι οἱ ἐχθροὶ φαίνουνται ἄκακοι κι ἀνίκανοι νὰ μᾶς κάνουνε
κακό, γιατὶ δὲν εἶναι ἄγριοι καὶ φανεροί, ἀλλὰ ὕπουλοι καὶ
κρυφοδαγκανιάρηδες. Ἀπὸ τοὺς πρώτους προφυλάγεσαι, μὰ ἀπὸ τοὺς
δεύτερους ὄχι, ὥς που νὰ σὲ καταπιοῦνε, ὅπως φαίνεται ἀπὸ ἕναν
θαλασσινῶν μύθο ποὺ θὰ σᾶς
πῶ:
Κάθεται ἡ χταπόδα μὲ τὸ χταποδάκι στὸν πάτο τῆς θάλασσας. Ὅπου, μὲ τὴν ἀπόχη πιάνουνε τὸ χταποδάκι, καὶ τ᾿ ἀνεβάζουνε ἀπάνω. Τὸ μικρὸ φωνάζει στὴ μάνα του: «Μὲ πιάσανε, μάνα!». Ἐκείνη τ᾿ ἀποκρίνεται: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». Τὸ χταποδάκι φωνάζει πάλι: Μὲ βγάλανε ἀπὸ τὸ νερό, μάνα! «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». - «Μὲ σγουρίζουνε, μάνα!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ βράζουνε στὸ τσουκάλι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ τρῶνε, μὲ μασᾶνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ καταπίνουνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Πίνουνε κρασί, μάνα!» - «Ἄχ! Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!».
Ὁ μύθος θέλει νὰ πεῖ πὼς ὅλα τὰ σκληρὰ παιδέματα ποὺ κάνανε στὸ χταποδάκι, δὲν ἤτανε γιὰ θάνατο, μήτε τὸ πιάσιμο, μήτε τὸ σγούρισμα, μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὸ βράσιμο, μήτε τὸ μάσημα. Μὰ σὰν ἄκουσε ἡ μάνα του πῶς πίνανε κρασὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ φάγανε, γιὰ νὰ τὸ χωνέψουνε, φώναξε: «Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!». Τὸ κρασί, ποὺ φαίνεται τὸ πιὸ ἥμερο πρᾶγμα μπροστὰ στὸ μαχαίρι καὶ στὸ μάσημα, στὸ βάθος εἶναι γιὰ τὸ χταπόδι ὁ πιὸ μεγάλος ὀχτρός.
Ἔτσι καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Περάσανε ἀπὸ τὴν πλάτη μας ἄγριες ἀνεμοζάλες κάθε λογῆς, ἀγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες μὲ σπαθιά, μὲ κοντάρια καὶ μ᾿ ἄρματα κάθε λογῆς, Πέρσες, Ἀλαμανοί, Φράγκοι, Ἀραπάδες, Τοῦρκοι κι ἄλλοι. Μᾶς σφάζανε, μᾶς κομματιάζανε, μᾶς κρεμάζανε, μᾶς σουβλίζανε, μὰ δὲν πεθάναμε, γιατὶ μᾶς ἀτσάλωνε ὁ ἀγώνας, δίναμε φωτιὰ στὴ φωτιά, εἴχαμε νὰ κάνουμε μὲ ὀχτροὺς φανεροὺς καὶ σκληρούς.
Τώρα ὅμως, στὸν σημερινὸ καιρό, οἱ ἐχθροὶ ἀλλάξανε ὄψη, γινήκανε κρυφοδαγκανιάρηδες, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλια, φίλοι δολεροί, ποὺ φαίνουνται ἄβλαβοι, μάλιστα κι εὐεργέτες καὶ καλόβολοι. Τέτοιοι εἶναι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔρχουνται μὲ τὶς μηχανὲς καὶ μὲ τὶς ἄλλες εὐκολίες, τὰ ἠλεκτρικὰ πλυντήρια, τ᾿ ἀεροπλάνα, ὁ κινηματογράφος, τὸ ραδιόφωνο, ἡ γύμνια καὶ τὰ μπαὶν-μίξτ, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ θὰ μᾶς ξεπαραλύσουν καὶ θὰ μᾶς ἀφήσουνε χωρὶς θρησκεία, χωρὶς παράδοση, χωρὶς οἰκογένεια, χωρὶς τίποτα δικό μας.
Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πονηρά, ἀγαθὰ εἶναι κι ὁ τουρισμός, ποὺ εἶναι τὸ ἀθῷο τὸ κρασὶ ποὺ σκοτώνει τὸ χταπόδι, ἐνῷ δὲν τὸ σκότωσαν μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὰ δόντια.
Κάθεται ἡ χταπόδα μὲ τὸ χταποδάκι στὸν πάτο τῆς θάλασσας. Ὅπου, μὲ τὴν ἀπόχη πιάνουνε τὸ χταποδάκι, καὶ τ᾿ ἀνεβάζουνε ἀπάνω. Τὸ μικρὸ φωνάζει στὴ μάνα του: «Μὲ πιάσανε, μάνα!». Ἐκείνη τ᾿ ἀποκρίνεται: «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». Τὸ χταποδάκι φωνάζει πάλι: Μὲ βγάλανε ἀπὸ τὸ νερό, μάνα! «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!». - «Μὲ σγουρίζουνε, μάνα!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ κόβουνε μὲ τὸ μαχαίρι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ βράζουνε στὸ τσουκάλι!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Μὲ τρῶνε, μὲ μασᾶνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου!» - «Μὲ καταπίνουνε!» - «Μὴ φοβᾶσαι!» - «Πίνουνε κρασί, μάνα!» - «Ἄχ! Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!».
Ὁ μύθος θέλει νὰ πεῖ πὼς ὅλα τὰ σκληρὰ παιδέματα ποὺ κάνανε στὸ χταποδάκι, δὲν ἤτανε γιὰ θάνατο, μήτε τὸ πιάσιμο, μήτε τὸ σγούρισμα, μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὸ βράσιμο, μήτε τὸ μάσημα. Μὰ σὰν ἄκουσε ἡ μάνα του πῶς πίνανε κρασὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὸ φάγανε, γιὰ νὰ τὸ χωνέψουνε, φώναξε: «Σ᾿ ἔχασα, παιδί μου!». Τὸ κρασί, ποὺ φαίνεται τὸ πιὸ ἥμερο πρᾶγμα μπροστὰ στὸ μαχαίρι καὶ στὸ μάσημα, στὸ βάθος εἶναι γιὰ τὸ χταπόδι ὁ πιὸ μεγάλος ὀχτρός.
Ἔτσι καὶ γιὰ μᾶς τοὺς Ἕλληνες. Περάσανε ἀπὸ τὴν πλάτη μας ἄγριες ἀνεμοζάλες κάθε λογῆς, ἀγριάνθρωποι σκληροί, φονιάδες μὲ σπαθιά, μὲ κοντάρια καὶ μ᾿ ἄρματα κάθε λογῆς, Πέρσες, Ἀλαμανοί, Φράγκοι, Ἀραπάδες, Τοῦρκοι κι ἄλλοι. Μᾶς σφάζανε, μᾶς κομματιάζανε, μᾶς κρεμάζανε, μᾶς σουβλίζανε, μὰ δὲν πεθάναμε, γιατὶ μᾶς ἀτσάλωνε ὁ ἀγώνας, δίναμε φωτιὰ στὴ φωτιά, εἴχαμε νὰ κάνουμε μὲ ὀχτροὺς φανεροὺς καὶ σκληρούς.
Τώρα ὅμως, στὸν σημερινὸ καιρό, οἱ ἐχθροὶ ἀλλάξανε ὄψη, γινήκανε κρυφοδαγκανιάρηδες, μὲ τὸ χαμόγελο στὰ χείλια, φίλοι δολεροί, ποὺ φαίνουνται ἄβλαβοι, μάλιστα κι εὐεργέτες καὶ καλόβολοι. Τέτοιοι εἶναι τὰ ἀγαθὰ ποὺ ἔρχουνται μὲ τὶς μηχανὲς καὶ μὲ τὶς ἄλλες εὐκολίες, τὰ ἠλεκτρικὰ πλυντήρια, τ᾿ ἀεροπλάνα, ὁ κινηματογράφος, τὸ ραδιόφωνο, ἡ γύμνια καὶ τὰ μπαὶν-μίξτ, καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ θὰ μᾶς ξεπαραλύσουν καὶ θὰ μᾶς ἀφήσουνε χωρὶς θρησκεία, χωρὶς παράδοση, χωρὶς οἰκογένεια, χωρὶς τίποτα δικό μας.
Ἕνα ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ πονηρά, ἀγαθὰ εἶναι κι ὁ τουρισμός, ποὺ εἶναι τὸ ἀθῷο τὸ κρασὶ ποὺ σκοτώνει τὸ χταπόδι, ἐνῷ δὲν τὸ σκότωσαν μήτε τὸ μαχαίρι, μήτε τὰ δόντια.