Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Ἀπαιτήσεις ἀπό τήν Ἱεροσύνη.Κυρίως γιά ὅσους τό σκέφτονται!

 ΕΥΛΑΒΕΙΣ  ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ  ΤΗΝ  ΑΓΙΩΤΑΤΗΝ  ΙΕΡΩΣΥΝΗΝ (Ιδίως για μέλλοντας να χειροτονηθούν)

Αδελφέ μου,
       Πολύ με χαροποίησε το γεγoνός, ότι επί πο­λύν χρόνον ποθείς να διακονήσης τον Κύριο μπρος στο φρικτό Θυσιαστήριό Του προσφέρο­ντας τον εαυτό Σου με τη διάθεση να αποτελής, καίτοι θύτης του Αμνού, θύμα τον εαυτό Σου, προσφέροντάς τον «θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον, την λογικήν Σου λατρείαν» ως ιερεύς και «οικονόμος της ποικίλης χάριτος του Θεού». Χαίρω και συγχαίρω μαζί Σου και με εκλεκτή Σου ομόζυγον καθώς και με όλους όσοι αγαπούν το πρόσωπό Σου για το μεγάλο αυτό βήμα, το ο­ποίο θέλεις να κάνης. Ταπεινά παρά την αναξιό­τητά μου εύχομαι και προσεύχομαι «εκ ψυχής» διαθέρμως και με αγάπη πολλή και γνήσια διάθε­ση να Σε αναδείξη ο Κύριος εκλεκτό όργανο της Χάριτός του, δοχείον ο ίδιος αυτής Χάριτος εν πλησμονή και φορεύς της δια της διαχειρίσεως των θειοτάτων Μυστηρίων, υπογραμμιζομένων ε­κάστοτε με το άγιο παράδειγμά Σου, με τη γνή­σια πίστη Σου, με την ενεργό αγάπη Σου, με τη διάθεση του καλού ποιμένος, ο οποίος θα είναι έ­τοιμος «ίνα και την ψυχήν αυτού θήση» υπέρ των λογικών προβάτων της θείας Ποίμνης του Μεγάλου Αρχιποίμενος και πρώτου «την ψυχήν αυτού θέντος», του Κυρίου Ιησού Χριστού. Μη έχοντας τίποτε το κατάλληλο να προσφέρω ως δώρο για το βήμα, που πρόκειται να κάνης και το οποίο να εκφράζη κάπως τα συναισθήματά μου, επιχειρώ να καταθέσω κάποια λογικά άνθη που προσπάθησα να συλλέξω από τον Πατερικόν Λειμώνα ο «έσχατος εγώ ως βδελυρόν έκτρωμα», προκειμένου να αντιμετωπίσης, όπως πρέπει την ιερατική Σου κλήση και το έργο διαποιμάνσεως ψυχών «υπέρ ων Χριστός απέθανε».
Πολλά θα είχε κανένας να πη για το μεγάλο γεγονός που επιθυμείς να ζήσης. Περιορίζομαι ό­μως για τώρα σε ό,τι, το πάντα περιωρισμένο του χρόνου, μου επέτρεψε να διατυπώσω.
Μέγιστη η τιμή της εισόδου στη θεία και σε­βάσμια Ιερωσύνη. Και όποιος καταξιώθηκε να εισέλθη σ’ αυτήν οφείλει πρώτιστα να έχη στο διηνεκές τον εαυτό του «τεθυμένον τω θανάτω των παθών και των ηδονών», αν βέβαια θέλη να μην κατακαή ολόκληρος σαν εύφλεκτο υλικό α­πό το θείο και άυλο πυρ της Θεότητος, που προ­σεγγίζει. Ξέρουμε δε από τη θεία Γραφή πως αν το Σεραφείμ δεν τόλμησε να έρθη σε επαφή με τον θείον άνθρακα, που με αυτόν εξάγνισε τα χεί­λη του Προφήτου Ησαΐου (ς’ 6), πώς θα τολμάη ο ιερωμένος άνθρωπος να έρχεται σε επαφή με τον Θείο Άνθρακα χωρίς τον ακατάπαυστον α­γώνα της απαθείας και του αγιασμού; Με την α­πάθεια, δηλαδή την ελευθερία από τα πάθη, θα έ­χη την αγιασμένη γλώσσα και τα καθαρά χείλη, την αγιασμένη ψυχή και τα αγνισμένα χέρια, τα λαμπρότερα από χρυσάφι, ως μέσα επιτελέσεως της υπερούσιας θυσίας και της προσφοράς του μοναδικού και υπερτίμου Θύματος, του Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και απαιτείται πολυποίκιλη και συστηματική εσωτερική εργασία δια βίου. Μερικά στοιχεία της θα αναφέρω, άλλα κάπως ανεπτυγμένα και άλλα επιτροχάδην.
       Α) «Εαυτώ προσέχειν», ώστε να μεταμορφώ­νεται διαρκώς και περισσότερο σε σκεύος εκλο­γής.

Η απερινόητη αγαθότης του Κυρίου «θέλει πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμ. β’ 4). Και στο έργο αυτό καταδέχεται να χρησιμοποιή ως όργανά της αν­θρώπους «περικειμένους ασθένειαν» (Εβρ. ε’ 2) και μάλιστα εμάς τους ιερείς. Μεγάλη η συγκα­τάβαση του Κυρίου και μέγιστη η τιμή. Κάθε ιε­ρατική ψυχή «εαυτής επιγνώμων» (Παροιμ. ιγ’ 10) καθώς αναλογίζεται τη μοναδική αυτή κλή­ση, που της έγινε, αναρωτιέται. «πόθεν μοι τού­το;» Από πού και γιατί αυτή η διάκριση; Όσο κι αν ψάχνει, δεν βρίσκει καμμιά αναλογία ανάμε­σα στην τιμή της κλήσεως και στη δική της α­ξία. Το ξέρει πολύ καλά πως «κατηξιώθη λει­τουργείν τω αγίω Θυσιαστηρίω -και  τη λοιπή σωτηριώδει συνεργασία»- «ου δια τας δικαιοσύνας αυτής. Ου γαρ εποίησέ τι αγαθόν επί της γης, αλ­λά δια τα ελέη και τους οικτιρμούς» του Θεού (ευχή καθαγιασμού θ. Λειτουργίας Μ. Βασι­λείου). Αυτή όμως η εν ελέει και οικτιρμοίς κλή­ση του Κυρίου αποτελεί και αντικείμενο ιδιοποι­ήσεώς της με συνειδητή εργασία πια μέσα μας. Δεν υπήρχαν ανθρώπινες προϋποθέσεις για την αποδοχή της. «Τούτο ουκ εξ ημών, Θεού το δώ­ρον» (Εφεσ. β’ 8). Από ‘κει και πέρα όμως αρχί­ζει το προσωπικό μας έργο, για την ανταπόκριση σ’ αυτό το δώρο, οπότε κατά την πορεία του «και εαυτούς σώσομεν και τους ακούοντας υμών» (Α’ Τιμοθ. δ’ 16).
Πολλά είναι αυτά που κάθε (ευ)συνειδητή ιε­ρατική ψυχή οφείλει να φροντίζη να έρευνα και αντίστοιχα να κάνη στον εαυτό της εν προκειμένω. Δεν είναι βέβαια δυνατόν να αναφερθούν ού­τε και επιγραμματικά στα περιωρισμένα πλαίσια του κειμένου αυτού όσα θα μπορούσαν και θα έπρεπε να αποτελούν αντικείμενο των επιδιώξεών της για τον σκοπό αυτόν. Θα περιορισθώ μόνο σε κάποιες υποδείξεις που η φιλοκαλική και νη­πτική σοφία και εμπειρία μας απευθύνει.
«Ιερωσύνης καταξιωθείς της θείας και σεβα­σμίας, σεαυτόν πρότερον κεχρεώστηκας έχειν τεθυμένον θανάτω των παθών και των ηδονών», προτρέπει ο όσιος πατήρ Θεόγνωστος (Φιλοκα­λία, τ. β’, σελ. 257-258, όπου και τα επόμενα αποσπάσματα). Αν η θεόπνευστη γραφίδα του θείου αποστόλου Παύλου κάνει την ίδια σύσταση στους πιστούς «παραστήσαι τα σώματα αυτών θυσίαν ζώσαν, αγίαv, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήv λατρείαν αυτών» (Ρωμ. ιβ’ 1), πολύ περισ­σότερο ισχύει αυτή η προτροπή για τον ιερέα. Αυτό, που θα διαζωγραφήση με το λόγο του ερ­μηνεύοντας την ίδια περικοπή προς οικοδομήν των πιστών, πρέπει να αποτελή έκφραση εκείνου που είναι ο ίδιος. Τότε μόνον ο λόγος του θα γί­νεται «ένσαρκος», γιατί δεν θα είναι πια θεωρη­τικός και αφηρημένος, αλλά προβολή αυτού, που προηγουμένως ο ίδιος έχει ζήσει και συνεχώς ζη. Και με τον τρόπο αυτόν δεν θα αποτελή ο λό­γος αυτός κάτι το αδύνατο να πραγματοποιηθή, αλλά κάτι, που είναι θεία προτροπή και εντολή πραγματοποιήσιμη εδώ και τώρα.
Έτσι θα προβάλλη ο ιερεύς «ως εκ νεκρών ζων» (Ρωμ. ς’ 13). Θα αποτελή ζωντανή παρου­σίαση του τι σημαίνει να μην αφήνη κανένας να βασιλεύη «η αμαρτία εν τω θνητώ αυτού σώματι εις το υπακούειν αυτή εν ταις επιθυμίαις αυτού» (αυτ. στ. 12), αλλά αντίθετα να «παριστά τα μέλη εαυτού όπλα δικαιοσύνης τω Θεώ» (αυτ. στ. 14). Και αυτό είναι εκείνο που προ πάντων σήμερα χρειάζεται. Ο σημερινός άνθρωπος, ο τηλεοψιό­θρεπτος σημερινός άνθρωπος, ζη με την εικόνα, τρέφεται με την εικόνα, σκέπτεται με την εικόνα. Θεωρητική και άλλη προσφορά του είναι δυσα­πόδεκτη. Ό,τι είναι ζωντανό και απτό, ό,τι θεατό και συγκεκριμένο και βιούμενο, ό,τι μεταμορ­φούμενο σε ζωή, τον εντυπωσιάζει, το καταλα­βαίνει, του μιλάει στην ψυχή και, αν έχη κατά βάθος καλή διάθεση, αν είναι «εκ της αληθείας» (Ιω. ιη’ 37), συγκλονίζεται και δέχεται τη σώζου­σα αλήθεια, που ο ιερεύς του προβάλλει. Γι’ αυ­τό το έργο μας είναι πρώτιστα εσωτερικό και δευτερευόντως εξωτερικό. Όχι πως η εξωτερική δραστηριότης είναι εξοβελιστέα και απορριπτέα. Κάθε άλλο! Όμως πριν από αυτήν, όσο αναγκαία κι αν είναι -και είναι!- προηγείται η εσωτερική εργασία. «Αγιασθήvαι πρώτον, είτα αγιάσαι». Αλλιώς εύκολη είναι η μετάπτωση στον επαγ­γελματισμό, όσο καλή διάθεση κι αν υπήρχε στο ξεκίνημα.
Το έργο του ιερέως είναι πρώτιστα εσωτερι­κό, μυστικό, πνευματικό. Η ζωή του «κέκρυπται συν τω Χριστώ εν τω Θεώ» (Κολασ. γ’ 2). Και αυτήν καλλιεργεί διαρκώς και αφανώς, «εαυτώ προσέχων» (Πράξ. κ’ 28) και έπειτα «παντί τω ποιμνίω» (αυτ.). Χωρίς την εργασία αυτή «ουδέν εστι γενέσθαι των δεόντων», όσο κι αν προσπα­θήσει. Το έργο του θα είναι χωρίς ρίζες και βά­θος και γι’ αυτό και χωρίς αξία στα μάτια του Θεού. Γι’ αυτό και κυριώτατο έργο του αποτελεί η παράσταση στο «ιερώτατον και φρικώδες» Θυ­σιαστήριον και η με κάθε συντριβή, με μετάνοια και συναίσθηση μετοχή στην «φρικώδη και ζωη­ράν θυσίαν», την οποία ως εκπρόσωπος της λα­τρευούσης κοινότητος προσφέρει στον ουράνιο Πατέρα εν Χριστώ Ιησού δια Πνεύματος Αγίου.
Ο ίδιος είναι «ύλη εύπρηστος», εύφλεκτο υ­λικό, καθ’ εαυτόν και υπόκειται στον κίνδυνο «τω θείω κατακαήναι πυρί», χωρίς τη συναίσθη­ση του τι είναι ο ίδιος και τι το τελεσιουργούμενον αγιώτατο Μυστήριο. «Ει γαρ το Σεραφείμ λαβίδος χωρίς ου τετόλμηκε του θείου προσάψα­σθαι άνθρακος (Ησ. ς’ 6) πως αυτός (δηλ. εσύ ο ίδιος) εκτός απαθείας άψη;». Αυτή η απάθεια -­θέμα μεγάλο αυτό που χρειάζεται μακρά ανάλυ­ση- είναι η «λαβίς η μυστική», που θα δεχθή α­κίνδυνα τον «άνθρακα Χριστόν» και επομένως την μαζί του μυστική ένωση. Μόνον έτσι θα μπορή να έχη
«γλώσσαν ηγιασμένην, χείλη κεκαθαρμένα, ψυχήν  αγνήν συν τω  σώματι και αυτάς τας χείρας
χρυσίου λαμπροτέρας παντός
ως υπουργός του υπερουσίου πυρός και θύματος» (Θεόγνωστος, ό.π.). «Σύνες των λεγομένων απρίξ την δύναμιν ότι εκείνο καθ’ εκάστην εποπτεύεις του Θεού το σωτήριον», εξακολουθεί να μας λέη ο όσιος Θεόγνωστος. Κατάλαβέ το πολύ καλά, ό­τι δηλαδή έχεις κάθε μέρα μπροστά σου και βλέ­πεις τον Σωτήρα και τη σωτηρία, που έστειλε ο Θεός με τον ερχομό του Σωτήρος στον κόσμο. Και να το βλέπης, όπως το είδε και έμεινε έκθαμ­βος ο πρεσβύτης Συμεών, που, αφού το είδε, ζη­τούσε να τον απολύση ο Θεός από τη ζωή ετούτη την εφήμερη και παροδική.
Και προσθέτει ο όσιος κάτι, που μας βάζει σε φοβερές σκέψεις και μας φέρνει σε δύσκολη θέση: «Ει μη εχρηματίσθης υπό του Αγίου Πνεύματος δεκτός είναι μεσίτης Θεού και ανθρώπων, ώσπερ ισάγγελος, μη κατατολμάς ριψο­κινδύνως της των θείων φρικτής και πανάγνου ιεροτελεστίας, ην και άγγελοι σέβονται και πολ­λοί των αγίων ευλαβώς υπεστάλησαν, μήπως ως ο Ζαν εκείνος δοκήσει του αγαθού εξολοθρευ­θής». Αν δεν σε πληροφόρησε το Άγιον Πνεύ­μα, ότι είσαι δεκτός να διακονήσης ως μεσίτης μεταξύ Θεού και ανθρώπων σαν ισάγγελος, μην παίρνεις το θάρρος να ριψοκινδυνεύης τελώντας τη θεία και φρικτή και πάναγνη ιεροτελεστία, που σέβονται οι άγγελοι και πολλοί από τους α­γίους την σεβάστηκαν απόλυτα ως κατακάθαρη. Πρόσεξε μήπως σε αντίθετη περίπτωση πάθης ό,τι έπαθε και εκείνος ο Ζαν (Β’ Βασιλ. ς’ 6-7), που, νομίζοντας πως κάνει κάτι καλό, τελικά εξωλοθρεύτηκε!

Φοβερος ο λόγος! «Φοβηθώμεν ουν μήποτε δοκή τις εξ ημών υστερηκέναι», μήπως κάποιος από μας αποδειχθή πως υστερεί ως προς τη συ­νειδητοποίηση αυτού, που, αν και αμαρτωλοί, καταξιωθήκαμε να δεχτούμε. Και όχι μόνο να συνειδητοποιήσουμε, αλλά και να κάνουμε ό,τι μπορούμε περισσότερο, για να φανούμε άξιοι της κλήσεως, που μας έγινε, μη μένοντας σε μια θεω­ρητική διαπίστωση, αλλά προχωρώντας ταπεινά και με όλη τη συναίσθηση της αδυναμίας μας σε ό,τι η αποδοχή της κλήσεως εκ μέρους μας συνε­πάγεται. Και πιο συγκεκριμένα:
       Α)  Πρώτιστα «εαυτώ προσέχειν» οφείλει ο ιερεύς, ώστε να μεταμορφώνεται διαρκώς και πε­ρισσότερο σε σκεύος εκλογής.
       Β)  «Μνημονεύειν της ισαγγέλου τιμής», της όποίας καταξιώθηκε, με σπουδή ακατάπαυστη να διαμένη ανέπαφος ψυχή και σώματι με κάθε αρετή και καθαρότητα και πρώτιστα με την τα­πεινοφροσύνη, που η έλλειψή της γκρέμισε από τον ουρανό τον Εωσφόρο.
 «Σπουδάζειν επομέ­νως δει έχειν εαυτόν ως γην και σποδόν και κά­θαρμα και κύνα τινά», με άλλα λόγια οφείλει ο ιερεύς να έχη για τον εαυτό του βαθύτατο ταπει­νό φρόνημα θεωρώντας τον εαυτό του τιποτένιο, χώμα, που πατιέται, και στάχτη, που είναι για πέταμα.

Γ)  «Ρείθροις δακρύων πρότερον υπέρ χιόνα εαυτόν λευκαίνειν και ούτω λελευκασμένη συνει­δήσει δια καθαρότητας άπτεσθαι των αγίων ως ά­γιος, ώστε τη εκτός αγγελομόρφω λευχειμοσύνη την  ένδοθεν υπεμφαίνειν της ψυχής ωραιότητα».
Πρέπει με ποταμούς δακρύων να λευκαίνη ο ιερεύς τον εαυτό του περισσότερο και από το χιόνι και έτσι με λευκασμένη και καθαρή τη συνείδη­σή του με καθαρότητα να αγγίζη τα Άγια, ώστε με την εξωτερική αγγελόμορφη καθαρότητα να υπονοήται και η εσωτερική καθαρότητα.

Δ)  «Ιμείρεσθαι τον ιερέα της εντεύθεν εκδη­μίας ως τετελειωμένος δια πίστεως. Ανακεκραμέ­νος δια της αγάπης Χριστώ, ον αξιούται θύειν. Γενόμενος γαρ σύμφυτος τω ομοιώματι του θανά­του του Χριστού, γίνεται και κοινωνός της ανα­στάσεως αυτού μηκέτι εαυτώ ζων, αλλά Χριστώ».
Ο ιερεύς πρέπει να λαχταράη να φύγη από τον κόσμο αυτόν ως ήδη φτασμένος και τέλειος πνευ­ματικά δια μέσου της πίστεως. Πρέπει να τον έ­χη διαποτίσει η αγάπη του Χριστού, που αξιώνε­ται να τον θυσιάζη στο ιερό Θυσιαστήριο δια της θείας Ευχαριστίας. Διότι γινόμενος μέτοχος του θανάτου του Χριστού γίνεται και συμμέτοχος της αναστάσεώς του, εφόσον δεν ζη πια για τον εαυτό του, αλλά για τον Χριστό και μόνο

Ε)  «Συνέχεσθαι τω  του Θεού φόβω και τω συνεκδήμω αυτού πόθω».
Πρέπει να έχη μέσα του ο φόβος του Θεού και να τον έχη κυριέψει κυριολεκτικά και να τον διακατέχη και ο συνο­δοιπόρος του θείος πόθος. Ο πρώτος -ο φόβος- ­καθαρίζει την ψυχή με την ευλάβεια και την αι­δήμονα και όλη σεβασμό προ του Κυρίου στάση και ο δεύτερος -ο πόθος- τελειοποιεί μέσω της φωτιστικής και αγίας έξεως και της υψηλής θεω­ρίας και θείας αναβάσεως του νου και της καρ­διάς προς τον Κύριο.

ς)  Αποφυγή αδιαφορίας και αμέλειας στα ιερά και πνευματικά καθώς και της καταφρονήσε­ως των θείων και ιερών και αγίων δια εθισμού και εξοικειώσεως και λησμοσύνης της πρώτης α­γάπης, του αρχήθεν ιερού ζήλου και των αρρή­των θείων και πρωτογενών συναισθημάτων της σεβασμίας ημέρας της εισόδου στη θεία και α­γιωτάτη ιερωσύνη.

Ζ)  «Καταφρόνησις του προς τα ρέοντα πό­θου»,
 ώστε να μη ελκύουν τα φευγαλέα και προ­σωρινά πράγματα του κόσμου αυτού την καρδιά του ιερέως. «Η προς τα γήινα προσπάθεια (δηλ. προσκόλληση) προς εαυτήν δεσμεύει» την καρ­διά, πράγμα, που την κάνει όμοια με αετό παγι­δευμένον και ανίκανον να αρθή προς τα αιθέρια ύψη των αγίων και ιερών αναβάσεων.

Η) Αγών διηνεκής και αδιάκοπος
«τον αρρα­βώνα της σωτηρίας λαμβάνειν κρυπτώς, ένδον εν τη καρδία αυτού πληροφορία ανενδοιάστω». Αγώ­νας συνεχής για να δέχεται μέσα του ο ιερεύς την προκαταβολική πρόγευση της σωτηρίας με πλη­ροφορία εσωτερική και αμετακίνητη και βεβαιό­τητα, που δεν την κλονίζει καμμιά σχετική αμφι­βολία σχετικά με την σωτηρία εν Χριστώ. Και τούτο το πληροφορείται, εάν δεν τον τύπτη η συ­νείδησή του για παροργισμούς, για μη τιθάσσευ­ση, εξημέρωση και υποταγή και τελικά κυριαρχία πάνω στην αγριότητα των παθών. εάν αναβλύζη η πηγή των δακρύων της μετανοίας εν συντριβή καρδίας και της παρακλήσεως του Αγίου Πνεύμα­τος και εάν ο νους προσεύχεται καθαρώς και αμετεωρίστως, δηλαδή χωρίς να πάη εδώ κι εκεί ο νους κατά τη διάρκεια της προσευχής.

Θ) Ακαταπόνητος προσπάθεια
«ασπασθήναι την αγνείαν ως κόρην οφθαλμού». Αυτή καθιστά τον ιερέα ναόν Θεού «επέραστον», αγαπημένη του Θεού. Διότι «ουκ έστιν έτερόν τι μείζον της σωφροσύνης και παρθενίας», η οποία θαυμάζεται και από αυτούς τους αγγέλους. «Το γαρ συνδεδε­μένον τινά σαρκί και αίματι σπεύδειν μιμείσθαι την των ασωμάτων αϋλίαν δια της αγνείας αεί, πόσων δείται των μόχθων και ιδρώτων;». Το ότι κανείς είναι δεμένος με σάρκα και αίμα και να σπεύδη να μιμήται τους άυλους αγγέλους, που δεν έχουν σώμα, διαρκώς με την αγνότητα, αλή­θεια πόσους αγώνες δεν απαιτεί; Χωρίς τον έσω και έξω αγιασμό δεν μπορεί να καθορά ο λει­τουργός τον άγιον Θεό.

Ι)   Εφόσον αποτολμήθηκε η άρση του ζυγού της Ιερωσύνης, οφείλει ο ιερεύς να «κατορθοί την οδόν αυτού», να εφαρμόζη σωστά αυτά, που απαιτεί η πνευματική του πορεία και να ορθοτο­μή, δηλαδή να διδάσκη το λαό σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, προσφέροντάς του τον λόγον της αληθείας μετά φόβου και τρόμου δι’ αυτού την ιδικήν του πρώτα σωτηρία και έ­πειτα τη σωτηρία των άλλων.

ΙΑ) Να προσφέρω «νηφόντως και πεπονημέ­νως υπέρ εαυτού μετά συντριμμού και δακρύων κατά το δυνατόν την ιεράν θυσίαν εις εξίλασμα».
Να προσφέρη τη θεία προσφορά στο Θυσιαστήριο του Θεού για συγχώρηση όσο γίνεται με πιο μεγάλη προσοχή και κοπιαστική προσπάθεια και παράλληλα με συντριβή καρδιάς.
Και τέλοςΙΒ) Να συνειδητοποιή όλο και βαθύτερα και μονιμώτερα, ότι «τόσον υπέρκειται η της σεβασμίας Ιερωσύνης η λατρεία και προς το θείον ε­ξίλασις και δυσώπησις πάσης ψαλμωδίας και προσευχής, όσον αστέρων ήλιος.
 
Αυτόν γαρ εκεί­νον τον Μονογενή θυσιάζομεν και προτίθεμεν και προσάγομεν εις παράκλησιν και σωτηρίαν τον υπέρ αμαρτωλών δωρεάν σφαγέντα δια φιλαν­θρωπίαν. Το δε θείον αίμα και τίμιο ρύπτει και καθαίρει παντός υσσώπου επέκεινα κηλίδα πάσαν και σπίλον καθιστώσα αγγελοειδή ή μάλλον Χριστοειδή τον ιερέα του Χριστού και μέτοχον της θείας του ζωής» και τώρα και στον αιώνα της καινής κτίσεως στη βασιλεία Του. Με άλλα λό­για, να του γίνεται όλο και πιο βαθειά η συναί­σθηση, ότι τόσο πολύ ξεπερνάει η λατρεία της σεβάσμιας ιερωσύνης και προσφορά της για συγ­χώρηση και συμφιλίωση με τον Θεό από κάθε ψαλμωδία και προσευχή, όσο ο ήλιος διαφέρει α­πό τα άστρα. Γιατί προσφέραμε τον ίδιο τον Μο­νογενή Υιόν του Θεού, τον Χριστόν ως παράκλη­ση και σωτηρία αυτόν, που σφάχθηκε δωρεάν χά­ριν των αμαρτωλών από απέραντη φιλανθρωπία και αγάπη για τον άνθρωπο. Και το αίμα το θεϊκό του Χριστού καθαρίζει περισσότερο από κάθε άλ­λο αγιαστικό μέσον κάθε πνευματική κηλίδα και κάθε τι που μολύνει την ψυχή και κάνει έτσι ό­μοιον με άγγελον ή καλύτερα όμοιον με τον Χρι­στό τον ιερέα του Χριστού και μέτοχον της θεϊ­κής του ζωής. Τόσο μεγάλη είναι η Ιερωσύνη!

Σου τα εύχομαι όλα αυτά από καρδίας να τα ζης, Αδελφέ. Έτσι θα γεύεσαι την χάρη και την ευλογία της Ιερωσύνης και θα νιώθης πάντοτε να Σε συντροφεύη αυτή η συναίσθηση και η χα­ρά και η συγκίνηση ετούτης της ιερατικής κλή­σεως και ιδιότητος. Γι’ αυτό θα προσεύχεται τα­πεινά ο γράφων την παρούσα και παρακαλεί να εύχεσαι και Συ για τον γράψαντα, να τα ζη και αυτός όσο μπορεί πιο πολύ και με κάθε συνέπεια. Μαζί με τις εγκάρδιες προσρήσεις μου και τους θερμούς χαιρετισμούς μου στην αγαπητή Σας σύντροφο ζωής, παρακαλώ δεχθής την έκφραση της εν Kυρίω πολλής αγάπης του και τιμής.
 
ιερομ. Β.Ν.Ε.
* * *
Έκδοσις «ΟΡΘΟΔ0ΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» Θεσσαλονίκη