Παναγία Πορταΐτισσα

Παναγία Πορταΐτισσα

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ ΣΥΝ ΘΕῼ ΠΕΡΙ ΣΙΩΠΗΣ ΚΑΙ ΗΣΥΧΙΑΣ

ΟΣΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΙΝΕΥΙ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ . ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ : Ἐπίγραμμα εἰς τήν ἡσυχίαν

ΕΠΙΓΡΑΜΜΑ
ΣΥΝ ΘΕῼ
ΠΕΡΙ ΣΙΩΠΗΣ ΚΑΙ ΗΣΥΧΙΑΣ

Καί περί τῆς ἥρεμης ζωῆς ἡ ὁποία  εἶναι δυνατόν νά ἐπιτευχθεῖ μόνο ὅταν ἡ γλώσσα συγκρατεῖται καί ἡ καρδιά εἶναι γεμάτη πραότητα.

Ἐδῶ ὑπάρχει ἐπίσης καί μικρός ἔπαινος ἀπό ἄσοφα χείλη πού προσφέρεται στόν Ὅσιο Πατέρα ΙΣΑΑΚ ΤΟΝ ΣΥΡΟ καί πρός τό τέλος πίνακας τῶν γεμάτων Θεία Σοφία λόγων του

Ὁ παμπόνηρος καί καταραμένος ἐχθρός τῆς σωτηρίας καί τῆς τιμῆς καί τῆς ἀθάνατης ἐκείνης ζωῆς ἔσπειρε στίς ψυχές τῶν ταλαίπωρων ἀνθρώπων παρά πολύ μεγάλα καί δυσκολοθεράπευτα ἁμαρτήματα. Καί ποιά εἶναι αὐτά; Εἶναι αὐτά τά νοσήματα τά ὁποῖα εἶναι πάρα πολύ ἀγαπητά καί οἰκεῖα σ’ αὐτόν τοῦτον τόν δαίμονα. Δηλ. ἡ οἴηση καί ἡ ἀλαζονεία καί ἡ ἔπαρση καί ἡ κακή δόξα καί ἡ μετά ἀπό αὐτήν καταραμένη ὑπερηφάνεια καί ὁ κάκιστος φθόνος πού πηγάζει ἀπ’ αὐτόν, καί τό ψέμμα.
Διότι αὐτές οἱ κακίες τοῦ ἀντικείμενου ἐχθροῦ κατέθεσαν (στίς ὑπάρξεις μας) τήν αὐταρέσκεια καί τήν φοβερή φιλαυτία, καί στή συνέχεια τήν ἀσπλαχνία καί τήν ἀναίδεια, καί τό ἄλλο ἄπειρο σμῆνος τῶν ὑπολοίπων δυσκολοπερίγραπτων κακῶν. Διότι ἡ ἐμπαθής φιλαυτία καί ἡ ἀναίδεια ἀνερυθρίαστα πείθουν αὐτούς πού ἀγαποῦν τά φαῦλα, ὄχι (μόνο) νά φθέγγονται καί νά ἐργάζονται τά ἀπρεπῆ καί ἀνήκουστα ἀλλά καί νά ἀντιλέγουν ἀνερυθρίαστα καί νά μήν ὑπακούουν ποτέ σέ κάθε ἄλλη θεία λέγω παιδαγωγία καί νουθεσία. Σ’ αὐτούς λοιπόν τούς τεράστιους κύκλους ἀφοῦ συλλήφθηκε  ἐκεῖνος ὁ πρῶτος θεοκατασκεύαστος ἄνθρωπος καί προπάτοράς μας, καί ἀφοῦ μετά κακῶς ἁμάρτησε, δέν μπόρεσε μέν νά βρεῖ τόν τρόπο καί τόν τόπο τῆς μετανοίας· εἶχε ὅμως τήν αἰτιολογία (δικαιολογία) στά χείλη (ἕτοιμη). Καί γι’ αὐτό αὐτός (ὁ Ἀδάμ) ἀμέσως κατέκρινε καί διέσυρε τήν Εὔα. Ἡ Εὔα πάλι (κατηγόρησε) τό φίδι. Ἐπίσης σ’ αὐτές τίς ὅμοιες μέ τῶν προπατόρων παγίδες τοῦ Σατάν ἀφοῦ συλλήφθηκε καί ὁ αἱμοβόρος γιός τους Κάϊν ὁ ἀδελφοκτόνος, μετά τήν κακή προσφορά καί τήν διάπραξη τοῦ φόνου, ὅταν ἐξεταζόταν, μέ ἀναίδεια ὁ ταλαίπωρος λέγοντας μάταια καί ψευδῆ στόν Ὕψιστο προσπαθοῦσε νά ξεφύγει ἀπό τόν ἀλάθητο Κύριο.
Ἐσύ δέ ὦ εὐσεβέστατε ἀκροατή, ρίξε τό βλέμμα σου πρός τόν φιλάνθρωπο Κύριο ὁ Ὁποῖος ὄχι ὅταν ἐμεῖς κάνουμε καλά ἔργα δείχνει τήν φιλανθρωπία του ἀλλά πῶς φέρει (ὑπομένει) μέ μακροθυμία τά ἀνομήματά μας, καί μάλιστα κατ’ ἐκεῖνον τόν καιρό κατά τόν ὁποῖο ἐμεῖς Τόν πικραίνουμε ὑπερβολικά καί Τόν παροργίζουμε. Καί ἐάν κάποτε ἴσως παιδαγωγεῖ (παρατήρησε) πῶς παιδαγωγεῖ μέ εὐσπλαχνία.
Ἐνῶ ὁ Κάϊν διαστρέφει τελείως τήν ἀλήθεια, Αὐτός (δηλ. ὁ Θεός) συνεχίζει ἀκόμη νά τόν ἀνέχεται καί νά τοῦ φέρεται μέ καλωσύνη. Δέν τόν καίει ἀμέσως, ἀλλά μάλιστα μέ πανσοφία τόν παιδαγωγεῖ νά μετανοήσει, νά μήν ἀντιλέγει, νά μήν ἀποθρασύνεται ἀναιδῶς μέ τό ψέμμα καί ὑπερηφανεύεται. Γι’ αὐτό καί τοῦ λέγει: «ἁμάρτησες; ἡσύχασε»[1]. «Δηλαδή μήν ταράζεσαι πλέον, μή προσθέτεις τραύματα στούς μώλωπες· ἡσύχασε καί συνειδητοποίησε τί ἔπραξες. Καί μετά τήν ἐπίγνωση (τοῦ τί ἔκανες) μετανόησε γιά τίς ἁμαρτίες σου».
Βλέπεις ὦ φιλήσυχε ἀκροατή, πῶς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ὁ πρῶτος ἀπό ὅλους δάσκαλος, ὁ ὁποῖος μᾶς ὁδηγεῖ στή μετάνοια καί τήν ἡσυχία, ἐμᾶς οἱ ὁποῖοι ἤδη ἔχουμε ἁμαρτήσει καί προσκρούσει σ’ Αὐτόν; Ἔτσι καί ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος Αὐτοῦ καί Θεός Μας ἐκήρυξε στά Εὐαγγέλια λέγοντας: «Μετανοεῖτε»[2]. Καί δέν εἶπε μετανοήσατε· ἀλλά τί; μετανοεῖτε πάντοτε ἄνθρωποι. Διότι πάντοτε ὅσο εἴσαστε σ’ αὐτήν τή ζωή, σ’ αὐτόν τόν αἰῶνα καί σ’ αὐτό τό σκῆνος (σῶμα) πρόκειται νά ἁμαρτάνετε. Μέχρι (τήν ὥρα) τοῦ θανάτου ὀφείλετε νά μετανοεῖτε σέ κάθε ὥρα καί καιρό, ὡς ἔνοχοι καί εὔκολοι στίς πτώσεις καί στά ὀλισθήματα. «Γι’ αὐτό σχολάστε (πάψετε) ἀπό τίς πονηρίες σας καί τίς θεομίσητες καί κάκιστες ἐργασίες σας, καί καταλάβετε (μάθετε) ὅτι ἐγώ εἶμαι ὁ Θεός, εἶμαι Αὐτός πού κηρύσσει, «Ἐγώ εἶμαι ὁ Υἱός  τοῦ Θεοῦ, ἐγώ εἶμαι τό φῶς τοῦ κόσμου»[3]. «Ἐγώ καί ὁ Πατέρας ἀπό τήν ἀρχή πού εἶναι ἄναρχη, εἴμαστε ἕνα πάντοτε»[4]. «Ἐγώ εἶμαι πού ἐξετάζω καρδιές καί νεφρούς καί ἐρευνῶ μυελούς»[5]· «καί μετρῶ τά κρυφά ὀστά, καί τίς τρίχες καί τά πλήθη τῶν ἄστρων, καί σέ ὅλα αὐτά δίνω τά ὀνόματα τους»[6]· «ἐγώ εἶμαι ὁ δημιουργός ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ὁ Ὁποῖος ἔχω μετρημένα καί τό χῶμα ὅλης τῆς γῆς καί τήν ἄμμο τῆς θάλασσας[7]· ἐγώ εἶμαι ὁ ἀπλανής (μή δυνάμενος νά ἐξαπατηθεῖ ἤ νά ἐξαπατήσει), ὁ ἰσχυρός  καί δίκαιος καί ἀδέκαστος, ὁ Ὁποῖος γνωρίζει μέ ἀκρίβεια ὅλα τά κρυφά σας καί ὅλων μαζί τῶν ἀνθρώπων πρίν γίνουν καί πρίν γεννηθοῦν, ὁ Ὁποῖος ὀφείλω νά ἀνταποδώσω στόν καθένα κατά τά ἔργα του». Ἀλλά αὐτά βέβαια εἶπε ὁ Σωτήρας μας κηρύσσοντας. Ὁ Θεός δέ καί Πατέρας Αὐτοῦ, εἶπε στόν Κάϊν, ἡσύχασε, σίγησε, σιώπα, μήν τολμᾶς νά ἀντιλέγεις μπροστά μου μέ ψέμματα καί ἀναίδεια· μήν προσπαθεῖς νά μοῦ ξεφύγεις μέ τό νά μιλᾶς πρῶτος καί χρησιμοποιώντας τίς περίπλοκες ἀντιφάσεις σου. Διότι ἄν καί λίγο πρίν ὁ φόβος Μου δέν συγκράτησε τό φονικό χέρι σου, ὅταν τό ἅπλωσες μέ ἀπάνθρωπο φθόνο καί ζήλεια, ἐναντίον τοῦ Ἄβελ πού δέν σέ ἀδίκησε σέ τίποτε καί τόν φόνευσες μπροστά μου, τουλάχιστον τώρα συγκράτησε τήν γλώσσα σου καί πάψε τόν κακό δόλο καί τό ψέμμα καί πρόσεξε τά χείλη σου καί κλεῖσε τό στόμα σου, βάλε του θύρα καί ἡσύχασε. Τρόμαξε, στέναξε καί μετανόησε γιά αὐτά πού μέ ἀπανθρωπιά τόλμησες (νά κάνεις).  Μή λές πιά πολλά, ἀλλά σιώπα καί θρήνει γιά πάντα. Διότι συνηθίζει ἡ ἀσυγκράτητη γλώσσα νά μεγαλαυχεῖ καί νά λέγει μάταια καί ψευδῆ.
Σύ λοιπόν σίγησε καί ἡσύχασε. Διότι ὁ γλωσσάς ποτέ δέν πορεύεται σωστά, οὔτε αὐτός πού λέγει μεγάλα λόγια καί πολυλογάς, ἀκόμη καί ἄν λέγει πολύ καλά. Καί ἀντί τῆς πολυλογίας νά χρησιμοποιεῖς τήν βραχυλογία τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ κρυφή σοφία, ἐνῶ τήν μακρολογία τήν ἀκολουθεῖ ἡ μωρία καί ἡ ἀμάθεια. Διότι εἶναι ἀδύνατο νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία ἐκεῖνος πού θέλει νά λέγει πολλά, ἀφοῦ πολλές φορές λέγει θρασύτατα λόγια, ὄχι μόνο ἐκεῖνα τά ὁποῖα ἴσως ἔφθασε νά ἰδεῖ καί νά ἀκούσει ἀλλά καί αὐτά τά ὁποῖα δέν εἶδε οὔτε ἄκουσε. Καί πῶς δέν συμφέρει νά σιγᾶ αὐτός πού κακόβουλα καί ἀπρόσεκτα ὀλισθαίνει ἀπό τήν γλῶσσα του καί ἄλλοτε ψεύδεται καί ἄλλοτε καταλαλεῖ καί λοιδορεῖ καί μέμφεται καί λογοκρίνει τόν πλησίον καί διαβάλλει καί ὀνειδίζει καί κατηγορεῖ καί βλασφημεῖ πολλές φορές, ἀπό τά ὁποῖα ὅλα αὐτά κανένα ἀγαθό δέν γεννιέται παρά μόνο ἀπέχθειες καί ψυθιρισμοί τοῦ ἑνός γιά τόν ἄλλο καί δολοπλοκίες καί λαθροκακουργίες καί μομφές χειρότερες καί μεγαλύτερες τῶν ὕβρεων καί μῖσος ἀδιάλλακτο καί μνησικακία ἄκρα ἡ δυσθεράπευτη, ἴσως δέ καί ἀνίατη σέ κάποιους ἐξ αἰτίας τῆς συνεχοῦς καρδιακῆς πονηρίας τους. Διότι κάθε φλύαρος καί ἀπρόσεκτος στή γλῶσσα εἶναι μεμψίμοιρος καί φιλοκατήγορος καί κόλακας, ὁ ὁποῖος κολακεύει μέ διάφορους τρόπους μέ πανουργία καί δόλο. Ἀλλοιώνεται (ἀλλάζει) δέκα χιλιάδες φορές τήν ὥρα καί ὑποκρίνεται. Ἀγαπᾶ αὐτόν πού εὐδαιμονεῖ σήμερα ἴσως ἐξ αἰτίας τῆς βιωτικῆς εὐτυχίας του. Ὅμως δέν παύει νά κρίνει μέ ἀκρίβεια καί νά ἐξερευνεῖ καί νά πολυπραγμονεῖ (περιεργάζεται) μέ φιλοπερίεργη γλώσσα, γιά νά ἔχει ὑλικό φλυαρίας στόν καιρό τῆς δαιμονιώδους ἀθυροστομίας του. Αὐτός πού δέν μπόρεσε νά ἡρεμήσει, οὔτε νά μετανοήσει μπόρεσε, οὔτε νά γνωρίσει ποιά εἶναι ἡ μετάνοια ἤ ποιά εἶναι ἡ ὑπακοή πρός Αὐτόν πού παραγγέλλει τό: «ἡσυχάστε καί γνωρίστε», οὔτε βέβαια (μπορεῖ νά γνωρίσει) ποιά εἶναι ἡ εἰρηνική κατάσταση τῆς καρδιᾶς καί ποῖα εἶναι αὐτά πού γεννῶνται ἀπό τήν καθαρότητά της. Ἐάν κάποιος ἡσυχάζει συνεχῶς, θά τό ἀντιληφθεῖ.

Ὁ ἥρεμος καί ἡσύχιος βίος εἶναι ὄντως ἀγγελικός. Ἤ καλλίτερα εἶναι μίμηση τοῦ θεϊκοῦ τρόπου (ζωῆς). Διότι μέ ἡσυχία, μέ τό νεῦμα  μόνο (τοῦ Θεοῦ) διοικοῦνται ἄνω τά θεῖα στρατεύματα[8]. Ὁ ἡσύχιος ἄνθρωπος ἀκόμη καί ἄν κάθεται σέ σκοτεινό τόπο, ὅμως τό θεῖο φῶς του φωτίζει πάντοτε τά γύρω ἀπ’ αὐτόν. Μᾶλλον δέ ὁ ἴδιος ὑπέρκειται σάν πόλη πάνω σέ ὄρος ἄν καί προσπαθεῖ νά κρύβεται ἀπό αὐτούς πού βλέπουν. Καί ὁ βίος του λάμπει μπροστά στούς ἀνθρώπους ἀλλά καί πίσω τους. Διότι ἔχει πάνω ἀπό τό κεφάλι του τόν Θεό πού τόν καταλάμπει μέ ἄρρητο φῶς, ἀφοῦ τηρεῖ μέ ἡσυχία ὅλα τά θεῖα Του προστάγματα, πρός δόξαν Αὐτοῦ πού τά πρόσταξε, γιά χάρη τοῦ ὁποίου σιώπησε καί ἡρέμησε. Ἡσυχία δέν εἶναι κάποια βία (παραβίαση ἤ καταστρατήγηση) τῶν δεσποτικῶν ἐντολῶν, ἀλλά συστατικό ὅλων καί περιεκτική (ὅλων)[9]· ἐπειδή συνέχει ὅλες τίς ἄλλες χάρις στήν πολλή δύναμη τῆς χριστομίμητης καί ἀληθινῆς ταπείνωσης ἡ ὁποία παραμένει πάντοτε μαζί της. Καί μία μόνο ὁποιαδήποτε σιωπή ἐάν λύσει κάποιος καί διδάξει ἔτσι (τούς ἄλλους), ὄντως θά κληθῆ ἐλάχιστος. Ποῖος ἀδόκιμος στή σιγή δέν εἶναι ἕτοιμος γιά κραυγή καί θυμό καί πρός ἄλλα χειρότερα, τά ὁποῖα πάντοτε καί αὐτόν τόν πρωταίτιο βλάπτουν ἀλλά καί αὐτούς πού τόν προσέχουν;

Ἀπό τήν γλῶσσα πού δέν ἔχει πόρτα κανείς δέν ἔχει ταπεινωθεῖ. Οὔτε ἔχει καθόλου κινηθεῖ σέ δάκρυα καί κατάνυξη, τά ὁποῖα προξενεῖ ἡ θεϊκή παρηγοριά.

Μετάφραση: Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης