Το Νέον
Εορτολόγιον
Είναι
Αίρεσις
Του Δημητρίου Χατζηνικολάου, Αναπληρωτού Καθηγητού Οικονομικών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Επειδή πολλοί δεν έχουν ακόμη καταλάβει ότι το Νέο Εορτολόγιο (ν.ε.) είναι αίρεσις, ίσως αξίζει τον κόπο να επαναλάβουμε κάποια γνωστά γεγονότα, τα οποία πείθουν κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο που έχει Ορθόδοξο Χριστιανικό φρόνημα. Αυτό καθεαυτό το ζήτημα του ν.ε. δεν είναι δογματικό, με την έννοια ότι αν υπήρχε πανορθόδοξος συμφωνία και συνέπεια με προηγούμενες Συνόδους, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Όπως θα δούμε παρακάτω, όμως, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει πανορθόδοξος συμφωνία, διότι, πρώτον, το ν.ε. προσκρούει στις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνόδων του 16ου αιώνος και, δεύτερον, ο σκοπός για την εισαγωγή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν να υποταχθεί Αυτή στον Παπισμό. Πιο συγκεκριμένα, το ν.ε. προσλαμβάνει δογματικό χαρακτήρα από τα εξής γεγονότα:
1) Στη γνωστή Εγκύκλιο του Οικ. Πατριαρχείου του 1920 αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η μεταρρύθμισις του ημερολογίου είναι το «πρώτο βήμα» για την ένωσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις άλλες «εκκλησίες», οι οποίες στην εν λόγω Εγκύκλιο αποκαλούνται «συγκληρονόμοι και μέλη του ιδίου σώματος». Είναι προφανές, λοιπόν, ότι το ν.ε. αποτελεί ένα επίσημο τρόπο προωθήσεως του Οικουμενισμού και άρα της καταργήσεως της Ορθοδοξίας.
2) Το βιβλίο του Ανθίμου, Μητροπολίτου Βιζύης, με τίτλο «ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ», το οποίο εδημοσιεύθη το 1922, δύο έτη προ της αλλαγής, στην σελ. 141 λέγει τα εξής: «ότι διά του ζητήματος του Ημερολογίου, επιτυγχανομένης της ενοποιήσεως αυτού, θέλει αναμφισβητήτως επιτελεσθή το πρώτον σπουδαίον βήμα προς επίτευξιν της μελετωμένης και υπό των πραγμάτων επιτακτικώς επιβαλλομένης Κοινωνίας των Εκκλησιών...» Βλέπουμε και πάλι ότι ο σκοπός της εισαγωγής του ν.ε. ήταν η προώθησις του Οικουμενισμού.
3) Το βιβλίο του αγωνιστού Κοσμά Φλαμιάτου με τίτλο «Φωνή Ορθόδοξος και Σπουδαία εις Ανακάλυψιν της κατά των Ορθοδόξων Επιβουλής», Αθήναι 1849, σελ. 100, γράφει ότι με την αλλαγή του ημερολογίου επεδιώκετο ο εκφραγκισμός των Ορθοδόξων (βλέπε εδώ).
4) Όπως κατέθεσαν αρκετοί Ιεράρχες στη Σύνοδο της 24-12-1923, ο ευσεβής λαός ανθίστατο σθεναρώς στην εισαγωγή του ν.ε. και με δάκρυα παρακαλούσε τους επισκόπους να ΜΗΝ προβούν σ’ αυτήν (βλ. Αρχιμ. Θ. Στράγγα, Εκκλησίας της Ελλάδος Ιστορία εκ Πηγών Αψευδών: 1817-1967, Τόμ. Β´, σ. 1194-96). Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να θεωρείται βέβαιο ότι η εισαγωγή του ν.ε. θα δημιουργούσε σχίσμα στην Ορθοδοξία, και άρα βλάβη του δόγματος της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
5) Στο δημοσιογραφικό όργανο του Οικ. Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια» της 24/11/1895, σελ. 312-314, διαβάζουμε τα εξής: «η απότομος λοιπόν αλλαγή του ημερολογίου, θα ισοδυνάμει εις τα όμματα του λαού προς απόπειραν τροποποιήσεως της πίστεως των Πατέρων του, προς αυτόχρημα εκφραγκισμόν»! Βλέπουμε και πάλι ότι θα έπρεπε να θεωρείται βέβαιο ότι η εισαγωγή του ν.ε. θα δημιουργούσε σχίσμα.
6) Ένας λόγος για τον οποίο ανθίστατο ο λαός στην εισαγωγή του ν.ε. είναι ότι αυτό είναι αναθεματισμένο από τις Συνόδους του 16ου αιώνος. Βλ. π.χ. την Εκκλησιαστική Ιστορία του Μελετίου, Μητροπολίτου Αθηνών, Γ’ Τόμος, Βιέννη 1784, σελ. 402 (http://invenio.lib.auth.gr/record/125916), όπου διαβάζουμε τα εξής: «Πατριαρχεύοντος τότε του Ιερεμίου σύνοδος Μητροπολιτών συνήχθη εν Κωνσταντινουπόλει τω αφπγ’. επιδημήσαντος και Σιλβέστρου του Αλεξανδρείας, ήτις κατακρίνασα το καινοτομηθέν υπό Γρηγορίου του Ρώμης Καλενδάριον, δεν το εδέχθη, κατά την αίτησιν των Λατίνων». Επομένως, δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι η εισαγωγή του ν.ε. θα δημιουργούσε σχίσμα.
7) Δεν υπήρχε πανορθόδοξη συμφωνία για την εισαγωγή του ν.ε. Παραδείγματος χάριν, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος ηρνείτο σθεναρώς την αλλαγή και έλεγε ότι το ν.ε. πάσχει και από δογματικής απόψεως. Ο δε Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός διεβεβαίωνε ότι δεν θα υιοθετούσε το ν.ε., διότι ο συνεορτασμός με τους παπικούς θα δημιουργούσε σύγχυσιν στο Πατρ/χείο Ιεροσολύμων μεταξύ των πιστών για το ποιος είναι Ορθόδοξος και ποιος Παπικός. Επομένως, ήταν απολύτως βέβαιο ότι θα εδημιουργείτο τουλάχιστον ένα λειτουργικό σχίσμα και θα εποδοπατούντο οι Ιεροί Κανόνες, όπως π.χ. ο 56ος Κανών της ΣΤ´ Οικ. Συνόδου, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να επικρατεί η αυτή εκκλησιαστική τάξις (εορτές, νηστείες κ.λπ.) σ’ ολόκληρη την Οικουμένη. Άρα προκύπτει και πάλι ότι με την εισαγωγή του ν.ε. θα εβλάπτετο το δόγμα της Ενότητος της Εκκλησίας.
Αυτά όλα ήταν γνωστά στους συνειδητούς Ορθοδόξους, οι οποίοι το 1924 εφώναζαν: «ΜΑΣ ΦΡΑΓΚΕΨΑΝ!!!» Τα γεγονότα που ακολούθησαν, τα οποία είναι γνωστά σε όλους μας, τους δικαίωσαν. Ο λόγος, βεβαίως, για
(1) την ισότιμη συμμετοχή της Ορθοδοξίας στο «ΠΣΕ»,
(2) την «άρσιν» των αναθεμάτων (7-12-1965),
(3) τις συμφωνίες ενώσεως με τους Μονοφυσίτες (Σαμπεζύ, 1990) και με τους Παπικούς (Μπάλαμαντ, 1993),
(4) την αναγνώρισιν των «μυστηρίων» των αιρετικών,
(5) τις συμπροσευχές, τα συλλείτουργα και τη μερική μυστηριακή διακοινωνία με αυτούς, παρά τις αυστηρότατες απαγορεύσεις των Ιερών Κανόνων,
(6) την μνημόνευσιν του ονόματος του «πάπα» στη Θεία Λειτουργία,
(7) τις χιλιάδες αιρετικές δηλώσεις κ.λπ.
Απεδείχθη, δηλαδή, ότι όντως το ν.ε. καθιερώθηκε για να προωθηθεί ο Οικουμενισμός. Διότι πώς αλλιώς θα παρευρίσκετο ο πατριάρχης κατά την εορτή των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Βατικανό και ο «πάπας» κατά την εορτή του Αγ. Ανδρέου στην Κωνσταντινούπολι; Συνοπτικώς, το ν.ε. διήρεσε την Ορθοδοξία προκειμένου να προωθήσει την αίρεσιν του Οικουμενισμού. Δηλαδή, έβλαψε το Δόγμα της Ενότητος της Ορθοδοξίας, προκειμένου να επιτύχει την νόθευσιν και όλων των υπολοίπων δογμάτων της.
Εάν αυτό δεν είναι αίρεσις, τότε τι είναι;
Του Δημητρίου Χατζηνικολάου, Αναπληρωτού Καθηγητού Οικονομικών Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
Επειδή πολλοί δεν έχουν ακόμη καταλάβει ότι το Νέο Εορτολόγιο (ν.ε.) είναι αίρεσις, ίσως αξίζει τον κόπο να επαναλάβουμε κάποια γνωστά γεγονότα, τα οποία πείθουν κάθε καλοπροαίρετο άνθρωπο που έχει Ορθόδοξο Χριστιανικό φρόνημα. Αυτό καθεαυτό το ζήτημα του ν.ε. δεν είναι δογματικό, με την έννοια ότι αν υπήρχε πανορθόδοξος συμφωνία και συνέπεια με προηγούμενες Συνόδους, τότε δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Όπως θα δούμε παρακάτω, όμως, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει πανορθόδοξος συμφωνία, διότι, πρώτον, το ν.ε. προσκρούει στις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνόδων του 16ου αιώνος και, δεύτερον, ο σκοπός για την εισαγωγή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν να υποταχθεί Αυτή στον Παπισμό. Πιο συγκεκριμένα, το ν.ε. προσλαμβάνει δογματικό χαρακτήρα από τα εξής γεγονότα:
1) Στη γνωστή Εγκύκλιο του Οικ. Πατριαρχείου του 1920 αναφέρεται ξεκάθαρα ότι η μεταρρύθμισις του ημερολογίου είναι το «πρώτο βήμα» για την ένωσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις άλλες «εκκλησίες», οι οποίες στην εν λόγω Εγκύκλιο αποκαλούνται «συγκληρονόμοι και μέλη του ιδίου σώματος». Είναι προφανές, λοιπόν, ότι το ν.ε. αποτελεί ένα επίσημο τρόπο προωθήσεως του Οικουμενισμού και άρα της καταργήσεως της Ορθοδοξίας.
2) Το βιβλίο του Ανθίμου, Μητροπολίτου Βιζύης, με τίτλο «ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ», το οποίο εδημοσιεύθη το 1922, δύο έτη προ της αλλαγής, στην σελ. 141 λέγει τα εξής: «ότι διά του ζητήματος του Ημερολογίου, επιτυγχανομένης της ενοποιήσεως αυτού, θέλει αναμφισβητήτως επιτελεσθή το πρώτον σπουδαίον βήμα προς επίτευξιν της μελετωμένης και υπό των πραγμάτων επιτακτικώς επιβαλλομένης Κοινωνίας των Εκκλησιών...» Βλέπουμε και πάλι ότι ο σκοπός της εισαγωγής του ν.ε. ήταν η προώθησις του Οικουμενισμού.
3) Το βιβλίο του αγωνιστού Κοσμά Φλαμιάτου με τίτλο «Φωνή Ορθόδοξος και Σπουδαία εις Ανακάλυψιν της κατά των Ορθοδόξων Επιβουλής», Αθήναι 1849, σελ. 100, γράφει ότι με την αλλαγή του ημερολογίου επεδιώκετο ο εκφραγκισμός των Ορθοδόξων (βλέπε εδώ).
4) Όπως κατέθεσαν αρκετοί Ιεράρχες στη Σύνοδο της 24-12-1923, ο ευσεβής λαός ανθίστατο σθεναρώς στην εισαγωγή του ν.ε. και με δάκρυα παρακαλούσε τους επισκόπους να ΜΗΝ προβούν σ’ αυτήν (βλ. Αρχιμ. Θ. Στράγγα, Εκκλησίας της Ελλάδος Ιστορία εκ Πηγών Αψευδών: 1817-1967, Τόμ. Β´, σ. 1194-96). Αυτό σημαίνει ότι έπρεπε να θεωρείται βέβαιο ότι η εισαγωγή του ν.ε. θα δημιουργούσε σχίσμα στην Ορθοδοξία, και άρα βλάβη του δόγματος της Μιας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.
5) Στο δημοσιογραφικό όργανο του Οικ. Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια» της 24/11/1895, σελ. 312-314, διαβάζουμε τα εξής: «η απότομος λοιπόν αλλαγή του ημερολογίου, θα ισοδυνάμει εις τα όμματα του λαού προς απόπειραν τροποποιήσεως της πίστεως των Πατέρων του, προς αυτόχρημα εκφραγκισμόν»! Βλέπουμε και πάλι ότι θα έπρεπε να θεωρείται βέβαιο ότι η εισαγωγή του ν.ε. θα δημιουργούσε σχίσμα.
6) Ένας λόγος για τον οποίο ανθίστατο ο λαός στην εισαγωγή του ν.ε. είναι ότι αυτό είναι αναθεματισμένο από τις Συνόδους του 16ου αιώνος. Βλ. π.χ. την Εκκλησιαστική Ιστορία του Μελετίου, Μητροπολίτου Αθηνών, Γ’ Τόμος, Βιέννη 1784, σελ. 402 (http://invenio.lib.auth.gr/record/125916), όπου διαβάζουμε τα εξής: «Πατριαρχεύοντος τότε του Ιερεμίου σύνοδος Μητροπολιτών συνήχθη εν Κωνσταντινουπόλει τω αφπγ’. επιδημήσαντος και Σιλβέστρου του Αλεξανδρείας, ήτις κατακρίνασα το καινοτομηθέν υπό Γρηγορίου του Ρώμης Καλενδάριον, δεν το εδέχθη, κατά την αίτησιν των Λατίνων». Επομένως, δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμία αμφιβολία ότι η εισαγωγή του ν.ε. θα δημιουργούσε σχίσμα.
7) Δεν υπήρχε πανορθόδοξη συμφωνία για την εισαγωγή του ν.ε. Παραδείγματος χάριν, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος ηρνείτο σθεναρώς την αλλαγή και έλεγε ότι το ν.ε. πάσχει και από δογματικής απόψεως. Ο δε Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός διεβεβαίωνε ότι δεν θα υιοθετούσε το ν.ε., διότι ο συνεορτασμός με τους παπικούς θα δημιουργούσε σύγχυσιν στο Πατρ/χείο Ιεροσολύμων μεταξύ των πιστών για το ποιος είναι Ορθόδοξος και ποιος Παπικός. Επομένως, ήταν απολύτως βέβαιο ότι θα εδημιουργείτο τουλάχιστον ένα λειτουργικό σχίσμα και θα εποδοπατούντο οι Ιεροί Κανόνες, όπως π.χ. ο 56ος Κανών της ΣΤ´ Οικ. Συνόδου, σύμφωνα με τον οποίο πρέπει να επικρατεί η αυτή εκκλησιαστική τάξις (εορτές, νηστείες κ.λπ.) σ’ ολόκληρη την Οικουμένη. Άρα προκύπτει και πάλι ότι με την εισαγωγή του ν.ε. θα εβλάπτετο το δόγμα της Ενότητος της Εκκλησίας.
Αυτά όλα ήταν γνωστά στους συνειδητούς Ορθοδόξους, οι οποίοι το 1924 εφώναζαν: «ΜΑΣ ΦΡΑΓΚΕΨΑΝ!!!» Τα γεγονότα που ακολούθησαν, τα οποία είναι γνωστά σε όλους μας, τους δικαίωσαν. Ο λόγος, βεβαίως, για
(1) την ισότιμη συμμετοχή της Ορθοδοξίας στο «ΠΣΕ»,
(2) την «άρσιν» των αναθεμάτων (7-12-1965),
(3) τις συμφωνίες ενώσεως με τους Μονοφυσίτες (Σαμπεζύ, 1990) και με τους Παπικούς (Μπάλαμαντ, 1993),
(4) την αναγνώρισιν των «μυστηρίων» των αιρετικών,
(5) τις συμπροσευχές, τα συλλείτουργα και τη μερική μυστηριακή διακοινωνία με αυτούς, παρά τις αυστηρότατες απαγορεύσεις των Ιερών Κανόνων,
(6) την μνημόνευσιν του ονόματος του «πάπα» στη Θεία Λειτουργία,
(7) τις χιλιάδες αιρετικές δηλώσεις κ.λπ.
Απεδείχθη, δηλαδή, ότι όντως το ν.ε. καθιερώθηκε για να προωθηθεί ο Οικουμενισμός. Διότι πώς αλλιώς θα παρευρίσκετο ο πατριάρχης κατά την εορτή των Αγ. Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο Βατικανό και ο «πάπας» κατά την εορτή του Αγ. Ανδρέου στην Κωνσταντινούπολι; Συνοπτικώς, το ν.ε. διήρεσε την Ορθοδοξία προκειμένου να προωθήσει την αίρεσιν του Οικουμενισμού. Δηλαδή, έβλαψε το Δόγμα της Ενότητος της Ορθοδοξίας, προκειμένου να επιτύχει την νόθευσιν και όλων των υπολοίπων δογμάτων της.
Εάν αυτό δεν είναι αίρεσις, τότε τι είναι;