Ὅσιος Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης (1 ον Μέρος)


Σκέφτομαι πολλές φορές, παιδιά, πῶς ἄραγε νά ἦταν οἱ ἄγιοι;

Πῶς νά ζοῦσαν;
Καί τί δέν θά 'δινα νά γνωρίσω ἀπό κοντά ἕναν ἅγιο ἄνθρωπο.
Ποῦ νά τόν βρεῖς ὅμως στή σημερινή ἐποχή, πού ὅλοι μας ἔχουμε ἐξαχρειωθεῖ;
Ρώτησε ὁ διάκος τῆς συντροφιᾶς μας.

-Κι ὅμως ὑπάρχουν καί σήμερα ἅγιοι, τοῦ ἀπάντησα!
 Ἐγώ μάλιστα ἔχω γνωρίσει ἕναν!
Τόν λένε Γέροντα Ἱερώνυμο καί μένει στήν Αἴγινα!
-Αὐτό ἦταν!
Ἔτρεξε ἀμέσως ὡς ἡ διψασμένη ἔλαφος μέχρι τήν Αἴγινα!
 Βρῆκε τόν Γέροντα Ἱερώνυμο καί εἶπαν πνευματικά.
Ὅταν γύρισε καί μᾶς συνάντησε ἦταν ἀλλοιωμένος τήν καλήν ἀλλοίωσιν, πλήρης εὐλογίας καί πνευματικῆς εὐφροσύνης ἀπό τήν συνάντησή του μέ τόν Ὅσιο τῶν ἡμερῶν μας!
-Πλήρης ἐνθέων συναισθημάτων μᾶς διηγήθηκε:
-Ὅταν συνάντησα τόν Γέροντα Ἱερώνυμο, αἰσθάνθηκα τέτοια χαρά, πού νόμισα ὅτι βρῆκα τόν ἴδιο τόν Χριστόν μας!
Τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, ἀδελφοί;
Ἔνοιωσα τέτοια παρηγοριά, τέτοια ἀγαλλίαση καί τόση δύναμη μπῆκε μέσα μου, πού ἡ καρδιά μου πῆγε νά σπάσει ἀπό χαρά.
Τά συναισθήματά μου δέν περι-γράφονται!
Ἀπέναντί του ὅλες οἱ θεολογικές μου γνώσεις ἐκμηδενίστηκαν, μπροστά στόν δικό του ἁπλό, μά προφητικό λόγο.
Εἶναι ἕνας πραγματικός Ἅγιος!
(Γέροντας Ἱερώνυμος, ὁ Ἡσυχαστής τῆς Αἴγινας, ὑπό Πέτρου Μπότση, Ἀθῆνα 2006, σελ. 11 ἑπ.)


Τέτοιες εἶναι οἱ διηγήσεις ὅλων, ὅσοι συνάντησαν τόν Γέροντα Ἱερώνυμο τῆς Αἰγίνης.
Μέσα ἀπό τίς διηγήσεις αὐτές καί ἀπό τούς λόγους τοῦ Ὁσίου θά τόν γνωρίσουμε καί 'μεῖς σήμερα!
Ὁ Ὅσιος γέροντας Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἕνας ἀπό τούς ἁγιώτερους ἀνθρώπους, πού ἔζησαν τόν περασμένο αἰῶνα.
Πατρίδα του ἦταν ἡ Ἀνατολή.
Τό Γκέλβερι τῆς Καπαδοκίας!
Γεννήθηκε τό 1883 καί κοιμήθηκε τό 1966!

Ὅταν ἔβλεπε κανείς τόν Γέροντα Ἱερώνυμο, νόμιζε ὅτι βλέπει ἕναν ἀπό τούς μακαρίους ἀσκητάδες τῆς ἐρήμου τῆς Αἰγύπτου καί τῆς Μεσοποταμίας!
Μετέφερε μέχρι σέ μᾶς τό πνεῦμα καί τήν ζωή τῆς μυροβόλου ἐρήμου τῆς Ἀνατολῆς!
Καί εἶναι νά ἀπορεῖ κανείς, πῶς ἔφτασαν μέχρι τίς ἡμέρες μας τέτοιοι ἄνθρωποι ἀγάπης Θεοῦ καί προσευχῆς!

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ διαρκής, σέ ὅλη του τήν ζωή, ὁλοκάρδια προσευχή του πρός τόν Θεόν, «μή μέ πάρεις Κύριε, ἄν δέν γίνω ὅλος Σός! Σός!"
Ὁ Χριστός μας εἶχε γίνει ἡ ἀναπνοή του, τό φῶς του, ἡ ζωή του.
Εἶχε γίνει, ὅταν ἔφυγε γιά τήν αἰώνια καί ἀληθινή ζωή, ὅλος τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ, τόν Ὁποῖον  ποθοῦσε καί λάτρευε νυχθημερόν. 
Ὁ Ἰησοῦς εἶχε γίνει ἕνα μέ τό πνεῦμα του! Ζοῦσε «οὐκέτι αὐτός ἀλλά ὁ Χριστός ἐν αὐτῷ».
Ἡ ψυχή του ἔγινε κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Τά ὡραιότερα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ἀγάπη, ἡ εἰρήνη, ἡ πραότητα, ἡ ἀγαθοσύνη καί ἡ  ἐγκράτεια φανερώνονταν  στό πρόσωπό του!
Μέ τά καλά του ἔργα δοξαζόταν τό ὄνομα τοῦ Πατρός ἡμῶν τοῦ ἐν τοῖς οὐρανοῖς, ἀφοῦ καθημερινά πρόσφερε στούς φτωχούς τῆς Αἴγινας ἀπό τό ὑστέρημά του καί ἀπό ἐκεῖνα πού τοῦ ἔδιναν οἱ ψαράδες καί οἱ πλουσιότεροι, πού τόν εὐλαβοῦντο ἀπεριό-ριστα, γνωρίζοντας τό ἀπέραντο ἔλεός του καί τήν ἀγάπη του γιά τούς ἀδυνάτους καί τούς κατατρεγμένους.  Στό πρόσωπό του ἔβρισκαν οἱ χῆρες καί τά ὀρφανά τήν στοργή καί τήν παρηγοριά, πού ἔλειπε ἀπό τόν κόσμο! 
Ἦταν ἄγγελος παρηγοριᾶς γιά ὅλους. Ὅλη μέρα ἀνακούφιζε τόν ἀνθρώπινο πόνο, καί τήν νύχτα τήν περνοῦσε προσευχόμενος μετά δακρύων καί βαθυτάτων ἀναστεναγμῶν καί ὀδύνη ψυχῆς γιά τούς ἀνθρώπους.
Μόνος, μόνῳ Θεῷ, ἡσυχάζοντας καί ἐντρυφώντας στό γλυκύ μέλι τῆς κοινωνίας μέ τόν Οὐράνιο Πατέρα μας!
Ἔλεγε:
" Ὅταν προσεύχομαι γιά τούς ἀδελφούς μου, δίνω κάτι ἀπό τόν ἑαυτό μου, ἡ καρδιά μου ματώνει! Προσευχή πού δέν ἔχει πόνο καί δάκρυ δέν εἶναι προσευχή!"

Ὁ λόγος του εἶχε σοφίαν!
Ὁμιλοῦσε πάντα μέ σοβαρότητα.
Λόγος ἀργός δέν ἔβγαινε ἀπό τά χείλη του.
Ὡς ἀνατολίτης ὅπου ἦταν, ὁμιλοῦσε πολλάκις ἀποφθεγματικῶς:
"-Θεολόγος εἶσαι, γράμματα ἠξεύρεις, φόβον Θεοῦ δέν ἔχεις, τότε τέχνην κατέχεις."
Δηλ. ἄν εἶσαι ἀπόφοιτος τῆς Θεο-λογίας, θά ἔχεις διαβάσει πολλά βιβλία, θά ξέρεις πολλά γράμματα, ἀλλά ἄν δέν ἔχεις καί φόβον Θεοῦ, τότε μόνον ἐπάγγελμα ἔχεις καί ὄχι τήν ὑψηλήν τέχνην τῆς Θεολογίας.

Ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, ἀγάπησε τήν ἡσυχίαν καί τήν προσευχήν.
Δάσκαλός του ἦταν ὁ ἁγιασμένος Μισαήλ, πού ἀνέβαινε τήν Πέμπτη στά βουνά καί ἐπέστρεφε τήν Κυριακή γιά τήν Λειτουργία!
Ἐκεῖ, αὐτή ἡ εὐλογημένη ψυχή, ὁ ἀγάς-Μισαήλ, ὕψωνε τά χέρια του σέ προσευχή, ἀπό φυλακῆς πρωϊας μέχρι νυκτός καί μέ δάκρυα καί ἀναστεναγμούς προσευχόταν πρός τόν Κύριο.
Τόση δέ κατάνυξη εἶχε καί δάκρυα εἰς τήν προσευχήν, ὥστε ἁρπαζόταν σέ θεία θεωρία. Πολλές φορές ἀπό τήν μεγάλη ὀδύνη καί τήν ἔνταση τῆς προσευχῆς μαζί μέ τά δάκρυα ἔβγαινε καί αἷμα ἀπό τά μάτια του στήν προσευχή!
Τήν κατανυκτική προσευχή τήν διδάχθηκε ἀπό ἄγγελον!
Ὁ Μισαήλ ἦταν ἔγγαμος καί μέ οἰκογένειαν!
Εἶχε δέ καί μίαν θυγατέρα, ἡ ὁποία ἀπό μειράκιον τόν ἐμιμεῖτο, ἔκανε ὅ,τι ἔκανε καί ὁ πατέρας της.
Μπρούμυτα ἐπί ὧρες ὁ Μισαήλ, μπρούμυτα κι αὐτή!
Δάκρυα ὁ Μισαήλ στήν προσευχή, δάκρυα κι αὐτή!
Τόσον δέ εἶχε προχωρήσει στήν προσευχή, ὥστε, ὅταν ἔγινε κοράσιον 18-20 ἐτῶν ἔφτασε εἰς τό μέτρον τῆς Θεοφορίας. καί λόγον  Θεοῦ εἶχεν καί ἄλλους ἐδίδασκεν!
Ὅσο μεγάλωνε, τόσο ἤρχοντο γυναῖκες νά ὁμιλήσουν μέ αὐτήν πνευματικά. Οἱ ἄνδρες πήγαιναν εἰς τόν Μισαήλ καί οἱ γυναῖκες εἰς τήν θυγατέρα του. Καί ἤκουον κατανυκτικόν λόγον, καί εἶχον πένθος, μέ δάκρυα καί ἀναστεναγμούς. Μεγάλο ὄφελος ἐγίνετο εἰς τούς Χριστιανούς, ὄχι μόνον εἰς τό Γκέλβερι, ἀλλά καί στά γύρω χριστιανικά χωριά.
Ἀσθένησε ὅμως ἡ θυγατέρα τοῦ Μισαήλ βαρειά πρός θάνατον. Πολύ ἐστενοχωροῦντο οἱ γυναῖκες διά τόν θησαυρόν πού θά ἔχαναν. Πῆγαν λοιπόν εἰς τόν Μισαήλ καί τοῦ λέγουν νά κάνει ἐκτενῆ προσευχή νά γίνει καλά ἡ κόρη του, ὄχι τόσον διότι ἦτο θυγατέρα του ἀλλά διότι τούς ἦτο παρήγορος ἄγγελος μέσα εἰς τά βάθη τῆς Τουρκιᾶς, καί ἄν ἀπέθνησκε, θά στέρευε ἡ πηγή ἀπ' ὅπου ἐλάμβαναν ὕδωρ ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον καί ἐδροσίζοντο.
Ἔκανε προσευχή ἀπό ὑπακοή ὁ Μισαήλ καί ἀκούει φωνήν:
" Ἐγγυᾶσαι";
"Οὔτε κἄν ἐσκέφθην," εἶπε ἀργότερα.         
" Ἐγώ δέν δύναμαι νά δώσω ἐγγύησιν διά τόν ἑαυτόν μου ἀκόμη, δέν γνωρίζω τί φέρνει ἡ ἐπιοῦσα, καί πῶς νά ἐγγυηθῶ διά τήν θυγατέρα μου; Σύ Κύριε, ὅπως θέλεις νά ποιήσεις. Γενηθήτω τό θέλημά Σου τό ἅγιον ἐν παντί".
 

Πρός ἑσπέραν ἔρχεται ἀγγελιοφόρος καί τοῦ λέγει ὅτι ἐκοιμήθη ἡ θυγατέρα του καί νά σπεύσει πρός ἐνταφιασμόν αὐτῆς!

Αὐτός ὁ πνευματοφόρος πατήρ δίδαξε καί τόν Ἅγιον Ἱερώνυμο τήν προσευχή μέ δάκρυα, ὅπως τήν ἔλεγαν στήν πατρίδα του, τήν Ἀνατολή, γιατί δέν γνώριζαν τόν ὅρο καρδιακή προσευχή.
Δίδασκε ὁ Ὅσιος Γέροντας ἀργότερα, ὅτι:
-Ἐάν δέν ἔλθουν δάκρυα στήν προσευχή, ἡ προσευχή δέν εἰσακούεται.
-Νά μήν σηκωθεῖς ἀπό τήν προσευχή, ἐάν δέν χύσεις ἔστω καί ἕναν κόμπο δάκρυ!
-Πρέπει νά βρέξει στήν προσευχή, δηλ. πρέπει νά χύσεις δάκρυα, γιά νά εἰσακουστεῖς ἀπό τόν Θεόν.

Ἡ ἁγία ζωή του ἐνέπνευσε πολλούς νέους καί νέες, πού τον ἀκολουθοῦσαν καί τοῦ ἦταν ἀπόλυτα ἀφοσιωμένοι. Μαζί πήγαιναν σέ διάφορα ξωκκλήσια γιά νά κάνουν ἐσπερινό καί προσευχή.
Οἱ ἐμπειρίες πού ἔζησαν μαζί του σ' αὐτές τίς προσευχές ἔμειναν ἀλησμόνητες!
Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού τόν εἶδαν μετάρσιο τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, ν' ἁρπάζεται ὁ νοῦς του στά οὐράνια καί νά μή συμμετέχει μέ καμμιά αἴσθησή του στά ἐγκόσμια! 
Τόν ἔβλεπαν πολλές φορές μέσα στό φῶς τήν ὥρα τῆς ἑνώσεώς του μέ τόν Θεόν, ἔχοντας ὑποστεῖ τήν καλήν ἀλλοίωσιν.
Ἦταν φοβερή ἡ ἐμπειρία, ὅπως διηγοῦνται αὐτόπτες μάρτυρες. Τούς προειδοποιοῦσε ὅμως νά μήν φανερώσουν σέ ἄλλους αὐτό πού ἔβλεπαν!
-Δέν εἶναι τίποτε, αὐτό κόρη! Ὑπάρχουν πολύ ἀνώτερα!
-Μήν πεῖς σέ κανένα τίποτε γιά ὅ,τι ἐπέτρεψε ὁ Θεός νά δεῖς!
Εἶπε σέ μία αὐτόπτη μάρτυρα, πού συγκλονίστηκε στήν συνάντησή της μέ τόν Γέροντα, ὅταν τόν εἶδε προσευχόμενο!

Ἐνεθυμεῖτο ὁ  Γέροντας τήν πατρίδα του στήν Καπαδοκία, γιατί ἀγαποῦσε πολύ τήν ἡσυχία καί ἔλεγε, πῶς ἐκεῖ ὑπῆρχαν πολλοί ἥσυχοι τόποι γιά προσευχή!
Ἐν συγκρίσει μέ ἐδῶ, τά σπίτια μας στήν Ἀνατολή ἦσαν ὡσάν μοναστήρια!
Ὅλοι ἐνήστευον, προηύχοντο μέ δάκρυα, ἀγρυπνοῦσαν, τραγούδια κοσμικά δέν ἠκούοντο!
Ἄν κανείς τραγουδοῦσε ἄσματα κοσμικά, ἀμέσως ἤκουες οἱ μεγαλύτεροι νά τοῦ λέγουν:
-Ἁμαρτία, ἁμαρτία, σεϊτάν λαρί.
Καί ἤρχιζαν νά λέγουν διάφορους ὕμνους ἐκκλησιαστικούς.

-Ὅταν ἤλθαμε στήν Ἑλλάδα μετά τήν ἀνταλλαγή πολλά ἐσκανδαλίσθημεν, εἴπαμε:
-Ἀμάν ποῦ ἤλθαμε, ἄν ἦταν δυνατόν μέ τό πρῶτον νά ἐπιστρέφαμε πίσω εἰς τήν πατρίδα μας τήν Ἀνατολήν.
-Ἀλλά ποῦ ἡ ἀνατολή!
-Ἔσβησε αὐτή ἡ λυχνία τῆς Ἀποκαλύψεως καί γιαὐτό ὁ παρών χειμών πού ἔχει κατακλύσει τά πάντα!
-Οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ δέν προσηύχοντο, δέν νήστευαν, δέν ἀγρυπνοῦσαν, δέν ἐνεδύσκοντο σεμνά, τραγουδοῦσαν ἄσματα κοσμικά.
-Δέν γνώριζαν ποιά εἶναι ἡ δεξιά ὁδός καί ποιά ἡ ἀριστερά.
Κοντά εἰς τόν Γέροντα Ἱερώνυμο ἔβρισκαν οἱ ἄνθρωποι τό ὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον (Ἰω. δ΄ 14).
Ὁ Γέροντας ἦταν διορατικός!
Ὁ π. Παντελεήμων ἀπό τήν Βοστώνη θά πεῖ:
Ἐγνώρισα στήν ζωή μου μέχρι ἔξι διορατικούς ἀνθρώπους, ἀλλά εἰς τόν Γέροντα Ἱερώνυμον τό διορατικόν καί προορατικόν χάρισμα ἦταν πλέον ἐμφανές ἀπό ὅλους!
Πολλούς, τούς ἀποκαλοῦσε μέ τό ὄνομά τους, πού τούς ἔβλεπε γιά πρώτη φορά.
Σέ ἄλλους ἀπαντοῦσε στίς σκέψεις τους, χωρίς ἐκεῖνοι νά τίς φανερώσουν.
Προέλεγε συχνά πράγματα πού συνέβαιναν μετά ἀπό ἀρκετό καιρό.
Γιαὐτό ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι κοντά του ὥς αἱ διψασμένοι ἔλαφοι γιά νά ξεδιψάσουν  ἀπό τόν λόγο του καί νά τοῦ ἐναποθέσουν τίς μέριμνές τους καί τόν πόνο τους!
Γιά ὅλους εἶχε ἕναν καλό λόγο.
Ἦταν γιά ὅλους πατέρας καί ἀδελφός!
Ἐκεῖνο ὅμως πού στήριζε περισσότερο τούς πονεμένους ἦταν ἡ ἀδιάλειπτη καί μέ δάκρυα καί πόνο διαρκής προσευχή του γι’ αὐτούς.

Ὁ Γέροντας χειροτονήθηκε διάκονος ἀπό τόν Μητροπολίτη Ἰκονίου Ἀθανάσιο καί ὁδήγησε στήν πατρίδα του πολλούς στήν Θεογνωσία. Ἡ ἐπιρροή του ἦταν τόσο μεγάλη, πού φοβήθηκαν οἱ ἄνδρες, μήπως οἱ γυναῖκες τους τούς ἐγκαταλείψουν καί φύγουν, καί γίνουν μοναχές!
Ἔτσι ὁ μισόκαλος ξεσήκωσε πόλεμο ἐναντίον του καί ἀναγκάστηκε νά φύγει ἀπό τήν ἀγαπημένη του Καπαδοκία καί νά πάει ἀρχικά στούς Ἁγίους Τόπους, ὅπου ἔμεινε ἐννιά μῆνες, στήν Μονή τοῦ Τιμίου Προδρόμου.
Ὅσες φορές στήν συνέχεια μιλοῦσε γιά τούς Ἁγίους Τόπους, τά μάτια του γέμιζαν μέ δάκρυα.
Ὅλους, ἀργότερα, τούς προέτρεπε νά πᾶνε ὁπωσδήποτε μιά φορά στά Ἱεροσόλυμα νά προσκυνήσουν, ἐκεῖ ὅπου ἔστησαν οἱ πόδες Αὐτοῦ, ὅπου ἡ Βηθλεέμ, ὁ Γολγοθᾶς καί ἡ Ἀποκαθήλωση, ὁ Πανάγιος Τάφος καί τά Πανάγια προσκυνήματα!
 
Ἦλθε στήν συνέχεια στήν Πόλη!
Ὑπηρέτησε ὡς διάκονος στό Πατριαρ-χεῖο, ὅπου πολλές φορές ἔκανε καί κηρύγματα. Μέ τήν φροντίδα του χτίστηκε πενταόροφο σχολεῖο, στήριξε τούς Ἕλληνες τῆς Πόλης. Ἔκανε συχνότατες ἀγρυπνίες στόν Ἅγιο Γεώργιο καί στόν Ἅγιο Σπυρίδωνα, ὅπου συμμετεῖχαν ἑκατοντάδες πιστοί κάθε φορά.
Ὁ κόσμος στήν Πόλη δέν εἶχε ξανασυναντήσει τέτοιον ἄνθρωπο καί ἔτρεχε κοντά του, τόν ἀγκάλιασε καί τόν ἀγάπησε πολύ. Πνευματικά καί ὑλικά στήριξε πολλούς ὁ ἅγιος Γέροντας, πού μετά τήν ἀνταλλαγή τοῦ '22 ἦλθαν στήν Ἑλλάδα, ξανα-συναντήθηκαν μαζί του καί μᾶς διηγήθηκαν θαυμαστά περιστατικά ἀπό τήν ζωή του.

Ἀγαπώντας ὑπέρ πάντα τήν ἡσυχία, ὁδηγήθηκε στήν Αἴγινα, ὅπου ἡ ἡσυχία τοῦ νησιοῦ, ἡ ἁπλότητα τῶν κατοίκων καί ἡ παρουσία τόσων ἁγίων, μέ προεξάρχοντα τόν νεοφανῆ Ἅγιο Νεκτάριο, ἀνέπαυσαν τήν φιλόχριστη ψυχή του. Ἔχτισε μέ δικούς του κόπους καί ἔξοδα τόν Ναό τοῦ Ἁγίου Διονυσίου στό Νοσοκομεῖο τῆς Αἰγίνης.
Χειροτονήθηκε ἱερεύς, καί ὅσοι τόν ἔζησαν ὡς λειτουργό τοῦ Ὑψίστου, ἔζησαν οὐράνιες ἐμπειρίες. Μετέδιδε στούς πιστούς τήν κατάνυξη, πού ἔνιωθε ὁ ἴδιος καί τούς ἔκανε νά ζοῦν μέσα σέ μιά οὐράνια ἀτμόσφαιρα, γεμάτη θεία ἔξαρση, πλήρη παρουσίας ἀγγέλων.
Ἔλεγε πρός τούς ἱερεῖς τά ἑξῆς θαυμαστά:
-Ἄν δέν ἰδεῖς τόν ἄγγελόν σου, δίπλα σου, στό ἅγιο θυσιαστήριο, μή λειτουργήσεις, ἀποκαλύπτοντας προφανῶς τίς δικές του θεοπτικές ἐμπειρίες, πού εἶχε ὅταν λειτουργοῦσε.
-Ἀγγέλους ἔχεις συλλειτουργούς;
-Κάθε ἡμέρα νά λέγεις τό ἀπολυτίκιον τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος. Κάθε ἡμέρα ὑπάρχει Ἄγγελος δίπλα ἀπό τόν ἱερέα, ὅταν εἶναι στό Θυσιαστήριον.
-Ὁ μακαρίτης ὁ Γεροντάς μου δέν ἠμποροῦσε νά πεῖ "τά Σά ἐκ τῶν Σῶν", ἀπ' αὐτά πού ἔβλεπε. Εἰκοσιέξι ἡμέρες νήστεψε. Οὔτε ψωμί δέν ἔτρωγε. Μόνον ἀντίδωρο!

Τήν ἱερωσύνη τήν θεωροῦσε πολύ σπουδαῖο πρᾶγμα ὁ Γέροντας καί ὑπούργημα βαρύ!
-Ὁ τάδε, πού μοῦ ἔστειλες πρό καιροῦ, χειροτονήθηκε ἤ οὔ;
Ἐρώτησε κάποτε ἕναν ἀδελφό.
-Χειροτονήθηκε, ἀπάντησε, καί ἤδη ὑπηρετεῖ ὡς ἱερεύς.
-Ἐάν δύναται νά σηκώσει τήν Αἴγιναν εἰς τήν ράχην του, τότε καλῶς ἔπραξε, ἐάν ὄχι, τότε κακῶς!
Λέει του ἡ Γερόντισσα Εὐπραξία:
-Τί ὅλο λέεις τέτοια πράγματα καί τρομάζεις τούς ἀνθρώπους;
-Δέν πρέπει νά χειροτονοῦνται οἱ ἄνθρωποι καί νά γίνονται ἱερεῖς; Πῶς θά λειτουργοῦν οἱ ἐκκλησίες; Καί πῶς θά κοινωνοῦν οἱ Χριστιανοί;
-Καλογραία, εἶπα καί οὕτως ἐστίν, καθώς εἶπα.
-Βαριά ἡ ἱερωσύνη! Ὅποιος ἔχει νοῦν καί κατανοεῖ!...
Ἀκούοντας τέτοια ἐξαίσια οἱ ἱερεῖς ἀκροατές του, οἱ ἴδιοι συγκλονίζονταν καί ἐταλάνιζαν ἑαυτούς, γιατί κλήθηκαν νά σηκώσουν τέτοιο βάρος!
Τό βάρος τῆς ἱερωσύνης!

Ὁ ἴδιος πολύ λίγο ἐλειτούργησε, ὅταν χειροτονήθηκε. Στίς σαράντα ἡμέρες εἶδε μία φοβερή ὁπτασία. Εἶδε μέσα εἰς τό ἅγιον Ποτήριον τόν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν νά λάμπει ὡς βρέφος καί ἀπό τότε δέν ἤθελε νά ξαναλειτουργήσει!
Μέ πολύν κόπον καί φόβον, ἐδέχθη νά λειτουργεῖ μέχρις ἐξευρέσεως ἄλλου κληρικοῦ καί μόνον ἐπί ἑξάμηνον. Τοῦτο τό ἀπεκάλυψεν ὁ ἴδιος στόν π. Ἰγνάτιο, κατά τήν Ἑορτήν τῶν Γενεθλίων τῆς Θεοτόκου, κατά τήν διάρκεια τῆς ἀγρυπνίας, ὅταν ἐκεῖνος ἦλθε ὡς ἐφημέριος εἰς τόν ναόν τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, πού εἶχε χτίσει ὁ Γέροντας!  (Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ὑπό Σωτηρίας Νούση, Ἀθῆνα 1986, σελ. 105).

Ἄλλη φορά, διηγεῖτο ὁ Γέροντας, διά ἕνα ἱερέα, ὅπου εἶχαν εἰς τό Γκέλβερι, Ἰωάννης τό ὄνομα, ἔγγαμος καί μέ οἰκογένεια. Ἦτο πολλά κατανυκτικός, καί ὅταν λειτουργοῦσε, δάκρυζε, ἀναστέναζε, καί ἔκλαιγε ὡσάν μικρό παιδί. Πολλάκις ἀργοῦσε εἰς τόν καιρόν τῆς ἐπικλήσεως, ὅταν καθαγιάζοντο τά τίμια δῶρα, πέντε λεπτά, δέκα λεπτά, δεκαπέντε λεπτά, καί πάνω. Οἱ ψαλτάδες δέν ἤξεραν τί νά κάνουν. Ἔπεφταν εἰς ἀμηχανίαν! Ἔψελναν ἀργά τό "Σέ ὑμνοῦμεν, Σέ εὐλογοῦμεν, ..." μιά φορά, δυό φορές, τρεῖς -μετά δέν ἤξεραν τί νά ψάλλουν. Νά ἀρχίσουν Πολυέλεο; Μά δέν πήγαινε. Νά ψάλλουν κοινωνικό; Μά κι' αὐτό δέν ἅρμοζε. Δέν ἤξεραν τί νά κάνουν. Λέγουσι μίαν ἡμέραν εἰς τούς μαθητάς τοῦ πατρός Ἰωάννου: Ὁ Δάσκαλος ἀργεῖ πολύ τόν καιρό τῆς ἐπικλήσεως, καί ἡμεῖς πέφτουμε εἰς ἀπόγνωσιν, τί νά κάνουμε. Ψέλνουμε συνέχεια τό "Σέ ὑμνοῦμεν", μά ὁ εὐλογημένος δέν τελειώνει, δέν ἀκοῦμε τό " Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου", καί γίνεται χασμωδία ἔξω.
Αὐτοί πάλιν λέγουσιν εἰς τόν πατέρα Ἰωάννη:
-Σεβάσμιε πάτερ, πολλάκις ἀργεῖς εἰς τόν καιρόν τῆς ἐπικλήσεως, καί οἱ ψαλτάδες καί ὁ λαός περιμένουν ἔξω. Οἱ ψαλτάδες πέφτουν εἰς ἀπόγνωσιν καί ἀμηχανίαν, τί νά λέγουν. Συγχώρησον, δέν δύνασαι νά τελειώνεις τήν εὐχήν, διά νά μήν γίνεται χασμωδία;
Ἐκεῖνος ὁ εὐλογημένος τούς λέει εἰς ἀπάντησιν:
-Πῶς θά γίνει αὐτό;
-Εὔκολον, τοῦ λέγουσιν.
-Ἐκεῖ ὁποῦ εἶσαι μπρούμυτα, νά σηκώνεσαι, καί σφραγίζοντας τά τίμια δῶρα μέ τήν δεξιάν σου εἰς σημεῖον τοῦ τιμίου σταυροῦ, νά λές: "Καί ποίησον τόν ἄρτον τοῦτον ... καί τό ποτήριον τοῦτο..." καί τά λοιπά λόγια τῆς εὐχῆς, καί οὕτω νά τελειώνης".
-Τήν εὐχήν, τούς ἀπαντᾶ, γινώσκω, καί εἰς τήν φυλλάδα ἐστί γεγραμμένη, ἀλλ' οὐ δύναμαι.
-Πῶς δέν δύνασαι, πατέρα μας; Συγχώρησόν μας, εὖκολον εἶναι! Μόνο νά ἀναγινώσκεις τήν εὐχήν καί νά σφραγίζεις τά τίμια δῶρα καί ἔτσι τελειώνουμε.
-Αὐτό εὖκολον οὐκ ἔστιν, ὅτι πῦρ γύρω τῆς τραπέζης καί δέν δύναμαι.
-Τήν εὐχήν λέω ἕως ἑνός σημείου, ἀλλά ἐξαίφνης ὁρῶ πῦρ γύρω τῆς τραπέζης -δύο τρία μέτρα ὕψος, καί οὐ δύναμαι νά εἰσέλθω εἰς τό πῦρ νά σφραγίσω τά τίμια δῶρα. Φόβος και τρόμος τότε ἐκεῖ καί οὐκ οἶδα τί ποιήσω.

-Πίπτω χαμαί, κλαίω, ἀναστενάζω. ἱκετεύω τόν Πατέρα τῶν φώτων, τόν τατλή Ἰησοῦν, τό Πανάγιον Πνεῦμα. "Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου!" φωνάζω, "Πλαστουργέ μου! Θεέ μου! φεῖσαι τοῦ πλάσματός Σου καί ἄρον τάς φλόγας ταύτας εἰς τό εἰσελθεῖν με καί σφραγίσαι τά τίμια δῶρα"!
-Τότε σηκώνω τά ὄμματά μου καί ἀτενίζω πρός τήν ἁγίαν τράπεζαν. Ἐάν αἱ φλόγες ἔχουσιν καταπαύσει, σηκώνομαι καί σφραγίζω τά δῶρα. Ἐάν οὔ, τότε προσεύχομαι πάλι καί ἱκετεύω μετά δακρύων καί ἀναστεναγμῶν ἕως ὅτου, εἴτε καταπαύσει τό πῦρ, εἴτε εὑρεθεῖ τρόπος ἵνα εἰσέλθω εἰς τό καταπέτασμα τοῦ πυρός χωρίς νά καῶ. Πότε - πότε, καταπαύει τό πῦρ καί γίνονται ὅλα ὅπως τό πρίν. Πότε-πότε, χωρίζουν αἱ φλόγες ἔνθεν καί ἔνθεν, καί γίνονται καμάρα, καί οὕτως τρέμων εἰσερχόμαι καί τολμῶν ἐκτείνω τήν χεῖρα μου καί σφραγίζω τά τίμια δῶρα.
 
Ἀκούοντας τοιαῦτα ἐξαίσια, δέν ἐνόχλησαν ἄλλην φοράν τόν πάτερ Ἰωάννην περί τόν χρόνον τῆς ἐπικλήσεως!

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ