«Καμμία φορὰ ὁ κόσμος ἀγριεύει, καὶ ὅταν ἔχει καὶ ὅταν δὲν ἔχει. Ὅταν δὲν ἔχει, ἀγριεύει χειρότερα».
«Ποτὲ μὴν πεῖτε ὅτι εἶμαι ἐγὼ καὶ περιφανεύεστε, καὶ σηκώνετε τὸ κεφάλι ψηλά. Γιατὶ θά ‘ρθεῖ μία ὥρα ποὺ θὰ χτυπήσει, θὰ σὲ ἀνεβάσει πάνω στὸ λευκάδι –βγαίναμε ἔξω καὶ μᾶς ἔδειχνε τὸ λευκάδι– καὶ μετὰ θὰ σὲ πετάξει κάτω, στὴ ρίζα».
«Θὰ μιλᾶς σὲ ὅλον τὸν κόσμο. Καὶ σ’ ἕνα μικρὸ παιδάκι θὰ μιλᾶς· θὰ τὸ λὲς καλημέρα. Κι αὐτὸ εἶναι σπλάχνο τοῦ Θεοῦ. Ἄσε ποὺ εἶναι μικρό. Γέννημα θρέμμα τοῦ Θεοῦ εἶναι».
«Ἡ περηφάνεια δὲν εἶναι ζωή. Σκαλιὰ κάνει ὁ Θεός. Ἀλλὰ ποιός τὰ ξέρει τὰ σκαλιά; Σὲ ἀνεβάζει καὶ ὕστερα σὲ κατεβάζει».
«Ἐγὼ εἶμαι πολλὰ ἁμαρτωλή. Πῶς θὰ ἀξιωθῶ νὰ δῶ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ;»
«Ἐλᾶτε ὅλοι, μικροὶ μεγάλοι, ἐλᾶτε στὴν Παναγία· ἂν ἀγαπᾶτε, ἐλάτε στὴν Παναγία».
«Ἄχ, ἂν κάνουμε ἕνα καλό, λέμε κάναμε ἕναν καλόν. Μὲ ποιά δύναμη κάναμε τὸ καλό; Μὲ τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ· ἔδωσέ σε ὁ Θεὸς εὐλογία καὶ ἔκανες τὸ καλό».
«Μικροὶ μεγάλοι νὰ ἔρθουν στὴν μετάνοια, νὰ μετανοοῦν. Νὰ γνωρίζουν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ἐπάνω. Αὐτοὶ δὲν τὸ γνωρίζουν, σὰν τὰ ἄλογα ζῶα τρῶνε τὴν Παρασκευή. Παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μετανοοῦν, αὐτοὶ δὲν μετανοοῦν».
«Σᾶς παρακαλῶ, ὅποιος κάνει ὑπομονή, χαρὰ σ’ αὐτόν. Ὅποιος κάνει ὑπομονή, σὰν τὸν ἥλιο θὰ λάμψει. Πολλὴ ὑπομονὴ νὰ κάνετε».
«Τὸ στόμα τὸ χρυσὸ ἐμίλησε καὶ εἶπε: Οἱ πεθεράδες νὰ σκεπάζουν, οἱ γεροντάδες νὰ σκεπάζουν. Οἱ νέοι νὰ φυλάγουν τὰ λόγια του Θεοῦ· τριαντάφυλλα στὸ στόμα, χρυσὸ κρασάκι στὸ στόμα (=ἡ Θεία Κοινωνία), νὰ εἶναι πάντα μὲ τὸν Θεόν.»
«Καὶ οἱ νέοι νὰ βάλουν στὸ νοῦ τους τὰ παντάψηλα τοῦ Θεοῦ λόγια. Τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ σὰν τριαντάφυλλα νὰ εἶναι μέσα εἰς τὴν καρδίαν».
«Τὸ στόμα νὰ γίνει βασιλικὸς καὶ τριαντάφυλλον».
«Ἐγὼ χορτάτη εἶμαι ἀπ’ ὅλα· μόνον θυμίαμα δὲν χορταίνω, καντήλια, –πῶς νὰ στὸ πῶ;– κεριὰ δὲν χορταίνω».
«Ὅταν δίνετε νὰ μὴ λέτε ἔδωσα, ἔχασα, τάισα. Ὁ Θεὸς σᾶς ἔδωσε τὰ ὑπάρχοντα, ὁ Θεὸς ἔδωσε εὐλογία, γιὰ νὰ δίνετε· ὅταν ἔρχονται ἀπὸ μακριά, νὰ φιλοξενεῖτε καὶ νὰ τὰ δίνετε ὅλα».
«Δῶσε στοὺς φτωχούς. Ἐμεῖς εἴμαστε ἀχόρταγοι, ἀνόητοι, βλάσφημοι, λαίμαργοι».
«Ἐγὼ θὰ φύγω, ἀλλὰ νὰ ξέρετε· ἡ λαιμαργία θὰ χάσει τὸν κόσμον, ἡ λαιμαργία καὶ ἡ ὑπερηφάνεια».
«Ὁ Θεὸς περιμένει, περιμένει».
«Ἡ Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στὸν Υἱόν της:
«Υἱέ μου καὶ Θεέ μου, δῶσε στὸν κόσμον σοφία. Συγχώρησε τὸν κόσμον.» Παναγία μου, προσκυνῶ τὴν χάρη σου. Ὁ Κύριος λέγει: Ἐγὼ κατέβηκα, σταυρώθηκα, καρφώθηκα καὶ αὐτοὶ δὲν πιστεύουν.» Ἀναμένει ὁ Θεός, ἀναμένει. Κάνει ὑπομονή».
«Πολλὰ ὑπομονήν· πολλὰ ὑπομονήν.
«Τὰ μάτια κλειστά, τὸ στόμα κλειστό, τὰ αὐτιὰ κλειστά, γιὰ νὰ κερδίσουμε. Ὁ κόσμος τί κάνει, τί εἶδες, τί ξέρεις; Δὲν εἶδα τίποτα, δὲν ξέρω, χαπὰρ κι ἔχω (=δὲν ἔχω χαμπέρι, δὲν παίρνω εἴδηση). Δὲν ἀκούω, δὲν βλέπω».
«Μυρίζω χῶμα, τὸ χῶμα μᾶς ἔπλασε, στὸ χῶμα θὰ πᾶμε. Ἐλᾶτε ἐσεῖς ποὺ εἶστε καλοί, θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα».
«Τὸ καλὸν τὸ σῶμα θὰ ἁγιάσετε τὸ χῶμα, τὸ σῶμα τὸ κακὸν θὰ βρωμίσει τὸ χῶμα. Νὰ μετανοήσετε, νὰ πάρετε τὸν δρόμο τοῦ Θεοῦ».
«Ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ κάνει σοφὸν τὸν ἄνθρωπο. Ποιός εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ; Ὄχι νὰ φοβᾶσαι τὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ φοβᾶσαι νὰ μὴν στενοχωρήσεις τὸν ἄλλο, νὰ μὴν τὸν βλάψεις, νὰ μὴν τὸν ἀδικήσεις, νὰ μὴν τὸν κατηγορήσεις. Αὐτὴ εἶναι ἡ σοφία. Ὕστερα τὰ ἄλλα, γιὰ νὰ ζήσεις, σὲ φωτίζει ὁ Θεὸς τί νὰ κάνεις».
«Ἅμα τὰ πράγματα τὰ ἀφήκεις στὸν Θεό, ἔρχονται μονάχα. Μὴν προσπαθεῖς νὰ βγάλεις, ἅμα δὲν σὲ δώσει ὁ Θεός. Ὅσο τρέχεις, τόσο λίγο βγάζεις (=κερδίζεις)».
«Νὰ σκεπάζετε, νὰ σᾶς σκεπάζει ὁ Θεός».
«Τὸ σίδερο πῶς τὸ βάζουν στὴν φωτιὰ ἐπάνω, καὶ κοπανοῦνε. Καὶ κοπανίζουνε καὶ τὸ βάζουν στὴν φωτιά. Καὶ κοπανοῦνε καὶ πάλι τὸ βάζουνε στὴν φωτιά. Ἐμεῖς σὰν τὸ σίδερο πρέπει νὰ εἴμαστε».
«Ἂν κάποιος θυμώσει, νὰ πάει ἀμέσως νὰ μιλήσει, νὰ λέει δῶσε μου ἕνα κάτι, καὶ νὰ μιλήσει. Θυμὸν νὰ μὴν κρατοῦμε. Ὁ θυμὸς εἶναι κακὸν πράγμα. Ὅποιος εἶναι θυμωμένος καὶ ἀντίδωρο δὲν πρέπει νὰ παίρνει».
«Νὰ μὴν κάνετε χρέη, νὰ εἶστε ἐλεύθεροι, ἡ ψυχὴ νὰ φύγει ἀπάνω».
«Τὴν Κυριακὴ νὰ μὴν κάνεις οὔτε πίττες οὔτε τίποτα, μόνο τὶς πιὸ ἀναγκαῖες δουλειές. Ἡ Κυριακὴ εἶναι μέρα τοῦ Θεοῦ. Κυριακὴ νὰ μὴ δουλεύετε. Ὅποιος δουλεύει τὴν Κυριακὴ εἶναι κλέφτης. Τὰ χέρια του λερώνει, ὅπως οἱ κλέφτες. Τὴν Δευτέρα νὰ κάνετε καλωσύνες».
«Πολλὰ λόγια νὰ μὴ λέτε, λίγα καὶ εὐλογημένα. Νὰ ἀγαπᾶτε τὸν Θεὸν καὶ ἡ καρδία σας νὰ λάμπει ὡσὰν τὸν ἥλιον».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Σοφία, ἡ ἀσκήτισσα τῆς Παναγίας» ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου Κλεισούρας. (Περιοδικό Πειραϊκή Εκκλησία).
Πηγή: oikohouse.wordpress.com