Διακρινόταν
γιά τήν βαθειά της εὐλάβεια στά πράγματα τῆς ἐκκλησίας, τήν ὑπομονή καί
τό φίλεργο. Προερχόταν ἀπό ἕναν ἅγιο πατέρα, τόν ὁποῖο οἱ συμμορίτες
ἔπνιξαν στό Αἰγαῖο, κρεμώντας στόν λαιμό του μεγάλη πέτρα, γιατί εἶχε
γιό στόν στρατό.
Μετά ἀπό μέρες βρέθηκε τό λείψανό του ὄρθιο στήν θάλασσα, ὅπως τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ. Ἤτανε μάννα πέντε παιδιῶν.
Δέν
κάθισε ποτέ στό τραπέζι νά πιάση ψωμί, χωρίς κόπους καί ἱδρῶτες.
«Γέροντά μου» καί «Θεοκτιστέ μου» ἦταν οἱ προσφωνήσεις της. Τό ἀγαπητικό
αὐτό «μου» ἦταν πάντα
κάτω ἀπό τήν γλώσσα της. Ὁ σύζυγος, κομμάτι σκληρός καί μεμψίμοιρος, δέν ἄφηνε περιθώρια γιά πολλές χαρές.
κάτω ἀπό τήν γλώσσα της. Ὁ σύζυγος, κομμάτι σκληρός καί μεμψίμοιρος, δέν ἄφηνε περιθώρια γιά πολλές χαρές.
Κάπου – κάπου μᾶς ἔπαιρνε καί κάποιο τηλέφωνο.
– Τί κάνεις, κυρά- Σταυρούλα;
–
Προσπαθῶ νά ἀναπληρώνω τά ὑστερήματα, τά κενά τῆς νύφης, γιά νά μήν
ὀργίζεται ὁ πεθερός καί δημιουργῆται παροξυσμός στήν οἰκογένεια.
Ὅταν κάποτε ὁ ἀδελφός της προσπάθησε νά τήν πληγώση, τοῦ ἔδωσε τήν ἀπάντηση τῶν Ἁγίων.
– Ἔμαθε καί γράμματα ὁ γυιός σου, ἀλλά, ἀδελφή μου, τί ἔγινε; Καλογεράκος. Μήπως ἔγινε δεσπότης;
– Ἄκουσε, ἀδελφέ μου,τό δικό μου τό παιδί ἦταν ἄξιο νά γίνη μοναχός.
Καύχημα ἤτανε γιά τήν κυρά- Σταυρούλα πώς ὁ γυιός της ἦταν μοναχός καί παντοῦ τό διεκήρυττε:
– Ἔχω καί γιό μοναχό στό Ἅγιον Ὅρος.
Ὅταν καθόμασταν κατ’ ἰδίαν, μοῦ ἐκμυστηρεύετο:
–
Πολλές βολές τήν νύχτα ξυπνῶ καί ἀναρωτιέμαι: «Ἄραγε αὐτά τά παιδιά
ἔχουνε νά πορευθοῦνε; Ἐγώ ἀπόψε ἔβαλα κουτάλι στό στόμα μου αὐτά πῶς
πορευθήκανε;».
Χρόνια
οἱ χυλοπίτες καί ὁ τραχανάς ἦταν δικά της παρασκευάσματα καί εὐλογίες
στό μοναστήρι, μαζί μέ τά ξερά σύκα γιά τήν Σαρακοστή. Κι ἐμεῖς οἱ
μοναχοί θέλουμε κάποτε-κάποτε ν’ ἀκουμποῦμε στήν θύμηση κάποιας ταπεινῆς μάννας.
Εἶχε διάκριση καί ντροπαλότητα σάν νά ἦταν μικρή παιδίσκη.
Ἦρθε
μία νύχτα μέ τόν σύζυγό της στό κονάκι, στήν Θεσσαλονίκη καί
προτιμήσανε νά μείνουν ὅλη τήν νύχτα πίσω ἀπό τήν πόρτα, νά μή μᾶς
ἐνοχλήσουν.
Ἡ
τραχειά ὕπαιθρος μέ τήν σκληρή δουλειά ἁγιάζει. Μᾶς ἔδωσε πολλές φορές
τρυφερώτερους καί γλυκύτερους ἀνθρώπους ἀπό τά σαλόνια καί τά
σπουδαστήρια τῶν μεγάλων πόλεων.
Γι’ αὐτό, μέ ὅλη μου τήν καρδιά μπορῶ νά φωνάζω καί νά παιανίζω: «Χαῖρε ἔρημος χαίρετε, δάση καί βουνά, πλαγιές καί κορφοβούνια, γιά τά καλά σας θρέμματα».
Ἀπό τό βιβλίο: «Μορφές πού γνώρισα νά ἀσκοῦνται στό σκάμμα τῆς Ἐκκλησίας» Ἱερά Μονή Δοχειαρίου, Ἅγιον Ὅρος
.