π. Δημητρίου Μπόκου
Δέκα ἑπτὰ χρόνια ἔζησε στὴν Αἴγυπτο ὁ
Ἰακώβ, ὅπου λόγῳ τοῦ συνεχιζόμενου λιμοῦ τὸν εἶχε φέρει ὁ γιός του
Ἰωσήφ. Ὁ πολυκύμαντος βίος του ἔφτανε στὸ τέλος του. Σὲ βαθιὰ γηρατειά,
ἑκατὸν σαράντα ἑπτὰ ἐτῶν, ὁ γηραιὸς πατριάρχης ἀρρώστησε. Ὁ Ἰωσὴφ μὲ τὰ
δύο παιδιά του, τὸν Μανασσῆ καὶ τὸν Ἐφραίμ, ἔτρεξε κοντά του.
Τὰ μάτια τοῦ Ἰακὼβ εἶχαν βαρύνει ἀπὸ τὸ γῆρας καὶ δὲν ἔβλεπε καλά. Ἀγκάλιασε τὰ ἐγγόνια του καὶ τὰ φίλησε.
- Ὁ Θεὸς μὲ εὐλόγησε πολύ, εἶπε
στὸν Ἰωσήφ. Ὄχι μόνο μὲ ἀξίωσε νὰ ξαναδῶ τὸ πρόσωπό σου, ἀλλὰ μοῦ ἔδειξε
καὶ τοὺς ἀπογόνους σου.
Τὰ παιδιὰ προσκύνησαν τὸν γέροντα παππού τους σκύβοντας, κατὰ τὸ ἔθος, τὸ πρόσωπό τους ὣς τὸ ἔδαφος.
Ὁ Ἰωσὴφ ἔβαλε τότε τὸν πρωτότοκο
Μανασσῆ στὰ δεξιὰ τοῦ πατέρα του καὶ τὸν Ἐφραὶμ σὰν μικρότερο στὰ
ἀριστερά του. Ὅμως ὁ Ἰακὼβ ἅπλωσε τὸ δεξί του χέρι πάνω στὸ κεφάλι τοῦ
Ἐφραίμ, ἐνῶ στὸ κεφάλι τοῦ πρωτότοκου Μανασσῆ ἔβαλε τὸ ἀριστερό του
χέρι. Ἔτσι σχημάτισε ἀπὸ πάνω τους τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ καὶ τοὺς
εὐλόγησε.
Ὁ Ἰωσὴφ ὅμως, βλέποντας πὼς ὁ
πατέρας του ἔβαλε στὸν μι-κρότερο τὸ δεξί του χέρι καὶ στὸν πρωτότοκο τὸ
ἀριστερό, στενοχω-ρήθηκε πολύ. Ἡ εὐλογία τοῦ πρωτότοκου θεωροῦνταν
μεγαλύτερη καὶ δινόταν μὲ τὸ δεξὶ χέρι. Νόμισε πὼς ὁ πατέρας του μέσα
στὴ γεροντική του τύφλωση ἔκανε λάθος. Ἔπιασε λοιπὸν τὸ δεξὶ χέρι τοῦ
Ἰακὼβ καὶ πῆγε νὰ τὸ βάλει στὸ κεφάλι τοῦ Μανασσῆ.
- Ὄχι ἔτσι, πατέρα μου, εἶπε. Αὐτὸς ἐδῶ εἶναι ὁ πρωτότοκος.
- Τὸ γνωρίζω, τέκνο μου, ἀπάντησε ὁ
Ἰακώβ. Θὰ γεννηθεῖ καὶ ἀπὸ τὸν Μανασσῆ λαὸς πολύς. Θὰ δοξαστεῖ κι
αὐτός. Ἀλλὰ ὁ νεώτερος ἀδελφός του, ὁ Ἐφραίμ, θὰ εἶναι μεγαλύτερός του
καὶ οἱ ἀπόγονοί του θὰ εἶναι πλῆθος λαῶν. Μ᾿ αὐτοὺς τοὺς δύο θὰ
εὐλογηθεῖ ὁ Ἰσραὴλ καὶ ὅλοι, ὅταν θὰ εὔχονται, θὰ λένε: Μακάρι νὰ σὲ
κάμει ὁ Θεὸς σὰν τὸν Ἐφραὶμ καὶ τὸν Μανασσῆ.
Ἔτσι ὁ Ἰακὼβ εὐλόγησε τὸν Ἐφραὶμ περισσότερο ἀπὸ τὸν πρω-τότοκο Μανασσῆ (Γεν. 48, 1-20).
Ἡ ἐναλλαγὴ τῶν χεριῶν τοῦ πατριάρχη
Ἰακὼβ κατὰ τὴν εὐλογία τῶν ἐγγονῶν του δὲν ἔγινε καθόλου τυχαῖα, ἀλλὰ
«τὸ κραταιὸν τοῦ Σταυροῦ προεδήλωσε σύμβολον» (Ἰδιόμ. Λιτῆς τῆς
Ὑψώσεως). Ἂν καὶ εἶχε καμφθεῖ ἀπὸ τὸ γῆρας ὁ Ἰακὼβ καὶ εἶχε ταλαιπωρηθεῖ
ἀπὸ τὴν ἀρρώστια του, ὅμως ἀνόρθωσε τὸ κορμί του καὶ ἔδωσε σταυροειδῶς
τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ προεικονίσει «τὴν ἐνέργειαν τοῦ ζωηφόρου
Σταυροῦ».
Καὶ ὁ μὲν Ἰακὼβ ἐνισχύθηκε ἀπὸ τὸν
τύπο ἁπλῶς τοῦ Σταυροῦ ποὺ σχημάτισε μὲ τὰ χέρια του καὶ ὑπερνίκησε τὸ
γῆρας καὶ τὴν ἀδυναμία του. Ὁ Χριστὸς ὅμως διὰ τοῦ Σταυροῦ του «τὴν
παλαιότητα τοῦ νομικοῦ σκιώδους γράμματος ἐκαινογράφησε καὶ τὴν
ψυχόλεθρον νόσον τῆς πλάνης ἀπήλασε». Ἔδιωξε τὴν καταστροφικὴ γιὰ τὴν
ψυχὴ νόσο τῆς πλάνης καὶ ἀνακαίνισε τὴν παλαιότητα καὶ τὴ σκιὰ τοῦ
γράμματος τοῦ (Μωσαϊκοῦ) νόμου, ἀναζωογονώντας το μὲ τὸ νέο πνεῦμα τῆς
Χάριτος. Στὸ γράμμα τῆς Παλαιᾶς περιέχεται πλέον τὸ πνεῦμα τῆς Καινῆς
Διαθήκης (ἅγ. Νικόδημος Ἁγιορείτης).
Μὲ τὴ σταυροειδῆ του εὐλογία ὁ Ἰακὼβ
ἔδειξε ἐπὶ πλέον ὅτι ὁ νομολάτρης λαός, οἱ Ἑβραῖοι, εἶναι ἕνα
«πρεσβύτερον κλέος». Μιὰ πα-λιά, γερασμένη δόξα. Καὶ συμβολίζεται σωστὰ
ἀπὸ τὸν Μανασσῆ, τὸν πρεσβύτερο γιὸ τοῦ Ἰωσήφ. Γι᾿ αὐτὸ δὲν θέλησε νὰ
ἀλλοιώσει τὸν τύ-πο τοῦ Σταυροῦ ποὺ ἔκαμε μὲ τὰ χέρια του, ὅταν ὁ Ἰωσὴφ
τοῦ ὑπέδειξε ὅτι μπέρδεψε τὰ κεφάλια τῶν παιδιῶν του. Ἤθελε νὰ κηρύξει
ὅτι «ὑπερέξει λαὸς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ νεοπαγής, Σταυρῷ τειχιζόμενος». Ἕνας
ἄλλος λαὸς τοῦ Χριστοῦ νεοσύστατος, περιχαρακωμένος ἀπὸ τὸν Σταυρό, θὰ
ἀναδειχθεῖ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν παλαιό. Καὶ συμβολίζεται ἀπ᾿ τὸν νεώτερο
Ἐφραίμ, ποὺ πῆρε γι᾿ αὐτὸ μεγαλύτερη εὐλογία ἀπ᾿ τὸν πρεσβύτερο ἀδελφό
του (Κανὼν Ὑψώσεως, ᾠδὴ ς').
Ἐσύ; Τί γοητεία βρίσκεις ἀκόμα στὴ
γερασμένη δόξα τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου μέσα σου; Δὲν εἶναι πιὰ καιρὸς ἡ
χάρη τοῦ Σταυροῦ νὰ σὲ ἀνακαινίσει; Νὰ νοιώσεις τὴν ὑπεροχή τοῦ νέου
ἀπέναντι στὸ παλαιό; (πρβλ. Β΄ Κορ. 5, 17).
(ΛΥΧΝΙΑ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 362, Σεπτ. 2013)