ΘΑΥΜΑΣΤΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΝΘΙΜΟΝ ΤΟΝ ΜΙΚΡΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΝ
~ Ο ασκούμενος στα Κατουνάκια του Αγίου Όρους πατήρ Μάξιμος, που έχει σπουδάσει Φυσικός, μας διηγήθηκε τα εξής:
«Μια χρονική περίοδο πριν γίνω μοναχός, είχα πολλούς πειρασμούς. Ο Γέρων Άνθιμος ο Μικραγιαννανίτης, που ήταν πνευματικός μου και που ήξερε τις μεθοδείες του διαβόλου, μου συνιστούσε να κάνω υπομονή λέγοντάς μου:
–Κάνε υπομονή και ο Θεός θα σε επιβραβεύσει και πολλά καλά θα σου δώσει.
Ο πειρασμός, όμως, δεν υποχωρούσε και κάθε φορά ο Γέρων επαναλάμβανε τα ίδια λόγια. Από τις πολλές, όμως, φορές κλονίστηκα και έβαλα λογισμό: «Αν ο Γέρων είναι άνθρωπος του Θεού κάτι θα μου φανερώσει».
Αυτή την φορά με βαθύ πόνο πλησίασα τον Γέροντα, που για πρώτη φορά με υποδέχθηκε με υπερβολική χαρά και, όταν πήγα να του φιλήσω το χέρι, αυτό μοσχοβολούσε σαν το λείψανο της Αγίας Άννης, που φυλάσσεται στο Κυριακό της Σκήτης. Το άφησα και το ξανάπιασα και τότε η ευωδία ήταν εντονότερη. Μου είπε με πολλή χάρη:
-Παιδί μου, έχε εμπιστοσύνη στον Θεό και αυτό που θέλεις θα γίνει σύντομα.
Πράγματι από εκείνη την στιγμή σταμάτησε ο πειρασμός.
Τα χρόνια, όμως κύλησαν και ο Γέρων, όπως κάθε θνητός, απεδήμησε προς την ουράνια πατρίδα. Ο υποτακτικός του Γέροντος, πατήρ Χερουβείμ, με παρακάλεσε να γράψω δυο λόγια από την βιότη του Γέροντος, για να τα διαβάσει στο τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του. Είχα, όμως, στην διάθεσή μου λιγότερο από δυο ημέρες και η πίεση του χρόνου με έκανε να υποφέρω.
Ήταν ήδη έξι η ώρα το απόγευμα, αλλά έφερα στην μνήμη μου τον Γέροντα Άνθιμο, γαλήνεψα και έκανα υπακοή. Έφυγα για τα Κατουνάκια τρέχοντας. Ήθελα με πολύ ευχαρίστηση να καταθέσω μια όμορφη μαρτυρία της ζωής του Γέροντος, αλλά ο χρόνος ήταν λίγος. Στις οκτώ το βράδυ ξεκίνησα να γράφω. Μέχρι τις εννέα δεν πήγαινε το χέρι μου. Επικαλέστηκα τότε τον Γέροντα και ζήτησα την βοήθειά του. Σε δέκα λεπτά ξεκαθάρισε το μυαλό μου και άρχισα να γράφω. Σε μισή ώρα είχα γεμίσει τρεις σελίδες. Το ξαναδιάβασα. Μου άρεσε. Λέγω πάλι:
-Γέροντα, είναι καλό αυτό που έγραψα;
Τότε μου ήλθε μια ευωδία, όμοια με εκείνη που είχα αισθανθεί παλιότερα, όταν του φίλησα το χέρι, την ευωδία του λειψάνου της Αγίας Άννης. Νοερά συγκατένεψε ο Γέροντας, είπα μέσα μου».
*από το βιβλίο: «Ο ΓΕΡΩΝ ΑΝΘΙΜΟΣ Ο ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ» – Ο σοφός και θεοφόρος σύγχρονος πατέρας του Άθωνος.
του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια (Εκδόσεις Μυγδονία Θεσσαλονίκης 2001).
«Μια χρονική περίοδο πριν γίνω μοναχός, είχα πολλούς πειρασμούς. Ο Γέρων Άνθιμος ο Μικραγιαννανίτης, που ήταν πνευματικός μου και που ήξερε τις μεθοδείες του διαβόλου, μου συνιστούσε να κάνω υπομονή λέγοντάς μου:
–Κάνε υπομονή και ο Θεός θα σε επιβραβεύσει και πολλά καλά θα σου δώσει.
Ο πειρασμός, όμως, δεν υποχωρούσε και κάθε φορά ο Γέρων επαναλάμβανε τα ίδια λόγια. Από τις πολλές, όμως, φορές κλονίστηκα και έβαλα λογισμό: «Αν ο Γέρων είναι άνθρωπος του Θεού κάτι θα μου φανερώσει».
Αυτή την φορά με βαθύ πόνο πλησίασα τον Γέροντα, που για πρώτη φορά με υποδέχθηκε με υπερβολική χαρά και, όταν πήγα να του φιλήσω το χέρι, αυτό μοσχοβολούσε σαν το λείψανο της Αγίας Άννης, που φυλάσσεται στο Κυριακό της Σκήτης. Το άφησα και το ξανάπιασα και τότε η ευωδία ήταν εντονότερη. Μου είπε με πολλή χάρη:
-Παιδί μου, έχε εμπιστοσύνη στον Θεό και αυτό που θέλεις θα γίνει σύντομα.
Πράγματι από εκείνη την στιγμή σταμάτησε ο πειρασμός.
Τα χρόνια, όμως κύλησαν και ο Γέρων, όπως κάθε θνητός, απεδήμησε προς την ουράνια πατρίδα. Ο υποτακτικός του Γέροντος, πατήρ Χερουβείμ, με παρακάλεσε να γράψω δυο λόγια από την βιότη του Γέροντος, για να τα διαβάσει στο τεσσαρακονθήμερο μνημόσυνό του. Είχα, όμως, στην διάθεσή μου λιγότερο από δυο ημέρες και η πίεση του χρόνου με έκανε να υποφέρω.
Ήταν ήδη έξι η ώρα το απόγευμα, αλλά έφερα στην μνήμη μου τον Γέροντα Άνθιμο, γαλήνεψα και έκανα υπακοή. Έφυγα για τα Κατουνάκια τρέχοντας. Ήθελα με πολύ ευχαρίστηση να καταθέσω μια όμορφη μαρτυρία της ζωής του Γέροντος, αλλά ο χρόνος ήταν λίγος. Στις οκτώ το βράδυ ξεκίνησα να γράφω. Μέχρι τις εννέα δεν πήγαινε το χέρι μου. Επικαλέστηκα τότε τον Γέροντα και ζήτησα την βοήθειά του. Σε δέκα λεπτά ξεκαθάρισε το μυαλό μου και άρχισα να γράφω. Σε μισή ώρα είχα γεμίσει τρεις σελίδες. Το ξαναδιάβασα. Μου άρεσε. Λέγω πάλι:
-Γέροντα, είναι καλό αυτό που έγραψα;
Τότε μου ήλθε μια ευωδία, όμοια με εκείνη που είχα αισθανθεί παλιότερα, όταν του φίλησα το χέρι, την ευωδία του λειψάνου της Αγίας Άννης. Νοερά συγκατένεψε ο Γέροντας, είπα μέσα μου».
*από το βιβλίο: «Ο ΓΕΡΩΝ ΑΝΘΙΜΟΣ Ο ΑΓΙΑΝΝΑΝΙΤΗΣ» – Ο σοφός και θεοφόρος σύγχρονος πατέρας του Άθωνος.
του Δρος Χαραλάμπους Μ. Μπούσια (Εκδόσεις Μυγδονία Θεσσαλονίκης 2001).