Ἀπόφασις τῆς
Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας
Ῥωσσικῆς Ἐκκλησίας (RTΟC) Σχετικῶς πρὸς τὴν Ἑνοποίησιν τῆς Γνησίας Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων (SIR), 10/23
Μαρτίου 2014
21 Ἰανουαρίου,
2015 (Νέον Ἡμερολόγιον)
Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχει φθάσει σὲ ἀπόφασιν σχετικῶς πρὸς τὴν ἕνωσιν τῆς Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν Σύνοδον τῶν Ἐνισταμένων, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τὸν Μάρτιον τοῦ 2014. Ἔχοντας συζητήσει τὶς συνθήκες αὐτῆς τῆς Ἐνώσεως, ἡ Σύνοδος κατέληξε εἰς τὴν ἀκόλουθον ἀπόφασιν∙
1.Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παραμένει εἰς τὴν θέσιν της διὰ τὴν ἀποδοχὴν τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς τὸ 1983, καὶ δίνει ἰδιαιτέραν προσοχὴν εἰς τὸ δηλωθὲν ἀνάθεμα διὰ τὴν αἴρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ Σύνοδος θεωρεῖ ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ἑλληνικῆς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων «Μία Ἐκκλησιολογικὴ Διατριβή, ἢ Ἔκθεσις σχετικῶς μὲ τὸ Δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τὴν Ὀρθόδοξία Ἀντίθετος μὲ τὴν αἴρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» (ἐν συντομία- σχετικῶς μὲ τὴν «ἄρρωστον Μητέρα Ἐκκλησίαν" – τὴν Νεοημερολογιτικὴν Ἑλληνικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ τοὺς ὁμοίους της, αἱ ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας) νὰ εἶναι μία καλυμμένη μορφὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἢ κρυπτο-οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἐκ τούτου ἐμπίπτουν εἰς τὸ ἀνάθεμα τοῦ 1983.
Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἔχει φθάσει σὲ ἀπόφασιν σχετικῶς πρὸς τὴν ἕνωσιν τῆς Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καὶ τὴν Σύνοδον τῶν Ἐνισταμένων, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα τὸν Μάρτιον τοῦ 2014. Ἔχοντας συζητήσει τὶς συνθήκες αὐτῆς τῆς Ἐνώσεως, ἡ Σύνοδος κατέληξε εἰς τὴν ἀκόλουθον ἀπόφασιν∙
1.Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας παραμένει εἰς τὴν θέσιν της διὰ τὴν ἀποδοχὴν τῶν ἀποφάσεων τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς τὸ 1983, καὶ δίνει ἰδιαιτέραν προσοχὴν εἰς τὸ δηλωθὲν ἀνάθεμα διὰ τὴν αἴρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ἡ Σύνοδος θεωρεῖ ὅτι ἡ διδασκαλία τῆς Ἑλληνικῆς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων «Μία Ἐκκλησιολογικὴ Διατριβή, ἢ Ἔκθεσις σχετικῶς μὲ τὸ Δόγμα τῆς Ἐκκλησίας, διὰ τὴν Ὀρθόδοξία Ἀντίθετος μὲ τὴν αἴρεσιν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ» (ἐν συντομία- σχετικῶς μὲ τὴν «ἄρρωστον Μητέρα Ἐκκλησίαν" – τὴν Νεοημερολογιτικὴν Ἑλληνικὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν καὶ τοὺς ὁμοίους της, αἱ ἄλλες Ἐκκλησίες τῆς Παγκοσμίου Ὀρθοδοξίας) νὰ εἶναι μία καλυμμένη μορφὴ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἢ κρυπτο-οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἐκ τούτου ἐμπίπτουν εἰς τὸ ἀνάθεμα τοῦ 1983.
2. Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων
τῆς Γνησίας Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
θεωρεῖ τὴν ἀπόφασιν
τῆς Ἰερᾶς Συνόδου τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς στὶς 28 Ἰουνίου
/ 11 Ἰουλίου 1994, (πρωτόκολλον №7) σχετικῶς
μὲ τὴν ἔναρξιν τῆς εὐχαριστιακῆς
κοινωνίας, καθὼς καὶ ἡ συμφωνία μὲ τὴν ἐκκλησιολογίαν
τῆς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων – νὰ εἶναι ἐσφαλμένη, ὅπως ἀποδείχθηκε
κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Ἰερᾶς Συνόδου τῆς Γνησίας Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τὸ 2008: «ἀπορρίπτουμεν
τὴν ὑπάρχουσα ὁλέθριαν ἄποψιν ὅτι
οἱ αἰρετικοὶ καὶ σχισματικοὶ
δὲν θεωροῦνται ἀποστάτες, ἀλλὰ μάλλον τὰ λεγόμενα «ἄρρωστα μέλη τῆς Ἐκκλησίας» ....
Προφανῶς, ἡ Ἱερὰ
Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ῥωσσικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ROCOR) τὸ 1994 ἐξέδωσε μίαν
τέτοιαν ἀπόφασιν, ἐπειδὴ δὲν εἴχαν
ἐπαρκὴν ἐξοικείωσις μὲ τὴν συγκεκριμένην ἐκκλησιολογίαν, καὶ λόγῳ τῆς ἐπιρροῆς ὀρισμένων
οἰκουμενιστῶν ἐπισκόπων τῆς Ῥωσσικῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς, οἱ ὁποῖοι ἀργότερα ἑνώθηκαν
μὲ τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Μόσχας τὸ 2007.
3. Ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων
τῆς Γνησίας Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
διατηρεῖ τὴν θέσιν της ἀναγνωρίζοντας τὶς προηγούμενες ἀποφάσεις
τῆς Συνόδου τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
τῆς Ἑλλάδος, ὑπὸ τὴν προεδρίαν τοῦ
Ἀρχιεπισκόπου Αὐξεντίου, καὶ ἀργότερα ὑπὸ τὸν Ἀρχιεπίσκοπον
Χρυσόστομον, ἡ ὁποία δὲν ἀναγνώρισεν
τὴν κανονικότητα τῆς Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων, καὶ καταδίκασεν τὴν ἐκκλησιολογίαν
της ὡς αἰρετικήν.
4. Μετὰ τὴν μελέτην τῶν δημοσιευμένων ἐγγράφων ποὺ καταρτίστηκαν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς προετοιμασίας διὰ τὴν ἑνωσιν τῶν Ἑλληνικῶν Συνόδων, ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν βρίσκει σὲ αὐτοὺς ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ μετανοίας ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Ἐνισταμένων, οὔτε τὴν διόρθωσιν τῆς πρώην ἐκκλησιολογίας της, οὔτε ἡ ἀπαίτησις ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος διὰ μετάνοιαν ἢ διόρθωσιν ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Ἐνισταμένων. Δια τὴν ἐπίλυσιν τέτοιων διαφορῶν, ἡ Σύνοδος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Ἑλλάδος θὰ πρέπει εἴτε νὰ ἀκυρώσει προηγούμενες ἀποφάσεις της, ἢ ἡ Σύνοδος τῶν Ἐνισταμένων πρέπει νὰ μετανοήσει. Μία τέτοια σιωπὴ σχετικῶς μὲ τὴν αἰρετικὴν διδασκαλίαν ὑποδηλώνει ὅτι ταὰ κίνητρα διὰ αὐτὴν τὴν ἕνωσιν ἦταν μακριὰ ὰπὸ τὶς Διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων σχετικῶς μὲ τὴν ἑνότητα ἐν τῆ Ἀλήθειᾳ. Θὰ πρέπει νὰ καθοδηγεῖται ὰπὸ τὴν διδασκαλίαν του Κυρίου μας∙ "Ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ καὶ ναί, οὔκ οὔκ∙ τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν» (Ματθ. 5: 33-37).
5. Λαμβάνοντας ὑπόψιν τὴν ἀπουσίαν ὁποιαδήποτε ἀνακοινώσεις ἀναθεωρῶντας τὶς προηγούμενες ἀποφάσεις της, ὑπὸ τῆς Συνόδου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, ἢ ὁποιαδήποτε μετάνοια ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Ἐνισταμένων, παρὰ τὶς πολυάριθμες ἄλλες ποὺ ἀκούονται σὰν Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις σὲ κοινόν τους ἔγγραφον, ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ῥωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θεωρεῖ τὴν ἕνωση αὐτῶν τῶν συνόδων ὡς ἕνα θλιβερὸν γεγονὸς εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς ἐκκλησίας. Τὸ ψευδὲς δόγμα καὶ σχίσμα ποὺ δημιούργησε ἡ Σύνοδος τῶν Ἐνισταμένων προκάλεσε σοβαρές ζημιὲς εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δὲν εἶναι ὁλιγότερον κακόν εἰς τὴν Ῥωσσικὴν Ἐκκλησίαν, συμβάλλοντας εἰς τὴν ἑνωσιν τῆς ‘Ρωσσικῆς Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ROCOR) μὲ τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Μόσχας, καὶ τὸ ἐπακόλουθον σχίσμα τοῦ Ἐπισκόπου Ἀγαθαγγέλου.
4. Μετὰ τὴν μελέτην τῶν δημοσιευμένων ἐγγράφων ποὺ καταρτίστηκαν κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς προετοιμασίας διὰ τὴν ἑνωσιν τῶν Ἑλληνικῶν Συνόδων, ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δὲν βρίσκει σὲ αὐτοὺς ὁποιαδήποτε ἀναφορὰ μετανοίας ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Ἐνισταμένων, οὔτε τὴν διόρθωσιν τῆς πρώην ἐκκλησιολογίας της, οὔτε ἡ ἀπαίτησις ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος διὰ μετάνοιαν ἢ διόρθωσιν ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Ἐνισταμένων. Δια τὴν ἐπίλυσιν τέτοιων διαφορῶν, ἡ Σύνοδος τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων τῆς Ἑλλάδος θὰ πρέπει εἴτε νὰ ἀκυρώσει προηγούμενες ἀποφάσεις της, ἢ ἡ Σύνοδος τῶν Ἐνισταμένων πρέπει νὰ μετανοήσει. Μία τέτοια σιωπὴ σχετικῶς μὲ τὴν αἰρετικὴν διδασκαλίαν ὑποδηλώνει ὅτι ταὰ κίνητρα διὰ αὐτὴν τὴν ἕνωσιν ἦταν μακριὰ ὰπὸ τὶς Διδασκαλίες τῶν Ἁγίων Πατέρων σχετικῶς μὲ τὴν ἑνότητα ἐν τῆ Ἀλήθειᾳ. Θὰ πρέπει νὰ καθοδηγεῖται ὰπὸ τὴν διδασκαλίαν του Κυρίου μας∙ "Ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ καὶ ναί, οὔκ οὔκ∙ τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν» (Ματθ. 5: 33-37).
5. Λαμβάνοντας ὑπόψιν τὴν ἀπουσίαν ὁποιαδήποτε ἀνακοινώσεις ἀναθεωρῶντας τὶς προηγούμενες ἀποφάσεις της, ὑπὸ τῆς Συνόδου τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, ἢ ὁποιαδήποτε μετάνοια ἀπὸ τὴν Σύνοδον τῶν Ἐνισταμένων, παρὰ τὶς πολυάριθμες ἄλλες ποὺ ἀκούονται σὰν Ὀρθόδοξες ἀποφάσεις σὲ κοινόν τους ἔγγραφον, ἡ Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ῥωσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας θεωρεῖ τὴν ἕνωση αὐτῶν τῶν συνόδων ὡς ἕνα θλιβερὸν γεγονὸς εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἑλληνικῆς ἐκκλησίας. Τὸ ψευδὲς δόγμα καὶ σχίσμα ποὺ δημιούργησε ἡ Σύνοδος τῶν Ἐνισταμένων προκάλεσε σοβαρές ζημιὲς εἰς τὴν Ἑλληνικὴν Ἐκκλησίαν, καὶ δὲν εἶναι ὁλιγότερον κακόν εἰς τὴν Ῥωσσικὴν Ἐκκλησίαν, συμβάλλοντας εἰς τὴν ἑνωσιν τῆς ‘Ρωσσικῆς Ὁρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Διασπορᾶς (ROCOR) μὲ τὸ Πατριαρχεῖον τῆς Μόσχας, καὶ τὸ ἐπακόλουθον σχίσμα τοῦ Ἐπισκόπου Ἀγαθαγγέλου.
Εἶναι μὲ μεγάλην
λύπην ὅτι ἡ
Σύνοδος τῶν Ἐπισκόπων τῆς Γνησίας Ρωσσικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας δηλώνει ὅτι ἡ ἕνωσις τῆς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῶν Γνησίων Ὀρθοδόξων
Χριστιανῶν τῆς Ἑλλάδος, καὶ τῆς Ἑλληνικῆς
Συνόδου τῶν Ἐνισταμένων δὲν δίνει ἀφορμὴν
διὰ ἑορτήν, ἀλλὰ
τὸ ἀντίθετον, εἶναι ἕνα θλιβερὸν ἱστορικὸν γεγονός - ἡ πτώσις τῆς Γνησίας Ἑλληνικῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς ἕνωσιν μὲ
σχισματικοὺς καὶ κρυπτο-οἰκουμενιστές.
Τὸ ψευδὲς δόγμα και τὸ σχίσμα δεν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθεῖ ἢ νὰ ἀγνοηθεῖ ἀπὸ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Ἀντιθέτως, προκειμένου νὰ διωρθωθεῖ μίαν ψευδῆ διδασκαλίαν, πρέπει νὰ ἔχουμε μίαν περίοδον ὅπου ἡ ἐνημερότης, ἡ ἔρευνα, καὶ ἡ μετάνοια μπορεῖ νὰ λάβει χώρα.
Τὸ ψευδὲς δόγμα και τὸ σχίσμα δεν μπορεῖ νὰ ἀγνοηθεῖ ἢ νὰ ἀγνοηθεῖ ἀπὸ τοὺς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς. Ἀντιθέτως, προκειμένου νὰ διωρθωθεῖ μίαν ψευδῆ διδασκαλίαν, πρέπει νὰ ἔχουμε μίαν περίοδον ὅπου ἡ ἐνημερότης, ἡ ἔρευνα, καὶ ἡ μετάνοια μπορεῖ νὰ λάβει χώρα.