ΟΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ – ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
Ἀναδημοσίευση: Ἐκ τοῦ τεύχους ”Ἐν συνειδήσει” – Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Οἱ διαφορὲς ἀνάμεσα στὴ Ὀρθοδοξία καὶ τὸν παπισμὸ εἶναι πολλὲς καὶ μεγάλες, παλαιὲς καὶ νεότερες καὶ ἀφοροῦν τόσο σὲ δογματικὰ ζητήματα ὅσο καὶ σὲ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, λατρείας, τέχνης καὶ γενικώτερα ἀντιλήψεων καὶ βιοθεωρίας. Θὰ ἐπιχειρήσουμε ἐδῶ μία συνοπτικὴ παρουσίασή τους ἀντλώντας ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ συγχρόνων θεολόγων, Μητροπολιτῶν καὶ Γερόντων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐνάργεια καὶ ὀρθόδοξο φρόνημα ἀναδεικνύουν τὴν παρεκτροπὴ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὶς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ. Γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τῶν διαφορῶν ὀρθοδοξίας καὶ παπισμοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξετάσουμε συνολικὰ τὸν ἐκκλησιαστικό, κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ περίγυρο τῆς ἐποχῆς. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ παραθέτουμε πολὺ σύντομα κάποια ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ στάθηκαν σταθμοὶ στὴν γέννηση τοῦ παπισμοῦ καὶ στὴν πορεία του πρὸς τὴν διαίρεση καὶ τὸ σχίσμα.Ἱστορικὴ ἀναφορὰ Ἡ ἀρχαία Ὀρθόδοξη Λατινικὴ Ἐκκλησία τῆς Δύσεως στὴν παλαιὰ Ρώμη εἶχε πάντοτε κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ τὰ πατριαρχεῖα της. Τὸ γεγονὸς ποὺ ἀνέτρεψε τὴν ἁρμονικὴ αὐτὴ κοινωνία μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως εἶναι ἡ κατάληψη τῆς δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τοὺς Φράγκους κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 5ου καὶ 6ου αἰ., ὅταν ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη ζεῖ τὸν καταιγισμὸ τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν ποὺ μετέβαλαν ριζικὰ τὰ πολιτιστικὰ καὶ θρησκευτικὰ δεδομένα της. Οἱ Φράγκοι, λαὸς πρωτόγονος καὶ ἀπολίτιστος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τους ἐξέλαβαν καὶ ἀφομοίωσαν μὲ λανθασμένο τρόπο τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία. Ἡ χριστολογία καὶ ἡ τριαδολογία τους ὑπῆρξε ἀνέκαθεν προβληματική, καθὼς οἱ ἀντιλήψεις τους γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα ἦταν ἔντονα ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὸν ἀρειανισμό. Στὴν φραγκικὴ Σύνοδο τοῦ Τολέδο τὸ 589, παρὰ τὴν φαινομενικὴ καταδίκη του ἀρειανισμοῦ, υἱοθετοῦν μία ἄλλη μορφὴ λανθασμένης τριαδολογίας, τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τὴν ὁποία ἀργότερα προσέθεσαν καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τὸν 8ο αἰώνα βασιλιὰς τῶν Φράγκων γίνεται ὁ Κάρολος ὁ Μέγας (Καρλομάγνος) ὁ ὁποῖος ὑποτάσσει τοὺς ἄλλους λαοὺς καὶ τοὺς ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης καὶ συγκροτεῖ τὴν ἑνιαία Δυτικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ὁ πολιτικὸς καὶ θρησκευτικὸς προσανατολισμὸς τῆς νέας δυτικῆς αὐτοκρατορίας ἔχει ἔντονο τὸ στίγμα τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς ἀντιθέσεως πρὸς τὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου. Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση λαμβάνει διαστάσεις περιφρονήσεως καὶ χλευασμοῦ τῶν Ἑλλήνων Βυζαντινῶν, ποὺ ἤδη εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀποκαλοῦνται ὑποτιμητικὰ ἀπὸ τοὺς Φράγκους «αἱρετικοὶ» καὶ «Γραικοὶ» (=κλέφτες). Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀπὸ τὸν 9ο ἕως τὸν 13ο αἰώνα συναντοῦμε ἐπανειλημμένα στὴν Δύση συγγράμματα μὲ τὸν τίτλο “Contres errors Graecorum” – «Κατὰ τῶν πλανῶν τῶν Ἑλλήνων». Ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ ὀρθόδοξη πίστη τῶν Ἑλλήνων ἦταν γιὰ τοὺς ἀπολίτιστους Φράγκους μέγεθος ἀκατανόητο καὶ ἀσύλληπτο, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα ἀπλησίαστο καὶ ἀνέφικτο, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ προτίμησαν νὰ τὸ προβάλουν ὡς πλάνη καὶ αἵρεση! Ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα οἱ Φράγκοι, ἀφοῦ ἐξεδίωξαν τοὺς Ρωμαίους ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, διόρισαν τοὺς ἑαυτοὺς τους ἐπισκόπους καὶ ἡγουμένους τῆς Γαλλίας. Κατέλαβαν, ἐπίσης, διὰ τῆς βίας τὸ Ὀρθόδοξο Λατινικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καὶ ἀπὸ τὸ 1009 ἕως τὸ 1046 ἀντικατέστησαν τοὺς ὀρθοδόξους Πάπες τῆς Ρώμης μὲ Φράγκο – Λατίνους, ἱδρύοντας τὸν σημερινὸ Παπισμό. «Ἑπομένως, τὸ λεγόμενο Σχίσμα μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς δὲν ἔγινε μεταξὺ Δυτικῶν καὶ Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῶν Δυτικῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων (Πατριαρχεῖο Ρώμης) καὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων της Ἀνατολῆς (Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως)». (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, Τὰ αἴτια τοῦ Σχίσματος). Μὲ τὴν ἐκφράγκευση τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου τῆς Ρώμης εἰσάγονται σ’ αὐτὸ οἱ κακοδοξίες καὶ ὁ ἀνθελληνισμὸς τῶν Φράγκων, στοιχεῖα ποὺ δὲν ἔπαψαν ἔκτοτε νὰ συνιστοῦν τὰ κύρια γνωρίσματα καὶ τὴν πεμπτουσία τοῦ παπισμοῦ. Filioque (καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ)Πρόκειται γιὰ τὴν ἀντίληψη τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (filioque) καὶ ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός. Ἡ ἀντίληψη αὐτή, ποὺ προστέθηκε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ λόγια του ἰδίου τοῦ Κυρίου μας στὸ Εὐαγγέλιο ὅπου λέγει «ὅταν δὲ ἔλθη ὁ παράκλητος…, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται» (Ἰω. 15,26). Ἔρχεται, ἐπίσης, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ διετύπωσε τὸ σχετικὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἄλλων Συνόδων.Ἡ προσθήκη τοῦ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως συνιστᾶ οὐσιαστικὴ καὶ ἀπροκάλυπτη αἵρεση, ἀφοῦ ἀντιβαίνει στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καὶ μόνον γιὰ τὴν κακοδοξία τους αὐτὴ οἱ παπικοὶ εἶναι αἱρετικοὶ καὶ ὄχι σχισματικοί, ὅπως λανθασμένα ὑποστηρίζεται ἀπὸ μερικούς, ποὺ τεχνηέντως ἰσχυρίζονται πὼς δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ νὰ καταδίκασε τὸν παπισμὸ ὡς αἵρεση. Πρόκειται, βεβαίως, γιὰ ἀφελὲς ἐπιχείρημα ἀφοῦ ὡς γνωστὸν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐδογμάτισαν καὶ ὁριοθέτησαν τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτή, κάθε θέση ἀντίθετη μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι αὐτονόητο ὅτι συνιστᾶ αἵρεση. Δὲν ὑπάρχει, ἄλλωστε, Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ νὰ κατεδίκασε π.χ. τοὺς Προτεστάντες, τοὺς Πεντηκοστιανοὺς κ.α, ὡς αἱρετικοὺς χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς δὲν εἶναι. Ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Φωστήρας αὐτὸς καὶ Μέγας Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας καταδικάζει μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὴν παπικὴ αἵρεση τοῦ filioque: «Τὶς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατὰ τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰς ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ ἁγίους παραγράφεται πατέρας, τὸν Μ. Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογίᾳ περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τὸν Μ. Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τὸ τῆς σοφίας πέλαγος, τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καὶ τί λέγω τὸν δείνα ἤ τὸν δείνα; Κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἡ βλάσφημος αὕτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται». Ἡ προσθήκη τοῦ filioque εἶναι μία ἀπὸ τὶς βασικότερες καὶ παλαιότερες δογματικὲς διαφορές μας μὲ τοὺς παπικούς, τὴν ὁποία, ὅπως προαναφέραμε, τὴν εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι καὶ τὴν ἐπέβαλαν στὸ ὀρθόδοξο τότε Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης. Εἶναι αὐτὴ πού, ἀπὸ τὴν θέσπισή της ἀκόμη καὶ σὲ ὅλη τὴν μετέπειτα πορεία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀπετέλεσε καὶ συνεχίζει νὰ ἀποτελεῖ ἀνυπέρβλητο χάσμα, καθὼς ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς κυριότερες αἰτίες ποὺ ὁδήγησε στὸ σχίσμα. «Τὸ σχίσμα γέγονεν μάλιστα διὰ τὴν ἐν τῷ Συμβόλῳ πρόσθεσιν καὶ ὅτι καλῶς ἀπεστράφημεν τοὺς Λατίνους διὰ τὴν πρόσθεσιν ἀποστροφῆς οὖσαν ἀξίαν». (Γεννάδιος Σχολάριος). Ἔφθασαν μάλιστα οἱ παπικοὶ αἱρετικοὶ νὰ κατηγοροῦν ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους ὅτι ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὸ filioque!!! Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ βασικὴ κατηγορία ποὺ ἀπέδωσε στοὺς ὀρθοδόξους ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα, Καρδινάλιος Οὐμβέρτος, ὅταν στὶς 15 Ἰουλίου τοῦ 1054 ἀπέθεσε τὸν λίβελλο μὲ τὰ ἀναθέματα τοῦ Πατριάρχου καὶ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὅτι δῆθεν δηλαδὴ οἱ ὀρθόδοξοι «ὡς Πνευματομάχοι ἤ Θεομάχοι ἀπέκοψαν ἀπὸ τοῦ Συμβόλου τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἐκπόρευσιν ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ ἐμμονὴ τῶν παπικῶν στὴν αἱρετικὴ θέση τοῦ filioque τοὺς κρατᾶ ἀποκομμένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ ἐμπόδιο σὲ κάθε προσπάθεια ἐπανόδου τους στὴν ὀρθόδοξη πίστη, παρὰ τὶς ὅποιες πρωτοβουλίες καλῆς θελήσεως, ἀκόμη καὶ αὐτῆς τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων. Ὅπως εὔστοχα διατυπώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος: «Μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἤρθησαν αὐτὰ τὰ ἀναθέματα καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχει πρόβλημα. Βεβαίως καὶ ὑπάρχει πρόβλημα, γιατί μὲ μία ἁπλὴ πράξη ἤρθησαν τὰ ἀναθέματα, ἀλλὰ δὲν ἤρθη ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ ὁποία μάλιστα ἰσχυροποιήθηκε ἀκόμη περισσότερο». Διδασκαλία περὶ τῆς ἀκτίστου οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Μία πολὺ μεγάλη καὶ βασικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ὀρθοδοξία καὶ τὸν παπισμὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀρθὴ διδασκαλία σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι ἀφοῦ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, εἶναι ἄκτιστες καὶ οἱ ἐνέργειές Του. Ἀντίθετα οἱ δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὲς τὶς ἐνέργειες καὶ κτιστὴ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Γράφει σχετικὰ ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης: «Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὴ τὴν θεία Χάρι, τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυστυχῶς καὶ τοῦτο μία ἀπὸ τὶς πολλὲς διαφορές μας, ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν στὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Δὲν εἶναι μόνο τὸ filioque, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ «ἀλάθητο» τοῦ πάπα, ἀπὸ τὶς βασικὲς διαφορὲς μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Παπικῶν. Εἶναι καὶ τὰ ἀνωτέρω. Ἂν δὲν δεχθοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἔστω κι’ ἄν, δεχθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα. Διότι ποιὸς θὰ ἐνεργήσει τὴν θέωσι, ἂν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτίσμα κι’ ὄχι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος;» Τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα.Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ παπισμοῦ ἀποτελεῖ τὸ «πρωτεῖο» τοῦ πάπα. Σύμφωνα μὲ ἀπόφαση τῆς Α’ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ (1870), ὁ πάπας εἶναι τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ μοναδικὸς ἀντιπρόσωπός Του πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ ἡ ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρόσωπό του συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ θέση, ὅμως, εἶναι καθαρὰ αἱρετική, ἀφοῦ «ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ καὶ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ διαβάζουμε καὶ στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους τοῦ Ἀπ. Παύλου (Ἐφεσ. α’, 22-23), ὅτι δηλαδὴ ὁ οὐράνιος Πατέρας, ”Αὐτὸν (τὸν Κύριον Ἰησοῦν) ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τὴ Ἐκκλησία, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ” Αὐτὸν κατέστησε κεφαλή, πάνω ἀπὸ ὅλους, στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σῶμα Του», Ἀρχιμ. Γέρβ. Ραπτοπούλου, Αἱρέσεις στὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ, σέλ. 153-154.Tὸ ἀλάθητo τοῦ Πάπα.Ἡ Α’ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ θέσπισε τὸ δόγμα τοῦ ἀλάθητου τοῦ πάπα. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀλαζονικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ «ἐκ καθέδρας» ἀλάνθαστο τοῦ Πάπα. Σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα αὐτὸ ὁ πάπας εἶναι πάνω καὶ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ἔχει τὴν πλήρη καὶ ὑπέρτατη δικαιοδοσία νὰ ἀποφαίνεται ἀλάθητα καὶ τὴ διδασκαλία του εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ παραδεχτεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος τολμήσει νὰ «ἀντείπη», νὰ φέρει ἀντίρρηση στὴ διδασκαλία του, «ἀνάθεμα ἔστω» (κέφ. Δ’ τῆς Β’ Βατικάνειας Συνόδου). Οἱ θεολόγοι μάλιστα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας» φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ διακηρύττουν ὅτι καὶ ψέμα νὰ πεῖ ὁ πάπας πρέπει αὐτὸ νὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς σὰν ἀλήθεια!Ἡ ἀνακήρυξη ἑνὸς καὶ μόνου ἀνθρώπου σὰν ἀλάθητου, ὅσο κι’ ἂν αὐτὸς κατέχει τὸν ἀνώτατο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης, εἶναι πράξη ξένη καὶ ἀντίθετη πρὸς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Κατὰ τὸν Ὀρθόδοξο Ρῶσο Θεολόγο Βουλγάκωφ «τὸ ἀλάθητον ἀνήκει εἰς τὴ ὅλην Ἐκκλησίαν». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπὸ 6 Μαΐου 1848 ἐγκύκλιος τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει ὅτι «ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τούτ’ ἔστιν ὁ λαὸς αὐτός ἐστι». Ἡ Ἐκκλησία στὸ σύνολό της, κλῆρος καὶ λαὸς μαζί, εἶναι ἡ «πιστὴ φρουρὸς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, φυλάττουσα αὐτὴν ὡς πεπιστευμένην ταύτη παρακαταθήκην». (βλ. σχ. Ἀρχιμ. Γέρβ. Ραπτοπούλου, ὄ.π. σελ. 163-166) Ὁ Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης σημειώνει ὅτι «τὸ ἀλάθητο ἐπεκτάθηκε σὲ κάθε ἀπόφαση τοῦ Πάπα. Δηλαδή, ἐνῶ μὲ τὴν Α’ Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οἱ ἀπὸ καθέδρας καὶ μὲ τὴν χρήση τοῦ ὄρου definimus (ὁρίζομεν) ἀποφάσεις τοῦ Πάπα ἦσαν ἀλάθητοι, ἡ Β’ Βατικάνειος Σύνοδος ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος ὄχι μόνον ὅταν ἀποφαίνεται ἐπισήμως ὡς Πάπας, ἀλλὰ ὁσάκις ἀποφαίνεται. Εἶναι ἀκόμη φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ σύνοδος γίνεται ἕνα συμβουλευτικὸ σωματεῖο τῶν Παπῶν. Τὸ ἀλάθητο στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀνήκει στὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο, ἀλλὰ στὸν Πάπα. Ποιὸς ὅμως ἀνεκήρυξε τὸν Πάπα ἀλάθητο; Ἡ λαθητὴ σύνοδος; Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ συνοδικὴ ἀρχή, ἡ παραδοθεῖσα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν παποκεντρικὴ ἀρχή. Ὁ «ἀλάθητος» Πάπας καθίσταται κέντρο καὶ πηγὴ ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὴν διατηρῆ σὲ ἑνότητα. Ἔτσι παραμερίζεται καὶ ὑποβαθμίζεται ἡ θέσις τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἀκόμη μὲ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἀλάθητου ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα περιορίζεται ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτική της Ἐκκλησίας μέσα στὴν ἱστορία καὶ καθίσταται ἐγκοσμιοκρατική». Συνεχίζεται… |
Οἱ κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ.A’ μέρος
ΟΙ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΚΑΙ ΠΑΠΙΣΜΟΥ – ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ
Ἀναδημοσίευση: Ἐκ τοῦ τεύχους ”Ἐν συνειδήσει” – Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου
Οἱ διαφορὲς ἀνάμεσα στὴ Ὀρθοδοξία καὶ τὸν παπισμὸ εἶναι πολλὲς καὶ μεγάλες, παλαιὲς καὶ νεότερες καὶ ἀφοροῦν τόσο σὲ δογματικὰ ζητήματα ὅσο καὶ σὲ θέματα ἐκκλησιαστικῆς ἐμπειρίας, λατρείας, τέχνης καὶ γενικώτερα ἀντιλήψεων καὶ βιοθεωρίας. Θὰ ἐπιχειρήσουμε ἐδῶ μία συνοπτικὴ παρουσίασή τους ἀντλώντας ἀπὸ τὰ κείμενα τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ συγχρόνων θεολόγων, Μητροπολιτῶν καὶ Γερόντων τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι μὲ ἐνάργεια καὶ ὀρθόδοξο φρόνημα ἀναδεικνύουν τὴν παρεκτροπὴ ἀπὸ τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ τὶς κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ. Γιὰ τὴν καλύτερη κατανόηση τῶν διαφορῶν ὀρθοδοξίας καὶ παπισμοῦ εἶναι ἀπαραίτητο νὰ ἐξετάσουμε συνολικὰ τὸν ἐκκλησιαστικό, κοινωνικὸ καὶ πολιτικὸ περίγυρο τῆς ἐποχῆς. Γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτὸ παραθέτουμε πολὺ σύντομα κάποια ἱστορικὰ γεγονότα ποὺ στάθηκαν σταθμοὶ στὴν γέννηση τοῦ παπισμοῦ καὶ στὴν πορεία του πρὸς τὴν διαίρεση καὶ τὸ σχίσμα.Ἱστορικὴ ἀναφορὰ Ἡ ἀρχαία Ὀρθόδοξη Λατινικὴ Ἐκκλησία τῆς Δύσεως στὴν παλαιὰ Ρώμη εἶχε πάντοτε κοινωνία μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ τὰ πατριαρχεῖα της. Τὸ γεγονὸς ποὺ ἀνέτρεψε τὴν ἁρμονικὴ αὐτὴ κοινωνία μεταξὺ Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως εἶναι ἡ κατάληψη τῆς δυτικῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἀπὸ τοὺς Φράγκους κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ 5ου καὶ 6ου αἰ., ὅταν ἡ Δυτικὴ Εὐρώπη ζεῖ τὸν καταιγισμὸ τῶν βαρβαρικῶν ἐπιδρομῶν ποὺ μετέβαλαν ριζικὰ τὰ πολιτιστικὰ καὶ θρησκευτικὰ δεδομένα της. Οἱ Φράγκοι, λαὸς πρωτόγονος καὶ ἀπολίτιστος τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ τους ἐξέλαβαν καὶ ἀφομοίωσαν μὲ λανθασμένο τρόπο τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία. Ἡ χριστολογία καὶ ἡ τριαδολογία τους ὑπῆρξε ἀνέκαθεν προβληματική, καθὼς οἱ ἀντιλήψεις τους γιὰ τὴν Ἁγία Τριάδα ἦταν ἔντονα ἐπηρεασμένες ἀπὸ τὸν ἀρειανισμό. Στὴν φραγκικὴ Σύνοδο τοῦ Τολέδο τὸ 589, παρὰ τὴν φαινομενικὴ καταδίκη του ἀρειανισμοῦ, υἱοθετοῦν μία ἄλλη μορφὴ λανθασμένης τριαδολογίας, τὴν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ, τὴν ὁποία ἀργότερα προσέθεσαν καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως. Τὸν 8ο αἰώνα βασιλιὰς τῶν Φράγκων γίνεται ὁ Κάρολος ὁ Μέγας (Καρλομάγνος) ὁ ὁποῖος ὑποτάσσει τοὺς ἄλλους λαοὺς καὶ τοὺς ἡγεμόνες τῆς Εὐρώπης καὶ συγκροτεῖ τὴν ἑνιαία Δυτικὴ Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία. Ὁ πολιτικὸς καὶ θρησκευτικὸς προσανατολισμὸς τῆς νέας δυτικῆς αὐτοκρατορίας ἔχει ἔντονο τὸ στίγμα τῆς διαφοροποιήσεως καὶ τῆς ἀντιθέσεως πρὸς τὴν ἀνατολικὴ αὐτοκρατορία τοῦ Βυζαντίου. Αὐτὴ ἡ ἀντίθεση λαμβάνει διαστάσεις περιφρονήσεως καὶ χλευασμοῦ τῶν Ἑλλήνων Βυζαντινῶν, ποὺ ἤδη εἶχαν ἀρχίσει νὰ ἀποκαλοῦνται ὑποτιμητικὰ ἀπὸ τοὺς Φράγκους «αἱρετικοὶ» καὶ «Γραικοὶ» (=κλέφτες). Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἀπὸ τὸν 9ο ἕως τὸν 13ο αἰώνα συναντοῦμε ἐπανειλημμένα στὴν Δύση συγγράμματα μὲ τὸν τίτλο “Contres errors Graecorum” – «Κατὰ τῶν πλανῶν τῶν Ἑλλήνων». Ὁ πολιτισμὸς καὶ ἡ ὀρθόδοξη πίστη τῶν Ἑλλήνων ἦταν γιὰ τοὺς ἀπολίτιστους Φράγκους μέγεθος ἀκατανόητο καὶ ἀσύλληπτο, ἀλλὰ καὶ ταυτόχρονα ἀπλησίαστο καὶ ἀνέφικτο, γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ προτίμησαν νὰ τὸ προβάλουν ὡς πλάνη καὶ αἵρεση! Ἀπὸ τὸν 9ο αἰώνα οἱ Φράγκοι, ἀφοῦ ἐξεδίωξαν τοὺς Ρωμαίους ὀρθοδόξους ἐπισκόπους, διόρισαν τοὺς ἑαυτοὺς τους ἐπισκόπους καὶ ἡγουμένους τῆς Γαλλίας. Κατέλαβαν, ἐπίσης, διὰ τῆς βίας τὸ Ὀρθόδοξο Λατινικὸ Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης καὶ ἀπὸ τὸ 1009 ἕως τὸ 1046 ἀντικατέστησαν τοὺς ὀρθοδόξους Πάπες τῆς Ρώμης μὲ Φράγκο – Λατίνους, ἱδρύοντας τὸν σημερινὸ Παπισμό. «Ἑπομένως, τὸ λεγόμενο Σχίσμα μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Δύσεως καὶ Ἀνατολῆς δὲν ἔγινε μεταξὺ Δυτικῶν καὶ Ἀνατολικῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων, ἀλλὰ μεταξὺ τῶν Φράγκων κατακτητῶν τῶν Δυτικῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων (Πατριαρχεῖο Ρώμης) καὶ τῶν Ὀρθοδόξων Ρωμαίων της Ἀνατολῆς (Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως)». (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, Τὰ αἴτια τοῦ Σχίσματος). Μὲ τὴν ἐκφράγκευση τοῦ Ὀρθοδόξου Πατριαρχείου τῆς Ρώμης εἰσάγονται σ’ αὐτὸ οἱ κακοδοξίες καὶ ὁ ἀνθελληνισμὸς τῶν Φράγκων, στοιχεῖα ποὺ δὲν ἔπαψαν ἔκτοτε νὰ συνιστοῦν τὰ κύρια γνωρίσματα καὶ τὴν πεμπτουσία τοῦ παπισμοῦ. Filioque (καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ)Πρόκειται γιὰ τὴν ἀντίληψη τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ» (filioque) καὶ ὄχι μόνον ἐκ τοῦ Πατρός. Ἡ ἀντίληψη αὐτή, ποὺ προστέθηκε καὶ στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὰ λόγια του ἰδίου τοῦ Κυρίου μας στὸ Εὐαγγέλιο ὅπου λέγει «ὅταν δὲ ἔλθη ὁ παράκλητος…, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται» (Ἰω. 15,26). Ἔρχεται, ἐπίσης, σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὶς ἀποφάσεις τῆς Δεύτερης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ποὺ διετύπωσε τὸ σχετικὸ ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἄλλων Συνόδων.Ἡ προσθήκη τοῦ filioque στὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως συνιστᾶ οὐσιαστικὴ καὶ ἀπροκάλυπτη αἵρεση, ἀφοῦ ἀντιβαίνει στὸ Εὐαγγέλιο καὶ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Καὶ μόνον γιὰ τὴν κακοδοξία τους αὐτὴ οἱ παπικοὶ εἶναι αἱρετικοὶ καὶ ὄχι σχισματικοί, ὅπως λανθασμένα ὑποστηρίζεται ἀπὸ μερικούς, ποὺ τεχνηέντως ἰσχυρίζονται πὼς δὲν ὑπάρχει Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ νὰ καταδίκασε τὸν παπισμὸ ὡς αἵρεση. Πρόκειται, βεβαίως, γιὰ ἀφελὲς ἐπιχείρημα ἀφοῦ ὡς γνωστὸν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ἐδογμάτισαν καὶ ὁριοθέτησαν τὴν ὀρθὴ πίστη καὶ κάθε ἀπόκλιση ἀπὸ αὐτή, κάθε θέση ἀντίθετη μὲ τὶς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι αὐτονόητο ὅτι συνιστᾶ αἵρεση. Δὲν ὑπάρχει, ἄλλωστε, Οἰκουμενικὴ Σύνοδος ποὺ νὰ κατεδίκασε π.χ. τοὺς Προτεστάντες, τοὺς Πεντηκοστιανοὺς κ.α, ὡς αἱρετικοὺς χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνει πὼς δὲν εἶναι. Ὁ Μέγας Φώτιος, ὁ Φωστήρας αὐτὸς καὶ Μέγας Διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας καταδικάζει μὲ χαρακτηριστικὸ τρόπο τὴν παπικὴ αἵρεση τοῦ filioque: «Τὶς οὐ κλείσει τὰ ὦτα πρὸς τὴν ὑπερβολὴν τῆς βλασφημίας ταύτης; Αὕτη κατὰ τῶν Εὐαγγελίων ἵσταται, πρὸς τὰς ἁγίας παρατάσσεται Συνόδους, τοὺς μακαρίους καὶ ἁγίους παραγράφεται πατέρας, τὸν Μ. Ἀθανάσιον, τὸν ἐν θεολογίᾳ περιβόητον Γρηγόριον, τὴν βασίλειον τῆς Ἐκκλησίας στολήν, τὸν Μ. Βασίλειον, τὸ χρυσοῦν τῆς οἰκουμένης στόμα, τὸ τῆς σοφίας πέλαγος, τὸν ὡς ἀληθῶς Χρυσόστομον. Καὶ τί λέγω τὸν δείνα ἤ τὸν δείνα; Κατὰ πάντων ὁμοῦ τῶν ἁγίων προφητῶν, ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων καὶ αὐτῶν τῶν δεσποτικῶν φωνῶν ἡ βλάσφημος αὕτη καὶ θεομάχος φωνὴ ἐξοπλίζεται». Ἡ προσθήκη τοῦ filioque εἶναι μία ἀπὸ τὶς βασικότερες καὶ παλαιότερες δογματικὲς διαφορές μας μὲ τοὺς παπικούς, τὴν ὁποία, ὅπως προαναφέραμε, τὴν εἰσήγαγαν οἱ Φράγκοι καὶ τὴν ἐπέβαλαν στὸ ὀρθόδοξο τότε Πατριαρχεῖο τῆς Ρώμης. Εἶναι αὐτὴ πού, ἀπὸ τὴν θέσπισή της ἀκόμη καὶ σὲ ὅλη τὴν μετέπειτα πορεία Ἀνατολῆς καὶ Δύσεως, ἀπετέλεσε καὶ συνεχίζει νὰ ἀποτελεῖ ἀνυπέρβλητο χάσμα, καθὼς ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς κυριότερες αἰτίες ποὺ ὁδήγησε στὸ σχίσμα. «Τὸ σχίσμα γέγονεν μάλιστα διὰ τὴν ἐν τῷ Συμβόλῳ πρόσθεσιν καὶ ὅτι καλῶς ἀπεστράφημεν τοὺς Λατίνους διὰ τὴν πρόσθεσιν ἀποστροφῆς οὖσαν ἀξίαν». (Γεννάδιος Σχολάριος). Ἔφθασαν μάλιστα οἱ παπικοὶ αἱρετικοὶ νὰ κατηγοροῦν ἐμᾶς τοὺς ὀρθοδόξους ὅτι ἀφαιρέσαμε ἀπὸ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως τὸ filioque!!! Αὐτὴ ἦταν καὶ ἡ βασικὴ κατηγορία ποὺ ἀπέδωσε στοὺς ὀρθοδόξους ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Πάπα, Καρδινάλιος Οὐμβέρτος, ὅταν στὶς 15 Ἰουλίου τοῦ 1054 ἀπέθεσε τὸν λίβελλο μὲ τὰ ἀναθέματα τοῦ Πατριάρχου καὶ ὅλων τῶν Ὀρθοδόξων στὴν Ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας, ὅτι δῆθεν δηλαδὴ οἱ ὀρθόδοξοι «ὡς Πνευματομάχοι ἤ Θεομάχοι ἀπέκοψαν ἀπὸ τοῦ Συμβόλου τοῦ ἁγίου Πνεύματος τὴν ἐκπόρευσιν ἐκ τοῦ Υἱοῦ». Ἡ ἐμμονὴ τῶν παπικῶν στὴν αἱρετικὴ θέση τοῦ filioque τοὺς κρατᾶ ἀποκομμένους ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὴν ἀλήθεια καὶ ἀποτελεῖ οὐσιαστικὸ ἐμπόδιο σὲ κάθε προσπάθεια ἐπανόδου τους στὴν ὀρθόδοξη πίστη, παρὰ τὶς ὅποιες πρωτοβουλίες καλῆς θελήσεως, ἀκόμη καὶ αὐτῆς τῆς ἄρσεως τῶν ἀναθεμάτων. Ὅπως εὔστοχα διατυπώνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἰερόθεος: «Μερικοὶ ἰσχυρίζονται ὅτι ἤρθησαν αὐτὰ τὰ ἀναθέματα καὶ ἑπομένως δὲν ὑπάρχει πρόβλημα. Βεβαίως καὶ ὑπάρχει πρόβλημα, γιατί μὲ μία ἁπλὴ πράξη ἤρθησαν τὰ ἀναθέματα, ἀλλὰ δὲν ἤρθη ἡ αἵρεση τοῦ Filioque, ἡ ὁποία μάλιστα ἰσχυροποιήθηκε ἀκόμη περισσότερο». Διδασκαλία περὶ τῆς ἀκτίστου οὐσίας καὶ ἀκτίστου ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Μία πολὺ μεγάλη καὶ βασικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν ὀρθοδοξία καὶ τὸν παπισμὸ εἶναι τὸ θέμα τῆς οὐσίας καὶ τῶν ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀρθὴ διδασκαλία σ’ αὐτὸ τὸ ζήτημα εἶναι ὅτι ἀφοῦ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστη, εἶναι ἄκτιστες καὶ οἱ ἐνέργειές Του. Ἀντίθετα οἱ δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὲς τὶς ἐνέργειες καὶ κτιστὴ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Γράφει σχετικὰ ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου, Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης: «Μέχρι σήμερα οἱ Δυτικοὶ θεωροῦν κτιστὴ τὴν θεία Χάρι, τὴν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Εἶναι δυστυχῶς καὶ τοῦτο μία ἀπὸ τὶς πολλὲς διαφορές μας, ποὺ πρέπει νὰ λαμβάνεται σοβαρῶς ὑπ’ ὄψιν στὸ θεολογικὸ διάλογο μὲ τοὺς Ρωμαιοκαθολικούς. Δὲν εἶναι μόνο τὸ filioque, τὸ πρωτεῖο ἐξουσίας καὶ τὸ «ἀλάθητο» τοῦ πάπα, ἀπὸ τὶς βασικὲς διαφορὲς μεταξύ της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καὶ τῶν Παπικῶν. Εἶναι καὶ τὰ ἀνωτέρω. Ἂν δὲν δεχθοῦν οἱ Ρωμαιοκαθολικοὶ ὅτι ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστος, δὲν μποροῦμε νὰ ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἔστω κι’ ἄν, δεχθοῦν ὅλα τὰ ἄλλα. Διότι ποιὸς θὰ ἐνεργήσει τὴν θέωσι, ἂν ἡ θεία Χάρις εἶναι κτίσμα κι’ ὄχι ἄκτιστος ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος;» Τὸ πρωτεῖο τοῦ Πάπα.Μία ἀπὸ τὶς βασικὲς αἱρετικὲς δοξασίες τοῦ παπισμοῦ ἀποτελεῖ τὸ «πρωτεῖο» τοῦ πάπα. Σύμφωνα μὲ ἀπόφαση τῆς Α’ Συνόδου τοῦ Βατικανοῦ (1870), ὁ πάπας εἶναι τοποτηρητὴς τοῦ Χριστοῦ καὶ μοναδικὸς ἀντιπρόσωπός Του πάνω στὴ γῆ. Εἶναι ὁ ἀρχηγὸς καὶ ἡ ὁρατὴ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ πρόσωπό του συνοψίζεται ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ θέση, ὅμως, εἶναι καθαρὰ αἱρετική, ἀφοῦ «ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι μόνον ὁ Χριστὸς εἶναι Κεφαλὴ καὶ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸ διαβάζουμε καὶ στὴν ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους τοῦ Ἀπ. Παύλου (Ἐφεσ. α’, 22-23), ὅτι δηλαδὴ ὁ οὐράνιος Πατέρας, ”Αὐτὸν (τὸν Κύριον Ἰησοῦν) ἔδωκε κεφαλὴν ὑπὲρ πάντα τὴ Ἐκκλησία, ἥτις ἐστὶ τὸ σῶμα αὐτοῦ” Αὐτὸν κατέστησε κεφαλή, πάνω ἀπὸ ὅλους, στὴν Ἐκκλησία, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σῶμα Του», Ἀρχιμ. Γέρβ. Ραπτοπούλου, Αἱρέσεις στὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ κακοδοξίες τοῦ παπισμοῦ, σέλ. 153-154.Tὸ ἀλάθητo τοῦ Πάπα.Ἡ Α’ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ θέσπισε τὸ δόγμα τοῦ ἀλάθητου τοῦ πάπα. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ τὴν ἀλαζονικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ «ἐκ καθέδρας» ἀλάνθαστο τοῦ Πάπα. Σύμφωνα μὲ τὸ δόγμα αὐτὸ ὁ πάπας εἶναι πάνω καὶ ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους καὶ ἔχει τὴν πλήρη καὶ ὑπέρτατη δικαιοδοσία νὰ ἀποφαίνεται ἀλάθητα καὶ τὴ διδασκαλία του εἶναι ὑποχρεωμένη νὰ παραδεχτεῖ ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Ὅποιος τολμήσει νὰ «ἀντείπη», νὰ φέρει ἀντίρρηση στὴ διδασκαλία του, «ἀνάθεμα ἔστω» (κέφ. Δ’ τῆς Β’ Βατικάνειας Συνόδου). Οἱ θεολόγοι μάλιστα τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς «Ἐκκλησίας» φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ διακηρύττουν ὅτι καὶ ψέμα νὰ πεῖ ὁ πάπας πρέπει αὐτὸ νὰ γίνει δεκτὸ ἀπὸ τοὺς πιστοὺς σὰν ἀλήθεια!Ἡ ἀνακήρυξη ἑνὸς καὶ μόνου ἀνθρώπου σὰν ἀλάθητου, ὅσο κι’ ἂν αὐτὸς κατέχει τὸν ἀνώτατο βαθμὸ τῆς ἱερωσύνης, εἶναι πράξη ξένη καὶ ἀντίθετη πρὸς τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση. Κατὰ τὸν Ὀρθόδοξο Ρῶσο Θεολόγο Βουλγάκωφ «τὸ ἀλάθητον ἀνήκει εἰς τὴ ὅλην Ἐκκλησίαν». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἀπὸ 6 Μαΐου 1848 ἐγκύκλιος τῶν Ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν τῆς Ὀρθοδόξου Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας ὁρίζει ὅτι «ὁ φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, τούτ’ ἔστιν ὁ λαὸς αὐτός ἐστι». Ἡ Ἐκκλησία στὸ σύνολό της, κλῆρος καὶ λαὸς μαζί, εἶναι ἡ «πιστὴ φρουρὸς τῆς Ἀποστολικῆς Παραδόσεως, φυλάττουσα αὐτὴν ὡς πεπιστευμένην ταύτη παρακαταθήκην». (βλ. σχ. Ἀρχιμ. Γέρβ. Ραπτοπούλου, ὄ.π. σελ. 163-166) Ὁ Ἀρχιμ. Γεώργιος Καψάνης σημειώνει ὅτι «τὸ ἀλάθητο ἐπεκτάθηκε σὲ κάθε ἀπόφαση τοῦ Πάπα. Δηλαδή, ἐνῶ μὲ τὴν Α’ Βατικάνειο Σύνοδο μόνον οἱ ἀπὸ καθέδρας καὶ μὲ τὴν χρήση τοῦ ὄρου definimus (ὁρίζομεν) ἀποφάσεις τοῦ Πάπα ἦσαν ἀλάθητοι, ἡ Β’ Βατικάνειος Σύνοδος ἀποφάνθηκε ὅτι ὁ Πάπας εἶναι ἀλάθητος ὄχι μόνον ὅταν ἀποφαίνεται ἐπισήμως ὡς Πάπας, ἀλλὰ ὁσάκις ἀποφαίνεται. Εἶναι ἀκόμη φανερὸ ἀπὸ τὰ ἀνωτέρω ὅτι ἡ οἰκουμενικὴ σύνοδος γίνεται ἕνα συμβουλευτικὸ σωματεῖο τῶν Παπῶν. Τὸ ἀλάθητο στὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἀνήκει στὴν οἰκουμενικὴ σύνοδο, ἀλλὰ στὸν Πάπα. Ποιὸς ὅμως ἀνεκήρυξε τὸν Πάπα ἀλάθητο; Ἡ λαθητὴ σύνοδος; Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ συνοδικὴ ἀρχή, ἡ παραδοθεῖσα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους, ἀντικαθίσταται ἀπὸ τὴν παποκεντρικὴ ἀρχή. Ὁ «ἀλάθητος» Πάπας καθίσταται κέντρο καὶ πηγὴ ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο γιὰ νὰ τὴν διατηρῆ σὲ ἑνότητα. Ἔτσι παραμερίζεται καὶ ὑποβαθμίζεται ἡ θέσις τοῦ Χριστοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Καὶ ἀκόμη μὲ τὴν μεταφορὰ τοῦ ἀλάθητου ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στὸ πρόσωπο τοῦ Πάπα περιορίζεται ἡ ἐσχατολογικὴ προοπτική της Ἐκκλησίας μέσα στὴν ἱστορία καὶ καθίσταται ἐγκοσμιοκρατική». Συνεχίζεται… |