O ΟΣΙΟΣ ΛΕΟΝΤΙΟΣ, Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ (+1993)
Καθηγητοῦ Ἀντ. Μάρκου
«Στή μνήμη τοῦ ταπεινοῦ καί ἐναρέτου ἀγωνιστῆ τῆς πνευματικῆς ἄθλησης, πού ἦταν στήν πραγματικότητα σάν κάτι πού διαβάζουμε στά Συναξάρια καί μόνο μέ τήν φαντασία μας μποροῦμε νά συλλάβουμε».(Παναγιώτης ΚΟΥΤΣΟΥΚΟΣ, Κόρινθος.)
O ΟΣΙΟΣ ΛΕΟΝΤΙΟΣ, Ο ΔΙΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΣΑΛΟΣ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ (+1993)
Τό κείμενο αὐτό ἀποτελεῖ τό δεύτερο σχεδίασμα τῆς βιογραφίας τοῦ διά Χριστόν Σαλοῦ Λεοντίου τῆς Σάμου καί δημοσιοποιεῖται μέ τήν ἐλπίδα, ὅσοι γνωρίζουν περισσότερα στοιχεῖα, νά τά θέσουν στή διάθεση τοῦ γράφοντος, ὥστε νά καταρτισθεῖ ἕνας κατά τό δυνατόν πλήρης βίος τοῦ μακαρίου ἀνδρός, τοῦ μάρτυρος αὐτοῦ τῆς συνειδήσεως τοῦ 20ου αἰῶνος.
Προλεγόμενα
Ὁ ὅσιος Λεόντιος τῆς Σάμου ἀποτελεῖ τό πλέον πρόσφατο παράδειγμα διά Χριστόν σαλότητος στόν χῶρο τῆς Ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ θαυμαστός του βίος προκύπτει μέσα ἀπό τίς μαρτυρίες ἀξιοσεβάστων μαρτύρων – ἐντός καί ἐκτός Σάμου - πού τόν ἔζησαν καί καταθέτουν τήν μαρτυρία τους. Μεταξύ πολλῶν μνημονεύουμε (καί εὐχαριστοῦμε καί ἀπό αὐτή τήν θέση γιά τήν προσφορά τους στήν ἔρευνα μας), τήν Διδασκάλισσα κ. Εὐγενία Χίου ἀπό τόν Μαραθόκαμπο, τήν κ. Δέσποινα Ἰωαννίδου ἀπό τήν Σάμο (κάτοικο Ἀθηνῶν), τόν Μηχανολόγο κ. Ἰωάννη Κοτσοῦκο ἀπό τήν Κόρινθο καί τόν Ἱερέα κ. Χ. Σ. Ἀκόμη στοιχεῖα γιά τόν π. Λεόντιο ἀντλήθηκαν ἀπό δημοσιεύματα τοπικῶν ἐρημερίδων (κυρίως ἐπιμνημόσυνα) καί ἀπό βιβλία στά ὁποῖα γίνεται ἀναφορά στό πρόσωπό του.
Ἡ ζωή τοῦ π. Λεοντίου χωρίζεται σέ δύο περιόδους, στήν πρίν καί μετά τήν γνωριμία του μέ τόν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης τῶν Γ.Ο.Χ. Ἑλλάδος κυρό Ματθαῖο (Καρπαθάκη, + 1950).
Ἡ γνωριμία αὐτή συνέβη μετά τήν λήξη τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου (1947 ἤ 1948) καί ὑπῆρξε καθοριστική γιά τήν μετέπειτα πορεία του.
Ἡ πρώτη περίοδος τῆς ζωῆς του χαρακτηρίζεται ἀπό τήν συμμετοχή του στήν Ἐθνική Ἀντίσταση κατά τῶν κατακτητῶν Ἰταλῶν καί ἡ δεύτερη ἀπό μεγάλους πνευματικούς ἀγῶνες καί τήν θεληματική ἄρση τοῦ σταυροῦ τῆς διά Χριστόν Σαλότητος.
Περίοδος Πρώτη:
Ὁ ἐθνικός ἀγωνιστής.
Ὁ κατά κόσμον Λεωνίδας Μαυροθαλασσίτης γεννήθηκε τήν 29η Δεκεμβρίου 1912 στό χωριό Πλάτανος τῆς Σάμου καί ἦταν γιός τοῦ Ἐφημερίου τοῦ χωριοῦ, Ἱερέως Ἰωάννη, τόν ὁποῖο διαδέχθηκε στήν Ἱερωσύνη. Πρίν τήν χειροτονία του νυμφεύθηκε τήν Μαρία Λοΐζου, (τοῦ Δημητρίου καί τῆς Κωνσταντίνας, πού γεννήθηκε τήν 4η Δεκεμβρίου 1919, στό χωριό Κοντέϊκα τῆς Σάμου), μέ τήν ὁποία ἀπέκτησε ἕνα γιό, τόν Ἰωάννη.
Τό ἀκριβές ἔτος τῆς χειροτονίας του δέν ἔχει ἐξακριβωθεῖ, πρέπει πάντως νά χειροτονήθηκε πρός τό τέλος τῆς δεκαετίας τοῦ ’30, ἀπό τόν Μητροπολίτη Σάμου Εἰρηναῖο (Ν.ἡμ.), διότι ὁ Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος καί ἡ κατοχή τῆς Σάμου ἀπό τούς Ἰταλούς τόν βρῆκε Ἱερέα.
Ὁ συναγωνιστής του στήν Ἐθνική Ἀντίσταση Ἰωάννης Ἀ. Ζαφείρης, στό βιβλίο του «Ἡ Κατοχή καί ἡ Ἐθνική Ἀντίσταση στή Σάμο, χρονικό 1941 – 1944», ἀναφέρεται πολλές φορές στόν π. Λεωνίδα καί τήν ἐθνική του δράση.[1]
Ἐπίσης, ἡ Θάλεια Ζαϊμη, σύζυγος τοῦ Ἱπποκράτη Ζαϊμη, συναγωνιστῆ τοῦ π. Λεωνίδα, στό βιβλίο της «Ὁ Ἰπποκράτης Ζαϊμης καί ἡ ἐποχή του», ἀναφέρεται πολλές φορές στόν π. Λεωνίδα καί στή διακεκριμένη συμμετοχή του στήν Ἀντίσταση.[2] Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τίς μαρτυρίες τῶν συναγωνιστῶν, ὁ π. Λεωνίδας «βγῆκε στήν παρανομία» τόν Νοέμβριο τοῦ 1942 καί συμμετεῖχε σέ πολεμικές ἐπιχειρήσεις μέχρι καί τό 1944. Στό βιβλίο τοῦ Ἰω. Ζαφείρη δημοσιεύεται καί ἱστορική φωτογραφία μέ τήν λεζάντα «ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ Σάμου μέ τόν ἀγωνιστή Παπᾶ τους καί κοπέλλες τοῦ νησιοῦ». Ἐκεῖ - ὅπως παρατηρεῖ ὁ π. Χ. Σ. σέ ἐπιστολή του πρός τόν γράφοντα, - «φαίνεται ὁ Πατήρ μέ ἐνδυμασίαν πολεμικήν, μιμούμενος τούς Ἥρωας τοῦ 1821, ἐνῶ τά κατορθώματά του διά τήν ἐλευθερίαν τῆς Πατρίδος ἔγιναν τραγούδι καθημερινό εἰς τό στόμα τῶν σκλαβωμένων κατοίκων τοῦ νησιοῦ».
«Τό θάρρος του ἦταν μεγάλο – συνεχίζει ὁ π. Χ. – καί μάλιστα, κατά τήν μαρτυρία τοῦ συναγωνιστοῦ του Ζαφείρη, ἐδέετο εἰς τήν Θεῖαν Λατρείαν «ὑπέρ τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ Ἕλληνος πολίτου», διότι ἔβλεπε ὅτι κατεπιέζοντο ἀπό τούς ἐχθρούς κατακτητάς Ἰταλούς οἱ δεινοπαθοῦντες Ἕλληνες κατά τήν Ἰταλική Κατοχή. Ὅμως ὁ Ὕψιστος προόριζε τόν π. Λεωνίδα καί διά πνευματικούς ἀγῶνας, ἀφοῦ δέν ἔπαθε τό παραμικρόν ἀπό τά ἐχθρικά πυρά, ἀλλά καί ὁ ἴδιος δέν ἐφόνευσε κάποιον».
Ὅταν ἄρχισε ὁ ἐπάρατος Ἐμφύλιος Πόλεμος, (Νοέμβριος 1944), ὁ πατριώτης καί ἰδεολόγος π. Λεωνίδας ἐγκατέλειψε τήν Σάμο καί τήν οἰκογένειά του καί πῆγε στά Ἱεροσόλυμα, (εἶναι γνωστές καί μέ βαθειές ἱστορικές ρίζες οἱ σχέσεις τῆς Σάμου μέ τό Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων), καί ὑπηρέτησε σάν ἐφημέριος στόν Πανάγιο Τάφο, «δεόμενος ὑπέρ τῶν δεινοπαθούντων ἐκ νέου συμπατριωτῶν του καί ὑπέρ ὁλοκλήρου τοῦ κόσμου».
Περίοδος Δεύτερη:
Ὁ πνευματικός ἀγωνιστής.
Α. Ἡ γνωριμία του μέ τόν Ὅσιο Ἰωάννη τόν Ρουμάνο.
Ὁ π. Λεωνίδας ἐπέστρεψε στήν Ἑλλάδα μετά τό τέλος τοῦ Ἐμφυλίου Πολέμου (1947 ἤ 1948), ἀλλά δέν ἐπέστρεψε στό νησί καί τήν οἰκογένειά του. Οἱ ἐπιλογές του ἦταν ἄλλες, πνευματικοῦ καί ἀγωνιστικοῦ χαρακτῆρος. «Κατηύθυνε τά διαβήματά του» στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Κερατέας, γιά νά συναντήσει τόν πατέρα Ματθαῖο, τότε ἐπίσκοπο Βρεσθένης, μετά ἀπό συμβουλή τοῦ Ρουμανικῆς καταγωγῆς Ἱερομονάχου ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Χοζεβίτου (+ 1960), ὁ ὁποῖος εὐλαβοῦνταν ἰδιαιτέρως τόν ἐπίσκοπο Ματθαῖο καί τό πνευματικό καί ὁμολογιακό του ἔργο.
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης ὁ Χοζεβίτης γεννήθηκε τό 1913 στήν Ρουμανία, ὅπου μεγάλωσε ὀρφανός γονέων, μέσα στήν φτώχεια καί τήν στέρηση. Τό 1933 ἔγινε μοναχός στήν περιώνυμη Μονή Νεάμτς τῆς Μολδαβίας. Εὐαισθητοποιημένος στά θέματα τῆς Πίστεως (τήν περίοδο ἐκείνη τούς Ὀρθοδόξους τῆς Ρουμανίας ἀπα-σχολοῦσαν κυρίως τό θέμα τοῦ Βαπτίσματος - διότι σέ πολλές περιοχές ἴσχυε τό ράντισμα, λόγῳ τῆς ἐπιρροῆς τῶν Οὐνιτῶν – καί ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου).
Ἔτσι τό 1936 κατέφυγε στά Ἱεροσόλυμα, λόγῳ τῶν διωγμῶν τῶν
Ρουμάνων Παλαιοημερολογιτῶν ἀπό τόν Νεοημερολογίτη Πατριάρχη Ρουμανίας Νικόδημο καί κοινοβίασε στή Λαύρα τοῦ ἁγ. Σάββα, ὅπου δέχθηκε τό κανονικό Ὀρθόδοξο Βάπτισμα. Τό 1939 μαζί μέ ἕναν ἀδελφό ἔφυγε στήν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη καί ἄρχισε
νά ζῆ ἐρημητικά καί ἡσυχαστικά σέ ἕνα σπήλαιο.
Ἐκεῖ τόν βρῆκε ἀσκούμενο ὁ μετέπειτα ὑποτακτικός του μοναχός Ἰωαννίκιος, ἐπίσης Ρουμάνος, αὐτο-εξόριστος μοναχός τῆς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος
Κούκουβας, ἡ ὁποία καταστράφηκε ἐκ θεμελίων τήν 23η Ἀπριλίου 1935, ἐπειδή ἀκολουθοῦσε τό
Παλαιό Ἡμερολόγιο (μάλιστα ἕνας ἀπό τούς μοναχούς της βρῆκε μαρτυρικό θάνατο!).
Ὁ πατήρ Ἰωάννης ἦταν εὐαισθητο-ποιημένος στά θέματα τῆς γνησιότητος τῆς Πίστεως καί τῆς ἀλλαγῆς τοῦ Ἡμερολογίου (γι’ αὐτό ἄλλωστε ἔφυγε ἀπό τήν Ρουμανία). Μετά τήν κοίμησή του, βρέθηκε στό προσωπικό του ἡμερολόγιο, ἀνάμεσα σέ ἄλλες ἰδιόγραφες σημειώσεις του, τοῦ ἔτους 1942, καί ἡ ἐξῆς: «Σήμερα στήν Πρώτη Ὧρα, δέν μνημόνευσα στά Δίπτυχα καί δέν πῆρα ἀντίδωρο, διότι ὁ Ἱερέας πού λειτούργησε ἦταν Ἱερέας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ναυτικοῦ τῆς Αἰγύπτου καί εἶχε ἐπικοινωνία μέ τούς Νεοημερολογίτες»!
Τό 1947 χειροτονήθηκε Διάκονος (13η Μαΐου) καί Πρεσβύτερος (14η Σεπτεμβρίου) ἀπό τόν Ἐπίσκοπο Εἰρήναρχο, γιά νά ἐξυπηρετήσει τήν Ρουμανική Σκήτη τοῦ Ἰορδάνη, τῆς ὁποίας διορίσθηκε καί Ἡγούμενος.
Τήν 27η Ἰανουαρίου 1948 ἀπεβίωσε ὁ νεοημερολογίτης Πατριάρχης Ρουμανίας Νικόδημος Μουντεάνου (1939 - 1948), μεγάλος διώκτης τῶν Ρουμάνων Γνησίων Ὀρθοδόξων.
Ὅταν κατά τόν 40ήμερο Μνημόσυνο ὁ τότε Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Τιμόθεος Α΄ (1935 – 1955), κάλεσε μαζί μέ τούς λοιπούς κληρικούς καί τόν π. Ἰωάννη νά συμμετάσχει, αὐτός – διαμαρτυρόμενος γιά τούς διωγμούς τῶν Ρουμάνων Γ.Ο.Χ. καί ἐκφράζοντας δημόσια τήν διαφωνία του μέ τήν κοινωνία τοῦ Πατριαρχείου Ἱεροσολύμων μέ τίς Νεοημερολογίτικες Ἐκκλησίες - ἀπεῖχε ἐπιδεικτικά, καί τόν Δεκέμβριο τοῦ 1948 ἀποσύρθηκε μέ τόν ὑποτακτικό του μ. Ἰωαννίκιο στήν ἔρημο.
***
Ἡ ὁμολογιακή αὐτή στάση τοῦ Ἱερομονάχου Ἰωάννου εἶχε σάν συνέπεια τήν καθαίρεσή του ἀπό τό ἡγουμενικό ἀξίωμα, ὁπότε ὑποχρεώθηκε σέ περι-πλάνηση σέ διάφορα σπήλαια τῆς ἐρήμου, μέχρις ὅτου, τόν Νοέμβριο τοῦ 1952, ἐγκαταστάθηκε σέ σπήλαιο τῆς περιοχῆς τῆς Μονῆς Χοζεβᾶ. Ἐκεῖ, τό ἑπόμενο ἔτος 1953, τόν βρῆκε ἀσκούμενο ὁ λόγιος Μοναχός Παῦλος ὁ Κύπριος, ὁ ὁποῖος τόν βοήθησε νά βάλλει μία ξύλινη πόρτα στό σπήλαιο – κελλί του, γιά νά προφυλάσσεται ἀπό τίς καιρικές ἀλλαγές.
Ὁ Ἱερομόναχος Ἰωάννης συνήθιζε νά λειτουργεῖ (ὅταν ἡ ὑγεία του τοῦ τό ἐπέτρεπε) στό σπήλαιο – κελλί τοῦ μοναχοῦ Παύλου, τό ὁποῖο διέθετε
παρεκκλήσιο, μνημονεύοντας «πάσης Ἐπισκοπῆς Ὀρθοδόξων»!
Στόν ἐλεύθερο χρόνο του ὁ Ὅσιος - πού ἦταν φύσις λεπτή, εὐαίσθητη καί καλλιτεχνική - ἔγραφε ποιήματα καί μετέφραζε, (γνώριζε Ἀγγλικά, Γαλλικά, Ἀραβικά καί Ἑλληνικά) στά Ρουμανικά ἔργα Πατέρων. Τό 1968 ὁ ὑποτακτικός του μοναχός Ἰωαννίκιος ἐξέδωσε δύο τόμους τῶν ἔργων αὐτῶν.
Κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 5η Αὐγούστου 1960.
Δύο ἑβδομάδες πρίν εἶδε σέ ὅραμα τούς «μακαρίους» καί τούς «κατηραμένους» τῆς πέραν τοῦ τάφου
πραγματικότητος! Ἐνταφιάσθηκε στό σπήλαιό του καί κατά τήν κηδεία του, δεκάδες πουλιά συγκεντρώθηκαν νά τόν ἀποχαιρετίσουν!
Τό 1980, εἴκοσι χρόνια μετά τήν κοίμησή του, μετά ἀπό ἐμφανίσεις του στόν μοναχό Ἰωαννίκιο κ. ἄ. πιστούς, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο! ἀπό τόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς ἁγ. Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου ἀρχιμανδρίτη Ἀμφιλόχιο, ὁ ὁποῖος τό τοποθέτησε σέ λάρνακα καί τό κατέθεσε στόν ναό τοῦ ἁγ. Στεφάνου. Ὅμως αὐτή ἡ τιμή συνάντησε ἀντιδράσεις ἀπό τούς κληρικούς τοῦ Πατριαρχείου, διότι ὁ Ἱερομ. Ἰωάννης ἦταν (κατ' αὐτούς)… σχισματικός!
Τό 1980, εἴκοσι χρόνια μετά τήν κοίμησή του, μετά ἀπό ἐμφανίσεις του στόν μοναχό Ἰωαννίκιο κ. ἄ. πιστούς, τό Λείψανό του ἀνακομίσθηκε ἀδιάφθορο! ἀπό τόν Ἡγούμενο τῆς Μονῆς ἁγ. Γεωργίου τοῦ Χοζεβίτου ἀρχιμανδρίτη Ἀμφιλόχιο, ὁ ὁποῖος τό τοποθέτησε σέ λάρνακα καί τό κατέθεσε στόν ναό τοῦ ἁγ. Στεφάνου. Ὅμως αὐτή ἡ τιμή συνάντησε ἀντιδράσεις ἀπό τούς κληρικούς τοῦ Πατριαρχείου, διότι ὁ Ἱερομ. Ἰωάννης ἦταν (κατ' αὐτούς)… σχισματικός!
Συστήθηκε τότε μία ἐπιτροπή ὑπό τόν Πατριάρχη Βενέδικτο, ἡ ὁποία ἀποφάσισε ὅτι ὁ π. Ἰωάννης δέν ἦταν Ἅγιος καί τό Λείψανό του ἔπρεπε νά βγεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία!
Ὅταν ὅμως ὁ Πατριάρχης πέθανε ξαφνικά καί δύο Ἐπίσκοποι μέλη τῆς ἐπιτροπῆς κατέληξαν στό νοσοκομεῖο, οἱ ὑπόλοιποι ὄχι μόνον «ἔκαναν πίσω», ἀλλά σταδιακά προχώρησαν καί στήν διακήρυξη τῆς ἁγιότητάς του (!), γιά λόγους ἀργυρολογίας, παρά τό γεγονός ὅτι δέν ἦταν σέ ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους!
Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τήν Νεοημερολογιτική Ἐκκλησία τῆς Ρουμανίας, ἡ ὁποία διακήρυξε τήν ἁγιότητά του γιά νά προσεταιριστεῖ τούς Ρουμάνους Παλαιο-ημερολογίτες!
Πέραν τῆς ἀφθαρσίας τοῦ Λειψάνου του, ἡ ἁγιότητα τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου μαρτυρεῖται καί ἀπό μετά θάνατον ἐμφανίσεις του, σχετικές μέ τήν γνησιότητα τῆς Πίστεως καί τό θέμα τοῦ Ἡμερολογίου.[3] Μετά τήν κοίμησή του ἡ Μοναχή Γαλήνη ἀπό τήν Ἰεριχώ, τόν μνημόνευε στίς προσευχές της μαζί μέ ἄλλους κεκοιμημένους.
Ὅμως, ὅταν διάβασε κάποιες ἐπιστολές του σχετικά μέ τό θέμα τοῦ Ἡμερολογίου, τόν διέγραψε ἀπό τά δίπτυχά της! Λίγο ἀργότερα ὁ Ὅσιος ἐμφανίσθηκε στόν ὕπνο της καί τῆς εἶπε:
«Τί κακό σοῦ ἔκανα; Γιατί μέ ἔσβησες;» Μετά τήν ἐμφάνιση αὐτή ἡ μοναχή Γαλήνη δέχθηκε τόσο τήν Ὀρθοδοξία, ὅσο καί τήν ἁγιότητά του.
Ὁ ὅσιος Ἰωάννης εὐλαβοῦνταν ἰδιαιτέρως τόν Ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο, τοῦ ὁποίου ὁμολογοῦσε τούς ἀσκητικούς ἀγῶνες στά Ἱεροσόλυμα καί τό Ἅγιον Ὄρος καί ἀσπάζονταν τήν Ὁμολογία Πίστεως. Γιά τόν λόγο αὐτό, ὅταν γνώρισε στά Ἱεροσόλυμα τόν αὐτοεξόριστο π. Λεωνίδα, τοῦ συνέστησε, ἐπιστρέφοντας στήν Ἑλλάδα, νά ὑπαχθεῖ στόν ἐπίσκοπο Ματθαῖο.
Ἀργότερα, σέ ὅσους Ἕλληνες καί Κύπριους τόν ρωτοῦσαν σχετικά, συνιστοῦσε νά ὑπαχθοῦν «στήν ἀπό Ματθαίου Ἱεραρχία» καί στούς Ρουμάνους, στόν Ὁμολογητή Ἱερομόναχο Γαμαλιήλ καί τούς κληρικούς του.
Ἡ μνήμη τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρουμάνου τιμᾶται τοπικῶς ἀπό τούς Γνησίους Ὀρθοδόξους Χριστιανούς Ρουμανίας καί Ἑλλάδος τήν 5η Αὐγούστου.
Β. Ἡ ὑπαγωγή του στόν ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο.
Ἀκολουθῶντας τήν συμβουλή τοῦ ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Ρουμάνου, ἐρχόμενος στήν Ἑλλάδα, ὁ π. Λεωνίδας κατέφυγε στήν Ἱερά Μονή Παναγίας Πευκοβουνο-γιατρίσσης Κερατέας, ὅπου συνάντησε τόν ἐπίσκοπο Βρεσθένης Ματθαῖο Α΄.
Ἡ γνωριμία αὐτή ἄλλαξε ριζικά τήν ζωή τοῦ π. Λεωνίδα. Κατ’ ἀρχήν ἀποκηρύσσει τήν Νεοημερολογιτική ἐκκλησία καί ἐντάσσεται στή Γνησία Ὀρθόδοξον Ἐκκλησία, κατά τά προβλεπόμενα ἀπό τούς Ἱερούς Κανόνες, (γενόμενος δεκτός ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ματθαῖο δι’ Ὁμολογίας Πίστεως καί Χειροθεσίας). Στή συνέχεια δέχεται τό Μεγάλο καί Ἀγγελικό Σχῆμα ἀπό τόν ἐπίσκοπο Ματθαῖο -(μέ τό ὄνομα Λεόντιος)- καί τό ἀξίωμα τῆς πνευματικῆς πατρότητος, καί μέ ἐντολή του πηγαίνει στό Ἅγιον Ὄρος, γιά περισσότερη ἄσκηση πλησίον τῶν Ζηλωτῶν Πατέρων.
Τότε ὁ πατήρ Ματθαῖος τοῦ δίνει μία ἐπιπλέον εὐλογία: Νά σηκώσει τόν σταυρό τῆς διά Χριστόν σαλότητος.
Οἱ δύο ἅγιοι ἄνδρες χώρισαν σωματικῶς τό 1949, μέ τήν μετάβαση τοῦ π. Λεοντίου στό Ἅγιον Ὄρος, ἀλλά δέν χωρίσθηκαν ποτέ πνευματικῶς. Μέχρι τῆς κοιμήσεως τοῦ πατρός Ματθαίου (14. 5. 1950), οἱ δύο πατέρες διατηροῦσαν στενή «ἐν Πνεύματι» ἐπικοινωνία, χωρίς νά ἀπομακρυνθοῦν σωματικῶς ποτέ, ὁ μέν ἐπίσκοπος Ματθαῖος ἀπό τήν μονή του, ὁ δέ Ἱερομόναχος Λεόντιος ἀπό τήν ἔρημο τοῦ Ἄθωνα!
Γ. Ὁ π. Λεόντιος στό Ἅγιο Ὄρος.
Στόν Ἄθωνα ὁ π. Λεόντιος ἐπιδόθηκε σέ μεγάλη ἄσκηση ὡς σπηλαιώτης καί ἀπέκτησε φήμη μεγάλου Πνευματικοῦ, μάλιστα ἔγινε ἐξομολόγος τῶν περιωνύμων ἀοράτων ἤ γυμνῶν ἀσκητῶν, τῶν ὁποίων γνώριζε τά κατοικητήρια καί παρ’ ὅλο πού ἦταν Ἱερεύς, δέχονταν τίς συμβουλές καί τίς γνῶμες τους καί τούς τιμοῦσε ὡς Ἁγίους.
Γιά τήν παραμονή τοῦ π. Λεοντίου στό Ἅγιον Ὄρος ὁ Ἁγιορείτης Μοναχός Βλάσιος, στό βιβλίο του «Οἱ ἀόρατοι ἐρημίτες τοῦ Ἄθωνα» (2006), διασώζει τά ἀκόλουθα, στήν ἀναφορά του στόν Ἱερομόναχο Σεραφείμ καί τήν συνοδεία του, τῆς Σκήτης τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τήν λεγομένη Σκήτη τοῦ Λάκκου, (σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ μοναχοῦ Τρύφωνος στό μοναχό Διονύσιο, πρώην Ἁγιοπαυλίτη, + 2002):
«Ὅταν κατοίκησαν στή Σκήτη τοῦ Λάκκου ὁ παπᾶ Σεραφείμ καί ἡ συνοδεία του, ἐξομολογοῦντο σέ κάποιον Πνευματικόν ὀνόματι Λεόντιον Ἱερο-μόναχον. Ὁ παπα - Λεόντιος ἔμενε ἕνα διάστημα σέ μία σπηλιά τοῦ Ἄθωνα, γι’ αὐτό καί ὠνομάσθη Σπηλαιώτης. Ἐπειδή ἦταν καλός καί ἀσκητικός μοναχός, ἐξομολογοῦντο κοντά του ἀρκετοί μοναχοί. Μεταξύ αὐτῶν πού ἐξομολογοῦντο ἦσαν καί δώδεκα ἀνώνυμοι Ἀναχωρητές, οἱ ὁποῖοι ἔμεναν σέ σπηλιές στά βουνά τοῦ Ἄθωνα. Ὅταν πήγαιναν στόν παπα-Λεόντιο, μεταξύ ἄλλων, τοῦ ἐπεξηγοῦσαν θεῖα μυστήρια, τοῦ ἔλεγαν γιά τό μέλλον τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τοῦ ἑρμήνευαν τά κάλλη τοῦ Παραδείσου καί ποία ἡ δόξα τῶν δικαίων μετά θάνατον».
Ὁ π. Χ. Σ. γράφει σχετικά, ὅτι γιά τούς Ἁγιορείτες ὁ π. Λεόντιος «ἔγινε παράδειγμα ἀσκητικῆς βιοτῆς».
Δ. Ὁ π. Λεόντιος στή Σάμο.
Ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ὁ π. Λεόντιος ἦρθε στή γεννέτειρά του Σάμο, ὅπου ἔζησε βίον «πένητα, ἀνυπόδητος καί μονοχίτων», ὡς διά Χριστόν Σαλός, κατά τήν εὐλογία τοῦ πατρός Ματθαίου. Ὁ χρόνος τῆς ἐπιστροφῆς του δέν ἔχει ἐξακριβωθεῖ. Ὁ μ. Βλάσιος δέχεται, ὅτι «οἱ δώδεκα ἀνώνυμοι ἀσκητές τοῦ συνέστησαν νά πάει ἤ τόν ἔστειλαν στό νησί τῆς Σάμου γιά νά βοηθήσει πνευματικά τόν λαό. Ἔκανε ὑπακοή καί πῆγε καί ἔμεινε ἐκεῖ μέχρι τῆς τελευτῆς του» (σελ. 111).
Σχετικά μέ τό ἔργο του στή Σάμο ὁ ἴδιος μοναχός σημειώνει: «Οἱ κάτοικοι τοῦ νησιοῦ πού τόν γνώρισαν, διηγοῦνται θαυμαστά γεγονότα γιά τήν ζωή του. Ἔλεγχε Στρατηγούς, Δημάρχους καί ἄλλα ἐξέχοντα πρόσωπα τά ὁποῖα δέν ἔδιναν τό καλό παράδειγμα στό λαό, ἀλλά ζοῦσαν ὡς ἀποστάτες
τῆς Ὀρθοδοξίας καί τῆς κατά Χριστόν ζωῆς. Ποτέ δέν εἰσῆλθε σέ αὐτοκίνητο, ἦταν ἕνας πεζοπόρος κήρυκας τῆς Πίστεως καί τοῦ Εὐαγγελίου. Ἔζησε ὡς ἀκτήμων καί διά Χριστόν Σαλός, σεβόμενος ὑπό τοῦ λαοῦ ὡς Ἅγιος. Ἀκολουθοῦσε τό Παλαιό Ἑορτολόγιο, ὡς εἶναι καί στό Ἅγιον Ὄρος» (αὐτ. σελ. 111).
***
Τόν ἐπώδυνο σταυρό τῆς διά Χριστόν σαλότητος ὁ π. Λεόντιος δέν τόν σήκωσε αὐθαίρετα, ἀλλά μέ τήν εὐλογία τοῦ Ἐπισκόπου Ματθαίου. Ἤδη τό 1949 ὁ ἐπ. Ματθαῖος εἶχε ζητήσει καί ἀπό μία ἄλλη χαριτωμένη ψυχή, τήν Ταρασία Ζαροραίου, ἔπειτα διά Χριστόν Σαλή ὁσ. Ταρσώ (+ 1989), νά ὑποκριθεῖ τήν σαλή.Ἀρχικά ὁ μακάριος Πατήρ ἱερουργοῦσε στόν Ἱ. Ν. Κοιμήσεως Θεοτόκου Ν. Καρλόβασι, ἐξυπηρετῶντας τούς Γνησίους Ὀρθοδόξους τῆς Σάμου. Ἡ ἐφημερία του ἐκεῖ σταμάτησε ἄδοξα τό 1973, ὅταν χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Πειραιῶς καί Νήσων ὁ ἀρχιμ. Νικόλαος Μεσσιακάρης καί ἀνέλαβε Τοποτηρητής Σάμου. Ὅταν ὁ ἐπ. Νικόλαος ζήτησε ἀπό τόν π. Λεόντιο «ἀρχιερατικά δικαιώματα», ἐκεῖνος πού δέν εἶχε πιάσει ποτέ στά χέρια του χρήματα, ὁ ἐντελῶς ἀφιλάργυρος καί ἀφιλοχρήματος, ὑποχρεώθηκε νά παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἐφημερία! Ἔκτοτε ζοῦσε «βίον πένητα», διερχόμενος πεζός καί ξυπόλυτος ὅλο τό νησί, κηρύττοντας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σέ δρόμους καί πλατείες καί βρίσκοντας καταφύγιο στά ἐξωκκλήσια καί τίς ἐρημιές, ἀρκούμενος σέ ἕνα κομμάτι ξερό ψωμί! (Μαρτυρία κ. Δέσποινας Ἰωαννίδου).
Ε. Ἡ ἰδιαιτερότητα τῆς σαλότητος τοῦ π. Λεοντίου.
Ὁ π. Χ. Σ. γράφει σχετικά μέ τήν παρουσία τοῦ π. Λεοντίου στή Σάμο: «Ἀρχίζει ἔντονον ἀσκητικήν ζωήν. Περι-φέρεται ἀνυπόδητος, ρακένδυτος, φορτωμένος τά βιβλία τά ἐκκλησιαστικά - ἐνῶ στό χέρι του εὑρίσκεται ἡ εἰκών τῆς Θεοτόκου, μικρός ξύλινος σταυρός καί τό κομβοσχοίνιον - ἕτοιμος νά δώσει ἐρμηνείαν τοῦ θείου λόγου παντί τῶ αἰτοῦντι. Τό κήρυγμά του ἔχει ἐκκλησιαστικόν κυρίως περιεχόμενον, εἰς ἄπταιστον καθαρεύουσαν καί σύνταξιν, χωρίς χειρόγραφον. Τά θέματά του ἦταν κυρίως τό ἡμερολογιακόν καί ἡ μέλλουσα κρίσις, ἀλλά καί ὁ δημόσιος ἔλεγχος δημοσίων ἰσχυρῶν καί μή προσώπων, τά ὁποῖα ἐλέγχονται ἀκόμη καί ὀνομαστικῶς διά ὁτιδήποτε παράνομον, ἀκόμη καί οἰκογενειακῆς φύσεως.
Μισεῖ τά χρήματα, κοιμᾶται εἰς τό πάτωμα, ὅταν τόν φιλοξενοῦν φίλοι, γνωστοί ἤ συναγωνισταί του.
Δέν φοβεῖται τίποτε καί μάχεται ἀμειλίκτως κατά τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ κηρύττει ὅπου εὑρεθεῖ (λ.χ. εἰς τήν Ὀμόνοιαν διακόπτει τήν κυκλοφορίαν πεζῶν καί ὀχημάτων).
Μέ αὐτοκίνητο ὅταν θελήσει νά ταξιδεύσει, ἄν εἶναι γνωστοί του οἱ ἐπιβαίνοντες, κάθεται στό τελευταῖο σημεῖο τοῦ πατώματος τοῦ λεωφορείου!».
Μέ αὐτοκίνητο ὅταν θελήσει νά ταξιδεύσει, ἄν εἶναι γνωστοί του οἱ ἐπιβαίνοντες, κάθεται στό τελευταῖο σημεῖο τοῦ πατώματος τοῦ λεωφορείου!».
Ἡ Διδασκάλισσα κ. Εὐγενία Χίου μαρτυρεῖ σχετικά μέ τήν κηρυκτική διακονία του στή Σάμο, ὅτι μία περίοδο εἶχε μαζί του μία μοναχή, τήν Πελαγία καί μαζί «γύριζαν ὅλα τά χωριά τῆς Σάμου κηρύττοντας. Γύριζαν ἀπό χωριό σέ χωριό, ξυπόλυτος ὁ Γέροντας κι ὅταν βράδυαζε ἔμπαιναν σέ ἕνα δασάκι, ἔβαζαν ἀνάμεσά τους τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας καί κοιμόταν. Τό πρωϊ πάλι ἄρχιζαν τήν περιοδεία σέ ἄλλα χωριά. Κάποτε ὅμως ἡ ἀδελφή Πελαγία κουράστηκε ἀπό τόν ἀγῶνα αὐτόν καί ἔφυγε».
Ἀκόμη, σχετικά μέ τήν νηστεία του σημειώνει:
«Κάποτε τόν ρώτησα, γιατί νήστευε καί τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Μοῦ ἀπάντησε ἐμπιστευτικά:
«Στήν παλιά μου ζωή κάποτε ἁμάρτησα τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα, γι’ αὐτό νηστεύω κάπου-κάπου Πάσχα, γιά νά ξεπλύνω τήν ἁμαρτία μου»!
Ὁ κ. Ἰωάννης Κουτσοῦκος γράφει σχετικά σέ ἐπιμνημόσυνο ἄρθρο του στήν τοπική ἐφημερίδα τῆς Κορίνθου «ΣΗΜΕΡΑ» (φ. 26.10.1997):
«Ἦταν ἕνας ἱερωμένος ἀσκητής. Φοροῦσε κορελιασμένα καί χιλιο-μπαλωμένα ράσα καί
κρατῶντας πάντα ἕνα ταγαράκι, περπατοῦσε χειμῶνα - καλοκαίρι ξυπόλυτος. Δέν χρησιμοποιοῦσε καθόλου χρήματα, δέν ἔτρωγε σχεδόν τίποτα καί κρατοῦσε πάντα μία φθαρμένη εἰκόνα τοῦ ἁγίου Παντελεήμονος.
Σέ κάθε εὐκαιρία κήρυττε μέ παρρησία καί πολλές φορές ἔκανε κήρυγμα μέ αὐστηρό ἔλεγχο.
Ὅσοι τόν πλησίαζαν ἔνοιωθαν μία χαρακτηριστική εὐωδία πού ἀνέβλυζε ἀπό τήν
παρουσία του. Ἡ χαρακτηριστική μυρωδιά πού ἀναδυόταν ἀπό πάνω του συνόδευε μία Κορίνθια γιά μέρες στό σπίτι της, παρ’ ὅλο πού μίλησε μαζί του γιά λίγα λεπτά, ἐνῶ δέν τόν ξαναεῖδε ποτέ».
Στ. Τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Μέ τούς ὑπερφυεῖς ἀγῶνες του ὁ π. Λεόντιος ἐλεήθηκε ἀπό τόν Θεό μέ τά Ἁγιοπνευματικά χαρίσματα τῆς διδασκαλίας, τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς, τῆς πρό θανάτου εὐωδίας, τῆς προοράσεως, τῆς «ἐν πνεύματι» ἀρπαγῆς σέ μακρυνούς τόπους, τῆς ἐκτός χρονικῶν ὁρίων κινήσεως, τῶν μετά θάνατον ἐμφανίσεων, τῆς εὐωδίας τῶν λειψάνων του καί ἄλλων θαυμαστῶν σημείων.
Ὁ π. Χ. Σ. γράφει, ὅτι «ὑπάρχουν μαρτυρίαι διά τόν π. Λεόντιον, ὅτι τόν εἶδον νά εὑρίσκεται ὑπερυψωμένος τοῦ ἐδάφους, ἄλλοι δέ μαρτυροῦν διά φῶς γύρω του».
Ἡ κ. Εὐγενία Χίου μαρτυρεῖ σχετικά μέ τό χάρισμα τῆς διδασκαλίας: «Τόν συνάντησα σέ ἕνα φιλικό σπίτι ἀπόγευμα. Ἔμεινα κοντά του ὡς τίς 2 τά ξημερώματα. Μία πραγματική κοσμογονία πνευματική. Πῆρα ἀπόφαση ὅτι ἔπρεπε νά γίνω Ὀρθόδοξη, παρ’ ὅλο πού στό δικό μου χωριό δέν ὑπῆρχε ἄλλος Ὀρθόδοξος».
Σχετικά μέ τό χάρισμα τῆς προοράσεως ἡ ἴδια μάρτυρας ὁμολογεῖ: «Κάποτε ἦρθε στό χωριό Λέκκα πού ὑπηρετοῦσα. Ἦταν σούρουπο καί μιλοῦσε στήν πλατεία τοῦ χωριοῦ. Εἶχε μαζευτεῖ κόσμος. Τήν ὥρα ἐκείνη πέρασε ἕνας κάτοικος τοῦ χωριοῦ καί τοῦ εἶπε: «Δέν πᾶς καλύτερα στή γυναῖκα σου καί τό παιδί σου, παρά γυρίζεις καί λές ἄσκοπα πράγματα;» Ὁ Γέροντας τότε γύρισε καί τοῦ εἶπε: «Σέ βλέπω νά μήν εἶσαι τοῦ ἅϊ - Γιαννιοῦ». Πράγματι, σέ λίγες ἡμέρες ὁ αὐθάδης χωρικός ἀρρώστησε ἀπό καρκῖνο! Ἐνῶ εἶχε ὑψηλό ἀνάστημα, 1.85, ζάρωσε καί ἔγινε ἀγνώριστος. Πέθανε σέ λίγους μῆνες καί ὅλοι πίστεψαν, ὅτι ἡ πρόρρησις τοῦ π. Λεοντίου ἐπαληθεύθηκε.
Ἄλλοτε πάλι περνοῦσε ἀπό ἕναν δρόμο τοῦ χωριοῦ μας. Κάποιος ἀγροφύλακας, πολύ γνωστός μας, ἔπλενε ἕνα βαρέλι γιά νά βάλει λάδι. Ἐκείνη τήν στιγμή πέρασε ὁ Γέροντας Λεόντιος καί ὁ ἀγροφύλακας τόν κατηγόρησε: «Δέν πᾶς – τοῦ εἶπε – στή γυναῖκα σου καί τό παιδί σου, παρά γυρίζεις στούς δρόμους;» Ὁ π. Λεόντιος δέν τοῦ ἀπάντησε, ἀλλά δέν πρόλαβε νά περπατήσει οὔτε μισή ὥρα δρόμο καί ἀκούσθηκε ἕνας φοβερός κρότος, κάτι σάν ἔκρηξη ὀβίδας. Ἦταν τό βαρέλι πού ἀνατινάχθηκε μέ τήν φωτιά πού τοῦ ἔβαλε ὁ ἀγροφύλακας γιά νά τό καθαρίσει καί τοῦ ἔκοψε τό κεφάλι!»
Σχετικά μέ τό θέμα τῆς προσευχῆς ὁ κ. Ἰωάννης Κουτσοῦκος γράφει, ὅτι «διαρκῶς προσευχόταν, ἔλεγε τήν εὐχή μέ ὅλη τήν θέρμη τῆς ψυχῆς του καί ὅπως μοῦ εἶπαν ὅσοι τόν φιλοξένησαν, δέν ἀναπαύοταν ὅλη τήν νύχτα, ἀλλά διαρκῶς προσευχόταν».
Γράφει ἀκόμη, ὅτι «ὅταν ὁ Γέροντας ἦταν στήν Κόρινθο, μερικοί φίλοι μέ παρεκάλεσαν νά τόν μεταφέρω ἀπό τό σπίτι πού ἐφιλοξενεῖτο, σέ ἕνα μοναστήρι ἔξω ἀπό τήν πόλη μέ τό αὐτοκίνητό μου. Ἔμεινα ἔκπληκτος, ὅταν κάθισε στό κάθισμα καί τόν παρατηροῦσα νά βρίσκεται σέ μία πνευματική ἁρπαγή, μέ συνεχεῖς εὐλαβικές ὑποκλίσεις, κάνοντας τόν σταυρό του καί λέγοντας χαμηλόφωνα προσευχές καί τήν γνωστή εὐχή τῶν ἀσκητῶν. Στήν περίπου μισή ὥρα τῆς διαδρομῆς μας, δέν ἀντάλλαξα καμμία λέξη μαζί του, διότι ἔβλεπα ἕναν ἄνθρωπο πού ἦταν μέν μέ τό σῶμα δίπλα μου, ἀλλά τό πνεῦμα του βρισκόταν κάπου ἀλλοῦ, πού ἐγώ δέν μποροῦσα νά πάω!»
Ὁ ἴδιος μάρτυρας, ὅταν βρέθηκε στή Σάμο καί ρώτησε κάποιον ὁδηγό ταξί ἄν ἤξερε τόν π. Λεόντιο, πληροφορήθηκε, ὅτι «εἶναι γνωστός σέ ὅλη τήν Σάμο, ζεῖ ἔξω, στά βουνά καί περπατάει πολύ σ’ ὅλο τό νησί».
«Δέν βλάπτει κανένα - συνέχισε ὁ ὁδηγός - ἐμεῖς, ὅπου τόν βρίσκουμε τόν παίρνουμε μέ τά ταξί μας ἤ τουλάχιστον τοῦ τό προτείνουμε, διότι συνήθως ἀρνεῖται νά μπεῖ στό αὐτοκίνητο. Ἐντύπωση μοῦ ἔκανε πού τόν εἶδα στό Πυθαγόρειο, ἐνῶ πήγαινα στό Καρλόβασι. Ὅταν ἔφτασα στό Καρλόβασι, ἔκπληκτος τόν εἶδα ἐκεῖ καί ἀπόρησα, πῶς πῆγε νωρίτερα ἐκεῖνος ἀπό τό ταξί;»
Σημαντική εἶναι καί ἡ ἀκόλουθη μαρτυρία τοῦ ἰδίου μάρτυρα: «Ὅταν κατεβαίνει στό Βαθύ - στό λιμάνι - καί κηρύττει, τότε φωνάζει δυνατά καί χτυπάει τό πόδι του μέ δύναμη, ξυπόλυτος, στούς ὀγκόλιθους τοῦ λιμανιοῦ. Ἐκεῖ, αὐτό τό χτύπημα, τό συνοδεύει ἕνας δυνατός, ὑπόκωφος θόρυβος. Πῶς εἶναι δυνατόν ἕνας γεράκος ξυπόλυτος νά κάνει μέ τό πόδι του πάνω στό μπετό τόσο θόρυβο;»
Στή βιβλιογραφία σχετικά μέ τήν Ρωσική Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν, στή βιογραφία τοῦ Ἐπισκόπου Βλαδιμήρου Ἀμπράμωφ (+1987), ἀναφέρεται ὅτι τήν χειροτονία του σέ Ἐπίσκοπο εἶχε προείπει «ὁ διά Χριστόν Σαλός Ἱερομόναχος Λεόντιος τῆς Σάμου, στήν πηγή τοῦ ἁγίου Βασιλίσκου, στόν Καύκασο»!
Ὁ ἐπίσκοπος Βλαδίμηρος, κατά κόσμον Βάδιμος Abramov, καταγόταν ἀπό τήν Μόσχα. Τά πρῶτα σπέρματα τῆς Πίστεως δέχθηκε ἀπό τήν εὐσεβῆ γιαγιά του, διότι ἡ μητέρα του ἦταν ἄθεη. Ἐνῶ ὑπηρετοῦσε στό Σοβιετικό Στρατό, φοροῦσε κρυφά σταυρό και προσευχόταν. Τό ἐπάγγελμά του στόν κόσμο ἦταν κοσμηματοποιός.
Ἡ ἐκκλησιαστική του ζωή ἄρχισε ἀπό τό Πατριαρχεῖο Μόσχας. Συνήθιζε νά ἐκκλησιάζεται στήν ἐνορία Znamenye τῆς Μόσχας. Ταυτόχρονα ἀναζητοῦσε Γέροντα μοναχό νά ὑποταχθεῖ. Τότε μία πιστή τόν συνέστησε στόν Κατακομβίτη Μητροπολίτη Γεννάδιο Sekach. Ὁ νεαρός Βάδιμος συνάντησε τόν Μητροπολίτη Γεννάδιο στή Μόσχα καί τόν συνόδευσε στό προσκύνημά του στή Λαύρα τῆς Ἁγίας Τριάδος - ἁγ. Σεργίου.
Στή συνέχεια προσχώρησε στήν Ἐκκλησία τῶν Κατακομβῶν καί χειροθετήθηκε μοναχός ἀπό τόν μητροπολίτη Γεννάδιο μέ τό ὄνομα
Βλαδίμηρος. Ἀπό τόν ἴδιο ἱεράρχη δέχθηκε καί τούς τρεῖς βαθμούς τῆς Ἱερωσύνης.
Λίγο πρίν τόν θάνατό του ὁ ἐπίσκοπος Βλαδίμηρος ἀναγκάστηκε νά μετακινηθεῖ στόν Καύκασο, ἀλλά καί ἀπό ἐκεῖ διώχθηκε ἀπό τήν Μυστική Ἀστυνομία. Τότε ἐγκαταστάθηκε στό χωριό Elista. Ὅταν ἡ Μυστική Ἀστυνομία τόν ἀνακάλυψε, τοῦ ζήτησε νά φύγει, ἀλλά αὐτός δέν συμμορφώθηκε, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκτοπιστεῖ στή Μόσχα, ὅπου ἀπεβίωσε τό 1987, ἀπό τίς συνέπειες τοῦ πυρηνικοῦ ἀτυχήματος στό Τσερνόμπιλ.
Λίγο πρίν τόν θάνατό του ὁ ἐπίσκοπος Βλαδίμηρος ἀναγκάστηκε νά μετακινηθεῖ στόν Καύκασο, ἀλλά καί ἀπό ἐκεῖ διώχθηκε ἀπό τήν Μυστική Ἀστυνομία. Τότε ἐγκαταστάθηκε στό χωριό Elista. Ὅταν ἡ Μυστική Ἀστυνομία τόν ἀνακάλυψε, τοῦ ζήτησε νά φύγει, ἀλλά αὐτός δέν συμμορφώθηκε, μέ ἀποτέλεσμα νά ἐκτοπιστεῖ στή Μόσχα, ὅπου ἀπεβίωσε τό 1987, ἀπό τίς συνέπειες τοῦ πυρηνικοῦ ἀτυχήματος στό Τσερνόμπιλ.
Γιά τήν συνάντηση τοῦ π. Λεοντίου μέ τόν π. Βλαδίμηρο δέν ἀναφέρονται περισσότερες πληροφορίες, ἕνα πάντως εἶναι ἀπολύτως βέβαιο καί ἐξακριβωμένο:
Ὁ π. Λεόντιος δέν βγῆκε ποτέ ἔξω ἀπό τά σύνορα τῆς Ἑλλάδος!
Ἄρα στήν πηγή τοῦ ἁγίου Βασιλίσκου, (ὅπου ὁ ὁμώνυμος ναός,
στόν ὁποῖο κοιμήθηκε ἐξόριστος ὁ Μέγας Ἅγιος Χρυσόστομος), βρέθηκε «ἐκτός σώματος, ἐν πνεύματι» καί αὐτό εἶναι μία τῶν μεγάλων ἀποδείξεων τῆς ἁγιότητός
του (μέ τόν ἴδιο τρόπο ἐπικοινωνοῦσε ἄραγε καί μέ τόν πατέρα Ματθαῖο;).
Ζ. Τό ὁσιακό τέλος.
Ὁ Σαλός τοῦ Θεοῦ ὅσιος Λεόντιος κοιμήθηκε εἰρηνικά τήν 5η Μαρτίου 1993. Προηγουμένως εἶχε ἐπισκεφθεῖ τήν Ἱερά Μονή Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Κουβαρᾶ, ὅπου ἔμεινε λίγο, ἀλλά μέσα στή νύχτα ἔφυγε, καί περιπλανώμενος στούς δρόμους, σχεδόν τυφλός, μεταφέρθηκε στό νοσοκομεῖο τῆς Βούλας, ὅπου μετά τίς πρῶτες βοήθειες τόν πῆγαν στό λιμάνι καί τόν ἐπιβίβασαν στό καράβι γιά τήν Σάμο. Ἐκεῖ πῆγε στό χωριό του, τόν Πλάτανο, καί φιλοξενήθηκε μέχρι τό τέλος του ἀπό τήν ἀνηψιά του Βικτωρία, ἡ ὁποῖα τοῦ παρεῖχε κάθε προστασία. Τήν τελευταῖα Θεῖα Κοινωνία ἔλαβε ἀπό τόν ἤδη μακαριστό Πρωθιερέα π. Σαράντη Καστανιᾶ, καταγόμενο ἀπό τήν Ἰκαρία, (ἐκλεκτό κληρικό τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας), τόν ὁποῖο ἀποχαιρέτησε λέγοντας:
«Ἄντε π. Σαράντη, καλή ἀντάμωση στόν Παράδεισο».
Τόν ἐνταφίασε στό χωριό του ὁ Ἱερεύς π. Δημήτριος Τσαρκατζόγλου, (ἐπίσης τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας), τήν 7η Μαρτίου 1993.
Στήν κηδεία του συμμετεῖχε λαός ἀπό ὅλη τήν Σάμο. «Παρά τήν στηλίτευσιν καί τήν κακουχίαν - γράφει ὁ π. Χ. Σ. - ἀνεγνωρίσθη τό πνευματικόν του ἔργον ἀπό τόν λαόν τοῦ νησιοῦ, διότι μίλησε στήν καρδιά τοῦ κόσμου, μέ φωνή σωστή».
Κατά τόν ἐνταφιασμό του οἰκονο-μήθηκε ἀπό τόν Θεό μεγάλο σημεῖο. Ἀπό ἀστοχία τῶν κηδευτῶν, ὁ τάφος, πού θά δέχονταν τό ὁσιακό σῶμα τοῦ μακαρίου Λεοντίου, εἶχε ἀνοιχθεῖ μικρός. Τότε κάποιος ἀπό τούς παρισταμένους φώναξε εἰρωνικά:
Κατά τόν ἐνταφιασμό του οἰκονο-μήθηκε ἀπό τόν Θεό μεγάλο σημεῖο. Ἀπό ἀστοχία τῶν κηδευτῶν, ὁ τάφος, πού θά δέχονταν τό ὁσιακό σῶμα τοῦ μακαρίου Λεοντίου, εἶχε ἀνοιχθεῖ μικρός. Τότε κάποιος ἀπό τούς παρισταμένους φώναξε εἰρωνικά:
«Ἄντε ρέ Λεόντιε, καί στόν τάφο λειψός θά πᾶς».
Καί ἐκεῖνος, σάν νά ἦταν ζωντανός, μάζεψε τά πόδια του καί χώρεσε![4]
Κατά τήν ἀνακομιδή του τά τίμια Λείψανά του ἀνακομίσθηκαν εὐωδιάζοντα. Σήμερα ἡ τιμία Κάρα του καί τά περισσότερα τῶν Λειψάνων του φυλάσσονται ἀπό τήν ἀνηψιά του Βικτωρία, στόν Πλάτανο Σάμου, ἐνῶ ἀρκετά ἔχουν ἴδη διασπαρεῖ καί ἡ εὐλογία τους χαριτώνει κοντινές καί μακρυνές περιοχές (ὅπως τήν Κύπρο).
Κατά τήν ἀνακομιδή του τά τίμια Λείψανά του ἀνακομίσθηκαν εὐωδιάζοντα. Σήμερα ἡ τιμία Κάρα του καί τά περισσότερα τῶν Λειψάνων του φυλάσσονται ἀπό τήν ἀνηψιά του Βικτωρία, στόν Πλάτανο Σάμου, ἐνῶ ἀρκετά ἔχουν ἴδη διασπαρεῖ καί ἡ εὐλογία τους χαριτώνει κοντινές καί μακρυνές περιοχές (ὅπως τήν Κύπρο).
Πέραν τῆς Μονῆς Κύκκου Κύπρου, ἀπότμημα τῶν Λειψάνων του φυλάσσεται στό Ἱερό Παρεκκλήσιο ὁσίας Ξένης τῆς Ρωσίδος, Μάνδρας Ἀττικῆς, καί ἄλλο κατέχεται ἀπό τόν Ἀρχιμ. κ. Νεκτάριο Μουρᾶ.
Μετά τήν κοίμησή του μαρτυροῦνται ἐμφανίσεις του.
Μετά τήν κοίμησή του μαρτυροῦνται ἐμφανίσεις του.
«Τό εἶπαν ἄνθρωποι πού δέν ἔχουν λόγο νά ψεύδονται - γράφει ὁ Ἰω.
Κουτσοῦκος - Ἡ γυναῖκα τοῦ θυρωροῦ ἑνός ξενοδοχείου, ὅταν γύρισε ὁ ἄνδρας της στό σπίτι, τοῦ εἶπε ὅτι πέρασε ὁ Λεόντιος ἀπό 'κεῖ καί τοῦ ἔδωσε νερό!
Ὁ σύζυγός της ἀπόρησε λέγοντάς της ὅτι ὁ Λεόντιος εἶναι
πεθαμένος, ὅμως ἐκείνη ἐπέμεινε λέγοντας πώς δέν εἶχε παραισθήσεις»!
Η. Ἡ συνείδησις τῆς Ἐκκλησίας.
Στήν συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Γνησίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἐντός τῶν κόλπων τῆς Ὁποίας ἀναδείχθηκε καί ἁγίασε ὁ μακάριος Πατήρ Λεόντιος, ὁ οὐρανοπολίτης, διά Χριστόν Σαλός τῆς Σάμου, κατέχει θέση νεοφανούς Ἁγίου. Ὅλοι στήν Σάμο (Νεοημερολογίτες καί Γνήσιοι Ὀρθόδοξοι), ὁμολογοῦν τήν ἁγιότητά του!
Δέν ἦταν «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», ἀλλά μία μορφή γνήσια Βιβλική στόν 20ο αἰῶνα
τῆς ἀποστασίας καί τῆς ἁμαρτίας.
Στίς μοναδικές φωτογραφίες τοῦ Ὁσίου Πατρός, τίς ὁποῖες κατέχει καί μᾶς διέθεσε ὁ ἀρχιμ. κ. Νεκτάριος Μουρᾶς, διακρίνεται ὁ μακάριος Γέροντας νά κηρύττει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ ξυπόλητος, σχεδόν ρακένδυτος, μέ τό Εὐαγγέλιο στό χέρι ἀνοικτό, ἄλλοτε προσελκύοντας τό ἐνδιαφέρον τῶν διερχομένων καί ἄλλοτε τόν εἰρωνικό γέλωτα!
Μία μορφή ὄντως Βιβλική, ξένη πρός τόν 20 αἰῶνα, στόν ὁποῖο ὡς ξένος καί πάροικος ἔζησε καί ἁγίασε, μέ τό δησάκι τοῦ ξένου στήν πλάτη, ὅπου εἶχε ὅλη του τήν περιουσία, τά ἐκκλησιαστικά του βιβλία!
Νεκρός δέ στό νεκροκρέββατο, ἀντικρύζει γαλήνιος τήν πέραν τοῦ τάφου πραγματικότητα, πάλι Βιβλικός, ξένος, οὐρανοπολίτης στόν κόσμο μας τῆς ἁμαρτίας καί τῆς ἀποστασίας.
Οἱ εὐλαβούμενοι τήν μνήμη του τόν τιμοῦν τήν 5η Μαρτίου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του. Σύμφωνα μέ ἀσφαλεῖς πληροφορίες ἐπίκειται ἡ διακήρυξις τῆς ἁγιότητός του ἀπό τήν Γνησία Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος.
Ὅσιε Πάτερ Λεόντιε,
πρέσβευε τῶ Κυρίῳ ὑπέρ ἡμῶν.
[1] (σελ. 50, 56, 82, 83 καί 99).
[2] (σελ. 234, 289, 349, 351, 364, 380 καί 403).
[3] Ὅταν πήγαμε καί 'μεῖς, γιά νά προσκυνήσουμε στήν Ἱερά Μονή Χοζεβᾶ, πρώτη
ἀπ' ὅλους ἔφτασε στό Ἱερό Ναό ἡ μικρή Χριστίνα. Θἄταν τότε 13-14 ἑτῶν.
Ἁγνή καί καθαρή, ὅπως ἦταν, προχώρησε μέ τό θάρρος τῆς νιότης καί τόν
ἐνθουσιασμό ὅλων ὅσων ἄκουγε γιά τούς Ἁγίους Τόπους, μπῆκε πρώτη καί
στόν χῶρο πού φυλασσόταν τό λείψανο τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ρουμάνου, δίπλα ἀπό τήν Ἐκκλησία. Χωρίς, βέβαια, νά ξέρει ὅτι ἐκεῖ ἦταν ὁ Ἅγιος.
Ἐμεῖς φτάσαμε μετά ἀπό μερικά λεπτά, μιά καί προχωρούσαμε πιό ἀργά καί ἀνεβαίναμε τήν ἀρκετά κοπιαστική ἀνηφόρα.
Ἔρχεται πρός ἐμένα ἡ Χριστίνα κλαίγοντας μέ λιγμούς! Δέν μποροῦσε νά μιλήσει!
Ὁ ἥλιος ἔδυε καί μόλις προφτάσαμε νά μποῦμε νά προσκυνήσουμε.
-Χριστίνα μου, τί ἔχεις καί κλαῖς ἔτσι; τήν ρωτοῦσα συνέχεια, ἀλλά ἐκείνη δέν μποροῦσε νά μιλήσει.
Προσπαθῶντας νά τήνκαθυσηχάσουμε, μετά ἀπό ἀρκετή ὥρα, μᾶς εἶπε:
-Ἐκεῖ
μέσα εἶναι ἕνας μοναχός νεκρός πού ὅμως ... ἀναπνέει, καί τό στῆθος του
ἀνεβαίνει καί κατεβαίνει! Τόνισε χαρακτηριστικά μέ τήν παιδική
περιγραφή πού μᾶς ἔκανε!
Μπήκαμε καί 'μεῖς καί προσκυνήσαμε μέ φόβο καί εὐλάβεια. Δέν ἀντιληφθήκαμε ὅμως τίποτε!
[4] Μαρτυρία τοῦ κ. Ἰωάννη Κουτσούκου, δημοσιευμένη στήν ἐφημερίδα τῆς Κορίνθου
«ΣΗΜΕΡΑ», φ. 26. 10. 1997.